ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ
Βίλα Ιόλα
Πρόσκληση σε πάρτι εκατομμυρίων, φαντασμάτων και ερωτηματικών
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ (boyio@enet.gr)
Λένε ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Στην Αγ. Παρασκευή αυτές περισσεύουν και εξαιτίας τους ένας μοναδικός χώρος, που θα μπορούσε να είναι στολίδι για την πόλη ως πολιτιστικό κέντρο, κινδυνεύει να γίνει -τι πρωτότυπο!- μπετόν.
Η ιστορία θα ήταν άλλη μία από τις αμέτρητες που αφορούν την τύχη των ελεύθερων χώρων, όμως αντίθετα με άλλες, όπου για να δεθεί το δράμα υπάρχει ο ρόλος του «κακού», εδώ δεν βρήκαμε κανέναν. Ολοι συμφωνούν ότι η βίλα Ιόλα πρέπει να δοθεί στους πολίτες ως δημόσιο αγαθό. Αλλά ώς εκεί. Στα λόγια.
Χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να δεις το «παλάτι», το «μέγαρο», όπως το περιέγραφαν δύο δεκαετίες πριν, σε αυτό το κτίριο πίσω από τη βρόμα και την εγκατάλειψη. Το μόνο που εντυπωσιάζει αρχικά είναι το μέγεθος - 1.760 τ.μ. το διώροφο σπίτι και 6,7 στρμ. ο κήπος. Εκεί που θρονιάζονταν περίβλεπτα γλυπτά τώρα φυτρώνουν αγριόχορτα και στους τοίχους, στη θέση αριστουργημάτων ζωγραφικής, αυθαδιάζει το γκράφιτι.
Οι εσωτερικοί χώροι προκαλούν θλίψη με τη γυμνότητά τους. Η κουζίνα έχει σημάδια από φωτιά. Μια πυρκαγιά παραλίγο να το αφανίσει πριν από λίγα χρόνια. Τίποτα κινητό δεν έχει μείνει, μόνο κάτι παλιά περιοδικά και σκισμένες αφίσες. Κουρέλια. Μετά το θάνατο του Ιόλα, το 1987, οι λεηλασίες γίνονταν κατά κύματα. Πίνακες, χαλιά, γλυπτά, πολυέλαιοι σηκώθηκαν με καμιόνια. Δεν περίμεναν καν να πεθάνει. Η πρώτη λεηλασία, προφανώς από κάποιους του κύκλου του, έγινε ενώ ο συλλέκτης ήταν ετοιμοθάνατος σε νοσοκομείο της Ν. Υόρκης. Από τη συλλογή με τα 11.000 έργα ένα μέρος πήραν οι κληρονόμοι του, αργότερα πωλήθηκε σε δημοπρασίες, και λίγα αρχαία κατάσχεσε το ελληνικό κράτος.
Ενα γλυπτό του Τάκη κείτεται σπασμένο στον κήπο. Μάλλον μεγάλο για να το αρπάξουν. Από τις κολόνες του κήπου, κοιτάζοντας φωτογραφίες από παλιά ρεπορτάζ, καταλαβαίνουμε ότι κάθε φορά υπήρχε και μία λιγότερη. Μάρμαρα από την Πεντέλη και τη Ραβένα με τα οποία είχε ντυθεί το κτίριο κομματιάστηκαν και ξηλώθηκαν.
Ο Ιόλας αγόρασε τη γη το 1965. Ηταν ήδη βαθύπλουτος αλλά ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ανέθεσε το έργο στον σπουδαίο αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, που πήρε για βοηθό τον Τσαρούχη. Από την αρχή τα σχέδια ήταν μεγαλεπήβολα αλλά το αποτέλεσμα γινόταν σταδιακά ακόμη πιο εντυπωσιακό, καθώς ενσωματώνονταν στο σπίτι έργα τέχνης. Ακόμη και η κουπαστή στη σκάλα ήταν γλυπτό, της Claude Lalanne. Την ξήλωσαν κι αυτή.
Πικάσο, Ντε Κίρικο, Μιρό, Γουόρχολ, Νταλί, Μαγκρίτ, Ερνστ, Χατζηκυριάκος-Γκίκας... Οσο ζούσε ο Ιόλας, στο σπίτι του η τέχνη ξεπερνούσε σε αξία πολλά μουσεία μαζί. Πολλοί από τους καλλιτέχνες ήταν φίλοι του και τον επισκέπτονταν εκεί. Πολλοί, όπως ο Γουόρχολ, ξεκίνησαν από τις γκαλερί του.
«Εκεί που ό,τι λάμπει είναι χρυσός» είναι ο τίτλος ενός ρεπορτάζ του περιοδικού «Vogue» το 1982. Η ρεπόρτερ γράφει εκστασιασμένη γι' αυτά που βλέπουν τα μάτια της. Μια πόρτα ντυμένη με χρυσάφι! Χρυσά γλυπτά, αρχαία αγάλματα και μεταξωτές κουρτίνες... Σήμερα στη θέση εκείνης της πόρτας υπάρχουν τσιμεντόλιθοι. Η είσοδος γίνεται από γειτονική μπαλκονόπορτα.
Το κτήμα και η βίλα όχι μόνο σαπίζουν, αλλά, παρά τη σειρά των αποφάσεων για απαλλοτρίωσή τους, πότε από τον Δήμο και πότε από το κράτος, αποτέλεσμα μηδέν. Υπουργοί Πολιτισμού και δήμαρχοι έρχονται και φεύγουν, υπόσχονται, συνεδριάζουν, υπογράφουν στα χαρτιά αλλά... τίποτα.
Ο Ιόλας το 1984 δωρίζει 47 έργα του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που δημιουργείται γύρω από αυτή τη συλλογή. Χαρίζει μερικούς ακόμη πίνακες στη Εθνική Πινακοθήκη. Εχει αποφασίσει να δωρίσει στο δήμο Αγ. Παρασκευής το χώρο, για να δημιουργηθεί Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης.
Ο χρόνος και το πλιάτσικο έστησαν ένα σουρεαλιστικό σκηνικό στο εσωτερικό της βίλας. Σουρεαλιστικά όμως είναι και τα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια γύρω από την τύχη της ως πολιτιστικού κέντρου. Απίστευτο, αλλά η παραπάνω εικόνα είναι αποτέλεσμα σειράς κρατικών αποφάσεων αλλά και παλινωδιών.
Κάποιοι γνωστοί του λένε ότι το σύνολο της συλλογής, σύμφωνα με μια διαθήκη του, θα κατέληγε ως κληροδότημα στο ελληνικό κράτος. Ομως ξαφνικά ξεσπάει μια θύελλα. Ενας τραβεστί καταγγέλλει όργια και αρχαιοκαπηλία στη βίλα. Οι κίτρινες εφημερίδες της εποχής ουρλιάζουν. Πολιτικοί και καλλιτέχνες που αναζητούσαν τη φιλία του τον αποφεύγουν. Είναι η αρχή του τέλους που θα κορυφωθεί με την αρρώστια του. Πάσχει από AIDS.
«Αν δεν ήταν όλα αυτά με τα σκάνδαλα και την ομοφυλοφιλία του, τότε πολύ γρήγορα και το θέμα της απαλλοτρίωσης θα είχε τελειώσει», μας λένε κάποιοι συνομιλητές. Είναι φανερό ότι μετά το θάνατό του οι πολιτικοί στρέφουν το... σεμνότυφο βλέμμα τους και δεν βλέπουν την ουσία, την πολιτιστική αξία του ακινήτου και των περιεχομένων του και την ανάγκη προστασίας. Οι βάνδαλοι, με λόγια και με πράξεις, έχουν το πάνω χέρι.
Η πρώτη κίνηση για να διασωθεί κάτι γίνεται από το δήμο της Αγ. Παρασκευής που το 1994 βάζει συμβολικά ένα λουκέτο στο χώρο διεκδικώντας τον. Το 1998 το οίκημα χαρακτηρίζεται διατηρητέο. Το 2000 το κτήμα χαρακτηρίζεται «Κέντρο Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων» με προεδρικό διάταγμα και γίνονται όνειρα για υπαίθριο μουσείο γλυπτικής. Την ίδια χρονιά το αγοράζει ο αρχιτέκτονας Σπύρος Γεωργίου για 782 εκατ. δραχμές. Από το περιβάλλον του μας είπαν πως γνώριζαν ότι το οίκημα ήταν διατηρητέο αλλά το υπουργείο Οικονομικών τους διαβεβαίωσε ότι το κτήμα δεν είχε δεσμεύσεις.
Ο δήμος ετοιμάζεται να το αγοράσει με ένα -εγκεκριμένο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων- δάνειο ύφους 1,2 δισ. δρχ., αλλά σταματάει όταν το 2002 κηρύχθηκε από την κυβέρνηση η αναγκαστική απαλλοτρίωση. Εντάσσεται μάλιστα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Το Σώμα Ορκωτών Λογιστών το εκτιμά στα 9,1 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα γίνονται και δύο δίκες για την αξία και το πρωτοδικείο εκδικάζει αρχικά 17 εκατ. ευρώ ενώ στο εφετείο γίνεται ο συμβιβασμός στην τιμή που όρισε το ΣΟΕ. Για να μη ζαλιστούμε από τα νούμερα, η τελική τιμή απαλλοτρίωσης είναι πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερη της τιμής αγοράς. Αυτό κάποιοι θα το έλεγαν καλή εμπορική επιτυχία και κάποιοι άλλοι θέτουν ερωτηματικά για το πώς έφτασε εκεί. Με την αλλαγή της κυβέρνησης το 2004 και τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, η απόφαση για την απαλλοτρίωση ανακαλείται.
Ο τότε υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης προσπαθεί να πάρει το ακίνητο για να γίνει πολιτιστικό κέντρο για 5 εκατ. ευρώ, όσο και η αντικειμενική αξία (σήμερα περίπου 5,5 εκατ. ευρώ). «Η εκτίμηση της αξίας έγινε από τριμελή επιτροπή της Κτηματικής Υπηρεσίας, όπως ορίζει ο νόμος», μας λέει. «Επειδή οι ιδιοκτήτες δεν συμφώνησαν, τους προτάθηκε ανταλλαγή με άλλο ακίνητο του Δημοσίου. Δεν βρήκαν ούτε αυτή την πρόταση ικανοποιητική. Ως υφυπουργός Πολιτισμού έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διευθέτηση του ζητήματος, το οποίο εκκρεμούσε για μεγάλο διάστημα, πάντα στο πλαίσιο του δυνατού και με γνώμονα τη νομιμότητα και τη διαφάνεια».
Ο ιδιοκτήτης προσφεύγει στο ΣτΕ για αποχαρακτηρισμό της έκτασης ώστε να μπορεί να οικοδομήσει. Η υπόθεση, μετά από πέντε αναβολές, θα δικαστεί στις 23 Σεπτεμβρίου. Με δύο αποφάσεις, του Γ. Βουλγαράκη και του Μ. Λιάπη διαδοχικά ως υπουργών Πολιτισμού, το Δημόσιο επιστρέφει ως αγοραστής. Η τελευταία, πέρσι, ήταν μάλιστα κατεπείγουσα. Ρωτήθηκε ο ιδιοκτήτης αν συμφωνεί στα 9,042 εκατ. ευρώ της νέας εκτίμησης (έκοψαν κάτι), είπε «ναι», αλλά και πάλι...
Από το υπουργείο πήραμε τη διαβεβαίωση ότι οι προθέσεις δεν έχουν αλλάξει, αλλά χρήματα δεν υπάρχουν. Ενα από τα προβλήματα είναι ότι με την περσινή απόφαση το κονδύλι θα έβγαινε από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Πράγμα ελαφρώς παράλογο, αφού όσο στοιχίζει η βίλα είναι ο ετήσιος προϋπολογισμός του ΤΑΠ, και έχει ένα σωρό ιδιοκτήτες άλλων ακινήτων να αποζημιώσει.
Η Μαρία Δαμανάκη έχει ασχοληθεί πολλά χρόνια με το θέμα. Πρόσφατα κατέθεσε άλλη μία ερώτηση στη Βουλή, για το αν προτίθεται ο νυν υπουργός Α. Σαμαράς και με ποιο χρονοδιάγραμμα να προχωρήσει στην απαλλοτρίωση. Τη ρωτήσαμε τι φταίει και παρά τις αποφάσεις, και από το ΠΑΣΟΚ και από τη Ν.Δ., τελικά τίποτα δεν γίνεται. «Η πολιτική της Ν.Δ. είναι τσιμέντο παντού και όταν έχεις ως προτεραιότητα το τσιμέντο δεν βάζεις 9 εκατ. στη βίλα Ιόλα», απάντησε. «Προ του 2004 υπήρξε μία θετική εξέλιξη, που όμως έμεινε ημιτελής. Μετά το 2004 η κυβέρνηση έβαλε το θέμα στο τελευταίο συρτάρι και σήμερα βρισκόμαστε στο κρίσιμο στάδιο ενδεχόμενου αποχαρακτηρισμού της έκτασης. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Η βίλα και ο περιβάλλων χώρος έχουν και ιστορική αξία αλλά και σημαντική περιβαλλοντική σημασία για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της Αγ. Παρασκευής και της βόρειας Αθήνας».
Στο περιβάλλον του ιδιοκτήτη θεωρούν βέβαιο ότι θα κερδίσουν την υπόθεση στο ΣτΕ. Μάθαμε ότι ήδη δύο εφοπλιστές έχουν ενδιαφερθεί να αγοράσουν το κτήμα.
Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν απηυδήσει. Για χρόνια ακούν, ειδικά προεκλογικά, ότι εκεί θα γίνει ένα πάρκο πολιτισμού. Υπήρξε ακόμη και μια πρόταση να το αγοράσει ο δήμος με έκτακτη εισφορά των κατοίκων. Αλλά αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα. Οχι για τον πολιτισμό. Οι καλλιτέχνες, μεταξύ τους και πολλοί διάσημοι, έχουν απηυδήσει. Κάθε τόσο υπογράφουν εκκλήσεις... Η «Ομάδα Φιλοπάππου», μια πρωτοβουλία εικαστικών, το έχει αναγάγει σε κεντρικό της θέμα.
Ο δικηγόρος του ιδιοκτήτη Θεόδωρος Κωνσταντόπουλος μας λέει ότι δεν έχουν κανένα λόγο να είναι ενάντιοι στο κοινό αίσθημα για την αξιοποίηση του ακινήτου. Θέλουν να λυθεί το θέμα, να πάρουν την αποζημίωση και να παραδώσουν το κτήμα.
Αντί για επίλογο να προσυπογράψουμε μια παλαιότερη έκκληση γνωστών καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Κώστας Γαβράς, που κατέληγε με τη φράση: «Αν η πολιτική βούληση δεν επαρκεί για να σώσει από την τσιμεντοποίηση ιστορικούς χώρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμό στην Ελλάδα».
Διαβάστε
..............1..............
Νίκος Σταθούλης, «Αλέξανδρος Ιόλας», εκδ. Λιβάνη
Η βιογραφία του γκαλερίστα και συλλέκτη. Από την Αλεξάνδρεια του Καβάφη σε μεγάλα μπαλέτα και από τα καταγώγια της τέχνης στα σαλόνια των κροίσων, ο Ιόλας έζησε μια μυθιστορηματική ζωή.
..............2..............
Ντανιέλ Αράς, «Ιστορίες ζωγραφικής», εκδ. Εστία
Η ιστορία της ζωγραφικής από την ανακάλυψη της προοπτικής ώς την εξαφάνιση της φιγούρας. Μαθήματα για τη μύηση των θεατών σε τεχνικές και ζωγράφους.
Ποιός ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ (boyio@enet.gr) | ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ * Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1908 ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης.
* Γιος εμπόρου, ήρθε στην Αθήνα με μόνο εφόδιο συστατικές επιστολές του Κ. Καβάφη προς τους Κ. Παλαμά, Α. Σικελιανό και Δ. Μητρόπουλο.
* Ανακαλύπτει στο χορό το ταλέντο του και σπουδάζει στην Αθήνα, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Γίνεται πρώτος χορευτής σε μεγάλα μπαλέτα.
* Στο Παρίσι συναναστρέφεται με καλλιτέχνες. Αγοράζει τον πρώτο του πίνακα από τον ίδιο τον Ντε Κίρικο και ερωτεύεται τον Ζαν Κοκτό. Σιγά σιγά εγκαταλείπει το χορό και στρέφεται στις εικαστικές τέχνες.
* Το 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Η ελίτ των ΗΠΑ τον λατρεύει και η κόρη του προέδρου Ρούσβελτ τον «βαπτίζει» Αλέξανδρο Ιόλα.
* Στην γκαλέρι του εκθέτει για πρώτη φορά ο Αντι Γουόρχολ ενώ παρουσιάζονται και Ευρωπαίοι άγνωστοι στους Αμερικανούς, όπως ο Ερνστ και ο Μαγκρίτ. Λέγεται ότι πρώτος εκτίναξε τις τιμές σε έργα από μερικά δολάρια σε εκατοντάδες χιλιάδες.
* Τα επόμενα χρόνια ανοίγει πολλές άλλες γκαλερί σε μεγάλες πόλεις από τη Μαδρίτη έως τη Βηρυτό. Παίζει με τη σύγχρονη τέχνη επιδέξια και μισθώνει καλλιτέχνες να δουλεύουν γι' αυτόν με συμβόλαια.
* Το γαλλικό κράτος του απονέμει το παράσημο της λεγεώνας της τιμής.
* Επιστρέφει στην Ελλάδα στην ακμή της επιτυχίας του και χτίζει τη βίλα του. Εκεί φιλοξενεί τρανταχτά ονόματα της τέχνης αλλά και φιλόδοξους νέους. Ενδύεται το ρόλο του μαικήνα που τον λατρεύουν και τον μισούν για τη συμπεριφορά του και ένα εκκεντρικό για την εποχή ντύσιμο που κραυγάζει τις ερωτικές του προτιμήσεις. Ζει μέσα στη χλιδή και τις απολαύσεις αλλά χαρίζει και πολλά έργα σε μουσεία.
* Ο ελληνικός λαϊκίστικος συντηρητισμός τού ανοίγει πόλεμο τη δεκαετία του 1980 και με πηχυαίους τίτλους για «βίλα οργίων» και άλλα τέτοια τον απομονώνει από τους «φίλους» του.
* Στις 8 Ιουνίου 1987 αφήνει την τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη. Κύρια κληρονόμος του ήταν η αδελφή του Νίκη Στάιφελ.
2/20/2010
23.1.10
Ο "ΡΟΖ ΝΑΥΤΗΣ" ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ
Η γνωριµία µε τον άνθρωπο που, εν έτει 1954, στήθηκε µπροστά στον καµβά του Γιάννη Τσαρούχη ξεκίνησε από µία παρεξήγηση.
Είναι πραγµατικά δύσκολο να µην πέσει το βλέµµα στο αντίγραφο του «Ροζ Ναύτη» του Γιάννη Τσαρούχη, που είναι κρεµασµένο στον τοίχο πίσω από τον πάγκο.
«Μπαίνει πολύς κόσµος στο µαγαζί και µε ρωτάει “Τι δουλειά έχει αυτός ο πίνακας εδώ;”, κι εγώ τους απαντάω “Ξέρεις ποιος είναι αυτός στον πίνακα; Εγώ είµαι”».
Ο κ. Αθανάσιος Τσίρος είναι ιδιοκτήτης καταστήµατος οπτικών στα Εξάρχεια. Από το 1992 «δηλώνει» Εξαρχειώτης, µιας και το κατάστηµά του βρίσκεται στη συµβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Διδότου. Πίσω από τον πάγκο του δικού του µαγαζιού είναι ο «Ροζ Ναύτης».
Κανείς σχεδόν δεν ήξερε ποιο ήταν το µοντέλο τού πίνακα, αφού ο ίδιος δεν το έχει «διαφηµίσει», όπως θα έκαναν, ίσως, κάποιοι άλλοι. Μάλιστα επί χρόνια σέρνεται η φήµη πως ο νεαρός άνδρας της φωτογραφίας ήταν ο Γιώργος Φούντας. Δεν είναι.
Ο κ. Τσίρος δηλώνει το καµάρι του «βουβά», µέσω του πίνακα που του έχει δωρίσει ο φίλος του, ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης.
Η γνωριµία µας προέκυψε από µία… παρεξήγηση. «Να και ο Φούντας!» ήταν το σχόλιο συνεργάτη της ΓΑΛΕΡΑΣ που αντίκρισε τον πίνακα, όταν πριν από λίγο καιρό βρέθηκε στο µαγαζί για να φτιάξει (τι άλλο;) τα γυαλιά του. «Ποιος Φούντας; ρε; Εγώ είµαι!» ήταν η απάντηση του κ. Τσίρου.
Μοιραία ακολούθησε το ραντεβού για µία συνέντευξη.
- Πώς γνωριστήκατε µε τον Τσαρούχη;
Η γνωριµία έγινε στο θέατρο το 1955. Ήµουν στο µπαλέτο τής Ηρώς Σισµάνη, ο Τσαρούχης έκανε τα σκηνικά, και εκεί γνωριστήκαµε. Ήµασταν πολλά παιδιά κοµπάρσοι και ο Τσαρούχης επέλεξε να µου κάνει έναν πίνακα. Δεν ήξερα ακριβώς τι θα έκανε. Με πήρε και πήγαµε στο ατελιέ του –Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας– και µε έντυσε ναύτη. Ναύτης εγώ; Δεν τον ήξερα τότε τον Τσαρούχη. Πιτσιρίκος κι εγώ τότε, 19 χρονών. Πόσα µπορούσα να ήξερα από τη ζωή; Άλλες οι εποχές τότε, άλλες σήµερα. Μου έκανε τον πίνακα, τον γνωστό «Ροζ Ναύτη», και µου έκανε κι άλλο ένα πορτρέτο µικρό, µόνο µε τα χέρια µου. Η συνεργασία κράτησε περίπου ένα µήνα. Πέρασε ο καιρός, τον Τσαρούχη πότε τον έβλεπα, πότε δεν τον έβλεπα. Συναντιόµασταν, τα λέγαµε, και µου είχε πει πως αυτόν τον πίνακα τον πήρανε µαζί µε τον Ιόλα και τον πήγαν στη Νέα Υόρκη σε µια γκαλερί, και όπως µου είπε πήρε το πρώτο βραβείο, ήταν ο καλύτερος πίνακας.
-Κάποιος στη θέση σας µπορεί να κυνηγούσε τη δηµοσιότητα…
Να σου πω την αλήθεια, µε τις δουλειές και µε τα σχετικά, παντρεύτηκα κιόλας νωρίς, είχα ξεχάσει πως υπήρχε ο πίνακας, τόσο πολύ. Τον Τσαρούχη τον έβλεπα, αλλά το είχα ξεχάσει. Ειδάλλως θα του έλεγα κι εγώ «Δεν µου δίνεις κανέναν πίνακα να έχω;»… Για φαντάσου να είχα σήµερα έναν πίνακα του Τσαρούχη, µεγάλη υπόθεση. Το ’88 αυτός ο πίνακας άξιζε περισσότερα από 20 εκατοµµύρια δραχµές…
-Πώς ζήσατε τον Τσαρούχη;
Πρώτα πρώτα ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Δεν ήταν απλώς ένας Έλληνας. Ήταν το κάτι άλλο, κάτι περισσότερο από Έλληνας. Τροµερός άνθρωπος. Θυµάµαι, είχα να τον δω πολύ καιρό, ήµουν στη Βοστόνη και ερχόµουν µια φορά τον χρόνο στην Ελλάδα. Υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία, τον είχα δει κιόλας στο ατελιέ του στο Κολωνάκι, και όταν γύρισα στην Ελλάδα το ’83 και άνοιξα ένα µαγαζί, πάλι µε οπτικά, τηλεφωνιόµασταν, ερχόταν στο µαγαζί. Εκείνη την περίοδο είχε περάσει και µια περιπέτεια που τον ταλαιπώρησε και τον στενοχώρησε πολύ και όταν, θυµάµαι, έληξε, ήρθε κατευθείαν να µε δει στο κατάστηµά µου. Με είχε καλέσει επανειληµµένως να πάω στο σπίτι του στο Μαρούσι, αλλά δεν πήγα ούτε µια φορά. Δεν ξέρω γιατί δεν πήγα. Γενικά πηγαινοερχόµουν στην Αµερική για πολλά χρόνια, και όταν ξαναέφυγα το ’88 δεν πρόλαβα να τον δω πριν πεθάνει.
-Πολλοί νοµίζουν πως το µοντέλο του πίνακα είναι ο Γιώργος Φούντας.
Το έργο έχει γίνει το 1955. Ο Φούντας το ’55 ήταν ένας φτασµένος ηθοποιός, δεν είχε ανάγκη να κάνει το µοντέλο στον Τσαρούχη. Είναι σαν ένα δηµοσιογράφο που µου είπε πως το µοντέλο τού πίνακα είναι στη φυλακή. Και ψαχνόµουν να δω πού βρίσκοµαι. Τον αυθεντικό πάντως τον έχει ένας φίλος µου συλλέκτης. Του είχαν προτείνει από τηλεοπτική εκποµπή να πάει τον πίνακα στο πλατό για ένα αφιέρωµα στον Τσαρούχη. Αλλά είπε πως ο πίνακας δεν πρόκειται να µετακινηθεί.
-Πώς αντιµετώπισε η οικογένειά σας το γεγονός;
Η µάνα µου το ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, αλλά ο πατέρας µου… Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, ήθελα να προχωρήσω, να πάω σε µια σχολή. Του πατέρα µου δεν του άρεσε. «Το σόι µας έχει βγάλει κανέναν ηθοποιό;» έλεγε... Έτσι, ύστερα από την παράσταση όπου γνώρισα τον Τσαρούχη, δεν έπαιξα σε κάποια άλλη. Είχα πάντως το µικρόβιο. Για να φανταστείς, πήγαινα και δούλευα τα καλοκαίρια για να αγοράζω ρούχα. Ήµουν µπροστά στη µόδα για την εποχή. Όλα παραγγελία. Το ντύσιµο που είχα έπρεπε να είναι εφάµιλλο της παρέας µου. Έκανα παρέα µε ηθοποιούς, όπως τον Μπάρκουλη, και τραγουδιστές. Όταν λοιπόν ο πατέρας µου κατάλαβε πως ήθελα να γίνω ηθοποιός, είπε σ’ έναν φίλο του οπτικό να µε πάρει να δουλέψω δίπλα του, να µάθω. «Πάρ’ τον και κάν’ τον ό,τι θες» του είπε. Ήµουν 20 χρονών, Αύγουστος του ’56. Δεν µπορούσα να πω στον πατέρα µου ότι δεν θα πάω. Άλλη ζωή τότε. Τώρα τα παιδιά είναι διαφορετικά.
galera.gr
Ο "ΡΟΖ ΝΑΥΤΗΣ" ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ
Η γνωριµία µε τον άνθρωπο που, εν έτει 1954, στήθηκε µπροστά στον καµβά του Γιάννη Τσαρούχη ξεκίνησε από µία παρεξήγηση.
Είναι πραγµατικά δύσκολο να µην πέσει το βλέµµα στο αντίγραφο του «Ροζ Ναύτη» του Γιάννη Τσαρούχη, που είναι κρεµασµένο στον τοίχο πίσω από τον πάγκο.
«Μπαίνει πολύς κόσµος στο µαγαζί και µε ρωτάει “Τι δουλειά έχει αυτός ο πίνακας εδώ;”, κι εγώ τους απαντάω “Ξέρεις ποιος είναι αυτός στον πίνακα; Εγώ είµαι”».
Ο κ. Αθανάσιος Τσίρος είναι ιδιοκτήτης καταστήµατος οπτικών στα Εξάρχεια. Από το 1992 «δηλώνει» Εξαρχειώτης, µιας και το κατάστηµά του βρίσκεται στη συµβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Διδότου. Πίσω από τον πάγκο του δικού του µαγαζιού είναι ο «Ροζ Ναύτης».
Κανείς σχεδόν δεν ήξερε ποιο ήταν το µοντέλο τού πίνακα, αφού ο ίδιος δεν το έχει «διαφηµίσει», όπως θα έκαναν, ίσως, κάποιοι άλλοι. Μάλιστα επί χρόνια σέρνεται η φήµη πως ο νεαρός άνδρας της φωτογραφίας ήταν ο Γιώργος Φούντας. Δεν είναι.
Ο κ. Τσίρος δηλώνει το καµάρι του «βουβά», µέσω του πίνακα που του έχει δωρίσει ο φίλος του, ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης.
Η γνωριµία µας προέκυψε από µία… παρεξήγηση. «Να και ο Φούντας!» ήταν το σχόλιο συνεργάτη της ΓΑΛΕΡΑΣ που αντίκρισε τον πίνακα, όταν πριν από λίγο καιρό βρέθηκε στο µαγαζί για να φτιάξει (τι άλλο;) τα γυαλιά του. «Ποιος Φούντας; ρε; Εγώ είµαι!» ήταν η απάντηση του κ. Τσίρου.
Μοιραία ακολούθησε το ραντεβού για µία συνέντευξη.
- Πώς γνωριστήκατε µε τον Τσαρούχη;
Η γνωριµία έγινε στο θέατρο το 1955. Ήµουν στο µπαλέτο τής Ηρώς Σισµάνη, ο Τσαρούχης έκανε τα σκηνικά, και εκεί γνωριστήκαµε. Ήµασταν πολλά παιδιά κοµπάρσοι και ο Τσαρούχης επέλεξε να µου κάνει έναν πίνακα. Δεν ήξερα ακριβώς τι θα έκανε. Με πήρε και πήγαµε στο ατελιέ του –Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας– και µε έντυσε ναύτη. Ναύτης εγώ; Δεν τον ήξερα τότε τον Τσαρούχη. Πιτσιρίκος κι εγώ τότε, 19 χρονών. Πόσα µπορούσα να ήξερα από τη ζωή; Άλλες οι εποχές τότε, άλλες σήµερα. Μου έκανε τον πίνακα, τον γνωστό «Ροζ Ναύτη», και µου έκανε κι άλλο ένα πορτρέτο µικρό, µόνο µε τα χέρια µου. Η συνεργασία κράτησε περίπου ένα µήνα. Πέρασε ο καιρός, τον Τσαρούχη πότε τον έβλεπα, πότε δεν τον έβλεπα. Συναντιόµασταν, τα λέγαµε, και µου είχε πει πως αυτόν τον πίνακα τον πήρανε µαζί µε τον Ιόλα και τον πήγαν στη Νέα Υόρκη σε µια γκαλερί, και όπως µου είπε πήρε το πρώτο βραβείο, ήταν ο καλύτερος πίνακας.
-Κάποιος στη θέση σας µπορεί να κυνηγούσε τη δηµοσιότητα…
Να σου πω την αλήθεια, µε τις δουλειές και µε τα σχετικά, παντρεύτηκα κιόλας νωρίς, είχα ξεχάσει πως υπήρχε ο πίνακας, τόσο πολύ. Τον Τσαρούχη τον έβλεπα, αλλά το είχα ξεχάσει. Ειδάλλως θα του έλεγα κι εγώ «Δεν µου δίνεις κανέναν πίνακα να έχω;»… Για φαντάσου να είχα σήµερα έναν πίνακα του Τσαρούχη, µεγάλη υπόθεση. Το ’88 αυτός ο πίνακας άξιζε περισσότερα από 20 εκατοµµύρια δραχµές…
-Πώς ζήσατε τον Τσαρούχη;
Πρώτα πρώτα ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Δεν ήταν απλώς ένας Έλληνας. Ήταν το κάτι άλλο, κάτι περισσότερο από Έλληνας. Τροµερός άνθρωπος. Θυµάµαι, είχα να τον δω πολύ καιρό, ήµουν στη Βοστόνη και ερχόµουν µια φορά τον χρόνο στην Ελλάδα. Υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία, τον είχα δει κιόλας στο ατελιέ του στο Κολωνάκι, και όταν γύρισα στην Ελλάδα το ’83 και άνοιξα ένα µαγαζί, πάλι µε οπτικά, τηλεφωνιόµασταν, ερχόταν στο µαγαζί. Εκείνη την περίοδο είχε περάσει και µια περιπέτεια που τον ταλαιπώρησε και τον στενοχώρησε πολύ και όταν, θυµάµαι, έληξε, ήρθε κατευθείαν να µε δει στο κατάστηµά µου. Με είχε καλέσει επανειληµµένως να πάω στο σπίτι του στο Μαρούσι, αλλά δεν πήγα ούτε µια φορά. Δεν ξέρω γιατί δεν πήγα. Γενικά πηγαινοερχόµουν στην Αµερική για πολλά χρόνια, και όταν ξαναέφυγα το ’88 δεν πρόλαβα να τον δω πριν πεθάνει.
-Πολλοί νοµίζουν πως το µοντέλο του πίνακα είναι ο Γιώργος Φούντας.
Το έργο έχει γίνει το 1955. Ο Φούντας το ’55 ήταν ένας φτασµένος ηθοποιός, δεν είχε ανάγκη να κάνει το µοντέλο στον Τσαρούχη. Είναι σαν ένα δηµοσιογράφο που µου είπε πως το µοντέλο τού πίνακα είναι στη φυλακή. Και ψαχνόµουν να δω πού βρίσκοµαι. Τον αυθεντικό πάντως τον έχει ένας φίλος µου συλλέκτης. Του είχαν προτείνει από τηλεοπτική εκποµπή να πάει τον πίνακα στο πλατό για ένα αφιέρωµα στον Τσαρούχη. Αλλά είπε πως ο πίνακας δεν πρόκειται να µετακινηθεί.
-Πώς αντιµετώπισε η οικογένειά σας το γεγονός;
Η µάνα µου το ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, αλλά ο πατέρας µου… Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, ήθελα να προχωρήσω, να πάω σε µια σχολή. Του πατέρα µου δεν του άρεσε. «Το σόι µας έχει βγάλει κανέναν ηθοποιό;» έλεγε... Έτσι, ύστερα από την παράσταση όπου γνώρισα τον Τσαρούχη, δεν έπαιξα σε κάποια άλλη. Είχα πάντως το µικρόβιο. Για να φανταστείς, πήγαινα και δούλευα τα καλοκαίρια για να αγοράζω ρούχα. Ήµουν µπροστά στη µόδα για την εποχή. Όλα παραγγελία. Το ντύσιµο που είχα έπρεπε να είναι εφάµιλλο της παρέας µου. Έκανα παρέα µε ηθοποιούς, όπως τον Μπάρκουλη, και τραγουδιστές. Όταν λοιπόν ο πατέρας µου κατάλαβε πως ήθελα να γίνω ηθοποιός, είπε σ’ έναν φίλο του οπτικό να µε πάρει να δουλέψω δίπλα του, να µάθω. «Πάρ’ τον και κάν’ τον ό,τι θες» του είπε. Ήµουν 20 χρονών, Αύγουστος του ’56. Δεν µπορούσα να πω στον πατέρα µου ότι δεν θα πάω. Άλλη ζωή τότε. Τώρα τα παιδιά είναι διαφορετικά.
galera.gr
Αλέξανδρος Ιόλας: Ο ιδιοφυής μαικήνας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΪΛΑΚΗΣ (ethnos.gr)
Γνώρισε τη λατρεία και την κατακραυγή, τη δόξα και την απέχθεια, την αποθέωση και τη μικροπρέπεια. Ενας μαικήνας με παγκόσμια αναγνώριση και επιβολή, ένας πολίτης του κόσμου με αλάνθαστο καλλιτεχνικό αισθητήριο και -πάνω απ’ όλα- ένας διορατικός συλλέκτης, ο οποίος ήταν -ταυτόχρονα- ασυνήθιστα ευφυής ως έμπορος.
Πολλά από τα μεγάλα ονόματα της τέχνης οφείλουν -λίγο ή πολύ- την καθιέρωσή τους σε εκείνον: Ο Μαξ Ερνστ, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Αντι Γουόρχολ, ο Ιβ Κλάιν, ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Μία ιδιαίτερα έντονη και αντιφατική προσωπικότητα που συνδύαζε μοναδικά όλες εκείνες τις ιδιότητες που θα του επέτρεπαν να πετύχει: Οξυδερκής και τολμηρός, αδίστακτος και εκρηκτικός, είρων και στοργικός, ραδιούργος και τυχοδιωκτικός, αλλά και γοητευτικός, απρόβλεπτος, υπερβολικός, εκκεντρικός, σίγουρα πολυτάλαντος και -εν τέλει- αξεπέραστος
Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν αρχικά το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1908 και ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας εμπόρων βαμβακιού. Εκείνη την εποχή η ανατροφή μέσα σε ένα «αυστηρών αρχών» οικογενειακό περιβάλλον σήμαινε ξύλο, τιμωρία, επιβολή της τάξης από τον πατέρα, μία δυσβάσταχτη και συχνά αποτρόπαιη πειθαρχία. Κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες το νεαρό αγόρι διαβάζει συνεχώς, μαθαίνει πιάνο και δείχνει έγκαιρα μία μεγάλη ευχέρεια στην εκμάθηση ξένων γλωσσών- μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και αραβικά.
Ηταν ήδη εμφανές ότι επρόκειτο για μία -δίχως άλλο- ξεχωριστή περίπτωση: Ενα παράξενο μείγμα ρεαλισμού και ονειροπολήσεων, που ενώ οι συμμαθητές του μπροστά στην πυραμίδα του Χέοπα θαύμαζαν την κορυφή της, αυτός φανταζόταν τους αμύθητους θησαυρούς τέχνης και χλιδής οι οποίοι κρύβονταν στους ανήλιαγους βασιλικούς τάφους.
Ο πατέρας του, ωστόσο, επιθυμούσε ο γιος του να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, αλλά εκείνος από πολύ νωρίς ανακάλυψε ότι ο προορισμός του ήταν διαφορετικός: Είχε έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Βέβαια, αργότερα θα διαπίστωνε ότι ήταν γεννημένος και για τα δύο -με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. «Θυμάμαι σαν τώρα», είχε πει κάποτε, «όταν σκαστός από το σπίτι μου είδα τη Μαρίκα Κοτοπούλη που ήρθε στην Αλεξάνδρεια και έπαιζε την Κλυταιμνήστρα. Οχι μόνο μαγεύτηκα, άλλαξε η ζωή μου. Κατάλαβα ότι ήμουν γεννημένος για την τέχνη».
Κάπως έτσι, ακολουθώντας μία βαθύτερη εσωτερική παρόρμηση και με βαρύτιμο εφόδιο τρεις συστατικές επιστολές του Καβάφη προς τους Σικελιανό, Παλαμά και Μητρόπουλο, ο μικρός τυχοδιώκτης εγκαταλείπει το σπίτι του και με τις λιγοστές οικονομίες του μεταβαίνει, τον Νοέμβριο του 1927, στην Αθήνα. Μένει σε ένα δωμάτιο στην οδό Αριστοτέλους, επισκέπτεται συχνά την Ακρόπολη όπου του αρέσει να χορεύει, ενώ κάποια στιγμή τον φωτογραφίζει εκεί η Nelly’s.
Είναι από εκείνη την εποχή που -ανάμεσα στις άλλες του ικανότητες- ξεχωρίζει μία: Η κοσμοπολίτικη, περισσή -θα έλεγε κανείς- άνεση με την οποία θα κινείται σε όλη του τη ζωή στους καλλιτεχνικούς κύκλους ανά τον κόσμο.
Πάντως, αν και ο Ιόλας είχε καλλιτεχνικές τάσεις, δεν διέθετε κάποιο εμφανές ταλέντο και όλο αυτό το απόθεμα ευαισθησίας που είχε μέσα του δεν είχε βρει ακόμα μία διέξοδο. Επειτα από παρότρυνση του Αγγελου Σικελιανού, φεύγει τελικά για την Ευρώπη και επειδή τον βοηθούσε το καλοσχηματισμένο, ανάλαφρο σώμα του, στρέφεται πιο σοβαρά στον χορό.
Σύντομα, η ευκολία με την οποία γνώριζε τους «κατάλληλους» ανθρώπους αποδίδει καρπούς και -ακολούθως- συνεργάζεται με το Θέατρο Σάλτσμπουργκ, με την Οπερα του Βερολίνου και την Κίρα Νιζίνσκι- την κόρη του διάσημου χορευτή. Ολα έδειχναν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους χορευτές του κόσμου. Αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1933, υποχρεώνεται λόγω της ανόδου του ναζισμού να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Μετακομίζει, λοιπόν, στο Παρίσι, όπου συνεχίζει τη χορευτική του καριέρα, ενώ -παράλληλα- έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες και ποζάρει ως μοντέλο για τον ντε Κίρικο και τον Χέρμπερτ Λιστ.
Ενα απρόσμενο γεγονός, όμως, θα σταθεί η αφορμή να εγκαταλείψει για πάντα τον χορό και να ασχοληθεί με τη συλλογή έργων τέχνης. «Μια μέρα εκεί που περπατούσα στον δρόμο, είδα σε μια βιτρίνα έναν πίνακα και χωρίς να ξέρω γιατί σταμάτησα μπροστά του σα μαγεμένος», θα εξηγήσει χρόνια αργότερα, με την αλήθεια -ωστόσο- να είναι λίγο διαφορετική.
Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον χορό εξαιτίας ενός τραυματισμού στο πόδι. Απ’ την άλλη, η συναναστροφή του με τους Παριζιάνους σουρεαλιστές τον ενθουσιάζει και του δίνει την ιδέα: να ασχοληθεί με το εμπόριο έργων τέχνης. Και εδώ ακριβώς είναι που διαφαίνεται η ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου Ιόλα: Σε καιρούς πραγματικά ανυποψίαστους, αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι οι μεταπολεμικές Η.Π.Α. ήταν έτοιμες να υποδεχθούν την ανήσυχη Ευρώπη.
Η τέχνη πλέον όχι μόνο αποκτούσε την αγορά της, αλλά και τη δική της χρηματιστηριακή αξία, με τον Ιόλα να πρωτοστατεί σε αυτό. Βασίζεται αποκλειστικά στο ένστικτό και στις γνώσεις του και το έμπειρο μάτι του διακρίνει τα πάντα- αναξιοποίητα ταλέντα, παραγνωρισμένους καλλιτέχνες, νέες τάσεις: πατρονάρει, επιλέγει, αναθέτει, αγοράζει, προωθεί.
Ωσπου, το 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, την περίφημη Hugo Gallery. Αν και δεν είχε ο ίδιος την οικονομική δυνατότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα κατάφερε χάρη στις φιλίες του με καλλιτέχνες και συλλέκτες, αλλά και στη γνωριμία του με τη δούκισσα Maria Hugo, να βρει το απαραίτητο κεφάλαιο. Από εδώ και πέρα, η ζωή του γίνεται ένα συνεχές ταξίδι μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Μία περίοδος στην οποία τα έχει όλα: Νιάτα, ταλέντο, πάθος για δουλειά, επιτυχία, αναγνώριση.
Δουλεύει πυρετωδώς, οργανώνει εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ανοίγει τη μία γκαλερί πίσω απ’ την άλλη και -πρωτίστως- συμβάλλει καίρια στην καθιέρωση στην Αμερική των εξόριστων -εξαιτίας του πολέμου- σουρεαλιστών, οι οποίοι βρίσκουν, επιτέλους, ένα ευρύ κοινό. Ο Ιόλας, διαβλέποντας την προοπτική αυτής της νέας -και με εξαιρετικές προοπτικές- αγοράς, δραστηριοποιείται δυναμικά και γίνεται από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης-δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί: Το 1963 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Γενεύη, το ’64 στο Παρίσι, το ’65 στο Μιλάνο και λίγο αργότερα στη Μαδρίτη.
Είναι, πια, πολλοί οι καλλιτέχνες που πηγαίνουν στην Αμερική, αναζητώντας την επιτυχία και ο «δαιμόνιος» Ιόλας -σχεδόν πάντα- τους την εξασφαλίζει: Τους δίνει χρήματα με τον μήνα ώστε να τους κάνει να δουλεύουν μόνο γι’ αυτόν, ενώ τους κλείνει αποκλειστικά συμβόλαια. Μάλιστα, θα παραμείνει ο αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ -στις Η.Π.Α.- μέχρι τον θάνατο τους, ενώ το 1953 διοργανώνει την πρώτη ατομική έκθεση του Αντι Γουόρχολ και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ.
Μερικοί ακόμη από τους καλλιτέχνες με τους οποίους θα συνεργαστεί -όλα αυτά τα χρόνια- είναι οι Μαν Ρέι, Ζαν Κοκτό, Ντε Κίρικο, Μπράουνερ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μόραλης, ενώ -σταδιακά- εστιάζει και στη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Καρέτσου, Ακριθάκης, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει καριέρα στο εξωτερικό.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 περνάει περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα, συνεργάζεται με διάφορες γκαλερί και χτίζει, στην Αγία Παρασκευή Αττικής, ένα σπίτι -ακριβέστερα, ένα ανάκτορο- όπου μεταφέρει τη σπουδαία προσωπική του συλλογή: έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Τέχνης, τεράστιας καλλιτεχνικής και χρηματικής αξίας. Ομως, αυτή η επάνοδος στην ιδιαίτερη πατρίδα του σε συνδυασμό με τον εκκεντρικό και επιδεικτικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του, θα συνοδευτεί -τελικά- με την πτώση του.
Ο Ιόλας δεν δίστασε ποτέ να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, αλλά αυτή του η ειλικρίνεια θα αντιμετωπιστεί με κακεντρέχεια από μερίδα του ελληνικού τύπου που -το 1983- θα διασύρει ανεπανόρθωτα το όνομά του. Τα πρωτοσέλιδα της εποχής έγραφαν για «ρωμαϊκά όργια στο σπίτι του ανώμαλου συλλέκτη» και το θέμα δεν θα αργήσει να πάρει διαστάσεις σκανδάλου και να φτάσει μέχρι τα δικαστήρια, με τον Ιόλα να κατηγορείται για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών, ακολασία με νεαρούς άντρες και παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 1987, πτοημένος, εξαντλημένος και εξευτελισμένος από έναν λαό που ο ίδιος -σε όλη του τη ζωή- τον είχε στο μυαλό του εξιδανικεύσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του, η επιθυμία του να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο ελληνικό κράτος δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά του και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του χάθηκε!
Οσο για το όνειρό του να δημιουργήσει ένα «Μουσείο Ιόλα» στη Θεσσαλονίκη, έμεινε μόνο στα προσχέδια- τον πρόλαβε το ανάξιο τέλος του. Εάν, πάντως, κάτι μένει από την ιστορία του Ιόλα δεν είναι τόσο το παράδειγμα ενός ανθρώπου που ήξερε -στο μέτρο του δυνατού- να καταφέρνει ό,τι ήθελε. Αλλά, κυρίως, ότι αυτή η -άνευ όρων και ορίων- επιτυχία συνήθως δεν συγχωρείται από κανέναν. Κάτι που στην περίπτωσή του είναι όχι μόνο προφανές, αλλά και ανησυχητικά θλιβερό...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΪΛΑΚΗΣ (ethnos.gr)
Γνώρισε τη λατρεία και την κατακραυγή, τη δόξα και την απέχθεια, την αποθέωση και τη μικροπρέπεια. Ενας μαικήνας με παγκόσμια αναγνώριση και επιβολή, ένας πολίτης του κόσμου με αλάνθαστο καλλιτεχνικό αισθητήριο και -πάνω απ’ όλα- ένας διορατικός συλλέκτης, ο οποίος ήταν -ταυτόχρονα- ασυνήθιστα ευφυής ως έμπορος.
Πολλά από τα μεγάλα ονόματα της τέχνης οφείλουν -λίγο ή πολύ- την καθιέρωσή τους σε εκείνον: Ο Μαξ Ερνστ, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Αντι Γουόρχολ, ο Ιβ Κλάιν, ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Μία ιδιαίτερα έντονη και αντιφατική προσωπικότητα που συνδύαζε μοναδικά όλες εκείνες τις ιδιότητες που θα του επέτρεπαν να πετύχει: Οξυδερκής και τολμηρός, αδίστακτος και εκρηκτικός, είρων και στοργικός, ραδιούργος και τυχοδιωκτικός, αλλά και γοητευτικός, απρόβλεπτος, υπερβολικός, εκκεντρικός, σίγουρα πολυτάλαντος και -εν τέλει- αξεπέραστος
Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν αρχικά το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1908 και ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας εμπόρων βαμβακιού. Εκείνη την εποχή η ανατροφή μέσα σε ένα «αυστηρών αρχών» οικογενειακό περιβάλλον σήμαινε ξύλο, τιμωρία, επιβολή της τάξης από τον πατέρα, μία δυσβάσταχτη και συχνά αποτρόπαιη πειθαρχία. Κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες το νεαρό αγόρι διαβάζει συνεχώς, μαθαίνει πιάνο και δείχνει έγκαιρα μία μεγάλη ευχέρεια στην εκμάθηση ξένων γλωσσών- μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και αραβικά.
Ηταν ήδη εμφανές ότι επρόκειτο για μία -δίχως άλλο- ξεχωριστή περίπτωση: Ενα παράξενο μείγμα ρεαλισμού και ονειροπολήσεων, που ενώ οι συμμαθητές του μπροστά στην πυραμίδα του Χέοπα θαύμαζαν την κορυφή της, αυτός φανταζόταν τους αμύθητους θησαυρούς τέχνης και χλιδής οι οποίοι κρύβονταν στους ανήλιαγους βασιλικούς τάφους.
Ο πατέρας του, ωστόσο, επιθυμούσε ο γιος του να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, αλλά εκείνος από πολύ νωρίς ανακάλυψε ότι ο προορισμός του ήταν διαφορετικός: Είχε έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Βέβαια, αργότερα θα διαπίστωνε ότι ήταν γεννημένος και για τα δύο -με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. «Θυμάμαι σαν τώρα», είχε πει κάποτε, «όταν σκαστός από το σπίτι μου είδα τη Μαρίκα Κοτοπούλη που ήρθε στην Αλεξάνδρεια και έπαιζε την Κλυταιμνήστρα. Οχι μόνο μαγεύτηκα, άλλαξε η ζωή μου. Κατάλαβα ότι ήμουν γεννημένος για την τέχνη».
Κάπως έτσι, ακολουθώντας μία βαθύτερη εσωτερική παρόρμηση και με βαρύτιμο εφόδιο τρεις συστατικές επιστολές του Καβάφη προς τους Σικελιανό, Παλαμά και Μητρόπουλο, ο μικρός τυχοδιώκτης εγκαταλείπει το σπίτι του και με τις λιγοστές οικονομίες του μεταβαίνει, τον Νοέμβριο του 1927, στην Αθήνα. Μένει σε ένα δωμάτιο στην οδό Αριστοτέλους, επισκέπτεται συχνά την Ακρόπολη όπου του αρέσει να χορεύει, ενώ κάποια στιγμή τον φωτογραφίζει εκεί η Nelly’s.
Είναι από εκείνη την εποχή που -ανάμεσα στις άλλες του ικανότητες- ξεχωρίζει μία: Η κοσμοπολίτικη, περισσή -θα έλεγε κανείς- άνεση με την οποία θα κινείται σε όλη του τη ζωή στους καλλιτεχνικούς κύκλους ανά τον κόσμο.
Πάντως, αν και ο Ιόλας είχε καλλιτεχνικές τάσεις, δεν διέθετε κάποιο εμφανές ταλέντο και όλο αυτό το απόθεμα ευαισθησίας που είχε μέσα του δεν είχε βρει ακόμα μία διέξοδο. Επειτα από παρότρυνση του Αγγελου Σικελιανού, φεύγει τελικά για την Ευρώπη και επειδή τον βοηθούσε το καλοσχηματισμένο, ανάλαφρο σώμα του, στρέφεται πιο σοβαρά στον χορό.
Σύντομα, η ευκολία με την οποία γνώριζε τους «κατάλληλους» ανθρώπους αποδίδει καρπούς και -ακολούθως- συνεργάζεται με το Θέατρο Σάλτσμπουργκ, με την Οπερα του Βερολίνου και την Κίρα Νιζίνσκι- την κόρη του διάσημου χορευτή. Ολα έδειχναν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους χορευτές του κόσμου. Αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1933, υποχρεώνεται λόγω της ανόδου του ναζισμού να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Μετακομίζει, λοιπόν, στο Παρίσι, όπου συνεχίζει τη χορευτική του καριέρα, ενώ -παράλληλα- έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες και ποζάρει ως μοντέλο για τον ντε Κίρικο και τον Χέρμπερτ Λιστ.
Ενα απρόσμενο γεγονός, όμως, θα σταθεί η αφορμή να εγκαταλείψει για πάντα τον χορό και να ασχοληθεί με τη συλλογή έργων τέχνης. «Μια μέρα εκεί που περπατούσα στον δρόμο, είδα σε μια βιτρίνα έναν πίνακα και χωρίς να ξέρω γιατί σταμάτησα μπροστά του σα μαγεμένος», θα εξηγήσει χρόνια αργότερα, με την αλήθεια -ωστόσο- να είναι λίγο διαφορετική.
Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον χορό εξαιτίας ενός τραυματισμού στο πόδι. Απ’ την άλλη, η συναναστροφή του με τους Παριζιάνους σουρεαλιστές τον ενθουσιάζει και του δίνει την ιδέα: να ασχοληθεί με το εμπόριο έργων τέχνης. Και εδώ ακριβώς είναι που διαφαίνεται η ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου Ιόλα: Σε καιρούς πραγματικά ανυποψίαστους, αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι οι μεταπολεμικές Η.Π.Α. ήταν έτοιμες να υποδεχθούν την ανήσυχη Ευρώπη.
Η τέχνη πλέον όχι μόνο αποκτούσε την αγορά της, αλλά και τη δική της χρηματιστηριακή αξία, με τον Ιόλα να πρωτοστατεί σε αυτό. Βασίζεται αποκλειστικά στο ένστικτό και στις γνώσεις του και το έμπειρο μάτι του διακρίνει τα πάντα- αναξιοποίητα ταλέντα, παραγνωρισμένους καλλιτέχνες, νέες τάσεις: πατρονάρει, επιλέγει, αναθέτει, αγοράζει, προωθεί.
Ωσπου, το 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, την περίφημη Hugo Gallery. Αν και δεν είχε ο ίδιος την οικονομική δυνατότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα κατάφερε χάρη στις φιλίες του με καλλιτέχνες και συλλέκτες, αλλά και στη γνωριμία του με τη δούκισσα Maria Hugo, να βρει το απαραίτητο κεφάλαιο. Από εδώ και πέρα, η ζωή του γίνεται ένα συνεχές ταξίδι μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Μία περίοδος στην οποία τα έχει όλα: Νιάτα, ταλέντο, πάθος για δουλειά, επιτυχία, αναγνώριση.
Δουλεύει πυρετωδώς, οργανώνει εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ανοίγει τη μία γκαλερί πίσω απ’ την άλλη και -πρωτίστως- συμβάλλει καίρια στην καθιέρωση στην Αμερική των εξόριστων -εξαιτίας του πολέμου- σουρεαλιστών, οι οποίοι βρίσκουν, επιτέλους, ένα ευρύ κοινό. Ο Ιόλας, διαβλέποντας την προοπτική αυτής της νέας -και με εξαιρετικές προοπτικές- αγοράς, δραστηριοποιείται δυναμικά και γίνεται από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης-δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί: Το 1963 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Γενεύη, το ’64 στο Παρίσι, το ’65 στο Μιλάνο και λίγο αργότερα στη Μαδρίτη.
Είναι, πια, πολλοί οι καλλιτέχνες που πηγαίνουν στην Αμερική, αναζητώντας την επιτυχία και ο «δαιμόνιος» Ιόλας -σχεδόν πάντα- τους την εξασφαλίζει: Τους δίνει χρήματα με τον μήνα ώστε να τους κάνει να δουλεύουν μόνο γι’ αυτόν, ενώ τους κλείνει αποκλειστικά συμβόλαια. Μάλιστα, θα παραμείνει ο αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ -στις Η.Π.Α.- μέχρι τον θάνατο τους, ενώ το 1953 διοργανώνει την πρώτη ατομική έκθεση του Αντι Γουόρχολ και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ.
Μερικοί ακόμη από τους καλλιτέχνες με τους οποίους θα συνεργαστεί -όλα αυτά τα χρόνια- είναι οι Μαν Ρέι, Ζαν Κοκτό, Ντε Κίρικο, Μπράουνερ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μόραλης, ενώ -σταδιακά- εστιάζει και στη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Καρέτσου, Ακριθάκης, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει καριέρα στο εξωτερικό.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 περνάει περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα, συνεργάζεται με διάφορες γκαλερί και χτίζει, στην Αγία Παρασκευή Αττικής, ένα σπίτι -ακριβέστερα, ένα ανάκτορο- όπου μεταφέρει τη σπουδαία προσωπική του συλλογή: έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Τέχνης, τεράστιας καλλιτεχνικής και χρηματικής αξίας. Ομως, αυτή η επάνοδος στην ιδιαίτερη πατρίδα του σε συνδυασμό με τον εκκεντρικό και επιδεικτικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του, θα συνοδευτεί -τελικά- με την πτώση του.
Ο Ιόλας δεν δίστασε ποτέ να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, αλλά αυτή του η ειλικρίνεια θα αντιμετωπιστεί με κακεντρέχεια από μερίδα του ελληνικού τύπου που -το 1983- θα διασύρει ανεπανόρθωτα το όνομά του. Τα πρωτοσέλιδα της εποχής έγραφαν για «ρωμαϊκά όργια στο σπίτι του ανώμαλου συλλέκτη» και το θέμα δεν θα αργήσει να πάρει διαστάσεις σκανδάλου και να φτάσει μέχρι τα δικαστήρια, με τον Ιόλα να κατηγορείται για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών, ακολασία με νεαρούς άντρες και παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 1987, πτοημένος, εξαντλημένος και εξευτελισμένος από έναν λαό που ο ίδιος -σε όλη του τη ζωή- τον είχε στο μυαλό του εξιδανικεύσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του, η επιθυμία του να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο ελληνικό κράτος δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά του και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του χάθηκε!
Οσο για το όνειρό του να δημιουργήσει ένα «Μουσείο Ιόλα» στη Θεσσαλονίκη, έμεινε μόνο στα προσχέδια- τον πρόλαβε το ανάξιο τέλος του. Εάν, πάντως, κάτι μένει από την ιστορία του Ιόλα δεν είναι τόσο το παράδειγμα ενός ανθρώπου που ήξερε -στο μέτρο του δυνατού- να καταφέρνει ό,τι ήθελε. Αλλά, κυρίως, ότι αυτή η -άνευ όρων και ορίων- επιτυχία συνήθως δεν συγχωρείται από κανέναν. Κάτι που στην περίπτωσή του είναι όχι μόνο προφανές, αλλά και ανησυχητικά θλιβερό...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)