Η σφαγή του Κομμένου. Τα θυμόμαστε, για να μην τα ξαναζήσουμε...
Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1943, ο 12ος Λόχος του 98ου Συντάγματος 1ου Ορεινού Τμήματος, που είχε στρατοπεδεύσει σε μια κοιλάδα στα βόρεια ακριβώς της Άρτας, κάπου κοντά στη Φιλιππιάδα, κλήθηκε να βγει από τις σκηνές του.
Διοικητής του Συντάγματος, ήταν ο Συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ένας νεαρός διοικητής φορτωμένος με παράσημα, αυτοδημιούργητος άντρας που του άρεσε να παινεύεται ότι έχει μετατρέψει το 98ο σε Σύνταγμα για τον Χίτλερ. Στους άντρες του 12ου Λόχου ο Ζάλμινγκερ, έβγαλε έναν κοφτό ολιγόλογο, τυπικό λόγο Τους είπε ''Γερμανοί στρατιώτες έχουν σκοτωθεί. Είναι καιρός για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών. Αύριο το πρωί θα ξεκληρίσουμε ένα λημέρι τους".
Καθώς περάσανε τα μεσάνυχτα στο Κομμένο, οι περισσότεροι κάτοικοί του άρχισαν σιγά σιγά να πηγαίνουν στα σπίτια τους για ύπνο, κουρασμένοι από τις προετοιμασίες του πανηγυριού, από το γλέντι και το πιοτό, χωρίς να υποψιαστούνε τίποτα για το τι επρόκειτο να συμβεί.
Την ίδια ώρα περίπου, μια φάλαγγα από 22 αυτοκίνητα και ένα στρατιωτικό τζιπ, ξεκίνησε από την κοιλάδα κοντά στην Φιλιππιάδα μεταφέροντας τους περισσότερους άντρες του 12ου Λόχου, γύρω στους 100 στρατιώτες.
Στις 5.00 το πρωί σταμάτησαν έξω από το χωριό και ο μάγειρας σέρβιρε πρωινό και καφέ στους στρατιώτες. Ύστερα, ο Διοικητής του 12ου Λόχου Υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ και τώρα περίπου 25 χρονών, τους συγκέντρωσε και έδωσε τις διαταγές του.
Μια φράση του, είχε μείνει στο μυαλό των αντρών μετά από χρόνια: "Θα μπούμε στο χωριό και δεν θ΄ αφήσουμε τίποτε όρθιο" είχε πει.
Χρησιμοποιώντας το πέτρινο καμπαναριό της εκκλησιάς (χτίσμα του 1855) για παρατηρητήριο, χωρίστηκαν σε εκτελεστικά αποσπάσματα, παίρνοντας και τις τελικές οδηγίες της επέμβασης.
Xαράματα πια στις 16ης Αυγούστου, στο πρώτο θολό φως της ημέρας και στον ουρανό άρχισαν να διασταυρώνονται φωτοβολίδες διαφόρων χρωμάτων και ταυτόχρονα ακούστηκαν εκρήξεις όλμων που είχαν τοποθετηθεί σε τρία επίκαιρα σημεία του χωριού.
Αμέσως αρχίσανε οι πυροβολισμοί και η διασταύρωση των πυρών, ενώ τα πυροβόλα και τα οπλοπολυβόλα δε σταμάτησαν ούτε στιγμή, δίνοντας την εντύπωση κάποιας σκληρής μάχης. Καθώς εισέβαλαν στα σπίτια, ολόκληρες οικογένειες αιφνιδιάστηκαν στον ύπνο και μη μπορώντας να αντιδράσουν, έπεφταν νεκρές από τις σφαίρες των όπλων και τα βλήματα των χειροβομβίδων.
Γέροι άνθρωποι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί, σκοτωθήκανε επιτόπου. Κορίτσια με την απειλή των όπλων σύρθηκαν στον έσχατο εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και βιάστηκαν κατ' εξακολούθηση από τους νεαρούς οπαδούς της χιτλερικής ιδεολογίας, οι οποίοι, αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους, έκοβαν τους μαστούς και τις έσφαζαν σα ζώα.
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη εφάρμοζαν μια σατανική τακτική εξοντώσεως των μικρών παιδιών. Αφού έβρεχαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών που κοιμόντουσαν ακόμη στην κούνια τους και αφού το άναβαν, απολάμβαναν σαδιστικά γελώντας με το "πυροτέχνημα" τους.
Μια γυναίκα έγκυος, αφού της ανοίξανε την κοιλιά, βγάλανε από εκεί το έμβρυο που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο και το εναποθέσανε στα χέρια της. Έτσι βρέθηκε η γυναίκα. Νεκρή με ανοιγμένα σπλάχνα και το αγέννητο παραμορφωμένο νεκρό, στα χέρια της.
Άλλα από τα παιδιά τα εκτελούσαν στον κρόταφο με μια σφαίρα περιστρόφου, ενώ άλλα τα κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους παρ' όλη την αθωότητα και τα κλάματα τους.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι Ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ' τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ' τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ' τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Από αυτό που συμπεραίνεται, από τα λεγόμενα επιζώντων αυτοπτών μαρτύρων για ορισμένα περιστατικά, είναι ότι οι φονιάδες μεθούσαν με ναρκωτικές ουσίες για να είναι γρήγοροι στις αποφάσεις τους και όσο πιο αποτελεσματικοί στα πρωτόγονα ένστικτά τους.
Ούτε και την εκκλησιά της Παναγιάς δε σεβάστηκαν, αφού αφόδευσαν στην πύλη του ιερού βήματος, πέταξαν στο πάτωμα του ναού τις εικόνες του τέμπλου και τα ιερά σκεύη.
Εκείνο το πρωινό της 16ης Αυγούστου, ο παπα-Λάμπρος πήγαινε στην εκκλησία έχοντας μαζί του το ευαγγέλιο, το θυμιατό και τα άμφια που χρησιμοποίησε την προηγούμενη μέρα για να τελέσει έναν γάμο. Ο παπα-Λάμπρος πιάστηκε από τους Γερμανούς και αφού τον βασάνισαν άγρια, τον σύρανε αιμόφυρτο στον προπυλώνα της εκκλησίας και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο μέτωπο. Αυτός ήταν και ο πρώτος της σφαγής του Κομμένου μαζί με το Ευαγγέλιο που βρέθηκε διάτρητο από σφαίρα σε μια γωνία, με ποτισμένες τις σελίδες του από το αίμα αυτού του τίμιου κληρικού.
Ο άλλος ιερέας του χωριού, που εφημέρευε στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών στον Λουτρότοπο και που είχε έρθει στους συγγενείς του για το πανηγύρι, βρέθηκε κατακρεουργημένος και αιμόφυρτος και με βγαλμένα τα μάτια.
Με μια ειδική σκόνη που έριχναν στο πάτωμα και με μια πιστολιά έκαψαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, αφού πρώτα έπαιρναν ότι πολύτιμο υπήρχε μέσα.
Το θέαμα στο Κομμένο μετά την σφαγή ήταν φρικιαστικό. Παντού πτώματα απανθρακωμένα, ενώ η ατμόσφαιρα είχε τη μυρωδιά από καμένες σάρκες. Η σήψη είχε ήδη αρχίσει και πολλά εντόσθια είχαν χυθεί στο έδαφος. Πολλά ανθρώπινα μέλη ήταν διασκορπισμένα από δω και από εκεί, ενώ τα σκυλιά οδηγημένα από το αίμα είχαν αρχίσει να τρώνε κομμάτια κρέας από διάφορα σώματα.
Γύρω στο απόγευμα της 16ης Αυγούστου ο Δημήτρης Αποστόλου, ένας νεαρός Κομμενιώτης, γύρναγε στο χωριό του και στο σπίτι του. Τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν φύγει, μετά από 7 ώρες που κράτησε η επιδρομή. Στα απανθρακωμένα απομεινάρια των σπιτιών, δοκάρια καίγονταν ακόμη. Τα πτώματα είχαν αρχίσει να φουσκώνουν από τη θερμότητα. Η κοιλιά μιας γυναίκας είχε σχισθεί και ένα κοτόπουλο είχε αρχίσει να σέρνει τα εντόσθια της κατά μήκος του δρόμου. Λίγο μετά που είδε αυτό, ο Αποστόλου λιποθύμησε.
Ένα δεκάχρονο αγόρι τότε, ο Αλέξανδρος Μάλιος, που έχασε όλη την οικογένεια του, θυμάται "Σα φτάσαμε κοντά στο σπίτι, ακόμα κάπνιζε. Απ' έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ' τους σκοτωμένους. Δεν είχες που να πατήσεις. Δρασκελίσαμε πάνω απ' τα πτώματα κι αντίκρισα τον πατέρα μου μ' ένα μικρό παιδί μέσα στα αίματα. Οι άλλοι μέσα ήταν όλοι καμένοι. Έσκυψα, τον αγκάλιασα και λιποθύμησα. Τα είχαμε χαμένα και ζούσαμε σ' ένα εφιαλτικό όνειρο, έτσι που δεν είχαμε τη δύναμη να κλάψουμε".
Συνολικά 317 άνθρωποι ήταν τα θύματα του Κομμένου εκείνη τη μέρα σ' αυτή τη σφαγή. Ίσως της πιο φριχτής που διαπράχθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής.
Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των πτωμάτων, οι δυστυχισμένοι Κομμενιώτες τα έθαβαν επιφανειακά με λίγο χώμα, σαν άλλες Αντιγόνες του Σοφοκλή, κάνοντας σπονδή με τα δάκρυα τους, στις αυλές και στους κήπους των σπιτιών.
Στην πλατεία του χωριού, τον Αύγουστο του 1946 οι κάτοικοι χτίσανε ένα καλλιμάρμαρο μνημείο που αναγράφονται τα ονόματα των 317 πατέρων και τέκνων και αδελφών.
Οι κάτοικοι, απομεινάρια ορφάνιας, λείψανα πένθους, γυμνοί από καθετί που συγκρατούσε άλλοτε τη Ζωή τους, πλούσιοι μόνο σε αναμνήσεις και σεβασμό, έκοψαν απ' το ψωμί τους για να ανταποκριθούν στο χρέος της καρδιάς και στήσανε το μνημείο των ηρώων με δικά τους έξοδα. Χρέος που έπρεπε να το νομίσει δικό τους ολόκληρος ο λαός της Ελλάδας. Χρέος που έπρεπε προπάντων να βαρύνει το κράτος.
Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι Ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 100 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη στη ζωή.
Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής βίας.
Την Κυριακή 16 Αυγούστου, στις 10.30 το πρωί, θα γίνει το επίσημο μνημόσυνο των 317 μαρτύρων-ηρώων του Κομμένου, θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, οπότε και θα κορυφωθούν οι εκδηλώσεις μνήμης στην μαρτυρική κοινότητα.
"Αυτοί που ξεχνάνε την ιστορία τους, ειναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουνε" George Santayana (Life of Reason, 1905)
Αναρτήθηκε από ΚΕΝΤΡΙ
2/24/2010
Fuck Germany
Ατιμώρητοι στην Ελλάδα οι ναζί εγκληματίες
Είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν τους διώκει, με νόμο του 1959
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΡΑΔΕΛΗΣ
Είναι αδικία ένας τέτοιος στυγνός εγκληματίας να κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος», λέει ο κ. Χαΐντς Κούνιο, ένας από τους ελάχιστους Έλληνες Εβραίους που διασώθηκαν από τον Αλόις Μπρούνερ
Πριν από λίγo καιρό, επικηρύχθηκε- με καθυστέρηση 60 ετών - από την αυστριακή κυβέρνηση ο Αλόις Μπρούνερ, γνωστός ως ο «Σφαγέας της Θεσσαλονίκης». Για τους ελάχιστους Έλληνες Εβραίους που επιβίωσαν από τις μεθόδους του Μπρούνερ το άκουσμα και μόνον του ονόματός του τούς προκαλεί πόνο και οργή. Δεν μπορούν να ελπίζουν πως μια μέρα θα τον δουν να δικάζεται στην Ελλάδα. Η χώρα μας παραμένει η μοναδική χώρα στον κόσμο που με νόμο δεν διώκει και δεν επικηρύσσει τους ναζί εγκληματίες του πολέμου!
«Θυμάμαι έναν βλοσυρό αξιωματικό των Ες Ες να στέκεται στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης και να επιβλέπει την επιβίβασή μας στο τρένο που μας πήγαινε στο Άουσβιτς. Το όνομά του το έμαθα όταν τελείωσε ο πόλεμος. Από τότε η καταδίκη του Αλόις Μπρούνερ αποτελεί για εμένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Όχι τόσο για όσα υπέστην στο Άουσβιτς και στο Μαουτχάουζεν, αλλά για τους 46.000 συμπατριώτες μου που δολοφόνησε. Είναι αδικία ένας τέτοιος στυγνός εγκληματίας να κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος», λέει ο κ. Χαΐντς Κούνιο, ένας από τους ελάχιστους Έλληνες Εβραίους που διασώθηκαν από τον Αλόις Μπρούνερ.
«Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως το εμπόδιο για να ζητηθεί η έκδοση του Μπρούνερ στην Ελλάδα ή για να δικαστεί, έστω ερήμην, είναι το ίδιο το ελληνικό κράτος», λέει ο πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου κ. Μωυσής Κωνσταντίνης, που εξηγεί πως με τον Νόμο 3933 του 1959 και το Νομοθετικό Διάταγμα 4016 του ίδιου έτους ανεστάλη στην Ελλάδα η ποινική δίωξη κατά των ναζί εγκληματιών πολέμου και η αρμοδιότητα αυτή μεταβιβάστηκε στις γερμανικές δικαστικές αρχές.
Οι μοναδικοί επιζώντες. Ο Αλόις Μπρούνερ μαζί με τον «Δόκτορα Θάνατο» Άριμπερτ Χαμ, που ζει στη Νότια Αμερική, θεωρούνται από ιστορικούς ερευνητές των ναζιστικών εγκλημάτων ως οι μοναδικοί επιζώντες ανώτεροι αξιωματικοί των Ες Ες.
Ο Μπρούνερ έφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Φεβρουαρίου 1943- σταλμένος από τον Άιχμαν- μαζί με τον λοχαγό των Ες Ες Ντίτερ Βισλιτσένι και είχαν εντολή να οργανώσουν τον εκτοπισμό των Ελλήνων Εβραίων. Όπως ομολόγησε ο Βισλιτσένι στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο Άιχμαν είχε ορίσει τον Μπρούνερ ως «υπεύθυνο για την τεχνική διοργάνωση του σχεδίου, ενώ είχε εντολές να δρα αυτόνομα».
Στις 15 Μαρτίου 1943 ο Μπρούνερ οργάνωσε την πρώτη αποστολή θανάτου. «Εκείνο το πρωινό μάς φόρτωσαν- 2.600 ανθρώπους- στα τρένα, δίχως κανείς να γνωρίζει πού πηγαίνουμε. Όταν φθάσαμε στο Άουσβιτς, οι ναζί επέλεξαν ως σκλάβους εργάτες 417 άντρες και 192 γυναίκες ηλικίας μέχρι 40 ετών. Οι υπόλοιποι 1.991 μεταφέρθηκαν απευθείας στα κρεματόρια και τους φούρνους», λέει ο κ. Κούνιο.
Στις 19 Αυγούστου 1943 ο Μπρούνερ ανέφερε στον Άιχμαν πως «η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι καθαρή», εννοώντας πως μέσα σε 5 μήνες 45.620
Έλληνες Εβραίοι, εστάλησαν στο Άουσβιτς.
Το 1947 ο Μπρούνερ στρατολογήθηκε από τους Αμερικανούς και του ανατέθηκε ο τομέας της Μέσης Ανατολής. Η εμπειρία του στον πόλεμο κατά του κομμουνισμού κρίθηκε απαραίτητη στον Ψυχρό Πόλεμο και του δόθηκε άτυπο συγχωροχάρτι.
Κατέφυγε στη Δαμασκό. Το 1954, ο «Σφαγέας» εντοπίστηκε από τη γερμανική αστυνομία στο Έσεν, με το όνομα Αλόις Σμαλντίενστ. Κατάφερε, ωστόσο, να διαφύγει με τη βοήθεια παλιών φίλων του από τα Ες Ες και κατέφυγε στη Δαμασκό. Εντοπίστηκε, όμως, από τον «κυνηγό» των ναζί Σίμον Βίζενταλ, αλλά η κυβέρνηση της Δαμασκού αρνήθηκε την παρουσία του εκεί. Οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ ανακάλυψαν τα ίχνη του και το 1961 προσπάθησαν να τον εξοντώσουν με μία επιστολή-βόμβα, από την οποία χάνει το ένα μάτι του. Ακολούθησε και δεύτερη απόπειρα εναντίον του από τη Μοσάντ το 1980, από την οποία έχασε όλα τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του. Το 1985 εντοπίστηκε για δεύτερη φορά στην πρωτεύουσα της Συρίας από τον Γάλλο δικηγόρο Σερζ Κλάρσφελντ. Τότε παραχώρησε συνέντευξη και στο γερμανικό περιοδικό «Βunte Ιllustrierte», στο οποίο εξέφρασε τη λύπη του επειδή δεν πρόλαβε να δολοφονήσει περισσότερους Εβραίους.
Για τα εγκλήματά του καταδικάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1954 ερήμην σε θάνατο από το Στρατοδικείο του Παρισιού και το 1956 από το Στρατοδικείο Μασσαλίας.
Είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν τους διώκει, με νόμο του 1959
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΡΑΔΕΛΗΣ
Είναι αδικία ένας τέτοιος στυγνός εγκληματίας να κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος», λέει ο κ. Χαΐντς Κούνιο, ένας από τους ελάχιστους Έλληνες Εβραίους που διασώθηκαν από τον Αλόις Μπρούνερ
Πριν από λίγo καιρό, επικηρύχθηκε- με καθυστέρηση 60 ετών - από την αυστριακή κυβέρνηση ο Αλόις Μπρούνερ, γνωστός ως ο «Σφαγέας της Θεσσαλονίκης». Για τους ελάχιστους Έλληνες Εβραίους που επιβίωσαν από τις μεθόδους του Μπρούνερ το άκουσμα και μόνον του ονόματός του τούς προκαλεί πόνο και οργή. Δεν μπορούν να ελπίζουν πως μια μέρα θα τον δουν να δικάζεται στην Ελλάδα. Η χώρα μας παραμένει η μοναδική χώρα στον κόσμο που με νόμο δεν διώκει και δεν επικηρύσσει τους ναζί εγκληματίες του πολέμου!
«Θυμάμαι έναν βλοσυρό αξιωματικό των Ες Ες να στέκεται στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης και να επιβλέπει την επιβίβασή μας στο τρένο που μας πήγαινε στο Άουσβιτς. Το όνομά του το έμαθα όταν τελείωσε ο πόλεμος. Από τότε η καταδίκη του Αλόις Μπρούνερ αποτελεί για εμένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Όχι τόσο για όσα υπέστην στο Άουσβιτς και στο Μαουτχάουζεν, αλλά για τους 46.000 συμπατριώτες μου που δολοφόνησε. Είναι αδικία ένας τέτοιος στυγνός εγκληματίας να κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος», λέει ο κ. Χαΐντς Κούνιο, ένας από τους ελάχιστους Έλληνες Εβραίους που διασώθηκαν από τον Αλόις Μπρούνερ.
«Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως το εμπόδιο για να ζητηθεί η έκδοση του Μπρούνερ στην Ελλάδα ή για να δικαστεί, έστω ερήμην, είναι το ίδιο το ελληνικό κράτος», λέει ο πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου κ. Μωυσής Κωνσταντίνης, που εξηγεί πως με τον Νόμο 3933 του 1959 και το Νομοθετικό Διάταγμα 4016 του ίδιου έτους ανεστάλη στην Ελλάδα η ποινική δίωξη κατά των ναζί εγκληματιών πολέμου και η αρμοδιότητα αυτή μεταβιβάστηκε στις γερμανικές δικαστικές αρχές.
Οι μοναδικοί επιζώντες. Ο Αλόις Μπρούνερ μαζί με τον «Δόκτορα Θάνατο» Άριμπερτ Χαμ, που ζει στη Νότια Αμερική, θεωρούνται από ιστορικούς ερευνητές των ναζιστικών εγκλημάτων ως οι μοναδικοί επιζώντες ανώτεροι αξιωματικοί των Ες Ες.
Ο Μπρούνερ έφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Φεβρουαρίου 1943- σταλμένος από τον Άιχμαν- μαζί με τον λοχαγό των Ες Ες Ντίτερ Βισλιτσένι και είχαν εντολή να οργανώσουν τον εκτοπισμό των Ελλήνων Εβραίων. Όπως ομολόγησε ο Βισλιτσένι στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο Άιχμαν είχε ορίσει τον Μπρούνερ ως «υπεύθυνο για την τεχνική διοργάνωση του σχεδίου, ενώ είχε εντολές να δρα αυτόνομα».
Στις 15 Μαρτίου 1943 ο Μπρούνερ οργάνωσε την πρώτη αποστολή θανάτου. «Εκείνο το πρωινό μάς φόρτωσαν- 2.600 ανθρώπους- στα τρένα, δίχως κανείς να γνωρίζει πού πηγαίνουμε. Όταν φθάσαμε στο Άουσβιτς, οι ναζί επέλεξαν ως σκλάβους εργάτες 417 άντρες και 192 γυναίκες ηλικίας μέχρι 40 ετών. Οι υπόλοιποι 1.991 μεταφέρθηκαν απευθείας στα κρεματόρια και τους φούρνους», λέει ο κ. Κούνιο.
Στις 19 Αυγούστου 1943 ο Μπρούνερ ανέφερε στον Άιχμαν πως «η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι καθαρή», εννοώντας πως μέσα σε 5 μήνες 45.620
Έλληνες Εβραίοι, εστάλησαν στο Άουσβιτς.
Το 1947 ο Μπρούνερ στρατολογήθηκε από τους Αμερικανούς και του ανατέθηκε ο τομέας της Μέσης Ανατολής. Η εμπειρία του στον πόλεμο κατά του κομμουνισμού κρίθηκε απαραίτητη στον Ψυχρό Πόλεμο και του δόθηκε άτυπο συγχωροχάρτι.
Κατέφυγε στη Δαμασκό. Το 1954, ο «Σφαγέας» εντοπίστηκε από τη γερμανική αστυνομία στο Έσεν, με το όνομα Αλόις Σμαλντίενστ. Κατάφερε, ωστόσο, να διαφύγει με τη βοήθεια παλιών φίλων του από τα Ες Ες και κατέφυγε στη Δαμασκό. Εντοπίστηκε, όμως, από τον «κυνηγό» των ναζί Σίμον Βίζενταλ, αλλά η κυβέρνηση της Δαμασκού αρνήθηκε την παρουσία του εκεί. Οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ ανακάλυψαν τα ίχνη του και το 1961 προσπάθησαν να τον εξοντώσουν με μία επιστολή-βόμβα, από την οποία χάνει το ένα μάτι του. Ακολούθησε και δεύτερη απόπειρα εναντίον του από τη Μοσάντ το 1980, από την οποία έχασε όλα τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του. Το 1985 εντοπίστηκε για δεύτερη φορά στην πρωτεύουσα της Συρίας από τον Γάλλο δικηγόρο Σερζ Κλάρσφελντ. Τότε παραχώρησε συνέντευξη και στο γερμανικό περιοδικό «Βunte Ιllustrierte», στο οποίο εξέφρασε τη λύπη του επειδή δεν πρόλαβε να δολοφονήσει περισσότερους Εβραίους.
Για τα εγκλήματά του καταδικάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1954 ερήμην σε θάνατο από το Στρατοδικείο του Παρισιού και το 1956 από το Στρατοδικείο Μασσαλίας.
Fuck Germany
Ποιους αλήθεια εξόντωσαν οι ναζί ;
Η Ιστορία εκδικείται το βιασμό της
dimanche 27 juillet 2008, par Tony Judt
Το Φεβρουάριο, η απόφαση του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί να « εμπιστευτεί τη φύλαξη της μνήμης » ενός εβραιόπουλου που πέθανε στην εξορία σε κάθε μαθητή της τελευταίας τάξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκάλεσε γενική κατακραυγή, ακόμα και ανάμεσα στους Εβραίους. Αλλοι επικαλούνταν την πολύ νεαρή ηλικία των παιδιών αυτών, ενώ άλλοι αμφισβητούσαν την προτεραιότητα που δόθηκε στο συναίσθημα έναντι της σκέψης. Αλλά, το « πώς να μεταδώσουμε κάτι », είναι άρρηκτα δεμένο με το « τι να μεταδώσουμε ».
Ο Τόνι Τζουντ, ειδικός της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έχει το προνόμιο να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά της συζήτησης : μοναδικότητα ή οικουμενικότητα ; Η γενοκτονία από τους ναζί -ας το επαναλάβουμε- δεν έχει προηγούμενο, γιατί, όπως έγραφε ο ιστορικός Έμπερχαρντ Τζέκελ, « ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ένα κράτος δεν αποφάσισε και ανακοίνωσε, με το κύρος του ανώτατου υπευθύνου του, ότι μια ορισμένη ανθρώπινη ομάδα έπρεπε να εξοντωθεί, αν είναι δυνατόν στο σύνολό της (...), απόφαση που το ίδιο το κράτος, στη συνέχεια, εφάρμοσε με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ».
Άλλωστε, το Ολοκαύτωμα εντάσσεται στην αλυσίδα των γενοκτονιών που σημαδεύουν την Ιστορία, και της οποίας αποτελεί το υπόδειγμα.
Η συγκεκριμένη συλλογιστική διαφωτίζει την εβραιοκτονία. Οδηγεί, για παράδειγμα, στο να μην αποκόψουμε τον αντισημιτισμό των χιτλερικών από τον αντικομμουνισμό τους : και οι δύο συγχωνεύτηκαν στη « σταυροφορία ενάντια στον Εβραιο-μπολσεβικισμό ». Μολονότι οι ναζί επιδίωκαν να εξοντώσουν τους Εβραίους μέχρι τον τελευταίο, στράφηκαν και εναντίον άλλων : διανοητικά ασθενών, Τσιγγάνων, πολωνών στελεχών, σοβιετικών στρατιωτικών και πολιτών...
Ο εποικισμός από τη Γερμανία του « ζωτικού χώρου » της στην Ανατολική Ευρώπη απαιτούσε το ξερίζωμα των « υπανθρώπων ». Οι Εβραίοι, κυριότερα θύματα του Ολοκαυτώματος, καλλιεργούν -νομίμως- τη δική τους μνήμη. Αλλά η εβραιοκτονία δεν αφορά μόνο αυτούς : ολόκληρη η ανθρωπότητα, αξιοποιώντας την, θα μεταμορφώσει τα θύματα των ναζί σε ένα τείχος ενάντια στην επανάληψη της φρίκης.
« Ποτέ πια », επαναλαμβάνουμε από τότε, αλλά ο πλανήτης παραμένει αιματοκυλισμένος από γενοκτονίες -Καμπότζη, Ρουάντα - και σφαγές : Βοσνία, Τσετσενία, Παλαιστίνη, Νταρφούρ... Το να αντλήσουμε, επίσης, τα οικουμενικά διδάγματα από τη γενοκτονία των ναζί, σημαίνει κατ’ αρχήν να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τους παράγοντες που οδηγούν στη βαρβαρότητα. Η στιβαρή παρουσία του Ολοκαυτώματος που έχει αναγορευτεί σε μοναδικό κακό, τροφοδοτεί, εξάλλου, τον ανταγωνισμό των θυμάτων. Αντιστρόφως, η ανάλυση της εβραιοκτονίας στην υπηρεσία της αποκρυπτογράφησης όλων των γενοκτονικών διαδικασιών, προτρέπει στη σύγκλισή τους.
Αυτό το οποίο γράφει ο Τζουντ, τελικά, για τον αντισημιτισμό αφορά άμεσα τη Γαλλία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η χώρα γνώρισε μια ρατσιστική έξαρση. Εξουσία και μέσα ενημέρωσης αγανάκτησαν περισσότερο για τις αντιεβραϊκές βιαιότητες παρά για τις βιαιότητες που είχαν στόχο Άραβες και μουσουλμάνους. Ομως, εάν κάποιος ιεραρχεί τους ρατσισμούς, είναι σαν να τους στρώνει τον δρόμο. Περισσότερο κι από παράδειγμα, ένα σύμβολο : τον Φεβρουάριο του 2006, η Δημοκρατία, μέχρι το υψηλότερο επίπεδό της, κινητοποιήθηκε για έναν νεαρό Εβραίο, τον Ιλάν Χαλιμί, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε. Αλλά σιώπησε, ,μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν ένας σαραντάχρονος αλγερινής καταγωγής έπεσε νεκρός, στο Ουλέν, κάτω από τις σφαίρες ενός ρατσιστή. Ποιός, άλλωστε, συγκράτησε το όνομά του ; Ονομαζόταν Σαΐμπ Ζεχάφ...
Αντί να αναλογιστούν τη ρίζα του κακού, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αποστρέφουν αποφασιστικά τη σκέψη τους όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας φαίνεται δύσκολο να το καταλάβουμε σήμερα, αλλά, γεγονός είναι, ότι, επί σειρά ετών, το Σοά (η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης) δεν υπήρξε με κανέναν τρόπο θεμελιώδες ζήτημα στη μεταπολεμική πνευματική ζωή, στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πλειονότητα των ανθρώπων, διανοούμενων και άλλων, έκανε ουσιαστικά ό,τι μπορούσε για να το αγνοήσει.
Γιατί ; Στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξαν τέσσερις λόγοι γι’ αυτό.
Πρώτον, εκεί διαπράχθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα ενάντια στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του πολέμου, και, επειδή αυτά τα εγκλήματα είχαν διαταχθεί από Γερμανούς, οι καλοθελητές συνεργάτες δεν έλειψαν στα κατεχόμενα κράτη : Πολωνοί, Ουκρανοί, Λετονοί, Κροάτες κ.ά. Σε πολλές χώρες ήταν έντονα αισθητή η ανάγκη να ξεχαστεί αυτό που είχε συμβεί, να ρίξουν ένα πέπλο λήθης στα χειρότερα δεινά.
Δεύτερον, πολλοί μη Εβραίοι Ανατολικοευρωπαίοι υπήρξαν οι ίδιοι θύματα ωμοτήτων (από Γερμανούς, Ρώσους και άλλους) και όταν ξανάφερναν στο μυαλό τους τον πόλεμο δεν σκέφτονταν τα δεινά των εβραίων γειτόνων τους αλλά, γενικώς, τον δικό τους πόνο και τις απώλειες που είχαν υποστεί οι ίδιοι.
Τρίτον, το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πέρασε κάτω από σοβιετικό έλεγχο το 1948. Οι Σοβιετικοί μιλούσαν επισήμως για αντιφασιστικό πόλεμο - ή, στη χώρα τους, για « μεγάλο πατριωτικό πόλεμο ». Για τη Μόσχα ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν πάνω απ’ όλα φασίστας και εθνικιστής. Ο ρατσισμός του μετρούσε πολύ λιγότερο. Τα εκατομμύρια των Εβραίων που προέρχονταν από τα εδάφη της ΕΣΣΔ και εξοντώθηκαν, υπολογίστηκαν, βέβαια, στις σοβιετικές απώλειες αλλά η εβραϊκότητά τους ελαχιστοποιήθηκε, ακόμη και αγνοήθηκε, στα βιβλία Ιστορίας και κατά τις επίσημες επετείους. [1]
Και, τέλος, μετά από μερικά χρόνια, τη μνήμη της γερμανικής κατοχής διαδέχθηκε η μνήμη της σοβιετικής καταπίεσης. Η εξόντωση των Εβραίων απωθήθηκε ακόμη πιο πέρα, σε δεύτερο επίπεδο.
Στη Δυτική Ευρώπη μολονότι οι συνθήκες υπήρξαν τελείως διαφορετικές δημιουργήθηκε ένα παράλληλο φαινόμενο λήθης. Η κατοχή -στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία και μετά το 1943, στην Ιταλία- αποτελούσε μια ταπείνωση, και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις προτιμούσαν να ξεχάσουν τη συνεργασία με τους Ναζί και άλλες ακρότητες, και να τιμούν, αντιθέτως, τα ηρωικά κινήματα της αντίστασης, τις εθνικές εξεγέρσεις, την απελευθέρωση και τους μάρτυρες.
Συμπόνια για τους Γερμανούς
Ακόμη, στη Γερμανία το αίσθημα που κυριάρχησε υπήρξε κατ’ αρχήν η συμπόνια για τα δεινά που υπέστησαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Με την έλευση του ψυχρού πολέμου και την αλλαγή των εχθρών ήταν άκαιρο να επιμένει κάποιος στα εγκλήματα του παρελθόντος που διέπραξαν σημερινοί σύμμαχοι.
Γι’ αυτόν το λόγο, για να πάρουμε ένα διάσημο παράδειγμα, όταν ο Πρίμο Λέβι υπέβαλε, το 1946, στον μεγάλο ιταλό εκδότη Εϊνάουντι το κείμενό του ως μνήμη από το Άουσβιτς, « Se Questo e un uomo » (« Εάν αυτό είναι ένας άνθρωπος »), απορρίφθηκε αμέσως. Εκείνη την εποχή, και στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν το Μπέργκεν-Μπέλσεν και το Νταχάου, και όχι το Άουσβιτς, που ενσάρκωναν τη φρίκη του ναζισμού, οι πολιτικοί και όχι οι φυλετικοί εξόριστοι. Το βιβλίο του Λέβι κατέληξε να εκδοθεί, αλλά σε δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα μόνο, και από ένα μικρό τοπικό τυπογραφείο. Ελάχιστοι υπήρξαν οι αγοραστές. Τα υπόλοιπα αντίτυπα, στοιβαγμένα σε μια αποθήκη στη Φλωρεντία, καταστράφηκαν από τις πλημμύρες του 1966.
Όλα άρχισαν να αλλάζουν μετά τη δεκαετία του 1960, για πολλαπλούς λόγους : ο χρόνος που είχε περάσει, η περιέργεια που εκδήλωνε η νέα γενιά, και ίσως επίσης η χαλάρωση των διεθνών εντάσεων. [2] Στη δεκαετία του ’80 η ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που αναφέρεται σε βιβλία, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, γίνεται γνωστή σε ένα ολοένα και ευρύτερο κοινό. Από τα χρόνια του ’90, και ύστερα από το τέλος της διαίρεσης της Ευρώπης, οι επίσημες μεταμέλειες, οι τόποι εθνικής μνήμης, τα μνημεία και τα μουσεία έχουν γίνει κάτι συνηθισμένο στον κόσμο.
Σήμερα, το Σοά είναι μια οικουμενική αναφορά. Η μελέτη της ιστορίας της « τελικής λύσης », του ναζισμού ή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι υποχρεωτική παντού στα προγράμματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπάρχουν πράγματι σχολεία στις ΗΠΑ, ακόμη και στη Βρετανία, όπου αυτή η διδασκαλία είναι η μόνη πλευρά της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας που διδάσκεται στα παιδιά που φοιτούν εκεί.
Υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες, περιγραφές και μελέτες για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του πολέμου : τοπικές μονογραφίες, φιλοσοφικά δοκίμια, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες, απομνημονεύματα, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, αρχεία συνεντεύξεων και πολλά άλλα ακόμη ντοκουμέντα.
Λοιπόν, όλα βαίνουν καλώς ; Τώρα που έχουμε εξετάσει το παρελθόν σε όλη του τη στυγερότητα, που το αποκαλούμε με το όνομά του και που ορκιστήκαμε ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί ; Αυτό δεν είναι τόσο βέβαιο. Η φροντίδα της εποχής μας για το Σοά, γι’ αυτό που όλοι οι μαθητές ονομάζουν « Ολοκαύτωμα », θέτει πέντε προβλήματα : Το πρώτο αφορά το δίλημμα με τις ασύμβατες μνήμες. Το βλέμμα που στρέφει η Δυτική Ευρώπη στην « τελική λύση » έχει γίνει οικουμενικό. Αλλά, με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης και την ελευθερία που ακολούθησε για τη μελέτη και τη συζήτηση των εγκλημάτων και των αποτυχιών του κομμουνισμού, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στα δεινά που υπέστη το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης από τους Γερμανούς όπως και από τους Σοβιετικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δυτική επιμονή για τους Εβραίους-θύματα και για το Άουσβιτς προκαλεί μερικές φορές μία αντίδραση εκνευρισμού. Στην Πολωνία και τη Ρουμανία, για παράδειγμα, ρωτούν -και πρόκειται για ανθρώπους μορφωμένους και κοσμοπολίτες- γιατί οι δυτικοί διανοούμενοι είναι τόσο ευαίσθητοι για την εξόντωση των Εβραίων. Τι να πούμε για τα εκατομμύρια των μη Εβραίων θυμάτων του ναζισμού και του σταλινισμού ; Γιατί το Σοά είναι τόσο μοναδικό ;
Ένα δεύτερο πρόβλημα αναφέρεται στην ιστορική ακρίβεια και στους κινδύνους της υπεραντιστάθμισης. Για πολλά χρόνια οι Δυτικοευρωπαίοι προτιμούσαν να μη σκέφτονται τα δεινά των Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα, μας ενθαρρύνουν να τα σκεφτόμαστε συνεχώς. Έτσι, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε ηθικούς όρους : το « Άουσβιτς » είναι το κεντρικό ηθικό ζήτημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά αυτό παρασύρει τους ιστορικούς σε λάθος. Γιατί η θλιβερή αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου ήταν πολλοί εκείνοι που δεν είχαν γνώση της τύχης των Εβραίων και οι οποίοι, αν είχαν γνώση, δεν θα ενδιαφέρονταν και τόσο. Δεν υπήρξαν παρά δύο ομάδες για τις οποίες ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα ένα σχέδιο με στόχο να εξοντωθούν οι Εβραίοι : οι ναζί και οι ίδιοι οι Εβραίοι. Για όλους τους άλλους, στην πράξη, ο πόλεμος είχε τελείως διαφορετικές σημασίες : όλοι είχαν τις δικές τους ανησυχίες.
Μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα παίζει σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μας σήμερα από αυτόν που έπαιζε κατά τη διάρκεια του πολέμου στις κατεχόμενες χώρες. Αλλά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πραγματική έννοια του κακού, θα πρέπει τότε να θυμηθούμε ότι αυτό που είναι πραγματικά φρικιαστικό στην εξόντωση των Εβραίων δεν είναι ότι είχε τόσο μεγάλη σημασία αλλά ότι είχε τόσο λίγη σημασία.
Το τρίτο πρόβλημα αναφέρεται στην ίδια την έννοια του « κακού ». Προκαλεί από παλιά μια δυσαρέσκεια στη σύγχρονη κοσμική κοινωνία. Προτιμούμε τους πιο ορθολογικούς και νομικούς προσδιορισμούς του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, του εγκλήματος και της τιμωρίας. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, ο όρος επανεντάχθηκε αργά στην ηθική, και ακόμη και στην πολιτική συζήτηση. Έτσι, σήμερα που η έννοια του « κακού » ξαναμπήκε στη δημόσια γλώσσα μας, δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Οι ιδέες μας έχουν γίνει συγκεχυμένες. Από τη μία πλευρά η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί παρουσιάζεται ως ένα μοναδικό έγκλημα, ένα κακό που δεν είχε ποτέ παρόμοιό του πριν ή μετά, ένα παράδειγμα και μία προειδοποίηση : « Nie wieder ! -Ποτέ πια ». Αλλά, από την άλλη πλευρά, επικαλούμαστε αυτό το ίδιο κακό (το « μοναδικό ») σε πολλές περιπτώσεις, διαφορετικές και κάθε άλλο παρά μοναδικές.
Τα τελευταία χρόνια πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο του « κακού » για να χαρακτηρίσουν μαζικά και γενοκτονικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί παντού στον κόσμο : από την Καμπότζη ώς τη Ρουάντα και από την Τσετσενία ώς το Σουδάν. Επικαλούνται συχνά τον ίδιο τον Χίτλερ για να προσδιορίσουν τη φύση και τις προθέσεις σύγχρονων δικτατόρων που αναφέρονται στο « κακό » : μας λένε ότι υπάρχουν « Χίτλερ » παντού.
Ακόμα περισσότερο, εάν ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και η γενοκτονία των Εβραίων ενσαρκώνουν ένα μοναδικό κακό, γιατί μας προειδοποιούν συνεχώς ενάντια στο γεγονός ότι αυτά τα εγκλήματα θα μπορούσαν να επαναληφθούν οπουδήποτε, ή επαναλαμβάνονται ήδη ; Κάθε φορά που αντισημιτικά συνθήματα γεμίζουν τους τοίχους μιας συναγωγής στη Γαλλία, μας προειδοποιούν ότι αυτό το « μοναδικό κακό » είναι ξανά ανάμεσά μας, ότι βρισκόμαστε ξανά στο 1938.
Χάνουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα στις αμαρτίες και τις φυσιολογικές ανοησίες του ανθρώπινου είδους -ηλιθιότητα, προκαταλήψεις, καιροσκοπισμό, δημαγωγία και φανατισμό- και το αυθεντικό κακό. Μιλάμε συνεχώς για το « κακό », αλλά η συνέπεια είναι η ίδια, έχουμε μειώσει τη σημασία του.
Η τέταρτη ανησυχία αφορά τον κίνδυνο που διατρέχουμε επενδύοντας όλη τη συναισθηματική και ηθική ενεργητικότητά μας σε ένα μόνο πρόβλημα, όσο σοβαρό και αν είναι αυτό. Το κόστος αυτού του είδους της αντίληψης μέσα από ένα και μοναδικό πρίσμα εμφανίζεται κατά τρόπο τραγικό στην εμμονή του Λευκού Οίκου για τα κακά της τρομοκρατίας, στον « οικουμενικό πόλεμό του ενάντια στην τρομοκρατία ».
Το ζήτημα δεν είναι να ξέρουμε εάν η τρομοκρατία υπάρχει : ασφαλώς και υπάρχει. Ούτε είναι να ξέρουμε εάν πρέπει να καταπολεμήσουμε την τρομοκρατία και τους τρομοκράτες : ασφαλώς και πρέπει να τους καταπολεμήσουμε. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε ποια άλλα κακά αψηφούμε, ή δημιουργούμε, συγκεντρώνοντας αποκλειστικά την προσοχή μας σε έναν μόνο εχθρό και χρησιμοποιώντας τον για να δικαιολογούμε την εκατοντάδα μικρότερων εγκλημάτων που διαπράττουμε εμείς οι ίδιοι.
Ο αντισημιτισμός
Το ίδιο επιχείρημα ισχύει επίσης για τη σύγχρονη έλξη μας προς τον αντισημιτισμό και για την επιμονή μας στη μοναδική σημασία του. Όπως και η τρομοκρατία, ο αντισημιτισμός είναι ένα παλιό πρόβλημα. Και συμβαίνει με τον αντισημιτισμό ό,τι και με την τρομοκρατία : η παραμικρή εκδήλωση μάς θυμίζει τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν το γεγονός ότι δεν λάβαμε υπόψη μας όσο σοβαρά έπρεπε την απειλή.
Αλλά ο αντισημιτισμός, όπως και η τρομοκρατία, δεν είναι το μόνο κακό στον κόσμο και δεν πρέπει να χρησιμεύει ως δικαιολογία για να αγνοούμε άλλα εγκλήματα και άλλα δεινά. Το να αφαιρούμε την τρομοκρατία ή τον αντισημιτισμό από το πλαίσιό τους το να τους βάζουμε σε ένα βάθρο σαν να αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη απειλή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, ή τη δημοκρατία, ή « τον τρόπο ζωής μας », και το να κάνουμε τους δράστες τους στόχο ενός απροσδιόριστου πολέμου, μας παρασύρει σε έναν κίνδυνο : τον κίνδυνο να αγνοήσουμε τις πολυάριθμες άλλες προκλήσεις της εποχής μας.
Την εποχή του ψυχρού πολέμου ο « ολοκληρωτισμός », όπως η τρομοκρατία και ο αντισημιτισμός σήμερα, απειλούσε να γίνει έμμονη ενασχόληση για τους διανοούμενους και τους πολιτικούς στη Δύση, αποκλείοντας όλα τα άλλα. Και ενάντια σε αυτό, η Χάνα Άρεντ, έχοντας πλήρη συνείδηση της απειλής που αντιπροσώπευε το φαινόμενο για τις ανοιχτές κοινωνίες, απηύθυνε μία προειδοποίηση που παραμένει επίκαιρη. [3]
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα υπήρχε αν θεωρούσαμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν να τον καταστήσουμε έμμονη ιδέα σε σημείο να μη βλέπουμε τα πολλαπλά κακά, μικρά και όχι και τόσο μικρά, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση.
Τελευταίο ανησυχητικό σημείο, οι σχέσεις ανάμεσα στη μνήμη του ευρωπαϊκού Ολοκαυτώματος και το κράτος του Ισραήλ. Από τον καιρό της γέννησής του, το 1948, το κράτος του Ισραήλ διατηρεί περίπλοκες σχέσεις με το Σοά. Από τη μία πλευρά η σχεδόν εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης δικαιολογούσε την υπόθεση του σιωνισμού. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν ούτε να ευημερήσουν σε μη εβραϊκά εδάφη, γιατί η ενσωμάτωσή τους και η αφομοίωσή τους σε άλλες χώρες και πολιτισμούς ήταν μια τραγική αυταπάτη, εξ ου και η ανάγκη ενός δικού τους κράτους. Από την άλλη, η διαδεδομένη ιδέα στους Ισραηλινούς σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι της Ευρώπης είχαν συμβάλει στο δικό τους χαμό, ότι είχαν πάει, όπως έχει ειπωθεί, « στο σφαγείο σαν τα πρόβατα », σήμαινε ότι η πρωταρχική ταυτότητα του Ισραήλ συνίστατο στο να απορρίψει το παρελθόν και να δει στην καταστροφή που είχε πλήξει τους Εβραίους την απόδειξη μιας αδυναμίας : μιας αδυναμίας που ήταν στη μοίρα του νέου κράτους να την ξεπεράσει, δημιουργώντας ένα νέο είδος Εβραίου. [4]
Αλλά, τα τελευταία χρόνια, η σχέση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ολοκαύτωμα άλλαξε. Σήμερα, όταν η χώρα προσελκύει διεθνείς επικρίσεις λόγω της κακομεταχείρισης που επιφυλάσσει στους Παλαιστίνιους και λόγω της κατοχής των εδαφών από τον πόλεμο του 1967, οι υπερασπιστές της προτιμούν να προβάλλουν τη μνήμη του Σοά.
Εάν επικρίνετε πολύ έντονα το Ισραήλ τότε σας προειδοποιούν ότι θα ξυπνήσετε τους δαίμονες του αντισημιτισμού. Στην πραγματικότητα υπαινίσσονται ότι οι πολύ έντονες επικρίσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ξυπνούν τον αντισημιτισμό. Προέρχονται από τον αντισημιτισμό. Και με τον αντισημιτισμό ανοίγει ο δρόμος -προς τα μπρος ή προς τα πίσω- προς το 1938, την « Kristallnacht » (τη Νύχτα των Κρυστάλλων) [5] και από κει στην Τρεμπλίνκα και το Άουσβιτς.
Ταμπού το Ισραήλ
Καταλαβαίνω τα συναισθήματα που προκαλούν τέτοιες διαβεβαιώσεις. Αλλά είναι εξαιρετικά επικίνδυνες καθαυτές. Όταν ορισμένοι μάς κατηγορούν, εμένα και άλλους, ότι επικρίνουμε το Ισραήλ πολύ βίαια, φοβούμενοι ότι θα κάνουμε να αναδυθεί ξανά το φάσμα των φυλετικών προκαταλήψεων, τους απαντώ ότι έχουν αντιστρέψει τελείως το πρόβλημα.
Ακριβώς αυτό το ταμπού είναι εκείνο που κινδυνεύει να υποδαυλίσει τον αντισημιτισμό. Ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, δίνω διαλέξεις σε κολέγια και σε λύκεια, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, για τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης και τη μνήμη του Σοά. Διδάσκω επίσης αυτά τα θέματα στο πανεπιστήμιο. Και μπορώ να συνοψίσω αυτά που έχω διαπιστώσει.
Οι μαθητές και οι σπουδαστές δεν έχουν ανάγκη να τους θυμίζουμε τη γενοκτονία των Εβραίων, τις ιστορικές συνέπειες του αντισημιτισμού ή το πρόβλημα του κακού. Γνωρίζουν το ζήτημα -όπως οι γονείς τους δεν το γνώρισαν ποτέ. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.
Αλλά εντυπωσιάστηκα τελευταία από την επανάληψη νέων ερωτήσεων : « Γιατί επικεντρώνουμε τόσο πολύ στο Ολοκαύτωμα » ; « Γιατί σε ορισμένες χώρες απαγορεύεται να αρνείται κανείς την ύπαρξη του Σοά, αλλά όχι την ύπαρξη άλλων γενοκτονιών » ; « Μήπως διογκώνουμε την απειλή του αντισημιτισμού » ; Και, όλο και περισσότερο, « μήπως η γενοκτονία των ναζί χρησιμεύει ως δικαιολογία για το Ισραήλ » ;
Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει τέτοιες ερωτήσεις στο παρελθόν.
Φοβάμαι μήπως προκύψουν δύο πράγματα. Υπογραμμίζοντας τον μοναδικό ιστορικό χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος, ενώ ταυτόχρονα το επικαλούμαστε συνεχώς σε σχέση με σύγχρονα προβλήματα, έχουμε σπείρει τη σύγχυση στο μυαλό των νέων. Και φωνάζοντας για τον αντισημιτισμό κάθε φορά που κάποιος επιτίθεται στο Ισραήλ ή υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους, κατασκευάζουμε κυνικούς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη του Ισραήλ δεν απειλείται σήμερα. Και ότι οι Εβραίοι του σήμερα, εδώ, στη Δύση, δεν αντιμετωπίζουν καθόλου απειλές ή προκαταλήψεις παρόμοιες με αυτές του παρελθόντος -ή ακόμη με αυτές που θύματά τους είναι σήμερα άλλες μειονότητες.
Ας θέσουμε το παρακάτω ερώτημα : Θα νιώθαμε, άραγε, ότι είμαστε ασφαλείς, αποδεκτοί, ευπρόσδεκτοι, ως μουσουλμάνοι ή ως « παράνομοι μετανάστες » στις Ηνωμένες Πολιτείες ; Ως Πακιστανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο ; Ως Μαροκινοί στην Ολλανδία ; Ως Άραβες του Μαγκρέμπ στη Γαλλία ; Ως μαύροι στην Ελβετία ; Ως « ξένοι » στη Δανία ; Ως Ρουμάνοι στην Ιταλία ; Ως Ρομ οπουδήποτε στην Ευρώπη ; Δεν θα νιώθαμε περισσότερο ασφαλείς, ενσωματωμένοι, περισσότερο αποδεκτοί ως Εβραίοι ;
Πιστεύω ότι γνωρίζουμε όλοι την απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Είτε είναι στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην αναφέρω τη Γερμανία, οι Εβραίοι εκπροσωπούνται ευρύτατα στον κόσμο των επιχειρήσεων, στα μέσα ενημέρωσης και στις τέχνες. Και δεν είναι στιγματισμένοι, απειλούμενοι ή αποκλεισμένοι σε καμία από αυτές τις χώρες.
Η απειλή για την οποία οι Εβραίοι -και ο καθένας από μας- θα έπρεπε να νοιάζεται, έρχεται από μιαν άλλη κατεύθυνση. Έχουμε συνδέσει τόσο σταθερά τη μνήμη της γενοκτονίας με την υπεράσπιση μίας μόνο χώρας, του Ισραήλ, που διατρέχουμε τον κίνδυνο να καταστήσουμε περιφερειακή την ηθική σημασία της.
Το « κακό » ως όπλο
Το πρόβλημα του κακού, του ολοκληρωτικού κακού ή του γενοκτονικού κακού, είναι ένα οικουμενικό πρόβλημα. Αλλά, εάν χειραγωγείται προς όφελος μιας χώρας αυτό το οποίο θα γίνει (αυτό που ήδη γίνεται) είναι ότι όσοι κρατούν μια ορισμένη απόσταση από τη μνήμη του εγκλήματος που διαπράχθηκε στην Ευρώπη -γιατί δεν είναι Ευρωπαίοι, ή γιατί είναι πολύ νέοι για να θυμούνται τη σημασία του- δεν θα καταλάβουν γιατί η συγκεκριμένη μνήμη τούς αφορά, και θα πάψουν να μας ακούν όταν θα προσπαθούμε να τους το εξηγήσουμε.
Οι ηθικές παραινέσεις που προέρχονται από το Άουσβιτς και βρίσκονται στη μνήμη των Ευρωπαίων είναι αόρατες στα μάτια των Ασιατών ή των Αφρικανών. Και, πάνω απ’ όλα, ίσως το αυτονόητο για τους ανθρώπους της γενιάς που έζησε τα γεγονότα, θα έχει όλο και λιγότερη σημασία για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Όλα τα μουσεία μας, τα μνημεία και οι σημερινές σχολικές επισκέψεις δεν είναι ίσως το σημάδι ότι είμαστε έτοιμοι να θυμόμαστε, αλλά το σημάδι ότι πιστεύουμε ότι έχουμε μεταμεληθεί και μπορούμε τώρα να τα παρατήσουμε και να ξεχάσουμε, αφήνοντας τα μνημεία να θυμούνται για μας. Δεν είμαι σίγουρος : την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, νέοι που πραγματοποιούσαν εκεί σχολική επίσκεψη έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στις στήλες για να διασκεδάσουν την ανία τους. Αντίθετα, είμαι σίγουρος ότι, εάν η Ιστορία πρέπει να κάνει τη δουλειά της, που είναι να διατηρεί για πάντα την απόδειξη των παρελθόντων εγκλημάτων και όλων των άλλων, είναι καλύτερα να την αφήσουμε ήσυχη. Οταν ψάχνουμε στο παρελθόν με σκοπούς πολιτικού οφέλους -επιλέγοντας τα στοιχεία που μπορούν να μας χρησιμεύσουν και επιφορτίζοντας την Ιστορία να δίνει καιροσκοπικά μαθήματα ηθικής- πετυχαίνουμε ταυτόχρονα μια κακή ηθικότητα και μια κακή Ιστορία.
Μια κοινοτοπία
Υπάρχει η θλιβερά διάσημη κοινοτοπία για την οποία μιλούσε η Χάνα Άρεντ, για το ανησυχητικό, φυσιολογικό, οικείο, καθημερινό κακό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη κοινοτοπία : η κοινοτοπία της κατάχρησης -η μονοτονία, η απώλεια της ευαισθητοποίησης, βλέποντας, λέγοντας ή σκεπτόμενος το ίδιο πράγμα πολλές φορές, κάτι που αποκοιμίζει το κοινό μας και το ανοσοποιεί ενάντια στο κακό που επικαλούμαστε. Απέναντι σε αυτήν την κοινοτοπία -ή σε αυτή την εξοικείωση με την κοινοτοπία- είμαστε σήμερα αντιμέτωποι.
Την επομένη του 1945 η γενιά των γονιών μας παραμέρισε το πρόβλημα του κακού γιατί, γι’ αυτήν, είχε πολύ μεγάλη σημασία. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τη γενιά που θα ’ρθει μετά από μας είναι να το παραμερίσει γιατί τώρα έχει ελάχιστη σημασία. Πώς μπορούμε, άραγε, να το εμποδίσουμε αυτό ;
« Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία »
Το άρθρο βασίζεται σε διάλεξη που έδωσε ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζουντ στη Βρέμη της Γερμανίας, στις 30 Νοεμβρίου 2007, με την ευκαιρία της παραλαβής του βραβείου Χάνα Άρεντ.
Notes
[1] ΣτΣ : Το φαινόμενο επιδεινώθηκε από το 1948 ώς το 1953, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν, στο τέλος της ζωής του, εξαπέλυσε μία βίαιη καταπίεση ενάντια στους Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία κορυφώθηκε με τη « συνωμοσία » που ονομάστηκε « των ανθρώπων με τις λευκές μπλούζες ». Αυτή η αντισημιτική τρομοκρατία δεν τον εμπόδισε να υποστηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά τις εβραϊκές δυνάμεις στον πόλεμο του 1948 ενάντια στους Παλαιστίνιους και τον αραβικό κόσμο.
[2] ΣτΣ : Η απαγωγή και η δίκη του Αντολφ Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, την περίοδο 1960-1961, συνέβαλαν προφανώς σε αυτή τη συνειδητοποίηση.
[3] Hannah Arendt, « Essays in Understanding, 1930-1954 », Harcourt Brace, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 271-272.
[4] Βλέπε Idith Zertal, « Israel’s Holocaust and the Politics of Nationhood », Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2005, μετάφραση στα αγγλικά Chaya Galai, κυρίως το κεφάλαιο 1, « The sacrificed and the sanctified ».
[5] ΣτΕ : Μαζικό πανεθνικό πογκρόμ στη Γερμανία και την Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938. Στόχος ήταν οι εβραίοι πολίτες και αποτέλεσε την απαρχή του Ολοκαυτώματος.
Η Ιστορία εκδικείται το βιασμό της
dimanche 27 juillet 2008, par Tony Judt
Το Φεβρουάριο, η απόφαση του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί να « εμπιστευτεί τη φύλαξη της μνήμης » ενός εβραιόπουλου που πέθανε στην εξορία σε κάθε μαθητή της τελευταίας τάξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκάλεσε γενική κατακραυγή, ακόμα και ανάμεσα στους Εβραίους. Αλλοι επικαλούνταν την πολύ νεαρή ηλικία των παιδιών αυτών, ενώ άλλοι αμφισβητούσαν την προτεραιότητα που δόθηκε στο συναίσθημα έναντι της σκέψης. Αλλά, το « πώς να μεταδώσουμε κάτι », είναι άρρηκτα δεμένο με το « τι να μεταδώσουμε ».
Ο Τόνι Τζουντ, ειδικός της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έχει το προνόμιο να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά της συζήτησης : μοναδικότητα ή οικουμενικότητα ; Η γενοκτονία από τους ναζί -ας το επαναλάβουμε- δεν έχει προηγούμενο, γιατί, όπως έγραφε ο ιστορικός Έμπερχαρντ Τζέκελ, « ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ένα κράτος δεν αποφάσισε και ανακοίνωσε, με το κύρος του ανώτατου υπευθύνου του, ότι μια ορισμένη ανθρώπινη ομάδα έπρεπε να εξοντωθεί, αν είναι δυνατόν στο σύνολό της (...), απόφαση που το ίδιο το κράτος, στη συνέχεια, εφάρμοσε με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ».
Άλλωστε, το Ολοκαύτωμα εντάσσεται στην αλυσίδα των γενοκτονιών που σημαδεύουν την Ιστορία, και της οποίας αποτελεί το υπόδειγμα.
Η συγκεκριμένη συλλογιστική διαφωτίζει την εβραιοκτονία. Οδηγεί, για παράδειγμα, στο να μην αποκόψουμε τον αντισημιτισμό των χιτλερικών από τον αντικομμουνισμό τους : και οι δύο συγχωνεύτηκαν στη « σταυροφορία ενάντια στον Εβραιο-μπολσεβικισμό ». Μολονότι οι ναζί επιδίωκαν να εξοντώσουν τους Εβραίους μέχρι τον τελευταίο, στράφηκαν και εναντίον άλλων : διανοητικά ασθενών, Τσιγγάνων, πολωνών στελεχών, σοβιετικών στρατιωτικών και πολιτών...
Ο εποικισμός από τη Γερμανία του « ζωτικού χώρου » της στην Ανατολική Ευρώπη απαιτούσε το ξερίζωμα των « υπανθρώπων ». Οι Εβραίοι, κυριότερα θύματα του Ολοκαυτώματος, καλλιεργούν -νομίμως- τη δική τους μνήμη. Αλλά η εβραιοκτονία δεν αφορά μόνο αυτούς : ολόκληρη η ανθρωπότητα, αξιοποιώντας την, θα μεταμορφώσει τα θύματα των ναζί σε ένα τείχος ενάντια στην επανάληψη της φρίκης.
« Ποτέ πια », επαναλαμβάνουμε από τότε, αλλά ο πλανήτης παραμένει αιματοκυλισμένος από γενοκτονίες -Καμπότζη, Ρουάντα - και σφαγές : Βοσνία, Τσετσενία, Παλαιστίνη, Νταρφούρ... Το να αντλήσουμε, επίσης, τα οικουμενικά διδάγματα από τη γενοκτονία των ναζί, σημαίνει κατ’ αρχήν να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τους παράγοντες που οδηγούν στη βαρβαρότητα. Η στιβαρή παρουσία του Ολοκαυτώματος που έχει αναγορευτεί σε μοναδικό κακό, τροφοδοτεί, εξάλλου, τον ανταγωνισμό των θυμάτων. Αντιστρόφως, η ανάλυση της εβραιοκτονίας στην υπηρεσία της αποκρυπτογράφησης όλων των γενοκτονικών διαδικασιών, προτρέπει στη σύγκλισή τους.
Αυτό το οποίο γράφει ο Τζουντ, τελικά, για τον αντισημιτισμό αφορά άμεσα τη Γαλλία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η χώρα γνώρισε μια ρατσιστική έξαρση. Εξουσία και μέσα ενημέρωσης αγανάκτησαν περισσότερο για τις αντιεβραϊκές βιαιότητες παρά για τις βιαιότητες που είχαν στόχο Άραβες και μουσουλμάνους. Ομως, εάν κάποιος ιεραρχεί τους ρατσισμούς, είναι σαν να τους στρώνει τον δρόμο. Περισσότερο κι από παράδειγμα, ένα σύμβολο : τον Φεβρουάριο του 2006, η Δημοκρατία, μέχρι το υψηλότερο επίπεδό της, κινητοποιήθηκε για έναν νεαρό Εβραίο, τον Ιλάν Χαλιμί, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε. Αλλά σιώπησε, ,μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν ένας σαραντάχρονος αλγερινής καταγωγής έπεσε νεκρός, στο Ουλέν, κάτω από τις σφαίρες ενός ρατσιστή. Ποιός, άλλωστε, συγκράτησε το όνομά του ; Ονομαζόταν Σαΐμπ Ζεχάφ...
Αντί να αναλογιστούν τη ρίζα του κακού, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αποστρέφουν αποφασιστικά τη σκέψη τους όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας φαίνεται δύσκολο να το καταλάβουμε σήμερα, αλλά, γεγονός είναι, ότι, επί σειρά ετών, το Σοά (η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης) δεν υπήρξε με κανέναν τρόπο θεμελιώδες ζήτημα στη μεταπολεμική πνευματική ζωή, στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πλειονότητα των ανθρώπων, διανοούμενων και άλλων, έκανε ουσιαστικά ό,τι μπορούσε για να το αγνοήσει.
Γιατί ; Στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξαν τέσσερις λόγοι γι’ αυτό.
Πρώτον, εκεί διαπράχθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα ενάντια στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του πολέμου, και, επειδή αυτά τα εγκλήματα είχαν διαταχθεί από Γερμανούς, οι καλοθελητές συνεργάτες δεν έλειψαν στα κατεχόμενα κράτη : Πολωνοί, Ουκρανοί, Λετονοί, Κροάτες κ.ά. Σε πολλές χώρες ήταν έντονα αισθητή η ανάγκη να ξεχαστεί αυτό που είχε συμβεί, να ρίξουν ένα πέπλο λήθης στα χειρότερα δεινά.
Δεύτερον, πολλοί μη Εβραίοι Ανατολικοευρωπαίοι υπήρξαν οι ίδιοι θύματα ωμοτήτων (από Γερμανούς, Ρώσους και άλλους) και όταν ξανάφερναν στο μυαλό τους τον πόλεμο δεν σκέφτονταν τα δεινά των εβραίων γειτόνων τους αλλά, γενικώς, τον δικό τους πόνο και τις απώλειες που είχαν υποστεί οι ίδιοι.
Τρίτον, το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πέρασε κάτω από σοβιετικό έλεγχο το 1948. Οι Σοβιετικοί μιλούσαν επισήμως για αντιφασιστικό πόλεμο - ή, στη χώρα τους, για « μεγάλο πατριωτικό πόλεμο ». Για τη Μόσχα ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν πάνω απ’ όλα φασίστας και εθνικιστής. Ο ρατσισμός του μετρούσε πολύ λιγότερο. Τα εκατομμύρια των Εβραίων που προέρχονταν από τα εδάφη της ΕΣΣΔ και εξοντώθηκαν, υπολογίστηκαν, βέβαια, στις σοβιετικές απώλειες αλλά η εβραϊκότητά τους ελαχιστοποιήθηκε, ακόμη και αγνοήθηκε, στα βιβλία Ιστορίας και κατά τις επίσημες επετείους. [1]
Και, τέλος, μετά από μερικά χρόνια, τη μνήμη της γερμανικής κατοχής διαδέχθηκε η μνήμη της σοβιετικής καταπίεσης. Η εξόντωση των Εβραίων απωθήθηκε ακόμη πιο πέρα, σε δεύτερο επίπεδο.
Στη Δυτική Ευρώπη μολονότι οι συνθήκες υπήρξαν τελείως διαφορετικές δημιουργήθηκε ένα παράλληλο φαινόμενο λήθης. Η κατοχή -στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία και μετά το 1943, στην Ιταλία- αποτελούσε μια ταπείνωση, και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις προτιμούσαν να ξεχάσουν τη συνεργασία με τους Ναζί και άλλες ακρότητες, και να τιμούν, αντιθέτως, τα ηρωικά κινήματα της αντίστασης, τις εθνικές εξεγέρσεις, την απελευθέρωση και τους μάρτυρες.
Συμπόνια για τους Γερμανούς
Ακόμη, στη Γερμανία το αίσθημα που κυριάρχησε υπήρξε κατ’ αρχήν η συμπόνια για τα δεινά που υπέστησαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Με την έλευση του ψυχρού πολέμου και την αλλαγή των εχθρών ήταν άκαιρο να επιμένει κάποιος στα εγκλήματα του παρελθόντος που διέπραξαν σημερινοί σύμμαχοι.
Γι’ αυτόν το λόγο, για να πάρουμε ένα διάσημο παράδειγμα, όταν ο Πρίμο Λέβι υπέβαλε, το 1946, στον μεγάλο ιταλό εκδότη Εϊνάουντι το κείμενό του ως μνήμη από το Άουσβιτς, « Se Questo e un uomo » (« Εάν αυτό είναι ένας άνθρωπος »), απορρίφθηκε αμέσως. Εκείνη την εποχή, και στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν το Μπέργκεν-Μπέλσεν και το Νταχάου, και όχι το Άουσβιτς, που ενσάρκωναν τη φρίκη του ναζισμού, οι πολιτικοί και όχι οι φυλετικοί εξόριστοι. Το βιβλίο του Λέβι κατέληξε να εκδοθεί, αλλά σε δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα μόνο, και από ένα μικρό τοπικό τυπογραφείο. Ελάχιστοι υπήρξαν οι αγοραστές. Τα υπόλοιπα αντίτυπα, στοιβαγμένα σε μια αποθήκη στη Φλωρεντία, καταστράφηκαν από τις πλημμύρες του 1966.
Όλα άρχισαν να αλλάζουν μετά τη δεκαετία του 1960, για πολλαπλούς λόγους : ο χρόνος που είχε περάσει, η περιέργεια που εκδήλωνε η νέα γενιά, και ίσως επίσης η χαλάρωση των διεθνών εντάσεων. [2] Στη δεκαετία του ’80 η ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που αναφέρεται σε βιβλία, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, γίνεται γνωστή σε ένα ολοένα και ευρύτερο κοινό. Από τα χρόνια του ’90, και ύστερα από το τέλος της διαίρεσης της Ευρώπης, οι επίσημες μεταμέλειες, οι τόποι εθνικής μνήμης, τα μνημεία και τα μουσεία έχουν γίνει κάτι συνηθισμένο στον κόσμο.
Σήμερα, το Σοά είναι μια οικουμενική αναφορά. Η μελέτη της ιστορίας της « τελικής λύσης », του ναζισμού ή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι υποχρεωτική παντού στα προγράμματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπάρχουν πράγματι σχολεία στις ΗΠΑ, ακόμη και στη Βρετανία, όπου αυτή η διδασκαλία είναι η μόνη πλευρά της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας που διδάσκεται στα παιδιά που φοιτούν εκεί.
Υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες, περιγραφές και μελέτες για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του πολέμου : τοπικές μονογραφίες, φιλοσοφικά δοκίμια, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες, απομνημονεύματα, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, αρχεία συνεντεύξεων και πολλά άλλα ακόμη ντοκουμέντα.
Λοιπόν, όλα βαίνουν καλώς ; Τώρα που έχουμε εξετάσει το παρελθόν σε όλη του τη στυγερότητα, που το αποκαλούμε με το όνομά του και που ορκιστήκαμε ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί ; Αυτό δεν είναι τόσο βέβαιο. Η φροντίδα της εποχής μας για το Σοά, γι’ αυτό που όλοι οι μαθητές ονομάζουν « Ολοκαύτωμα », θέτει πέντε προβλήματα : Το πρώτο αφορά το δίλημμα με τις ασύμβατες μνήμες. Το βλέμμα που στρέφει η Δυτική Ευρώπη στην « τελική λύση » έχει γίνει οικουμενικό. Αλλά, με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης και την ελευθερία που ακολούθησε για τη μελέτη και τη συζήτηση των εγκλημάτων και των αποτυχιών του κομμουνισμού, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στα δεινά που υπέστη το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης από τους Γερμανούς όπως και από τους Σοβιετικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δυτική επιμονή για τους Εβραίους-θύματα και για το Άουσβιτς προκαλεί μερικές φορές μία αντίδραση εκνευρισμού. Στην Πολωνία και τη Ρουμανία, για παράδειγμα, ρωτούν -και πρόκειται για ανθρώπους μορφωμένους και κοσμοπολίτες- γιατί οι δυτικοί διανοούμενοι είναι τόσο ευαίσθητοι για την εξόντωση των Εβραίων. Τι να πούμε για τα εκατομμύρια των μη Εβραίων θυμάτων του ναζισμού και του σταλινισμού ; Γιατί το Σοά είναι τόσο μοναδικό ;
Ένα δεύτερο πρόβλημα αναφέρεται στην ιστορική ακρίβεια και στους κινδύνους της υπεραντιστάθμισης. Για πολλά χρόνια οι Δυτικοευρωπαίοι προτιμούσαν να μη σκέφτονται τα δεινά των Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα, μας ενθαρρύνουν να τα σκεφτόμαστε συνεχώς. Έτσι, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε ηθικούς όρους : το « Άουσβιτς » είναι το κεντρικό ηθικό ζήτημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά αυτό παρασύρει τους ιστορικούς σε λάθος. Γιατί η θλιβερή αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου ήταν πολλοί εκείνοι που δεν είχαν γνώση της τύχης των Εβραίων και οι οποίοι, αν είχαν γνώση, δεν θα ενδιαφέρονταν και τόσο. Δεν υπήρξαν παρά δύο ομάδες για τις οποίες ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα ένα σχέδιο με στόχο να εξοντωθούν οι Εβραίοι : οι ναζί και οι ίδιοι οι Εβραίοι. Για όλους τους άλλους, στην πράξη, ο πόλεμος είχε τελείως διαφορετικές σημασίες : όλοι είχαν τις δικές τους ανησυχίες.
Μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα παίζει σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μας σήμερα από αυτόν που έπαιζε κατά τη διάρκεια του πολέμου στις κατεχόμενες χώρες. Αλλά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πραγματική έννοια του κακού, θα πρέπει τότε να θυμηθούμε ότι αυτό που είναι πραγματικά φρικιαστικό στην εξόντωση των Εβραίων δεν είναι ότι είχε τόσο μεγάλη σημασία αλλά ότι είχε τόσο λίγη σημασία.
Το τρίτο πρόβλημα αναφέρεται στην ίδια την έννοια του « κακού ». Προκαλεί από παλιά μια δυσαρέσκεια στη σύγχρονη κοσμική κοινωνία. Προτιμούμε τους πιο ορθολογικούς και νομικούς προσδιορισμούς του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, του εγκλήματος και της τιμωρίας. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, ο όρος επανεντάχθηκε αργά στην ηθική, και ακόμη και στην πολιτική συζήτηση. Έτσι, σήμερα που η έννοια του « κακού » ξαναμπήκε στη δημόσια γλώσσα μας, δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Οι ιδέες μας έχουν γίνει συγκεχυμένες. Από τη μία πλευρά η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί παρουσιάζεται ως ένα μοναδικό έγκλημα, ένα κακό που δεν είχε ποτέ παρόμοιό του πριν ή μετά, ένα παράδειγμα και μία προειδοποίηση : « Nie wieder ! -Ποτέ πια ». Αλλά, από την άλλη πλευρά, επικαλούμαστε αυτό το ίδιο κακό (το « μοναδικό ») σε πολλές περιπτώσεις, διαφορετικές και κάθε άλλο παρά μοναδικές.
Τα τελευταία χρόνια πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο του « κακού » για να χαρακτηρίσουν μαζικά και γενοκτονικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί παντού στον κόσμο : από την Καμπότζη ώς τη Ρουάντα και από την Τσετσενία ώς το Σουδάν. Επικαλούνται συχνά τον ίδιο τον Χίτλερ για να προσδιορίσουν τη φύση και τις προθέσεις σύγχρονων δικτατόρων που αναφέρονται στο « κακό » : μας λένε ότι υπάρχουν « Χίτλερ » παντού.
Ακόμα περισσότερο, εάν ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και η γενοκτονία των Εβραίων ενσαρκώνουν ένα μοναδικό κακό, γιατί μας προειδοποιούν συνεχώς ενάντια στο γεγονός ότι αυτά τα εγκλήματα θα μπορούσαν να επαναληφθούν οπουδήποτε, ή επαναλαμβάνονται ήδη ; Κάθε φορά που αντισημιτικά συνθήματα γεμίζουν τους τοίχους μιας συναγωγής στη Γαλλία, μας προειδοποιούν ότι αυτό το « μοναδικό κακό » είναι ξανά ανάμεσά μας, ότι βρισκόμαστε ξανά στο 1938.
Χάνουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα στις αμαρτίες και τις φυσιολογικές ανοησίες του ανθρώπινου είδους -ηλιθιότητα, προκαταλήψεις, καιροσκοπισμό, δημαγωγία και φανατισμό- και το αυθεντικό κακό. Μιλάμε συνεχώς για το « κακό », αλλά η συνέπεια είναι η ίδια, έχουμε μειώσει τη σημασία του.
Η τέταρτη ανησυχία αφορά τον κίνδυνο που διατρέχουμε επενδύοντας όλη τη συναισθηματική και ηθική ενεργητικότητά μας σε ένα μόνο πρόβλημα, όσο σοβαρό και αν είναι αυτό. Το κόστος αυτού του είδους της αντίληψης μέσα από ένα και μοναδικό πρίσμα εμφανίζεται κατά τρόπο τραγικό στην εμμονή του Λευκού Οίκου για τα κακά της τρομοκρατίας, στον « οικουμενικό πόλεμό του ενάντια στην τρομοκρατία ».
Το ζήτημα δεν είναι να ξέρουμε εάν η τρομοκρατία υπάρχει : ασφαλώς και υπάρχει. Ούτε είναι να ξέρουμε εάν πρέπει να καταπολεμήσουμε την τρομοκρατία και τους τρομοκράτες : ασφαλώς και πρέπει να τους καταπολεμήσουμε. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε ποια άλλα κακά αψηφούμε, ή δημιουργούμε, συγκεντρώνοντας αποκλειστικά την προσοχή μας σε έναν μόνο εχθρό και χρησιμοποιώντας τον για να δικαιολογούμε την εκατοντάδα μικρότερων εγκλημάτων που διαπράττουμε εμείς οι ίδιοι.
Ο αντισημιτισμός
Το ίδιο επιχείρημα ισχύει επίσης για τη σύγχρονη έλξη μας προς τον αντισημιτισμό και για την επιμονή μας στη μοναδική σημασία του. Όπως και η τρομοκρατία, ο αντισημιτισμός είναι ένα παλιό πρόβλημα. Και συμβαίνει με τον αντισημιτισμό ό,τι και με την τρομοκρατία : η παραμικρή εκδήλωση μάς θυμίζει τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν το γεγονός ότι δεν λάβαμε υπόψη μας όσο σοβαρά έπρεπε την απειλή.
Αλλά ο αντισημιτισμός, όπως και η τρομοκρατία, δεν είναι το μόνο κακό στον κόσμο και δεν πρέπει να χρησιμεύει ως δικαιολογία για να αγνοούμε άλλα εγκλήματα και άλλα δεινά. Το να αφαιρούμε την τρομοκρατία ή τον αντισημιτισμό από το πλαίσιό τους το να τους βάζουμε σε ένα βάθρο σαν να αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη απειλή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, ή τη δημοκρατία, ή « τον τρόπο ζωής μας », και το να κάνουμε τους δράστες τους στόχο ενός απροσδιόριστου πολέμου, μας παρασύρει σε έναν κίνδυνο : τον κίνδυνο να αγνοήσουμε τις πολυάριθμες άλλες προκλήσεις της εποχής μας.
Την εποχή του ψυχρού πολέμου ο « ολοκληρωτισμός », όπως η τρομοκρατία και ο αντισημιτισμός σήμερα, απειλούσε να γίνει έμμονη ενασχόληση για τους διανοούμενους και τους πολιτικούς στη Δύση, αποκλείοντας όλα τα άλλα. Και ενάντια σε αυτό, η Χάνα Άρεντ, έχοντας πλήρη συνείδηση της απειλής που αντιπροσώπευε το φαινόμενο για τις ανοιχτές κοινωνίες, απηύθυνε μία προειδοποίηση που παραμένει επίκαιρη. [3]
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα υπήρχε αν θεωρούσαμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν να τον καταστήσουμε έμμονη ιδέα σε σημείο να μη βλέπουμε τα πολλαπλά κακά, μικρά και όχι και τόσο μικρά, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση.
Τελευταίο ανησυχητικό σημείο, οι σχέσεις ανάμεσα στη μνήμη του ευρωπαϊκού Ολοκαυτώματος και το κράτος του Ισραήλ. Από τον καιρό της γέννησής του, το 1948, το κράτος του Ισραήλ διατηρεί περίπλοκες σχέσεις με το Σοά. Από τη μία πλευρά η σχεδόν εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης δικαιολογούσε την υπόθεση του σιωνισμού. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν ούτε να ευημερήσουν σε μη εβραϊκά εδάφη, γιατί η ενσωμάτωσή τους και η αφομοίωσή τους σε άλλες χώρες και πολιτισμούς ήταν μια τραγική αυταπάτη, εξ ου και η ανάγκη ενός δικού τους κράτους. Από την άλλη, η διαδεδομένη ιδέα στους Ισραηλινούς σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι της Ευρώπης είχαν συμβάλει στο δικό τους χαμό, ότι είχαν πάει, όπως έχει ειπωθεί, « στο σφαγείο σαν τα πρόβατα », σήμαινε ότι η πρωταρχική ταυτότητα του Ισραήλ συνίστατο στο να απορρίψει το παρελθόν και να δει στην καταστροφή που είχε πλήξει τους Εβραίους την απόδειξη μιας αδυναμίας : μιας αδυναμίας που ήταν στη μοίρα του νέου κράτους να την ξεπεράσει, δημιουργώντας ένα νέο είδος Εβραίου. [4]
Αλλά, τα τελευταία χρόνια, η σχέση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ολοκαύτωμα άλλαξε. Σήμερα, όταν η χώρα προσελκύει διεθνείς επικρίσεις λόγω της κακομεταχείρισης που επιφυλάσσει στους Παλαιστίνιους και λόγω της κατοχής των εδαφών από τον πόλεμο του 1967, οι υπερασπιστές της προτιμούν να προβάλλουν τη μνήμη του Σοά.
Εάν επικρίνετε πολύ έντονα το Ισραήλ τότε σας προειδοποιούν ότι θα ξυπνήσετε τους δαίμονες του αντισημιτισμού. Στην πραγματικότητα υπαινίσσονται ότι οι πολύ έντονες επικρίσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ξυπνούν τον αντισημιτισμό. Προέρχονται από τον αντισημιτισμό. Και με τον αντισημιτισμό ανοίγει ο δρόμος -προς τα μπρος ή προς τα πίσω- προς το 1938, την « Kristallnacht » (τη Νύχτα των Κρυστάλλων) [5] και από κει στην Τρεμπλίνκα και το Άουσβιτς.
Ταμπού το Ισραήλ
Καταλαβαίνω τα συναισθήματα που προκαλούν τέτοιες διαβεβαιώσεις. Αλλά είναι εξαιρετικά επικίνδυνες καθαυτές. Όταν ορισμένοι μάς κατηγορούν, εμένα και άλλους, ότι επικρίνουμε το Ισραήλ πολύ βίαια, φοβούμενοι ότι θα κάνουμε να αναδυθεί ξανά το φάσμα των φυλετικών προκαταλήψεων, τους απαντώ ότι έχουν αντιστρέψει τελείως το πρόβλημα.
Ακριβώς αυτό το ταμπού είναι εκείνο που κινδυνεύει να υποδαυλίσει τον αντισημιτισμό. Ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, δίνω διαλέξεις σε κολέγια και σε λύκεια, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, για τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης και τη μνήμη του Σοά. Διδάσκω επίσης αυτά τα θέματα στο πανεπιστήμιο. Και μπορώ να συνοψίσω αυτά που έχω διαπιστώσει.
Οι μαθητές και οι σπουδαστές δεν έχουν ανάγκη να τους θυμίζουμε τη γενοκτονία των Εβραίων, τις ιστορικές συνέπειες του αντισημιτισμού ή το πρόβλημα του κακού. Γνωρίζουν το ζήτημα -όπως οι γονείς τους δεν το γνώρισαν ποτέ. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.
Αλλά εντυπωσιάστηκα τελευταία από την επανάληψη νέων ερωτήσεων : « Γιατί επικεντρώνουμε τόσο πολύ στο Ολοκαύτωμα » ; « Γιατί σε ορισμένες χώρες απαγορεύεται να αρνείται κανείς την ύπαρξη του Σοά, αλλά όχι την ύπαρξη άλλων γενοκτονιών » ; « Μήπως διογκώνουμε την απειλή του αντισημιτισμού » ; Και, όλο και περισσότερο, « μήπως η γενοκτονία των ναζί χρησιμεύει ως δικαιολογία για το Ισραήλ » ;
Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει τέτοιες ερωτήσεις στο παρελθόν.
Φοβάμαι μήπως προκύψουν δύο πράγματα. Υπογραμμίζοντας τον μοναδικό ιστορικό χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος, ενώ ταυτόχρονα το επικαλούμαστε συνεχώς σε σχέση με σύγχρονα προβλήματα, έχουμε σπείρει τη σύγχυση στο μυαλό των νέων. Και φωνάζοντας για τον αντισημιτισμό κάθε φορά που κάποιος επιτίθεται στο Ισραήλ ή υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους, κατασκευάζουμε κυνικούς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη του Ισραήλ δεν απειλείται σήμερα. Και ότι οι Εβραίοι του σήμερα, εδώ, στη Δύση, δεν αντιμετωπίζουν καθόλου απειλές ή προκαταλήψεις παρόμοιες με αυτές του παρελθόντος -ή ακόμη με αυτές που θύματά τους είναι σήμερα άλλες μειονότητες.
Ας θέσουμε το παρακάτω ερώτημα : Θα νιώθαμε, άραγε, ότι είμαστε ασφαλείς, αποδεκτοί, ευπρόσδεκτοι, ως μουσουλμάνοι ή ως « παράνομοι μετανάστες » στις Ηνωμένες Πολιτείες ; Ως Πακιστανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο ; Ως Μαροκινοί στην Ολλανδία ; Ως Άραβες του Μαγκρέμπ στη Γαλλία ; Ως μαύροι στην Ελβετία ; Ως « ξένοι » στη Δανία ; Ως Ρουμάνοι στην Ιταλία ; Ως Ρομ οπουδήποτε στην Ευρώπη ; Δεν θα νιώθαμε περισσότερο ασφαλείς, ενσωματωμένοι, περισσότερο αποδεκτοί ως Εβραίοι ;
Πιστεύω ότι γνωρίζουμε όλοι την απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Είτε είναι στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην αναφέρω τη Γερμανία, οι Εβραίοι εκπροσωπούνται ευρύτατα στον κόσμο των επιχειρήσεων, στα μέσα ενημέρωσης και στις τέχνες. Και δεν είναι στιγματισμένοι, απειλούμενοι ή αποκλεισμένοι σε καμία από αυτές τις χώρες.
Η απειλή για την οποία οι Εβραίοι -και ο καθένας από μας- θα έπρεπε να νοιάζεται, έρχεται από μιαν άλλη κατεύθυνση. Έχουμε συνδέσει τόσο σταθερά τη μνήμη της γενοκτονίας με την υπεράσπιση μίας μόνο χώρας, του Ισραήλ, που διατρέχουμε τον κίνδυνο να καταστήσουμε περιφερειακή την ηθική σημασία της.
Το « κακό » ως όπλο
Το πρόβλημα του κακού, του ολοκληρωτικού κακού ή του γενοκτονικού κακού, είναι ένα οικουμενικό πρόβλημα. Αλλά, εάν χειραγωγείται προς όφελος μιας χώρας αυτό το οποίο θα γίνει (αυτό που ήδη γίνεται) είναι ότι όσοι κρατούν μια ορισμένη απόσταση από τη μνήμη του εγκλήματος που διαπράχθηκε στην Ευρώπη -γιατί δεν είναι Ευρωπαίοι, ή γιατί είναι πολύ νέοι για να θυμούνται τη σημασία του- δεν θα καταλάβουν γιατί η συγκεκριμένη μνήμη τούς αφορά, και θα πάψουν να μας ακούν όταν θα προσπαθούμε να τους το εξηγήσουμε.
Οι ηθικές παραινέσεις που προέρχονται από το Άουσβιτς και βρίσκονται στη μνήμη των Ευρωπαίων είναι αόρατες στα μάτια των Ασιατών ή των Αφρικανών. Και, πάνω απ’ όλα, ίσως το αυτονόητο για τους ανθρώπους της γενιάς που έζησε τα γεγονότα, θα έχει όλο και λιγότερη σημασία για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Όλα τα μουσεία μας, τα μνημεία και οι σημερινές σχολικές επισκέψεις δεν είναι ίσως το σημάδι ότι είμαστε έτοιμοι να θυμόμαστε, αλλά το σημάδι ότι πιστεύουμε ότι έχουμε μεταμεληθεί και μπορούμε τώρα να τα παρατήσουμε και να ξεχάσουμε, αφήνοντας τα μνημεία να θυμούνται για μας. Δεν είμαι σίγουρος : την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, νέοι που πραγματοποιούσαν εκεί σχολική επίσκεψη έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στις στήλες για να διασκεδάσουν την ανία τους. Αντίθετα, είμαι σίγουρος ότι, εάν η Ιστορία πρέπει να κάνει τη δουλειά της, που είναι να διατηρεί για πάντα την απόδειξη των παρελθόντων εγκλημάτων και όλων των άλλων, είναι καλύτερα να την αφήσουμε ήσυχη. Οταν ψάχνουμε στο παρελθόν με σκοπούς πολιτικού οφέλους -επιλέγοντας τα στοιχεία που μπορούν να μας χρησιμεύσουν και επιφορτίζοντας την Ιστορία να δίνει καιροσκοπικά μαθήματα ηθικής- πετυχαίνουμε ταυτόχρονα μια κακή ηθικότητα και μια κακή Ιστορία.
Μια κοινοτοπία
Υπάρχει η θλιβερά διάσημη κοινοτοπία για την οποία μιλούσε η Χάνα Άρεντ, για το ανησυχητικό, φυσιολογικό, οικείο, καθημερινό κακό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη κοινοτοπία : η κοινοτοπία της κατάχρησης -η μονοτονία, η απώλεια της ευαισθητοποίησης, βλέποντας, λέγοντας ή σκεπτόμενος το ίδιο πράγμα πολλές φορές, κάτι που αποκοιμίζει το κοινό μας και το ανοσοποιεί ενάντια στο κακό που επικαλούμαστε. Απέναντι σε αυτήν την κοινοτοπία -ή σε αυτή την εξοικείωση με την κοινοτοπία- είμαστε σήμερα αντιμέτωποι.
Την επομένη του 1945 η γενιά των γονιών μας παραμέρισε το πρόβλημα του κακού γιατί, γι’ αυτήν, είχε πολύ μεγάλη σημασία. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τη γενιά που θα ’ρθει μετά από μας είναι να το παραμερίσει γιατί τώρα έχει ελάχιστη σημασία. Πώς μπορούμε, άραγε, να το εμποδίσουμε αυτό ;
« Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία »
Το άρθρο βασίζεται σε διάλεξη που έδωσε ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζουντ στη Βρέμη της Γερμανίας, στις 30 Νοεμβρίου 2007, με την ευκαιρία της παραλαβής του βραβείου Χάνα Άρεντ.
Notes
[1] ΣτΣ : Το φαινόμενο επιδεινώθηκε από το 1948 ώς το 1953, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν, στο τέλος της ζωής του, εξαπέλυσε μία βίαιη καταπίεση ενάντια στους Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία κορυφώθηκε με τη « συνωμοσία » που ονομάστηκε « των ανθρώπων με τις λευκές μπλούζες ». Αυτή η αντισημιτική τρομοκρατία δεν τον εμπόδισε να υποστηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά τις εβραϊκές δυνάμεις στον πόλεμο του 1948 ενάντια στους Παλαιστίνιους και τον αραβικό κόσμο.
[2] ΣτΣ : Η απαγωγή και η δίκη του Αντολφ Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, την περίοδο 1960-1961, συνέβαλαν προφανώς σε αυτή τη συνειδητοποίηση.
[3] Hannah Arendt, « Essays in Understanding, 1930-1954 », Harcourt Brace, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 271-272.
[4] Βλέπε Idith Zertal, « Israel’s Holocaust and the Politics of Nationhood », Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2005, μετάφραση στα αγγλικά Chaya Galai, κυρίως το κεφάλαιο 1, « The sacrificed and the sanctified ».
[5] ΣτΕ : Μαζικό πανεθνικό πογκρόμ στη Γερμανία και την Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938. Στόχος ήταν οι εβραίοι πολίτες και αποτέλεσε την απαρχή του Ολοκαυτώματος.
Mε τα αρχεία ΣTAZI «σφράγισαν» εγκλήματα των ναζί στην Eλλάδα
Δημοσιεύθηκε στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 23- 03 -02 και είναι άκρως επίκαιρο.
Mε τα αρχεία ΣTAZI «σφράγισαν» εγκλήματα των ναζί στην Eλλάδα
H ιστορική και δημοσιογραφική μελέτη των εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων πολέμου στην Eλλάδα με τη μέχρι τώρα βοήθεια αγνώστων γερμανικών εγγράφων από τη ναζιστική εποχή κινδυνεύει. H γερμανική υπηρεσία BStU, η οποία διαχειρίζεται το αρχείο των φακέλων της Στάζι, μυστικής υπηρεσίας της πρώην Aνατολικής Γερμανίας, απαγόρευσε στις παρελθούσες εβδομάδες όλα τα έγγραφα που είχε η Στάζι από τη ναζιστική εποχή. Aνάμεσα σ’ αυτά βρίσκονταν και φάκελοι, οι οποίοι αναφέρονταν στη μεταφορά του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης και στις δραστηριότητες των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Eλλάδα.
H Στάζι διατηρούσε από την ίδρυσή της, το 1950, εκτενές αρχείο των πάλαι ποτέ ναζιστικών υπηρεσιών, ώστε να μπορέσει με τη βοήθειά τους να διαλευκάνει εγκλήματα πολέμου και να τιμωρήσει τους ενόχους. Mετά την κατάρρευση της DDR και τη γερμανική επανένωση, το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των φακέλων παραδόθηκε στην BStU. Σήμερα είναι αποθηκευμένοι σ’ ένα αρχείο στην περιφέρεια του Bερολίνου, όπου τους επεξεργάζονται ξανά και ξανά συνεργάτες της BStU.
Mόλις πριν από λίγο καιρό βρέθηκαν εκεί και έγγραφα για τα εγκλήματα πολέμου των ναζί στην Eλλάδα. Yπάρχει έτσι ένας όγκος φακέλων, στους οποίους γίνεται λόγος για τη μεταφορά των Eβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα εξόντωσης. Tμήμα αυτού του αρχείου αποτελούν επίσης έγγραφα ερευνών της Στάζι για Γερμανούς πολίτες, οι οποίοι εκείνη την εποχή κατείχαν υπεύθυνες θέσεις, κατά τη διαδικασία εκτοπισμού. Eνας επιπλέον φάκελος περιέχει έγγραφα για τις δραστηριότητες των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών στην Eλλάδα και ειδικότερα για τη δράση των λεγόμενων ομάδων δράσης των μυστικών υπηρεσιών των Eς-Eς, SD. Aνάμεσά τους βρίσκονται επίσης πρωτόκολλα ανακρίσεων τότε συνεργατών της κεντρικής διοίκησης ασφαλείας του Pάιχ και της SD, οι οποίοι μετά το τέλος του πολέμου ανακρίθηκαν σε συνάρτηση με τη δολοφονία Eβραίων πολιτών στην Eλλάδα, τη Σλοβακία, τη Bουλγαρία και άλλες χώρες.
Aπαγόρευση
Ωστόσο, όλα αυτά τα έγγραφα απαγορεύτηκαν τώρα από την BStU μέχρι νεωτέρας. Oι Aρχές δικαιολόγησαν αυτήν την απόφαση με την ετυμηγορία γερμανικού δικαστηρίου που αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι φάκελοι της Στάζι αναφέρονται στον πρώην καγκελάριο Xέλμουτ Kολ. Tο δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη δημοσιοποίηση των φακέλων για τον Kόλ σε ιστορικούς και δημοσιογράφους, επειδή η Στάζι κατασκόπευε τον Kολ κι ως εκ τούτου έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως θύμα των μυστικών υπηρεσιών. Oι Aρχές επιτρέπουν την έκδοση εγγράφων θυμάτων μόνο με τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου.
Eπειδή η ετυμηγορία του δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ως θεμελιώδης, η BStU περιόρισε δραματικά, στις παρελθούσες εβδομάδες, την πρόσβαση στα αρχεία της Στάζι. Kατόπιν αυτού και μέχρι νεωτέρας, δημοσιογράφοι και ιστορικοί δεν επιτρέπεται πλέον να βλέπουν έγγραφα της Στάζι, τα οποία αναφέρονται σε πρόσωπα εκείνης της εποχής, τότε αξιωματούχους, πολιτικούς, καθώς και Δυτικούς επιχειρηματίες. Eξαίρεση αποτελούν εκείνα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει συνεργασία του ενδιαφερόμενου πρόσωπου με τη Στάζι.
Oι ναζιστικοί φάκελοι
Eτσι, όμως, μπορεί να μην εκδοθούν και οι ναζιστικοί φάκελοι που διατηρούσε η Στάζι, επειδή περιέχουν ονόματα πρώην Γερμανών αξιωματούχων της ναζιστικής περιόδου. Oι ιστορικοί μιλούν για ένα μοναδικό σκάνδαλο και ζητούν από τη BStU να άρει την απαγόρευση. H απαγόρευση προκάλεσε διαμαρτυρίες και από το Kέντρο Σίμων Bίζενταλ στην Iερουσαλήμ.
Aντιθέτως, η επικεφαλής της BStU Mαριάνε Mπίρτχλερ υπερασπίστηκε την απαγόρευση των φακέλων της Στάζι, που αναφέρονται σε συμβάντα και πρόσωπα της ναζιστικής περιόδου. Oπως είπε, αφού πρώτα δημοσιοποιηθεί η γραπτή αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης σχετικά με το κλείσιμο των φακέλων για τον Xέλμουτ Kολ, μόνο τότε θα εξεταστεί αν θα επιτραπεί και πάλι η πρόσβαση σ’ αυτά τα έγγραφα. Ωστόσο, οι ειδικοί φοβούνται ότι πολύ σύντομα τα ονόματα των ναζιστών στους φακέλους θα γίνουν αγνώριστα. Eτσι, όμως, θα καταστεί αδύνατη η ιστορική και δημόσια επεξεργασία των εγκλημάτων πολέμου και αδύνατη η ιστορική τους συνάφεια. Oι Γερμανοί πολιτικοί εκφράστηκαν υπέρ μιας αλλαγής της ισχύουσας νομοθεσίας για τα έγγραφα της Στάζι. Πριν από τις εκλογές, όμως, αυτή η αλλαγή σχετίζεται απλώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολιτικού του SPD, με τέτοιους φακέλους της Στάζι, που έχουν κατατεθεί σε αξιωματούχους και πολιτικούς της τότε DDR.
Mε τα αρχεία ΣTAZI «σφράγισαν» εγκλήματα των ναζί στην Eλλάδα
H ιστορική και δημοσιογραφική μελέτη των εθνικοσοσιαλιστικών εγκλημάτων πολέμου στην Eλλάδα με τη μέχρι τώρα βοήθεια αγνώστων γερμανικών εγγράφων από τη ναζιστική εποχή κινδυνεύει. H γερμανική υπηρεσία BStU, η οποία διαχειρίζεται το αρχείο των φακέλων της Στάζι, μυστικής υπηρεσίας της πρώην Aνατολικής Γερμανίας, απαγόρευσε στις παρελθούσες εβδομάδες όλα τα έγγραφα που είχε η Στάζι από τη ναζιστική εποχή. Aνάμεσα σ’ αυτά βρίσκονταν και φάκελοι, οι οποίοι αναφέρονταν στη μεταφορά του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης και στις δραστηριότητες των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Eλλάδα.
H Στάζι διατηρούσε από την ίδρυσή της, το 1950, εκτενές αρχείο των πάλαι ποτέ ναζιστικών υπηρεσιών, ώστε να μπορέσει με τη βοήθειά τους να διαλευκάνει εγκλήματα πολέμου και να τιμωρήσει τους ενόχους. Mετά την κατάρρευση της DDR και τη γερμανική επανένωση, το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των φακέλων παραδόθηκε στην BStU. Σήμερα είναι αποθηκευμένοι σ’ ένα αρχείο στην περιφέρεια του Bερολίνου, όπου τους επεξεργάζονται ξανά και ξανά συνεργάτες της BStU.
Mόλις πριν από λίγο καιρό βρέθηκαν εκεί και έγγραφα για τα εγκλήματα πολέμου των ναζί στην Eλλάδα. Yπάρχει έτσι ένας όγκος φακέλων, στους οποίους γίνεται λόγος για τη μεταφορά των Eβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα εξόντωσης. Tμήμα αυτού του αρχείου αποτελούν επίσης έγγραφα ερευνών της Στάζι για Γερμανούς πολίτες, οι οποίοι εκείνη την εποχή κατείχαν υπεύθυνες θέσεις, κατά τη διαδικασία εκτοπισμού. Eνας επιπλέον φάκελος περιέχει έγγραφα για τις δραστηριότητες των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών στην Eλλάδα και ειδικότερα για τη δράση των λεγόμενων ομάδων δράσης των μυστικών υπηρεσιών των Eς-Eς, SD. Aνάμεσά τους βρίσκονται επίσης πρωτόκολλα ανακρίσεων τότε συνεργατών της κεντρικής διοίκησης ασφαλείας του Pάιχ και της SD, οι οποίοι μετά το τέλος του πολέμου ανακρίθηκαν σε συνάρτηση με τη δολοφονία Eβραίων πολιτών στην Eλλάδα, τη Σλοβακία, τη Bουλγαρία και άλλες χώρες.
Aπαγόρευση
Ωστόσο, όλα αυτά τα έγγραφα απαγορεύτηκαν τώρα από την BStU μέχρι νεωτέρας. Oι Aρχές δικαιολόγησαν αυτήν την απόφαση με την ετυμηγορία γερμανικού δικαστηρίου που αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι φάκελοι της Στάζι αναφέρονται στον πρώην καγκελάριο Xέλμουτ Kολ. Tο δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη δημοσιοποίηση των φακέλων για τον Kόλ σε ιστορικούς και δημοσιογράφους, επειδή η Στάζι κατασκόπευε τον Kολ κι ως εκ τούτου έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως θύμα των μυστικών υπηρεσιών. Oι Aρχές επιτρέπουν την έκδοση εγγράφων θυμάτων μόνο με τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου.
Eπειδή η ετυμηγορία του δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ως θεμελιώδης, η BStU περιόρισε δραματικά, στις παρελθούσες εβδομάδες, την πρόσβαση στα αρχεία της Στάζι. Kατόπιν αυτού και μέχρι νεωτέρας, δημοσιογράφοι και ιστορικοί δεν επιτρέπεται πλέον να βλέπουν έγγραφα της Στάζι, τα οποία αναφέρονται σε πρόσωπα εκείνης της εποχής, τότε αξιωματούχους, πολιτικούς, καθώς και Δυτικούς επιχειρηματίες. Eξαίρεση αποτελούν εκείνα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει συνεργασία του ενδιαφερόμενου πρόσωπου με τη Στάζι.
Oι ναζιστικοί φάκελοι
Eτσι, όμως, μπορεί να μην εκδοθούν και οι ναζιστικοί φάκελοι που διατηρούσε η Στάζι, επειδή περιέχουν ονόματα πρώην Γερμανών αξιωματούχων της ναζιστικής περιόδου. Oι ιστορικοί μιλούν για ένα μοναδικό σκάνδαλο και ζητούν από τη BStU να άρει την απαγόρευση. H απαγόρευση προκάλεσε διαμαρτυρίες και από το Kέντρο Σίμων Bίζενταλ στην Iερουσαλήμ.
Aντιθέτως, η επικεφαλής της BStU Mαριάνε Mπίρτχλερ υπερασπίστηκε την απαγόρευση των φακέλων της Στάζι, που αναφέρονται σε συμβάντα και πρόσωπα της ναζιστικής περιόδου. Oπως είπε, αφού πρώτα δημοσιοποιηθεί η γραπτή αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης σχετικά με το κλείσιμο των φακέλων για τον Xέλμουτ Kολ, μόνο τότε θα εξεταστεί αν θα επιτραπεί και πάλι η πρόσβαση σ’ αυτά τα έγγραφα. Ωστόσο, οι ειδικοί φοβούνται ότι πολύ σύντομα τα ονόματα των ναζιστών στους φακέλους θα γίνουν αγνώριστα. Eτσι, όμως, θα καταστεί αδύνατη η ιστορική και δημόσια επεξεργασία των εγκλημάτων πολέμου και αδύνατη η ιστορική τους συνάφεια. Oι Γερμανοί πολιτικοί εκφράστηκαν υπέρ μιας αλλαγής της ισχύουσας νομοθεσίας για τα έγγραφα της Στάζι. Πριν από τις εκλογές, όμως, αυτή η αλλαγή σχετίζεται απλώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολιτικού του SPD, με τέτοιους φακέλους της Στάζι, που έχουν κατατεθεί σε αξιωματούχους και πολιτικούς της τότε DDR.
Οι Ναζί στην Ελλάδα...
Το διάβασα στο διαδύκτιο και το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον για τα εγκλήματα των Γερμανών στή χώρα μας...
Κατακτώντας την Ελλάδα οι φασίστες οι Ναζί, δεν κάθισαν πάνω σε δάφνες, αλλά σε δηλητηριασμένα αγκάθια. Κάθε ημέρα που περνούσε είχαν και πολλές λαχτάρες, στα βουνά, από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, στις πολιτείες, στα χωριά, κάθε ημέρα άφηναν πλήθος νεκρούς και τραυματίες. Είχαν αρχίσει να χάνουν την ψυχραιμία τους μ' αυτόν τον ατίθασο λαό και ξεθύμαιναν όπου έφταναν. "Γκρέκο Παρτιζάνι" ξεφώνιζαν με λύσσα, για κάθε Έλληνα αντιστασιακό.
Μετά από κάθε λαχτάρα, μη μπορώντας να ξεθυμάνουν αλλού έμπαιναν στα ελληνικά χωριά, γκρέμιζαν, έβαζαν φωτιά και σκότωναν, όσους κατοίκους μπορούσαν να πιάσουν εκεί ή και περαστικούς στους δρόμους.
Στην Κρήτη στις 2 Ιουνίου 1941 ο στρατηγός Στουρμ έκαψε τα χωριά Πηγή, Αδέλη, Λουτρό, Παλαιοχώρι και σκότωσε όσους μπόρεσε (αριθμός κατηγορητηρίου Εγκλ. Πολέμου 58/1945) και την ίδια ημέρα ο στρατηγός Στουντέντ ισοπέδωσε το χωριό Κάνδανος και σκότωσε όσους κατοίκους έπιασε. Ακολούθησε την 1η Αυγούστου 1941 η καταστροφή των χωριών Αλικανό, Βατόλικος, Σκηνές,Μουρνιές, Μεσαρά, Πρασσέ, Νέα Ρούματα, Ορθώνι, Κάραντο, Σκαφιδάκια με πολλές δεκάδες εκτελέσεις χωρικών (αριθ. κατηγορ. 49/1947).
Στις 3 Μάη του 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Σαχτούρια, Μαγαρικάρι κλπ. και σκότωσαν πολλούς αμάχους. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943 ο στρατηγός Μπρόγκιερ κατέστρεψε τα χωριά Βουρμιές, Μουρτιά, Ριζά κλπ. και σκότωσε δεκάδες χωρικούς (κατηγορητήριον 1/1946) κι ακολούθησαν οι καταστροφές των χωριών Συκολογος, Κάλαμη, Πεύκο, Σύμη, Κεφαλόβρυσα, Κρεββατά και Βιάνου με πολλές δεκάδες θύματα απ' τον άμαχο πληθυσμό (κατηγορητήριον 16/1946). Στις 15 Σεπτέμβρη 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Άγιος Βασίλης, Μουρνιές, Μύρτα, Κάτω Σίμη, Ρίζες και τουφέκισαν 62 ομήρους. Στην πόλη του Ηρακλείου, στις 30 Σεπτέμβρη του 1943 βομβάρδισαν από αέρος και κατέστρεψαν τα χωριά Σούγια, Λειβαδά, Μονις, Κωστογέρακο, Γδόχτα με διαταγή του στρατηγού Αντρέ.
Τον Αύγουστο του 1944 εξόντωσαν την ομάδα του Μπαντουβά, έκαψαν τα χωριά Ανώγεια,Βρύνες,Σαχτουρία, Άγιοι Δέκα, Γκογκόλες, Βελή, Βασιλική, Βαρίζια, Αγ. Αντώνης και άλλα 30 γύρω χωριά και (κατηγορητήριον 16/1946), στις 7 Ιουνίου, κλείδωσαν κι αμπάρωσαν 250 έξω απ' τη Σαντορίνη και λίγους μήνες πριν φύγουν απ' την Ελλάδα κατέστρεψαν αμέτρητα χωριά.Αμυδρή εικόνα της αντίστασης της Κρήτης είναι η πάραπάνω περιγραφή.Η Κρήτη είταν πολύ σκληρό καρύδι για τους Ναζί.Κι αυτό αποδεικνύεται από την επιτύμβια πλάκα που εντοίχισαν στο λιμάνι του Ηρακλείου για να θυμούνται ότι «εδώ σκοτώθηκαν 18.000 αλεξιπτωτιστές". Αλλά και οι ηρωικοί Κρητικοί είχαν αρκετές απώλειες (αριθμός κατηγορητηρίου 16/1946). Τους Γερμανούς πολέμησαν εκεί και διάφορα άλλα αντάρτικα,μαζί με τον ΕΛΑΣ Κρήτης.
Αγαπητέ νεώτερε αναγνώστη. Είμαι βέβαιος πως νιώθεις σωστά το νόημα του πρώτου στίχου του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν", όπως τον έγραψε ο Σολωμός.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, μετά την Αθήνα η Κρήτη έρχεται δεύτερη σε αγώνες και θυσίες, αλλά και όλα τα λοιπά διαμερίσματα της χώρας όμως δεν υστέρησαν στην προσφορά τους στον αντιστασιακό αγώνα. Δεν είναι δυνατόν βέβαια να έχουμε εδώ πλήρη εικόνα των γεγονότων. Απλώς θα σημειώσουμε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ενδεικτικώς, όσα είδαμε με τα μάτια μας προ παντός κι όσα ακούσαμε τότε.
Από τους τελευταίους μήνες του 1942 τα βουνά, οι πόλεις και τα χωριά όλης της Ελλάδος είχανε τελείως ξεσηκωθεί σ' έναν παλλαϊκό αντιστασιακό οργασμό που όσο πήγαινε δυνάμωνε διαρκώς. Οι πολλές ενέδρες πέτυχαν όχι μόνον να έχει μια σημαντική αιμορραγία απωλειών, αλλά και να αισθάνεται ότι δεν είναι ο κυρίαρχος στον τόπο που κατέκτησε. Όλα αυτά πολλαπλασίασαν το μίσος των κατακτητών κατά του λαού μας και για κάθε ζημιά που πάθαινε στις μάχες, ξεσπούσε σε αντίποινα. Και κατ' αρχήν είχαν διακηρύξει πως για κάθε Γερμανό που θα σκοτωνότανε στην Ελλάδα, από Έλληνες της αντίστασης θα εκτελούσαν 10 Έλληνες. Αργότερα το ποσοστό τροποποιήθηκε. Για κάθε Γερμανό που θα σκοτωνόταν στην Ελλάδα, από Έλληνες της αντίστασης θα εκτελούσαν 50 ομήρους και για κάθε άνδρα των ταγμάτων ασφαλείας 10 ομήρους.
Έτσι για κάθε συφορά που πάθαιναν λυσσούσαν και τελικά ξέσπαζαν στα χωριά, στους ομήρους, στους διαβάτες των δρόμων και στα γυναικόπαιδα. Σκότωναν, εβίαζαν, λεηλατούσαν, γκρέμιζαν και έκαιγαν σπίτια, κατέστρεφαν ολόκληρα χωριά. Για πολλές ατομικές περιπτώσεις υπάρχουν κατατεθειμένα στο Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου κατηγορητήρια και βουλεύματα για πράξεις πρωτοφανούς κτηνωδίας.
Στις 26.11.43 υπό τας διαταγάς του στρατηγού Λε Σουίρ, του συνταγματάρχη Ντάουνερ, του λοχαγού Τάννερ και άλλων χιτλερικών αξιωματικών (αριθμός κατηγορητηρίου 5/1947) κρέμασαν στο Μονοδέντρι της Λακωνίας 110 ομήρους Σπαρτιάτες, σ' αντίποινα για τις μεγάλες απώλειες που είχαν στη μάχη που έγινε εκεί με τους αντάρτες. Το Νοέμβριο του 1943 σκότωσαν 50 στο Άργος (αριθ. κατηγ. 253/1946). Στη Μεσσηνία εκτέλεσαν το 1943-1944 πάνω από 500 ομήρους για τρομοκράτηση του πληθυσμού (αριθ. κατηγ. 56/1947). Στις 13 Δεκέμβρη 1943 έκαψαν τα Καλάβρυτα και σκότωσαν σε 3 ώρες 689 άνδρες που δεν πρόλαβαν να φύγουν (αριθ. κατηγ. 35/1946) και συνέχισαν το όργιο αίματος στην Κερκίνη και στους Ρόγους που έβαλαν πολυβόλα και σκότωσαν τους εκκλησιαζόμενους όπως έβγαιναν απ' το σκόλασμα της εκκλησίας του χωριού, και τερμάτισαν την επιδρομή μεταφέροντας τα λάφυρα, σε 80 κατάφορτα ζώα, τα πιο πολλά κειμήλια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου.
Στις 5 Δεκέμβρη 1943 κρέμασαν στην Ανδρίτσα του Ναυπλίου 50 ομήρους και σκότωσαν άλλους τόσους διαβάτες που συναντούσαν στο δρόμο. Τον Ιανουάριο του 1944 μόνο, σκότωσαν 456 ομήρους από τις φυλακές της Τρίπολης, 15 στο Αίγιο, 60 στην Κόρινθο, 10 στο Ναύπλιο και ανάλογους σ' όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Στις 24.2.1944 σκότωσαν 200 ομήρους στο Παλαιοχώρι της Μεγαλούπολης και συνέχισαν το όργιό τους μέχρι τέλους της κατοχής σ' όλο το Μωρηά, σκοτώνοντας, κρεμώντας, λεηλατώντας, καίγοντας σπίτια και χωριά.
Στη Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια τα ίδια. Στις 10.1.1944 (αριθ. κατηγ. 116 και 166γ/1945) οι Γερμανοί υπό τον ταγματάρχη Ρίκερτ και το λοχαγό Φαμπ, για να παγιδεύσουν τους αντάρτες έντυσαν σαν δραπέτες τάχα των φυλακών Λειβαδιάς 20 Γερμανούς φαντάρους. Πίσω ερχότανε γερμανικός στρατός. Οι αντάρτες σκότωσαν 18 απ' τους μασκαρεμένους αυτούς και απομακρύνθηκαν. Σ' αντίποινα οι Γερμανοί έκαψαν το Δίστομο και σκότωσαν 218 πολίτες, αφού διέπραξαν λεηλασίες και άλλες φοβερές ωμότητες. Στις 10-15 Νοέμβρη του 1942 ο Ιταλός συνταγματάρχης Κονσόλμι (αριθ. κατηγ. 252/1945) έκαμε φρικτά βασανιστήρια στη Βόνιτσα και πολλούς φόνους αργότερα στη Λευκάδα.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί βομβάρδισαν το Γαλαξίδι με πολλές δεκάδες νεκρούς και τουφέκισαν στα χωριά Σούρτζα και Βραϊλα τουλάχιστον 50 κατοίκους. Στις 5 Μάη του 1943 ο Ιταλός συνταγματάρχης Ουγκολίνι κι ο στρατηγός Μπονέλε (κατηγορητήριον 228/1946) κατέστρεψαν το Δαδί και σκότωσαν πολλούς κατοίκους, τον Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το Καρπενήσι και τα χωριά Κάψη, Φραγκίστα, Μικρό και Μεγάλο Χωριό, Μακρακώμη, Αγ. Βλάσση κλπ.
Στις 9 Σεπτέμβρη 1943 σε προσπάθεια των ανταρτών να αφοπλίσουν παραδοθέντα τμήματα των Ιταλών, ύστερα από μικρή μάχη, κατέφθασαν Γερμανικές δυνάμεις υπό τον Διευθυντή των Ες-Ες Ρούγκελ (αριθ. κατηγορητηρίου 18/1946) και λεηλάτησαν, γκρέμισαν και έκαψαν σπίτια και σκότωσαν πολλούς πολίτες στη Λειβαδιά. Στις 27.2.44 στο χωριό Στενή της Λειβαδιάς σκότωσαν πολλούς κατοίκους και στις 4 Απριλίου 1944 σε μια μάχη με τους αντάρτες πλησίον εκεί στη θέση "Καρακόλιθο", που υπεχώρησαν οι αντάρτες με αρκετές απώλειες, ο συνταγματάρχης Χάιτελ και ο λοχαγός Βέρνερ, έφεραν επιτόπου και εξετέλεσαν 110 κρατουμένους απ' τις φυλακές Λειβαδιάς (κατηγορητήριον 287 και 368/1945).
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε εδώ όλες τις θυσίες και τους αγώνες του λαού μας στην κατοχή. Ενδεικτικώς αναφέρουμε ελάχιστα περιστατικά, από τα κυριότερα που διαλέξαμε.
Κατά τη διάρκεια που ιστορούμε στη Στερεά Ελλάδα έγιναν εκτελέσεις πολιτών, 250 στο Μεσολόγγι, 130 στο Αγρίνι, 180 στη Λειβαδιά και ανάλογες σ' όλες τις πόλεις και στα χωριά της Στερεάς και της Ευβοίας.
Στη Θεσσαλία τα ίδια.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1943 μια Ιταλική μονάδα έπεσε σ' ενέδρα των ανταρτών. Μετά τη μάχη ο στρατηγός Μπονέλλι και ο συνταγματάρχης Βάλι έκαψαν το χωριό και σκότωσαν επί τόπου πολλούς κατοίκους (κατηγορητήριον 8/1946). Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 έκαψαν το χωριό Τσιότσι και σκότωσαν πολλούς κατοίκους γιατί έξω απ' το χωριό είχαν υποστεί επίθεση ανταρτών. Στις 7 Μαρτίου 1943 επειδή σε μάχη με τους αντάρτες είχαν 70 Ιταλούς νεκρούς και 100 αιχμαλώτους ξέσπασαν στο κοντινό χωριό Οξυνιά Καλαμπάκας που το κατέστρεψαν με 9 κοντινά χωριά. Στην Τσαρίτσανη κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι Ιταλοί στις 12 Μαρτίου 1943 έκαψαν το χωριό και σκότωσαν 40 κατοίκους (κατηγορητήριον 79 και 198/1946).
Στα Φάρσαλα όπου σε μάχη οι αντάρτες εξόντωσαν τη φρουρά στις 29 Μαρτίου 1943, μια ισχυρή μηχανοκίνητη ιταλική φάλαγγα κατέστρεψε την πόλη και σκότωσε 50 πολίτες. Στο Δομοκό 12-28 Απρίλη 1943 σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατέστρεψαν 27 χωριά. Στις 8 Απριλίου 1943 μετά από μάχη με αντάρτες οι Ιταλοί κατέστρεψαν τα χωριά Βουνοχώρα και Αγία Ευφημία, στο τέλος Μαϊου 1943 για το σαμποτάζ στη γαλαρία του Κούρνοβου, σκότωσαν 50 ομήρους.
Στις 17 Αυγούστου 1943 ο στρατηγός Ινφάντε (αριθ. κατηγ. 184/1946) χρησιμοποίησε στρατήγημα κατά των ανταρτών. Μια μονάδα κάλεσε τον ΕΛΑΣ για να του παραδοθεί και ενώ ένα τμήμα ανταρτών πήγαινε με προφύλαξη να τους παραλάβει, έπεσε σε ιταλική ενέδρα. Έγινε τότε εκεί γερή μάχη και σκοτώθηκαν πολλοί κι απ' τα δυο μέρη. Μετά τη μάχη ο Ινφάντε διέταξε να καταστραφεί η πόλη του Αλμυρού και σκότωσαν 33 ομήρους.
Στις 31 Μαρτίου 1944 οι Γερμανοί σκότωσαν στην Κρανώνα για σαμποτάζ 65 ομήρους. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1943 οι συνταγματάρχες Σιούμερς και ο υποστράτηγος Μπέκερτ, σε αντίποινα εναντίον των ανταρτών σκότωσε και τους 44 άρρενες κατοίκους του χωριού Ελευθέριον. Στις αρχές Οκτωβρίου 1943 έγιναν πολλές συλλήψεις στο Βόλο και στις 24 Φεβρουαρίου 1944 σκότωσαν 100 σ' αντίποινα για πολύνεκρο σαμποτάζ. Έξω από τ' άλλα στη Θεσσαλία κατεστράφησαν τα χωριά Χαλίκι, Μαλακάσι, Δολιανά, Κρανιά, Περλιάγκο, Άνω και Κάτω Μουτσιάρα, Γαρδίκι, Βετερνίκο, Βιτζίστα, Τουρνά, Δραμίζι, Πύρα, Ξηροχώρι, Τυφλοσέλι, Τζούρτζια, Μισδάνι, Καλιφωνι κλπ.
Η Ήπειρος πότισε κι αυτή με πολύ αίμα, το δέντρο της Ελευθερίας.
Τον Ιούλιο του 1943 γερμανικά τμήματα με το πρόσχημα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των στρατηγών Λαντς και Φον Στέντερ (αριθ. κατηγορητηρίου 61/1946) κατέστρεψαν τη Μπισοτίτσα και εκτέλεσαν 165 κατοίκους. Οι ίδιοι, κι ο ταγματάρχης Φούλνερ, μπήκαν στις 5 το πρωί της 16 Αυγούστου του 1943 στο χωριό Κομένο, που ήταν γεμάτο κόσμο από το πανηγύρι της Παναγίας, χύθηκαν στο χωριό σκότωσαν 318 άτομα, λεηλάτησαν, έβαλαν φωτιά κι έφυγαν, στις 4 Σεπτέμβρη 1943 πολιόρκησαν το χωριό Λιγγάδες, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς 84 κατοίκους απ' τους οποίους οι 40 ήσαν παιδιά κάτω των 10 ετών. Στις 5.7.44 ο συνταγματάρχης Ντιόνερ (αριθ. κατηγ. 200/1945), λεηλάτησε κι έκαψε τα Γρεβενά και σκότωσε πολλούς κατοίκους. Σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής ο στρατηγός Λαντς, ο Ιταλός αντιβασιλεύς της Αλβανίας Φραντζέσκο Ζακομπίνι και οι αδελφοί Ντίνο, Τσάμηδες αρχηγοί της φασιστικής "Μιλίτσια" των Αλβανών, μόνο στην Περιφέρεια Παραμυθιάς διέταξαν και εκτελέστηκαν 201 Έλληνες, στο Μαργαρίτι 114 και στην Περιφέρεια Πάργας 600 (αριθ. κατηγ. 2/1948).
Στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία έδρασαν ο στρατηγός Κρένσκυ και ο συνταγματάρχης Ρίττερ φον Έμπερλαϊν (αριθ. κατηγορητηρίων 486/1945). Κατά διαταγή τους, στις 17 Οκτωβρίου 1941 σκότωσαν 212 κατοίκους των Άνω και Κάτω Κορδιλίων, στις 20 Οκτωβρίου 1941, 135 κατοίκους στο Μεσόβανο, στις 25 Οκτωβρίου 1941 όλους όσους κατοίκους βρήκαν στο χωριό Αμπελόφυτο και αργότερα εκατοντάδες ομήρους στα στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι αξιωματικοί ευθύνονται για τις καταστροφές και το λουτρό αίματος που εξαπελύετο περιοδικώς στις Περιφέρειες Καστοριάς, Άργους Ορεστικού και Εδέσσης, όπου στα έτη 1942 και 1943 οργίασαν και οι Ιταλοί συνταγματάρχες Ντελ Ζούντιτσε και Βενιέρι (αριθ. κατηγορητηρίου 206/1944 και 206/1946) με εκατοντάδες εκτελεσθέντες εκεί.
Αλλά και οι Βούλγαροι κατακτητές, σύμμαχοι των Γερμανών οι άνθρωποι του φασιστικού καθεστώτος του Βασιλέα Βόρι δεν πήγαν πίσω. Οι Βούλγαροι φασίστες νόμισαν πως ήρθε η ευκαιρία να εκβουλγαρίσουν δια της βίας τον ελληνικό πληθυσμό. Στην προσπάθειά τους αυτή έκαναν εγκλήματα που ξεπέρασαν τη θηριωδία των χιτλερικών. Μέσα σε δύο ημέρες, από 28-30 Σεπτέμβρη του 1941 έκαναν μια εξωφρενικά εγκληματική εξόρμηση. Μέσα σε συνθήκες φρίκης βασάνισαν και σκότωσαν χιλιάδες Έλληνες που δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι είναι Βούλγαροι.
Ο συνταγματάρχης Μιχαήλωφ εκτέλεσε τις 2 ημέρες αυτές πολλές εκατοντάδες Ελλήνων στη Δράμα, ο αντισυνταγματάρχης Μπεκιόρωφ έκαψε το Δοξάτο και σκότωσε 400, ο αντισυνταγματάρχης Χρίστεφ, με τον ταγματάρχη Κεραμιχαήλωφ κλπ. έκαψαν τα Κουδούνια και το Νικηφόρο όπου σκότωσαν 77 Έλληνες και κατερήμαξαν τα χωριά Κοργών, Αδριανης, Χωριστής, Προσωτσάνης, Μικρόπολι, Τουρβοβο, Αγιοχώρι, Καληβρύση, Κάτω Νευροκόπι, Κοκινόγεια, Χρυσοκέφαλο, Φιλίππων, Αλιστράτη, Μεγαλόκαμπο και στην Καβάλα Πλατάνια, Τρινόλοφο, Πλατανόβρυση, Τερψιθέα, Λικνίσκη, Χαμοκερασιά, Σαχίνη, Δρυόμοτπο, Παληάμπελα κλπ. όπου έσφαξαν, τουφέκισαν και κρέμασαν συνολικά πολλές εκατοντάδες Έλληνες που αρνήθηκαν να εκβουλγαριστούν.
Οι βασανισμοί, οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι εκτοπίσεις στη Βουλγαρία και η τρομοκρατία κατά του πληθυσμού στη Μακεδονία και Θράκη κατά το δεκαήμερο αυτό, αλλά και σε όλη την κατοχή, δεν περιγράφονται. Στις αρχές του Απρίλη 1944 σημειώθηκε μια νέα εξόρμηση στα μέρη αυτά, από μικτές γερμανοβουλγαροϊταλικές μονάδες στρατού. Νέες λεηλασίες, νέα απάνθρωπα τρομοκρατικά μέτρα και σκοτωμοί. Μόνο στην Κλεισούρα εκτελέστηκαν στις 5 Απρίλη 233 γυναικόπαιδα, και έδρασαν τότε ο στρατηγός Μαρίνωφ (αριθ. κατηγορητηρίου 25/1946), ο συνταγματάρχης Κάλτσεφ, ο στρατηγός Ζούντιτσε και ο συνταγματάρχης Βενιέρι (αριθμός κατηγορητηρίου 206/1946). Τα ίδια βάσανα και θυσίες υπέστη ο λαός μας τότε και στα Νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, αλλά και παντού έδειξαν οι Έλληνες την ίδια αντιστασιακή επιμονή και δεν έπαυσαν να σκοτώνουν κατακτητές.
Αυτά που αναφέραμε είναι πάρα πολύ λίγα και σε χονδρές γραμμές από το απερίγραπτο μαρτύριο του λαού μας, που υπέστη, τάχα σε αντίποινα για την αντιστασιακή του δράση στις πόλεις και τα χωριά.
Αντίποινα και οι Τούρκοι στα 1821 έκαναν ίσως μόνο τις σφαγές της Χίου και εφρικίασε και εξανέστη τότε όλη η Ευρώπη. Οι κατακτητές μας στην εποχή που ιστορούμε, άλλα ήλπιζαν να επιτύχουν στη χώρα μας και άλλα βρήκαν. Οι Γερμανοί ήθελαν προπαντός να στείλουν Έλληνες στρατιώτες, να πολεμήσουν στο Ρωσικό μέτωπο, πράγμα που το κατόρθωσαν σε όλες σχεδόν τις κατεχόμενες χώρες, ενώ από την Ελλάδα όχι μόνο δεν πήγε, ούτε ένας φαντάρος αλλά τους απασχολήσαμε και 300.000 στρατό. Οι Ιταλοί αφετέρου ήθελαν να κάνουν αποικία τους τους "λαούς της Ελλάδος", όπως έλεγαν, και οι Βούλγαροι να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία και Θράκη και να τις ενσωματώσουν στο κράτος του Βόρι. Όχι μόνο δεν πέτυχαν τους σκοπούς τους αλλά και 50.000 τουλάχιστον απ' αυτούς την περίοδο αυτή έφαγε το σκοτάδι.
Απ' όλες αυτές τις χιλιάδες εγκλημάτων πολέμου που αναφέρονται στα κατηγορητήρια του Ελληνικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου (πολλαστημόριο της πραγματικότητος), μόλις 11 Γερμανοί, ένας Βούλγαρος κι ένας Ιταλός βρέθηκαν και δικάστηκαν, και στο κατηγορητήριο των στρατηγών Λιστ, Κούντζε, Φέλμυ, Λαντς, Σπάϋντελ, Ντένερ, Φον Λάιζερ και Ρεμπλιτς στη δίκη της Νυρεμβέργης, προσετέθησαν στα εγκλήματα που είχαν κάνει και σε άλλες χώρες και οι ελληνικές κατηγορίες, και τιμωρήθηκαν οι δύο πρώτοι σε ισόβια και οι υπόλοιποι σε φυλάκιση από 20-7 ετών. Ο Φέρτς και ο Γκέτνερ μάλιστα αθωώθηκαν! Αν τους ζητήθηκε και συγνώμη για την ταλαιπωρία δεν έγινε γνωστό. Στο ελληνικό κατηγορητήριο τότε αναφέρεται πολύ σωστά επί λέξει "ότι τα θύματά των, εξετελούντο εις αντίποινα, δια πολεμικάς ενεργείας νομίμως συγκροτημένων στρατιωτικών σωμάτων εις τας κατεχομένας χώρας".
Αγαπητέ αναγνώστη. Υπάρχουν αρκετοί ίσως που εκφράζουν τη γνώμη ότι σκαλίζοντας τις φρικτές συνθήκες των αντιθέσεων του παρελθόντος, κάνουμε κακό, διότι δηλητηριάζουμε τις καλές σχέσεις που έχουν ήδη αποκατασταθεί μεταξύ των εθνών. Την θεωρία αυτή πρόβαλλαν προ ολίγων ετών και οι Τούρκοι, όταν μας παρεκάλεσαν να ξεκρεμάσουμε από το Εθνικό Περίπτερο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τις προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη, του Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη και του Μιαούλη, ώστε να ξεχαστεί κάθε σκιά που θίγει τάχα τη "φιλία" των 2 εθνών μας, διότι αλλιώς δε θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στην Έκθεση. Αλίμονο όμως στο έθνος που δεν προβάλλει με υπερηφάνεια τις τιμητικότερες εθνικές περγαμηνές του, τις θυσίες του δηλαδή και τους ιερούς νεκρούς που πρόσφερε στους αγώνες για την Ελευθερία του. Άσχετο μ' αυτό το χρέος, είναι η διατήρηση της φιλίας ανάμεσα στους λαούς. Οι λαοί δεν τρέφουν έχθρα ένας για τον άλλο, ούτε μίσος. Οι εγκληματικές ηγεσίες των λαών, όταν παίρνουν την εξουσία, δημιουργούν τους πολέμους για ατομικό τους όφελος και εκεί ο άνθρωπος αποθηριώνεται.
Οι λαοί φταίνε μόνο όταν με την αδιαφορία τους αφήνουν ν'αναρριχώνται στην εξουσία εγκληματικοί χαρακτήρες και αντιλαϊκά καθεστώτα. Εξαπολύονται τότε οι πόλεμοι και οι καταστροφές απλώνονται και στα δύο μέρη. Ας πάρουμε παράδειγμα τους αγώνες του λαού μας κατά τον αντιστασιακό αγώνα που ιστορούμε. Θυσίασε ο λαός μας 70.000 περίπου ήρωες και θύματα που εκτέλεσαν οι επιδρομείς, και ακόμα 30.000 νεκρούς ήρωες στρατιώτες στην Αλβανία, στο αντάρτικο και στις μαχητικές μονάδες στις πόλεις. Αλλά μήπως τουλάχιστον 50.000 νεκρούς δεν άφησαν στη χώρα μας οι κατακτητές, στα αλβανικά βουνά, στην αντίσταση της Κρήτης, στις μάχες με τους αντάρτες στα βουνά και στις πόλεις;
( Από το τελευταίο βιβλίο του Θόδωρου Τσερπέ, επιμέλεια Στέφανου Ληναίου, «ΤΟ ΑΓΙΟ ΧΑΙΔΑΡΙ,» εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, Νοέμβρης 2007 )
Κατακτώντας την Ελλάδα οι φασίστες οι Ναζί, δεν κάθισαν πάνω σε δάφνες, αλλά σε δηλητηριασμένα αγκάθια. Κάθε ημέρα που περνούσε είχαν και πολλές λαχτάρες, στα βουνά, από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, στις πολιτείες, στα χωριά, κάθε ημέρα άφηναν πλήθος νεκρούς και τραυματίες. Είχαν αρχίσει να χάνουν την ψυχραιμία τους μ' αυτόν τον ατίθασο λαό και ξεθύμαιναν όπου έφταναν. "Γκρέκο Παρτιζάνι" ξεφώνιζαν με λύσσα, για κάθε Έλληνα αντιστασιακό.
Μετά από κάθε λαχτάρα, μη μπορώντας να ξεθυμάνουν αλλού έμπαιναν στα ελληνικά χωριά, γκρέμιζαν, έβαζαν φωτιά και σκότωναν, όσους κατοίκους μπορούσαν να πιάσουν εκεί ή και περαστικούς στους δρόμους.
Στην Κρήτη στις 2 Ιουνίου 1941 ο στρατηγός Στουρμ έκαψε τα χωριά Πηγή, Αδέλη, Λουτρό, Παλαιοχώρι και σκότωσε όσους μπόρεσε (αριθμός κατηγορητηρίου Εγκλ. Πολέμου 58/1945) και την ίδια ημέρα ο στρατηγός Στουντέντ ισοπέδωσε το χωριό Κάνδανος και σκότωσε όσους κατοίκους έπιασε. Ακολούθησε την 1η Αυγούστου 1941 η καταστροφή των χωριών Αλικανό, Βατόλικος, Σκηνές,Μουρνιές, Μεσαρά, Πρασσέ, Νέα Ρούματα, Ορθώνι, Κάραντο, Σκαφιδάκια με πολλές δεκάδες εκτελέσεις χωρικών (αριθ. κατηγορ. 49/1947).
Στις 3 Μάη του 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Σαχτούρια, Μαγαρικάρι κλπ. και σκότωσαν πολλούς αμάχους. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943 ο στρατηγός Μπρόγκιερ κατέστρεψε τα χωριά Βουρμιές, Μουρτιά, Ριζά κλπ. και σκότωσε δεκάδες χωρικούς (κατηγορητήριον 1/1946) κι ακολούθησαν οι καταστροφές των χωριών Συκολογος, Κάλαμη, Πεύκο, Σύμη, Κεφαλόβρυσα, Κρεββατά και Βιάνου με πολλές δεκάδες θύματα απ' τον άμαχο πληθυσμό (κατηγορητήριον 16/1946). Στις 15 Σεπτέμβρη 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Άγιος Βασίλης, Μουρνιές, Μύρτα, Κάτω Σίμη, Ρίζες και τουφέκισαν 62 ομήρους. Στην πόλη του Ηρακλείου, στις 30 Σεπτέμβρη του 1943 βομβάρδισαν από αέρος και κατέστρεψαν τα χωριά Σούγια, Λειβαδά, Μονις, Κωστογέρακο, Γδόχτα με διαταγή του στρατηγού Αντρέ.
Τον Αύγουστο του 1944 εξόντωσαν την ομάδα του Μπαντουβά, έκαψαν τα χωριά Ανώγεια,Βρύνες,Σαχτουρία, Άγιοι Δέκα, Γκογκόλες, Βελή, Βασιλική, Βαρίζια, Αγ. Αντώνης και άλλα 30 γύρω χωριά και (κατηγορητήριον 16/1946), στις 7 Ιουνίου, κλείδωσαν κι αμπάρωσαν 250 έξω απ' τη Σαντορίνη και λίγους μήνες πριν φύγουν απ' την Ελλάδα κατέστρεψαν αμέτρητα χωριά.Αμυδρή εικόνα της αντίστασης της Κρήτης είναι η πάραπάνω περιγραφή.Η Κρήτη είταν πολύ σκληρό καρύδι για τους Ναζί.Κι αυτό αποδεικνύεται από την επιτύμβια πλάκα που εντοίχισαν στο λιμάνι του Ηρακλείου για να θυμούνται ότι «εδώ σκοτώθηκαν 18.000 αλεξιπτωτιστές". Αλλά και οι ηρωικοί Κρητικοί είχαν αρκετές απώλειες (αριθμός κατηγορητηρίου 16/1946). Τους Γερμανούς πολέμησαν εκεί και διάφορα άλλα αντάρτικα,μαζί με τον ΕΛΑΣ Κρήτης.
Αγαπητέ νεώτερε αναγνώστη. Είμαι βέβαιος πως νιώθεις σωστά το νόημα του πρώτου στίχου του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν", όπως τον έγραψε ο Σολωμός.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, μετά την Αθήνα η Κρήτη έρχεται δεύτερη σε αγώνες και θυσίες, αλλά και όλα τα λοιπά διαμερίσματα της χώρας όμως δεν υστέρησαν στην προσφορά τους στον αντιστασιακό αγώνα. Δεν είναι δυνατόν βέβαια να έχουμε εδώ πλήρη εικόνα των γεγονότων. Απλώς θα σημειώσουμε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ενδεικτικώς, όσα είδαμε με τα μάτια μας προ παντός κι όσα ακούσαμε τότε.
Από τους τελευταίους μήνες του 1942 τα βουνά, οι πόλεις και τα χωριά όλης της Ελλάδος είχανε τελείως ξεσηκωθεί σ' έναν παλλαϊκό αντιστασιακό οργασμό που όσο πήγαινε δυνάμωνε διαρκώς. Οι πολλές ενέδρες πέτυχαν όχι μόνον να έχει μια σημαντική αιμορραγία απωλειών, αλλά και να αισθάνεται ότι δεν είναι ο κυρίαρχος στον τόπο που κατέκτησε. Όλα αυτά πολλαπλασίασαν το μίσος των κατακτητών κατά του λαού μας και για κάθε ζημιά που πάθαινε στις μάχες, ξεσπούσε σε αντίποινα. Και κατ' αρχήν είχαν διακηρύξει πως για κάθε Γερμανό που θα σκοτωνότανε στην Ελλάδα, από Έλληνες της αντίστασης θα εκτελούσαν 10 Έλληνες. Αργότερα το ποσοστό τροποποιήθηκε. Για κάθε Γερμανό που θα σκοτωνόταν στην Ελλάδα, από Έλληνες της αντίστασης θα εκτελούσαν 50 ομήρους και για κάθε άνδρα των ταγμάτων ασφαλείας 10 ομήρους.
Έτσι για κάθε συφορά που πάθαιναν λυσσούσαν και τελικά ξέσπαζαν στα χωριά, στους ομήρους, στους διαβάτες των δρόμων και στα γυναικόπαιδα. Σκότωναν, εβίαζαν, λεηλατούσαν, γκρέμιζαν και έκαιγαν σπίτια, κατέστρεφαν ολόκληρα χωριά. Για πολλές ατομικές περιπτώσεις υπάρχουν κατατεθειμένα στο Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου κατηγορητήρια και βουλεύματα για πράξεις πρωτοφανούς κτηνωδίας.
Στις 26.11.43 υπό τας διαταγάς του στρατηγού Λε Σουίρ, του συνταγματάρχη Ντάουνερ, του λοχαγού Τάννερ και άλλων χιτλερικών αξιωματικών (αριθμός κατηγορητηρίου 5/1947) κρέμασαν στο Μονοδέντρι της Λακωνίας 110 ομήρους Σπαρτιάτες, σ' αντίποινα για τις μεγάλες απώλειες που είχαν στη μάχη που έγινε εκεί με τους αντάρτες. Το Νοέμβριο του 1943 σκότωσαν 50 στο Άργος (αριθ. κατηγ. 253/1946). Στη Μεσσηνία εκτέλεσαν το 1943-1944 πάνω από 500 ομήρους για τρομοκράτηση του πληθυσμού (αριθ. κατηγ. 56/1947). Στις 13 Δεκέμβρη 1943 έκαψαν τα Καλάβρυτα και σκότωσαν σε 3 ώρες 689 άνδρες που δεν πρόλαβαν να φύγουν (αριθ. κατηγ. 35/1946) και συνέχισαν το όργιο αίματος στην Κερκίνη και στους Ρόγους που έβαλαν πολυβόλα και σκότωσαν τους εκκλησιαζόμενους όπως έβγαιναν απ' το σκόλασμα της εκκλησίας του χωριού, και τερμάτισαν την επιδρομή μεταφέροντας τα λάφυρα, σε 80 κατάφορτα ζώα, τα πιο πολλά κειμήλια της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου.
Στις 5 Δεκέμβρη 1943 κρέμασαν στην Ανδρίτσα του Ναυπλίου 50 ομήρους και σκότωσαν άλλους τόσους διαβάτες που συναντούσαν στο δρόμο. Τον Ιανουάριο του 1944 μόνο, σκότωσαν 456 ομήρους από τις φυλακές της Τρίπολης, 15 στο Αίγιο, 60 στην Κόρινθο, 10 στο Ναύπλιο και ανάλογους σ' όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Στις 24.2.1944 σκότωσαν 200 ομήρους στο Παλαιοχώρι της Μεγαλούπολης και συνέχισαν το όργιό τους μέχρι τέλους της κατοχής σ' όλο το Μωρηά, σκοτώνοντας, κρεμώντας, λεηλατώντας, καίγοντας σπίτια και χωριά.
Στη Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια τα ίδια. Στις 10.1.1944 (αριθ. κατηγ. 116 και 166γ/1945) οι Γερμανοί υπό τον ταγματάρχη Ρίκερτ και το λοχαγό Φαμπ, για να παγιδεύσουν τους αντάρτες έντυσαν σαν δραπέτες τάχα των φυλακών Λειβαδιάς 20 Γερμανούς φαντάρους. Πίσω ερχότανε γερμανικός στρατός. Οι αντάρτες σκότωσαν 18 απ' τους μασκαρεμένους αυτούς και απομακρύνθηκαν. Σ' αντίποινα οι Γερμανοί έκαψαν το Δίστομο και σκότωσαν 218 πολίτες, αφού διέπραξαν λεηλασίες και άλλες φοβερές ωμότητες. Στις 10-15 Νοέμβρη του 1942 ο Ιταλός συνταγματάρχης Κονσόλμι (αριθ. κατηγ. 252/1945) έκαμε φρικτά βασανιστήρια στη Βόνιτσα και πολλούς φόνους αργότερα στη Λευκάδα.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί βομβάρδισαν το Γαλαξίδι με πολλές δεκάδες νεκρούς και τουφέκισαν στα χωριά Σούρτζα και Βραϊλα τουλάχιστον 50 κατοίκους. Στις 5 Μάη του 1943 ο Ιταλός συνταγματάρχης Ουγκολίνι κι ο στρατηγός Μπονέλε (κατηγορητήριον 228/1946) κατέστρεψαν το Δαδί και σκότωσαν πολλούς κατοίκους, τον Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το Καρπενήσι και τα χωριά Κάψη, Φραγκίστα, Μικρό και Μεγάλο Χωριό, Μακρακώμη, Αγ. Βλάσση κλπ.
Στις 9 Σεπτέμβρη 1943 σε προσπάθεια των ανταρτών να αφοπλίσουν παραδοθέντα τμήματα των Ιταλών, ύστερα από μικρή μάχη, κατέφθασαν Γερμανικές δυνάμεις υπό τον Διευθυντή των Ες-Ες Ρούγκελ (αριθ. κατηγορητηρίου 18/1946) και λεηλάτησαν, γκρέμισαν και έκαψαν σπίτια και σκότωσαν πολλούς πολίτες στη Λειβαδιά. Στις 27.2.44 στο χωριό Στενή της Λειβαδιάς σκότωσαν πολλούς κατοίκους και στις 4 Απριλίου 1944 σε μια μάχη με τους αντάρτες πλησίον εκεί στη θέση "Καρακόλιθο", που υπεχώρησαν οι αντάρτες με αρκετές απώλειες, ο συνταγματάρχης Χάιτελ και ο λοχαγός Βέρνερ, έφεραν επιτόπου και εξετέλεσαν 110 κρατουμένους απ' τις φυλακές Λειβαδιάς (κατηγορητήριον 287 και 368/1945).
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε εδώ όλες τις θυσίες και τους αγώνες του λαού μας στην κατοχή. Ενδεικτικώς αναφέρουμε ελάχιστα περιστατικά, από τα κυριότερα που διαλέξαμε.
Κατά τη διάρκεια που ιστορούμε στη Στερεά Ελλάδα έγιναν εκτελέσεις πολιτών, 250 στο Μεσολόγγι, 130 στο Αγρίνι, 180 στη Λειβαδιά και ανάλογες σ' όλες τις πόλεις και στα χωριά της Στερεάς και της Ευβοίας.
Στη Θεσσαλία τα ίδια.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1943 μια Ιταλική μονάδα έπεσε σ' ενέδρα των ανταρτών. Μετά τη μάχη ο στρατηγός Μπονέλλι και ο συνταγματάρχης Βάλι έκαψαν το χωριό και σκότωσαν επί τόπου πολλούς κατοίκους (κατηγορητήριον 8/1946). Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 έκαψαν το χωριό Τσιότσι και σκότωσαν πολλούς κατοίκους γιατί έξω απ' το χωριό είχαν υποστεί επίθεση ανταρτών. Στις 7 Μαρτίου 1943 επειδή σε μάχη με τους αντάρτες είχαν 70 Ιταλούς νεκρούς και 100 αιχμαλώτους ξέσπασαν στο κοντινό χωριό Οξυνιά Καλαμπάκας που το κατέστρεψαν με 9 κοντινά χωριά. Στην Τσαρίτσανη κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι Ιταλοί στις 12 Μαρτίου 1943 έκαψαν το χωριό και σκότωσαν 40 κατοίκους (κατηγορητήριον 79 και 198/1946).
Στα Φάρσαλα όπου σε μάχη οι αντάρτες εξόντωσαν τη φρουρά στις 29 Μαρτίου 1943, μια ισχυρή μηχανοκίνητη ιταλική φάλαγγα κατέστρεψε την πόλη και σκότωσε 50 πολίτες. Στο Δομοκό 12-28 Απρίλη 1943 σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατέστρεψαν 27 χωριά. Στις 8 Απριλίου 1943 μετά από μάχη με αντάρτες οι Ιταλοί κατέστρεψαν τα χωριά Βουνοχώρα και Αγία Ευφημία, στο τέλος Μαϊου 1943 για το σαμποτάζ στη γαλαρία του Κούρνοβου, σκότωσαν 50 ομήρους.
Στις 17 Αυγούστου 1943 ο στρατηγός Ινφάντε (αριθ. κατηγ. 184/1946) χρησιμοποίησε στρατήγημα κατά των ανταρτών. Μια μονάδα κάλεσε τον ΕΛΑΣ για να του παραδοθεί και ενώ ένα τμήμα ανταρτών πήγαινε με προφύλαξη να τους παραλάβει, έπεσε σε ιταλική ενέδρα. Έγινε τότε εκεί γερή μάχη και σκοτώθηκαν πολλοί κι απ' τα δυο μέρη. Μετά τη μάχη ο Ινφάντε διέταξε να καταστραφεί η πόλη του Αλμυρού και σκότωσαν 33 ομήρους.
Στις 31 Μαρτίου 1944 οι Γερμανοί σκότωσαν στην Κρανώνα για σαμποτάζ 65 ομήρους. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1943 οι συνταγματάρχες Σιούμερς και ο υποστράτηγος Μπέκερτ, σε αντίποινα εναντίον των ανταρτών σκότωσε και τους 44 άρρενες κατοίκους του χωριού Ελευθέριον. Στις αρχές Οκτωβρίου 1943 έγιναν πολλές συλλήψεις στο Βόλο και στις 24 Φεβρουαρίου 1944 σκότωσαν 100 σ' αντίποινα για πολύνεκρο σαμποτάζ. Έξω από τ' άλλα στη Θεσσαλία κατεστράφησαν τα χωριά Χαλίκι, Μαλακάσι, Δολιανά, Κρανιά, Περλιάγκο, Άνω και Κάτω Μουτσιάρα, Γαρδίκι, Βετερνίκο, Βιτζίστα, Τουρνά, Δραμίζι, Πύρα, Ξηροχώρι, Τυφλοσέλι, Τζούρτζια, Μισδάνι, Καλιφωνι κλπ.
Η Ήπειρος πότισε κι αυτή με πολύ αίμα, το δέντρο της Ελευθερίας.
Τον Ιούλιο του 1943 γερμανικά τμήματα με το πρόσχημα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των στρατηγών Λαντς και Φον Στέντερ (αριθ. κατηγορητηρίου 61/1946) κατέστρεψαν τη Μπισοτίτσα και εκτέλεσαν 165 κατοίκους. Οι ίδιοι, κι ο ταγματάρχης Φούλνερ, μπήκαν στις 5 το πρωί της 16 Αυγούστου του 1943 στο χωριό Κομένο, που ήταν γεμάτο κόσμο από το πανηγύρι της Παναγίας, χύθηκαν στο χωριό σκότωσαν 318 άτομα, λεηλάτησαν, έβαλαν φωτιά κι έφυγαν, στις 4 Σεπτέμβρη 1943 πολιόρκησαν το χωριό Λιγγάδες, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς 84 κατοίκους απ' τους οποίους οι 40 ήσαν παιδιά κάτω των 10 ετών. Στις 5.7.44 ο συνταγματάρχης Ντιόνερ (αριθ. κατηγ. 200/1945), λεηλάτησε κι έκαψε τα Γρεβενά και σκότωσε πολλούς κατοίκους. Σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής ο στρατηγός Λαντς, ο Ιταλός αντιβασιλεύς της Αλβανίας Φραντζέσκο Ζακομπίνι και οι αδελφοί Ντίνο, Τσάμηδες αρχηγοί της φασιστικής "Μιλίτσια" των Αλβανών, μόνο στην Περιφέρεια Παραμυθιάς διέταξαν και εκτελέστηκαν 201 Έλληνες, στο Μαργαρίτι 114 και στην Περιφέρεια Πάργας 600 (αριθ. κατηγ. 2/1948).
Στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία έδρασαν ο στρατηγός Κρένσκυ και ο συνταγματάρχης Ρίττερ φον Έμπερλαϊν (αριθ. κατηγορητηρίων 486/1945). Κατά διαταγή τους, στις 17 Οκτωβρίου 1941 σκότωσαν 212 κατοίκους των Άνω και Κάτω Κορδιλίων, στις 20 Οκτωβρίου 1941, 135 κατοίκους στο Μεσόβανο, στις 25 Οκτωβρίου 1941 όλους όσους κατοίκους βρήκαν στο χωριό Αμπελόφυτο και αργότερα εκατοντάδες ομήρους στα στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι αξιωματικοί ευθύνονται για τις καταστροφές και το λουτρό αίματος που εξαπελύετο περιοδικώς στις Περιφέρειες Καστοριάς, Άργους Ορεστικού και Εδέσσης, όπου στα έτη 1942 και 1943 οργίασαν και οι Ιταλοί συνταγματάρχες Ντελ Ζούντιτσε και Βενιέρι (αριθ. κατηγορητηρίου 206/1944 και 206/1946) με εκατοντάδες εκτελεσθέντες εκεί.
Αλλά και οι Βούλγαροι κατακτητές, σύμμαχοι των Γερμανών οι άνθρωποι του φασιστικού καθεστώτος του Βασιλέα Βόρι δεν πήγαν πίσω. Οι Βούλγαροι φασίστες νόμισαν πως ήρθε η ευκαιρία να εκβουλγαρίσουν δια της βίας τον ελληνικό πληθυσμό. Στην προσπάθειά τους αυτή έκαναν εγκλήματα που ξεπέρασαν τη θηριωδία των χιτλερικών. Μέσα σε δύο ημέρες, από 28-30 Σεπτέμβρη του 1941 έκαναν μια εξωφρενικά εγκληματική εξόρμηση. Μέσα σε συνθήκες φρίκης βασάνισαν και σκότωσαν χιλιάδες Έλληνες που δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι είναι Βούλγαροι.
Ο συνταγματάρχης Μιχαήλωφ εκτέλεσε τις 2 ημέρες αυτές πολλές εκατοντάδες Ελλήνων στη Δράμα, ο αντισυνταγματάρχης Μπεκιόρωφ έκαψε το Δοξάτο και σκότωσε 400, ο αντισυνταγματάρχης Χρίστεφ, με τον ταγματάρχη Κεραμιχαήλωφ κλπ. έκαψαν τα Κουδούνια και το Νικηφόρο όπου σκότωσαν 77 Έλληνες και κατερήμαξαν τα χωριά Κοργών, Αδριανης, Χωριστής, Προσωτσάνης, Μικρόπολι, Τουρβοβο, Αγιοχώρι, Καληβρύση, Κάτω Νευροκόπι, Κοκινόγεια, Χρυσοκέφαλο, Φιλίππων, Αλιστράτη, Μεγαλόκαμπο και στην Καβάλα Πλατάνια, Τρινόλοφο, Πλατανόβρυση, Τερψιθέα, Λικνίσκη, Χαμοκερασιά, Σαχίνη, Δρυόμοτπο, Παληάμπελα κλπ. όπου έσφαξαν, τουφέκισαν και κρέμασαν συνολικά πολλές εκατοντάδες Έλληνες που αρνήθηκαν να εκβουλγαριστούν.
Οι βασανισμοί, οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι εκτοπίσεις στη Βουλγαρία και η τρομοκρατία κατά του πληθυσμού στη Μακεδονία και Θράκη κατά το δεκαήμερο αυτό, αλλά και σε όλη την κατοχή, δεν περιγράφονται. Στις αρχές του Απρίλη 1944 σημειώθηκε μια νέα εξόρμηση στα μέρη αυτά, από μικτές γερμανοβουλγαροϊταλικές μονάδες στρατού. Νέες λεηλασίες, νέα απάνθρωπα τρομοκρατικά μέτρα και σκοτωμοί. Μόνο στην Κλεισούρα εκτελέστηκαν στις 5 Απρίλη 233 γυναικόπαιδα, και έδρασαν τότε ο στρατηγός Μαρίνωφ (αριθ. κατηγορητηρίου 25/1946), ο συνταγματάρχης Κάλτσεφ, ο στρατηγός Ζούντιτσε και ο συνταγματάρχης Βενιέρι (αριθμός κατηγορητηρίου 206/1946). Τα ίδια βάσανα και θυσίες υπέστη ο λαός μας τότε και στα Νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, αλλά και παντού έδειξαν οι Έλληνες την ίδια αντιστασιακή επιμονή και δεν έπαυσαν να σκοτώνουν κατακτητές.
Αυτά που αναφέραμε είναι πάρα πολύ λίγα και σε χονδρές γραμμές από το απερίγραπτο μαρτύριο του λαού μας, που υπέστη, τάχα σε αντίποινα για την αντιστασιακή του δράση στις πόλεις και τα χωριά.
Αντίποινα και οι Τούρκοι στα 1821 έκαναν ίσως μόνο τις σφαγές της Χίου και εφρικίασε και εξανέστη τότε όλη η Ευρώπη. Οι κατακτητές μας στην εποχή που ιστορούμε, άλλα ήλπιζαν να επιτύχουν στη χώρα μας και άλλα βρήκαν. Οι Γερμανοί ήθελαν προπαντός να στείλουν Έλληνες στρατιώτες, να πολεμήσουν στο Ρωσικό μέτωπο, πράγμα που το κατόρθωσαν σε όλες σχεδόν τις κατεχόμενες χώρες, ενώ από την Ελλάδα όχι μόνο δεν πήγε, ούτε ένας φαντάρος αλλά τους απασχολήσαμε και 300.000 στρατό. Οι Ιταλοί αφετέρου ήθελαν να κάνουν αποικία τους τους "λαούς της Ελλάδος", όπως έλεγαν, και οι Βούλγαροι να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία και Θράκη και να τις ενσωματώσουν στο κράτος του Βόρι. Όχι μόνο δεν πέτυχαν τους σκοπούς τους αλλά και 50.000 τουλάχιστον απ' αυτούς την περίοδο αυτή έφαγε το σκοτάδι.
Απ' όλες αυτές τις χιλιάδες εγκλημάτων πολέμου που αναφέρονται στα κατηγορητήρια του Ελληνικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου (πολλαστημόριο της πραγματικότητος), μόλις 11 Γερμανοί, ένας Βούλγαρος κι ένας Ιταλός βρέθηκαν και δικάστηκαν, και στο κατηγορητήριο των στρατηγών Λιστ, Κούντζε, Φέλμυ, Λαντς, Σπάϋντελ, Ντένερ, Φον Λάιζερ και Ρεμπλιτς στη δίκη της Νυρεμβέργης, προσετέθησαν στα εγκλήματα που είχαν κάνει και σε άλλες χώρες και οι ελληνικές κατηγορίες, και τιμωρήθηκαν οι δύο πρώτοι σε ισόβια και οι υπόλοιποι σε φυλάκιση από 20-7 ετών. Ο Φέρτς και ο Γκέτνερ μάλιστα αθωώθηκαν! Αν τους ζητήθηκε και συγνώμη για την ταλαιπωρία δεν έγινε γνωστό. Στο ελληνικό κατηγορητήριο τότε αναφέρεται πολύ σωστά επί λέξει "ότι τα θύματά των, εξετελούντο εις αντίποινα, δια πολεμικάς ενεργείας νομίμως συγκροτημένων στρατιωτικών σωμάτων εις τας κατεχομένας χώρας".
Αγαπητέ αναγνώστη. Υπάρχουν αρκετοί ίσως που εκφράζουν τη γνώμη ότι σκαλίζοντας τις φρικτές συνθήκες των αντιθέσεων του παρελθόντος, κάνουμε κακό, διότι δηλητηριάζουμε τις καλές σχέσεις που έχουν ήδη αποκατασταθεί μεταξύ των εθνών. Την θεωρία αυτή πρόβαλλαν προ ολίγων ετών και οι Τούρκοι, όταν μας παρεκάλεσαν να ξεκρεμάσουμε από το Εθνικό Περίπτερο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τις προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη, του Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη και του Μιαούλη, ώστε να ξεχαστεί κάθε σκιά που θίγει τάχα τη "φιλία" των 2 εθνών μας, διότι αλλιώς δε θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στην Έκθεση. Αλίμονο όμως στο έθνος που δεν προβάλλει με υπερηφάνεια τις τιμητικότερες εθνικές περγαμηνές του, τις θυσίες του δηλαδή και τους ιερούς νεκρούς που πρόσφερε στους αγώνες για την Ελευθερία του. Άσχετο μ' αυτό το χρέος, είναι η διατήρηση της φιλίας ανάμεσα στους λαούς. Οι λαοί δεν τρέφουν έχθρα ένας για τον άλλο, ούτε μίσος. Οι εγκληματικές ηγεσίες των λαών, όταν παίρνουν την εξουσία, δημιουργούν τους πολέμους για ατομικό τους όφελος και εκεί ο άνθρωπος αποθηριώνεται.
Οι λαοί φταίνε μόνο όταν με την αδιαφορία τους αφήνουν ν'αναρριχώνται στην εξουσία εγκληματικοί χαρακτήρες και αντιλαϊκά καθεστώτα. Εξαπολύονται τότε οι πόλεμοι και οι καταστροφές απλώνονται και στα δύο μέρη. Ας πάρουμε παράδειγμα τους αγώνες του λαού μας κατά τον αντιστασιακό αγώνα που ιστορούμε. Θυσίασε ο λαός μας 70.000 περίπου ήρωες και θύματα που εκτέλεσαν οι επιδρομείς, και ακόμα 30.000 νεκρούς ήρωες στρατιώτες στην Αλβανία, στο αντάρτικο και στις μαχητικές μονάδες στις πόλεις. Αλλά μήπως τουλάχιστον 50.000 νεκρούς δεν άφησαν στη χώρα μας οι κατακτητές, στα αλβανικά βουνά, στην αντίσταση της Κρήτης, στις μάχες με τους αντάρτες στα βουνά και στις πόλεις;
( Από το τελευταίο βιβλίο του Θόδωρου Τσερπέ, επιμέλεια Στέφανου Ληναίου, «ΤΟ ΑΓΙΟ ΧΑΙΔΑΡΙ,» εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, Νοέμβρης 2007 )
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)