Έτσι θα θυμάμαι τον Αλέξη Ακριθάκη
Από τον Νίκο Σταθούλη
Ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν ο πλέον ανατρεπτικός, ευάλωτος και απρόβλεπτος καλλιτέχνης που γνώρισα ποτέ.
Η τέχνη ήταν η ζωή του και η ζωή του η ίδια ήταν η τέχνη του.
Πάντοτε τον θυμάμαι να κινείται στην οριακή γραμμή του παιχνιδιού, γιατί μόνο τότε το έργο γίνεται πληθωρικό και παρουσιάζει μια εσωτερικότητα.
Για τον ίδιο τόσο η τέχνη όσο και η ζωή έχουν μια εγκληματικότητα.
Γιατί το έγκλημα για τον ίδιο είναι μια τρυφερή ιστορία. « τέχνη είναι ένα πολύ επικίνδυνο και ανθυγιεινό επάγγελμα. Τέχνη είναι η τραγική σου ζωή και η ασχήμια του κόσμου που κυκλοφορεί γύρω σου….οι καλλιτέχνες έχουνε μέσα τους τη φθορά. Ο ρόλος του καλλιτέχνη και όχι του ζωγράφου είναι να ανατρέπει τα πράγματα. Σήμερα δε σέβονται τη τέχνη. Σέβονται μόνο τους ζωγράφους τους κοσμικούς…τους έχω χεσμένους.»
Ο Αλέξης Ακριθάκης πέρασε τη ζωή του…βλέποντας τους φίλους του να αυτοκτονούν.
Ο ίδιος είχε επιλέξει έναν αυτοκτονικό τρόπο ζωής γιατί πίστευε πως αυτή πρέπει να είναι η συνεχής διαμαρτυρία στη ζωή του καλλιτέχνη… «η ζωγραφική είναι ένα επάγγελμα σαν τον ψιλικατζή. Η τέχνη έχει τα προβλήματα των ανθρώπων που πεθαίνουν μόνοι τους στο δρόμο….»
Από το σπίτι του στην Αθήνα το έσκασε 16 χρονών. Η μητέρα του Γερμανίδα. Τελείωσε τη Λεόντειο. Το εργοστάσιο υφασμάτων της μητέρας του ήταν στο Γκάζι. Πίσω από το Πιλοποιείο του Πουλόπουλου.
Διέρρηξε το χρηματοκιβώτιο και πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου έκανε τις δραχμές μάρκα.
Με μια μηχανή τετράχρονη έφυγε για το Παρίσι. Από τότε δεν ξαναείδε τους γονείς του. Στο Παρίσι σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Grand Chaumiere.
Έκανε διδακτορικό με τον Γ Κανδύλη στο θέμα «Η ζωγραφική και η πολεοδομία.» .
Για να ζήσει δούλεψε ως δοκιμαστής αυτοκινήτων της Peugeot στην Αφρική.
Ταξίδευσε στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης. Ο Τσίγκος ήταν φίλος του. Ακόμη και ο Keith Haring τον αναγνώρισε ως πρωτοπόρο του και ΄΄δανείστηκε΄΄ μερικά από τα σύμβολα του
Το σεργιάνι του στο κόσμο θα το κάνει με τη στήριξη της γυναίκας του Φωφης και του Μαικήνα της τέχνης τον οποίο λάτρευε, Αλέξανδρο Ιόλα. Η ζωή του ήταν ένας κραδασμός. Ένα σπιντάρισμα. Ηταν ένας πρωτόγονος άγριος λύκος και ταυτόχρονα τόσο τρυφερός…
Τον είπαν…΄παιδί..΄΄ Δεν ήταν. Τον είπαν τρελό. Δεν ήταν. Το ονόμασαν καταραμένο…. Ήταν. Γιατί έφερε το κλίμα των μπιτνικς στην Ελλάδα. Μαζί με τον Θόδωρο Μανωλίδη ήταν οι πρώτοι που φόρεσαν …μπλου τζιν. Και κάτι ακόμα…πολύ τον είχε ενοχλήσει που όντας ο ίδιος σουρεαλιστής , οι εδώ υπερρεαλιστές…, ενώ δανείστηκαν τις σκέψεις του και του την …έπεσαν… ύστερα τον αγνόησαν…. «Εγώ φταίω δηλαδή που δε τους άφησα να με γαμήσουνε?»
Ένας- ένας οι φίλοι του άρχισαν να φεύγουν….να αυτοκτονούν.
Ο Αλέξης τη βρίσκει ‘’βρίζοντας όσους δε καταλάβαιναν γιατί οι φίλοι του σκορπίστηκαν στους ανέμους….
Ακροβατεί στη παιδική του τόλμη. Φτιάχνει τη προσωπογραφία του μέσα από την άρνηση. Ήταν σεμνός. Ήταν μαθητευόμενος μπακάλης για τον εαυτό του. Πουλούσε τις ζωγραφιές του με βάση τις τότε συλλογικές συμβάσεις που εξασφάλιζε η ΓΣΕΕ για όλους τους εργαζόμενους. Αυτός ο ακατάδεκτος…όταν τον ρωτούσες πόσο πάει το έργο σου τότε σου απαντούσε…. «Για να γίνει αυτό το έργο, θέλει δύο μηνιάτικα ενοίκιο, τη ΔΕΗ, το νερό, οκτώ μακαρονάδες, 5 κιλά κρέας, 2000 δραχμές καπότες για το έιτζ, τόσο η βαζελίνη για τους κωλομπαράδες, έτσι το βγάζω. Κάνω τη σούμα πόσο βγαίνει, τόσο.. Τόσο το πουλάω. Το έβγαλα το μεροκάματο.».
Λίγες μέρες πριν τη… κάνει ο Αλέξης τον είχα ρωτήσει πως θέλει να τον θυμόμαστε….
« Σα μια σφήνα μπηγμένη σε μια καρδιά φίλε…» μου είχε πει αυτό το πλέον εξαίσιο πλάσμα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.
2/23/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)