2/02/2010

Κομματικός και Ηθικός Ξεπεσμός

Από τον Νίκο Σταθούλη


Με τι όνειρα βαυκαλιζόμαστε όλοι οι Έλληνες…
Από το 1974 περιμέναμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και αντί αυτής, μας ήρθαν τα κομματικά λαμόγια, αφήνοντας μας 35 χρόνια μετά μια πολύχρονη οικονομική δοκιμασία.
Περιμέναμε τη Πρόοδο και την Ηθική Ανάταση, και μας ήρθε ο κομματικός ηθικός ξεπεσμός.
Και οι δυό τους, και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ έκαναν δύσθυμο τον ελληνικό λαό. Φωτίζεται για λίγο το πρόσωπό του και ύστερα από λίγο ξαναγυρίζει στη κατσούφια του.
Παρ’όλες τις οικονομικές ταλαιπωρίες, που του φόρτωσαν στη πλάτη οι κομματικές πανστρατιές οι οποίες απομύζησαν το πλούτο του ελληνικού κράτους, καλείται τώρα να σηκώσει πάλι αυτός τα βάρη… της αυριανής τρανότερης πατρίδας.
Μια γενιά σπασμένη από δύο πολέμους που σιγά-σιγά αποχωρεί…
Μια μεταβατική γενιά…που ήταν καταδικασμένη να σβήσει μέσα στην αφάνεια της προπαρασκευαστικής εργασίας....
Και η γενιά των 700 ευρώ…αυτή κι΄αν είναι καταδικασμένη…
Ξέρω…. Μέσα μας θα βρούμε την ανταμοιβή.
Η δικαίωση μας θα είναι εσωτερική .Όπως ήταν πάντα μέχρι σήμερα.
Η σιωπηλή επίγνωση ότι χάσαμε τη μισή μας ζωή δίδοντας την ευκαιρία στις κομματικές στρατιές και τους αρχηγούς τους, να αλώσουν τα ταμεία του κράτους, έκαναν απλά, τα μέτωπά μας κουρασμένα.
Ο κύκλος μου αποτελείται αποκλειστικά σχεδόν από καλλιτέχνες. Οι οποίοι είναι εργάτες του πνεύματος. Πολλοί από αυτούς δάσκαλοι.
Και οι οποίοι βέβαια πάντα δουλεύουν μέσα στη σιωπή και όχι μέσα στο θόρυβο. Και οι οποίοι βέβαια είναι αγανακτισμένοι…
Στο θόρυβο κυριαρχούν οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ τους, που δημιούργησαν για να τιθασεύσουν απλά και μόνο το κοινό αίσθημα.
Ο θόρυβος του δρόμου γρήγορα σβήνει.
Στη σιωπή του εργαστηρίου οικοδομείται το μέλλον.
Αφήνουν το χρόνο να λειτουργεί σαν τον Μεγάλο Σιωπηλό και υπομονετικό δάσκαλο.
Ο οποίος τους μαθαίνει το μεγάλο μάθημα της σαφήνειας και της εμβάθυνσης.
Για να καταστούν οι σκαπανείς μιας αφατρίαστης… ακομματικής νέας γενιάς…. «…μόνο και μόνο για να πλάθεται ολοένα εντελέστερα και αρτιότερα το κάλος και η αστραψιά ακόμα και η σπιρτάδα της εθνικής μας φυσιογνωμίας…» μου είπε φίλος καλλιτέχνης και καθηγητής της ΑΣΚΤ.
Έμεινα να παρακολουθώ τη σκέψη του… Έχει πολλά ακόμη να μου πει.
Για το πώς ας πούμε παραμερίστηκαν και θυσιάστηκαν υπέροχα μυαλά, χωρίς ποτέ το αξιότερο να ζήσει…
Έζησε μόνο το συμφέρον το κομματικό.
Και ποτέ κανείς τους δεν εξήγησε στο πλήθος ότι δε θα γλιτώσει ποτέ από την ανάγκη του…να πληγώνεται, συχνά να καταστρέφεται, για να αναζητιέται το καλό, το άξιο και το σωστό μέσα στον Άσωτο Κομματικό τους Κόσμο.
Τώρα, μια υπέρτατη ζυγαριά…κρίνει θύτες και θύματα

Αλέξανδρος Ιόλας-Αφιερωμένο στον κ. Παύλο Γερουλάνο

Από τον Νίκο Σταθούλη

Μεγάλωσα. Ήμουν στη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο Ιόλα. Έναν Μαικήνα της τέχνης. .Ραδιούργο. Είρων. Οξυδερκή. Αυθάδη. Τολμηρό Εκρηκτικό. Αδίστακτο.
Όπως ο Σωκράτης στους μαθητές του, εκμαίευε από μένα ο,τι καλύτερο. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους καλλιτέχνες του. Τους οποίους ωθούσε να δημιουργήσουν συγκεκριμένα έργα τέχνης που εκείνος ΄΄ έβλεπε και ΄΄ζούσε΄΄, πριν εκείνοι αρχίσουν να δουλεύουν τα υλικά τους.
Τυχοδιώκτης. Που ανήκε στο 2050 και μετά. Φίλος. Πολυτιμότερος και από ένα πανάκριβο κόσμημα. Πνευματικός πατέρας.
Δε μου πήρε πολύ χρόνο να αναγνωρίσω τη πραγματική μεγαλοφυΐα του. Με πήγε στο Λούβρο. Στο ΜΟΜΑ. Στο Μπομπούρ. Στεκόταν μπροστά στα έργα και μου έλεγε να κοιτάξω. Η σιωπή του μου δίδαξε πολλά περισσότερα απ΄ότι θα μου έλεγε το πιο σοφό κουβεντολόι.
23 χρόνια έχουν περάσει. Και ακόμη δεν έχουν τιμήσει αυτό τον υπέροχο Έλληνα που δόξασε την Ελλάδα και πέθανε στιγματισμένος.
Ποιος όμως ήταν στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος Ιόλας;

Ο Αλέξανδρος Ιόλας (πραγματικό όνομα: Κωνσταντίνος Κουτσούδης) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1908. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, έδειξε από νωρίς κλίση στην μουσική και στον χορό.
Γύρω στο 1925 έρχεται στην Αθήνα με συστατική επιστολή του Κωνσταντίνου Καβάφη. Γνωρίζει από νωρίς από κοντά καλλιτεχνικές και πνευματικές προσωπικότητες της πρωτεύουσας (Άγγελο Σικελιανό, Δημήτρη Μητρόπουλο, Ναυσικά Παλαμά κ.α.). Σπουδάζει χορό με τον Βάσο και την Τανάγρα Κανέλλου.
Το 1928, βρίσκεται στο Βερολίνο όπου συνεχίζει τις σπουδές του. Με την άνοδο του Χίτλερ στην Γερμανία εγκαταλείπει την χώρα για να πάει στο Παρίσι, όπου έρχεται και σε ουσιαστική επαφή με την σύγχρονη τέχνη, μέσω των συχνών του επισκέψεων στις γκαλερί της οδού Marignan.
Εκεί πρωτοαντίκρισε, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ένα πίνακα του Ντε Κύρικο. Ο Ιόλας συνδέθηκε με τον καλλιτέχνη και συνεργάστηκαν αργότερα. Ο ίδιος σε μία συνέντευξή του το 1971, με αφορμή την οργάνωση της αναδρομικής έκθεσης του Μαξ Έρνστ, περιγράφει το περιστατικό: «η πρώτη φορά που μπήκε στο νου μου η επιθυμία να αποκτήσω ένα πίνακα ήταν πολύ πριν γνωρίσω τον Μαξ Έρνστ, γύρω στα 1933. Μία μέρα, στάθηκα μπροστά σε μία γκαλερί της οδού Marignan στο Παρίσι. Ένας παράξενος πίνακας είχε τραβήξει την προσοχή μου. Ήταν ένα ταμπλό του Ντε Κύρικο, το πρώτο μοντέρνο ζωγραφικό έργο που έβλεπα στην ζωή μου. Παρίστανε μία πλατεία άδεια, στην μέση ένα άγαλμα, στο βάθος ένα τρένο με το φουγάρο του που περνούσε. Τίτλος του πίνακα “Μελαγχολία”. Μπήκα στην γκαλερί και ρώτησα τί είναι αυτό; μου απάντησαν, είναι ένα αριστούργημα του Ντε Κύρικο μπορείτε να το αγοράσετε με 2.000 δολάρια. Περνούσα από την γκαλερί δίνοντας λίγα λίγα τα χρήματα. Τελικά, ύστερα από πέντε χρόνια ο πίνακας έγινε δικός μου. Από τότε λοιπόν, με εκείνες τις συχνές επισκέψεις στην γκαλερί της οδού Marignan, αρχίζει να μου μπαίνει η ιδέα να κάνω κι εγώ κάποτε μία γκαλερί».





Τα χρόνια της Νέας Υόρκης

Στις αρχές τις δεκαετίας του 40, ο Αλέξανδρος Ιόλας βρέθηκε στην Αμερική, όπου και χόρεψε στην Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης με τον Μπαλανσίν, στο «Ορφέας και Ευρυδίκη». Μετά το ατύχημα με το πόδι του, το 1944, ο Ιόλας εγκαταλείπει την χορευτική του καριέρα και στέφεται στις εικαστικές τέχνες.
Το 1946, με την οικονομική βοήθεια της Ελίζαμπεθ Άρντεν, συνεργάζεται με την Ουγκό Γκαλερί (ιδιοκτήτης αρχικά ο Ουγκό, ζωγράφος και εγγονός του Βίκτωρος Ουγκό).
Στο διάστημα αυτό παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Αμερική ατομικές εκθέσεις των: Μαξ Έρνστ (1946), Ρενέ Μαγκρίτ (1947), Βίκτορ Μπράουνερ (1947) αλλά και την πρώτη ατομική έκθεση του Άντυ Γουόρχολ (Ιούνιος 1952, με μία σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε). Το 1953 ο Ιόλας γίνεται αποκλειστικός ιδιοκτήτης της γκαλερί στην Νέα Υόρκη, οπότε και ονομάζεται «Ιόλας Γκαλερί».
Ο γλύπτης Takis εκθέτει για πρώτη φορά στην Αμερική, στην γκαλερί του Ιόλα (Νοέμβριος 1961). Η συνεργασία αυτή κράτησε μέχρι το 1976.
Ατομικές εκθέσεις στην γκαλερί του Ιόλα, στην Αμερική, πραγματοποιούν η Νίκι Ντε Σανφάλ (1962) και ο Τινγκελί (1962).
Ήδη από την δεκαετία του 50, η γκαλερί έχει καθιερωθεί στην Αμερική. Ο Ιόλας οργανώνει επίσης σημαντικές συλλογές, όπως η συλλογή Ντε Μενίλ, και Σλαμπερζέ.


Επιστροφή στην Ευρώπη

Οι δραστηριότητές του επεκτείνονται και στην Ευρώπη με το άνοιγμα της γκαλερί στην Γενεύη, το 1963. Η γκαλερί εγκαινιάζεται με την έκθεση του Μαξ Έρνστ, ενώ ακολουθεί η έκθεση του Ρενέ Μαγκρίτ.
Στο Παρίσι, τα εγκαίνια της γκαλερί (196, Bd St Germain, όπου βρίσκεται η γκαλερί Ντενίς Ρενέ) έγιναν και πάλι με την έκθεση του Μαξ Ερνστ (Μάιος 1964), ενώ η γκαλερί χαρακτηρίζεται από τον καλλιτεχνικό τύπο ως «η πιο δραστήρια γκαλερί στο Παρίσι».
Οι πιο πρωτοποριακοί καλλιτέχνες της εποχής όπως οι Τakis, Ζαν Τινγκελί, Υβ Κλάιν, Μαρσιάλ Ραϊς, Νίκι Ντε Σαν Φαλ, Ζαν Πιέρ Ρενώ, Κλόντ & Φρανσουά-Ξαβιέρ Λαλάν, Μαξ Ερνστ, Ντένις Όπενχάιμ, Ρενέ Μαγκρίτ, Φοτριέ, Βολς, Μάττα, Λεονόρ Φινί, Ντοροθέα Τάνινγκ, εκθέτουν στην γκαλερί του Ιόλα.

Το 1965 ανοίγει την τρίτη γκαλερί του ο Ιόλας στο Μιλάνο (μεταξύ άλλων πρώτη ατομική έκθεση του Πίνο Πασκάλι 1967, και συνεργασία με τον Γιάννη Κουνέλη το 1968), ενώ ακολουθεί και η γκαλερί στην Μαδρίτη.
Παράλληλα οργανώνει εκθέσεις Ελλήνων καλλιτεχνών σε όλες του τις γκαλερί των Γκίκα, Τσαρούχη, Φασιανό, Τσόκλη, Ακριθάκη, Μπουτέα, Μαρίνας Καρέλλα, Παύλου, Λαζόγκα και πολλών άλλων.
Η οργάνωση των εκθέσεων και η δημιουργία των γκαλερί θεωρείται υποδειγματική, ενώ το αρχείο του Ιόλα στην γκαλερί του Παρισιού χαρακτηρίζεται ώς «πραγματικό χρυσορυχείο για τον ιστορικό της τέχνης», αφού όπως διηγείται, το 1969, η Βάσια Καρκαγιάννη - Καραμπελιά, «πουθενά αλλού δεν βρήκα τέτοιο πλούτο στοιχείων συμπεριλαμβανομένης και της βιβλιοθήκης του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης».



Εκδοτική Δραστηριότητα

Στις πραγματικές δραστηριότητες του Ιόλα θα πρέπει να προστεθεί και το πλούσιο εκδοτικό του έργο. Οι περισσότερες εκθέσεις των καλλιτεχνών που συνοδεύονται από πολυτελείς καταλόγους των οποίων οι πρόλογοι υπογράφονται από ονόματα όπως ο Αντρέ Μπρετόν («Le Sens Propre» στον κατάλογο της έκθεσης του Ρενέ Μαγκρίτ, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1964), Πιέρ Ρεστανί («Une Aventure Prométhéenne Au Service D’une Intuition Cosmique» στον κατάλογο της έκθεσης «Yves Klein» τον Απρίλιο 1965), Jean Clay («Les Magnétrons De Takis», στον κατάλογο της έκθεσης «Takis 1966»), Αλέν Ζεφρουά («Le Télémagnetisme De Takis», στον κατάλογο των εκθέσεων «Takis, Dix Ans De Sculpture, 1954 - 1964», 1964), Πόντους Χάλτεν («Mela II», στον κατάλογο της έκθεσης του Ζαν Τιγκελί, Νέα Υόρκη, Μάρτιος 1965)
Ο Αλέξανδρος Ιόλας έχει εκδόσει επίσης και ποιητικές συλλογές καλιτεχνών (Μαξ Ερνστ, Lieux Communs Décervelages, Αλ. Ιόλας 1971) σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, τα οποία σήμερα αποτελούν πραγματικά συλλεκτικά κομμάτια. Επίσης το 1985 εξέδωσε το ποίημα του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη: «Ο Κήπος Βλέπει» με σχέδια του ζωγράφου Πέτρου.
Όπου το έκρινε απαραίτητο συνόδευε ο ίδιος τις εκθέσεις με δικό του πρόλογο, όπως στην τελευταία έκθεση του Ρενέ Μαγκρίτ («The Eight Sculptures», Al. Iolas, 1968).




Τα Τελευταία Χρόνια

Ο Ιόλας έλεγε συχνά ότι θα έκλεινε τις γκαλερί του όταν θα πέθαινε ο Μαξ Ερνστ (1976). Στη δεκαετία του ΄70 ο Ιόλας κλείνει πράγμετι όλες τις γκαλερί του- με τελευταία εκείνη του Μιλάνου, το 1976.
Απο το 1971, είχε επικεντρώσει όλες τις δραστηριότητές του στην ίδρυση ενος μουσείου Συγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα, ενω ίδρυσε απο κοινού με τον αντικέρ Τάσο Ζουμπουλάκη, τη Γκαλερι Ζουμπουλάκη, με αποτέλεσμα να οργανωθούν για πρωτη φορά στην Αθήνα, εκθέσεις των Μαξ Έρνστ, Ρενέ Μαγκρίτ και Τζόρτζιο ντε Κύρικο.
Ενώ ειχε δωρίσει πολλα έργα τέχνης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και είναι ένα απο τα ιδρυτικά μέλη του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο Centre Georges Pompidou του Παρισιού, οι προσπάθειές του για την ίδρυση του Μουσείου, συναντούν πολλές δυσκολίες στην Ελλάδα, ενω για εντελώς ανεξήγητους λόγους ξεκινά ενα κύμα πρωτοφανούς διασυρμού του απο τα Μεσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.
Ενα μέρος της συλλογής του Αλέξανδρου Ιόλα-44 έργα- καταλήγει παρ΄ολα αυτά στο Μακεδονικο Μουσείο Σύχγρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Τον Μάρτιο του 1984 συνάπτει συμφωνητικό με τον βιογράφο του Νίκο Σταθούλη για τη συγγαφή της βιογραφίας του.
Τον Μαρτιο του 1985, χαρίζει στο Δήμο Αγιας Παρασκευής 4 στρέμματα προκειμένου να δημιουργηθει ένα Πάρκο της Τέχνης για τα παιδιά του Δήμου, ενώ παραγγέλνει στους καλλιτέχνες του ανάλογα έργα.
Ένα χρόνο πριν πεθάνει, αποφασίζει να ανοίξει έναν ακόμη εκθεσιακό χώρο στο Μιλάνο, ο οποίος εγκαινιάζεται στις αρχές του 1987, με τον «Μυστικό Δείπνο» του Άντι Γουόρχολ, οπου έμελε να είναι και για τούς δυο το Κύκνειο Άσμα τους.
Σε όλη τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του , ο Ιόλας διατήρησε στενές φιλικές σχέσεις με τους περισσότερους συνεργάτες του. Ο Μαξ Έρνστ στη μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Παρίσι το 1971, δήλωσε «Την επιτυχία αυτή την οφείλω στον Αλέξανδρο Ιόλα και τον ευχαριστώ».
Ο Ρενε Μαγκρίτ εξηγεί τη σταθερότητα της συνεργασίας τους ως εξής: «Ο Αλέξανδρος Ιόλας αγοράζει απο το τέλος του Πολέμου, σχεδον όλη τη παραγωγή μου, σε μια περίοδο οπου το έργο μου δεν εύρισκε ουσιαστικούς αγοραστές».
Το ποτρέτο του Αλέξανδρου Ιόλα έχει φιλοτεχνηθεί από τον Ρενέ Μαγκρίτ, τον Μπαλτίς, τον Τζόρτζιο ντε Κύρικο, τον Άντι Γουόρχολ τη Λεονόρ Φινί , 1956, όπου παρουσιάζεται ο Ιόλας ως χορευτής κλασσικού μπαλέτου.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας πέθανε τον Ιούνιο του 1987.
--
Αλέξανδρος Ιόλας- Δε ξεχνώ
απο τον Νίκο Σταθούλη

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την μυθολογία ως μία εν σπέρματι ιστορία, μέσα στην προϊστορία της ιστορίας.
Οι μύθοι, στην ουσία, ακολουθούν το νήμα του χρόνου, γενιά με γενιά και αποκτούν το νόημα που τους δίνουν οι άνθρωποι που τους ενσαρκώνουν.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας(1908-2008) που φέτος γιορτάζονται τα 100 χρόνια από την γέννησή του,έχει δώσει την δυνατότητα στον διεθνή τύπο (LE MONDE, CASA VOGUE, TOWN AND COUNTRY…) να επανεκτιμήσουν- με αφιερώματα- τον ρόλο του μεγάλου Aλεξανδρινού Έλληνα Συλλέκτη στην ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα.

Για τον Αλέξανδρο Ιόλα είχε μιλήσει με πάθος ο κριτικός και θεωρητικός τέχνης Pierre Restany οποίος τον έζησε στη δόξα του… "Ο Αλέξανδρος Ιόλας ενσάρκωσε τον ελληνικό μύθο της γενιάς του. Ήταν το ίδιο μοντέρνος, για παρά¬δειγμα, με τη Μελίνα Μερκούρη, αλλά η προσωπικότητά του και η εκλεπτυσμένη φινέτσα του, μάλλον τον έφερναν πιο κοντά στη Κοκό Σανέλ. Ήταν ένας άνθρωπος του θεάματος και είχε διατηρήσει, από τη καριέρα του ως χορευτής, ένα εντελώς προσωπικό ύφος "εγγραφής" του σώ¬ματός του στο χώρο. Σε αυτή τη φυσική λεπτότητα ερχόταν να προστεθεί μια εξαιρετική καλλιτεχνική διαίσθηση, μία αυστηρή προσήλωση στην ποιότητα, που ερχόταν σε αντίθεση με το ρομαντικό περίβλημα της συναισθηματικής του ζωής.
Ο Ιόλας, τον οποίο γνώρισα στη δεκαετία του '60 στο Παρίσι, στο Μιλάνο, στη Νέα Υόρκη, στην Αθήνα, διέγραψε μία φωτεινή τροχιά στο στερέωμα της όψιμης πρωτοπορίας της σύγχρονης τέχνης. Η βουλιμία του για την τέχνη κάλυπτε όλες τις εποχές, από την Αίγυπτο έως την μαύρη Αφρική, ωστόσο ήταν ο χώρος της σύγχρονης τέχνης στον οποίο ήξερε να δίνει τον καλύτερο εαυτό του. Ήταν ο δημιουργός της προώθησης του σουρεαλισμού στη ζωγραφική και της εδραίωσης του αισθητικού του status. Η φιλία του με την οικογένεια De Menil του άνοιξε τις πόρτες στην Αμερική και του επέτρεψε να υπερασπισθεί δυναμικά την παρουσία της ευρωπαϊκής τέχνης στην κρισιμότερη εποχή της "πάλης της αγοράς" μεταξύ της Νέας Υόρκης και του Παρισιού."
Tον Pierre Restany τον είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά στην περιπέτεια του με το νεορεαλισμό, καθώς υποστήριξε ενεργώς τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές του κινήματος, αρχίζοντας από τους Υves Klein, Jean Tinguely, Niki De Saint Phalle ή και τον Martial Raysse, ήδη από την εποχή της έκδοσης του θεωρητικού του έρ¬γου για το νέο αυτό κίνημα, αναλαμβάνοντας την παρουσίαση των καλλιτεχνών στη γκαλερί του στο Παρίσι το 1968.
Η εμμονή του Ιόλα είχε να κάνει με το χρόνο, δηλαδή με την ηλικία, την οποία αρνιόταν κατηγορηματικά, γεγονός που έπαιρνε γι’ αυτόν μία υπαρξιακή διάσταση. Η πνευματική του νεότητα ήταν απεριόριστη και αρεσκόταν να επαναλαμβάνει ότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν ηλικία. Μεγάλος θαυμαστής του Μarchel Duchamp, οικειοποιήθηκε μία από τις περισσότερο φημισμένες ρήσεις του: "Ο θάνατος, είναι οι άλλοι...". Έζησε ως το τέλος χωρίς να χάσει ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη τέχνη. Αυτός ο Έλληνας της Αλεξάνδρειας πέθανε στην Αθήνα, η οποία προφανώς αποτελούσε την έσχατη πολιτιστική του αναφορά, με την έννοια μίας «διασποράς» που τον είχε οδηγήσει να «διασπείρει» τις αίθουσες τέχνης του στις λεωφόρους της Δύσης.
"Από το βουνό των αναμνήσεων που με συνέδεσαν μαζί του, θα απέρριπτα το ρόλο του αλπινιστή που επιχειρεί την ανάβαση. Μία τέτοια άσκηση αποτελεί προνόμιο της μνή¬μης μου. Δε θα περιγράψω παρά μόνο μία λεπτομέρεια: Ο Ιόλας, στο σπίτι του στην Αθήνα, περιτριγυρισμένος από ένα μέρος των θησαυρών του, μέσα σε ένα οίκημα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αντιμέτωπος με τις συνήθεις ενοχλητικές γραφειοκρατικές διαδικασίες τις οποίες θα πρέπει να προκάλεσε η παρουσία του στο περιβάλλον των διανοουμένων και πολιτικών των Αθηνών, να αποκαλύπτει μαζί μου, πέρα από το χώρο και το χρόνο, τη μορφή μερικών από τους δημιουργούς που είχαμε αγαπήσει και θαυμάσει από κοινού. Αυτός ο άνθρωπος, που αρνήθηκε το θάνατο μολονότι ήταν πολύ κοντά του, εγκαταστάθηκε μια για πά¬ντα στο μύθο του. Κι έτσι θα τον ξαναβλέπω για πάντα."
Ο Χρήστος Τζίβελος, μια χαρισματική φυσιογνωμία στο χώρο της εικαστικής δημιουργίας, είχε τη χάρη να ζήσει τον Αλέξανδρο Ιόλα από πιο κοντά…
«Αν χρειαζόταν να ευρεθεί μια επωδός για το «έπος» του Ιόλα (χαρακτήρας κωμωδίας του Μενάνδρου ), θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή που συχνότερα χρησιμοποιούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, όταν ομολογούσε αυτάρεσκα: «Είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης του κόσμου». Άνθρωπος των «true lies», που υποστήριζε ότι το ψέμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια μη αποδεδειγμένη αλήθεια (που περιμένει να γίνει αποδεκτή με τον καιρό). Η αλήθεια, υποστήριζε, δεν είναι μία και, εφόσον ανακαλύψεις οποιαδήποτε από τις εκδοχές της, πρέπει να την χρησιμοποιήσεις για να επιτύχεις το στόχο σου. Ο ίδιος έλεγε μονίμως ψέματα που επαληθεύονταν - όπως μια καφετζού, που προκαλεί την πραγματοποίηση κάποιων από τις κοινοτοπίες που σου αραδιάζει μέσω της επιρροής που ασκούν τα λεγόμενα της στον αποδέκτη τους . Η ιδιότητα του «ψεύτη» συνδυαζόταν ιδανικά με τον «δον-ζουανισμό» του Ιόλα, την πνευματική και σαρκική σαγήνη που ασκούσε σ’ αυτούς που αποφάσιζε να προσεγγίσει -ουσιαστικά τον οποιοδήποτε που διέθετε φαντασία. ("Τι νέα; τι νέα έχεις;». Και να μην είχες, τη στιγμή εκείνη έπρεπε να επινοήσεις ένα. Είχες τη συναίσθηση του χρέους να τον διασκεδάσεις, και αυτή η συναίσθηση σε έκανε να νιώθεις υπόχρεος, δεμένος μαζί του.) Ρουφούσε την ενέργεια των γύρω του σαν vampire. Μέρος της γοητείας, του αποτελούσε και ο τρόπος που ποτέ δεν έλεγε τη γνώμη του ξεκάθαρα προτού εκμαιεύσει τη γνώμη του άλλου. Η οικονομική του συμπεριφορά ήταν εξίσου διφορούμενη: «Έχω κάτι πράγματα για σένα», ήταν το motto του για χρήματα που σου χρωστούσε από αγορά έργου σου. Τα «πράγματα» δεν ήταν ποτέ στο ύψος του ποσού που είχε αρχικά συμφωνηθεί. Και ο αποδέκτης τους δεν ήταν ποτέ
σίγουρος για το εάν το ποσό μειώθηκα συνειδητά από τον ίδιο τον Ιόλα ή από τον οποιοδήποε «μεσολαβητή» του κύκλου του.
Νομίζω ότι μέρος της τακτικής του προσεταιρισμού σου, όπως και της διατήρησης της σχέσης που τον ενδιέφερε, ήταν και να σου εμφυσήσει τη βεβαιότητα ότι έχει χρισθεί Σωτήρας σου σε βάρος του εαυτού του, τα χρήματα δεν έχουν σημασία για τον ίδιο, «τα χαλαλίζει όλα για πάρτη σου», Σκηνές σουρεαλιστικού κιτς τύπου Ιόλα:
- Σας προσκαλώ για φαγητό σήμερα το μεσημέρι. Πάρτε
χρήματα και πηγαίνετε χωρίς εμένα. Έχω την υποχρέωση
να πάω) σε ένα γεύμα.
ή:
- Σούλα, άνοιξε!
- Άει στο διάολο, παλιόγερε, σήκω φύγε!
- Άνοιξε, μωρή πουτάνα! Γαμώ την… μου... (με βροντερή φωνή).
Η Σούλα του ρίχνει έναν κουβά νερό στο κεφάλι .Ο Ιόλας τρελαίνεται, ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να του συμβεί, το αναπάντεχο τον γοήτευε, τον κρατούσε «εν εγρηγόρσει».
Φοβερός χαμαιλέων, αρκεί να έχει οποιοδήποτε συμφέρον. Άλλαζε προς όφελος του οτιδήποτε αρνητικό τού συνέβαινε θεωρούσε λογικό να υπάρχουν αποτυχίες, διαφορετικά θα ήταν κατακεραυνωμένος όλη του τη ζωή. Ζητούσε πάντα τη γνώμη των άλλων - από την οποία επηρεαζόταν πριν προβεί στην οποιαδήποτε επαγγελματική επιλογή-βρισκόταν σε μια συνεχή συνομιλία με όλους τους ανθρώπους. Μ' αυτόν τον τρόπο έλεγχε τη δική του τελική εκτίμηση. Ένας κοινός τόπος για το διεθνές Marketing. Ήταν ο άνθρωπος που έστειλε την ίδια επιστολή υπερασπίσεως σε δύο αντιδίκους, εχθρούς. Πάντα προηγούνταν των πράξεων του και της εποχής του. Οριακά αναπάντεχος. Ως πραγματικός esthete, δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τους «intellectuels» εκλαϊκευτές, τους κριτικούς τέχνης, με τους ανθρώπους που δεν είχαν ενιαία στάση απέναντι στη ζωή και στην τέχνη. Η βαθιά του συγκρότηση και η «συνομιλία» του με τους ανθρώπους και τα πράγματα είχε συνέπειες και στο χώρο που επέλεγε και στον τρόπο που έστηνε τις εκθέσεις του. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της θέσης της Antigalleria στο Μιλάνο, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε Ο Μυστικός Δείπνος, το «κύκνειο άσμα» του Warhol, μετά από την τελευταία «ιδέα-παραγγελία» του Ιό¬λα : απέναντι στη Santa Maria delle Crazie, με τον Μυστικό Δείπνο του Leornado. Το συγκεκριμένο έργο το διεκδι¬κούν μεταξύ άλλων και οι κληρονόμοι της SteifelΑυτό συμβαίνει και με άλλα έργα των συλλογών του Ιόλα, γιατί ο τρόπος που έκλεινε τις συναλλαγές έργων βασιζόταν σε μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, σε μια συμφωνία κυρίων, χωρίς να υπογράφονται γραπτά συμφωνητικά. Ο Ιόλας καλλιέργησε τα οριακά του χαρακτηριστικά. Άλλοι γίνονται κλέφτες ή δολοφόνοι. Ο Ιόλας δεν είχε ανάγκη χρημάτων, είχε ανάγκη συγκινήσεων που τις που¬λούσε και στους άλλους.
Σε ένα ταξίδι μου στο Μιλάνο για τις ανάγκες της έκθεσης του «Μυστικού Δείπνου» του Αντι Γουόρχολ,ο αγαπημένος του Ιταλός καλλιτέχνης Νοβέλο Φινότι, ο οποίος επιλέχτηκε από τον ίδιο τον Ιόλα να του φτιάξει τη προτομή του,την ίδια περίοδο που μου ανέθεσε να γράψω τη βιογραφία του, ήταν περισσότερο σαφής,όταν του ζήτησα να μου μιλήσει για τον μέντορά του…
«Προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, κι ενώ πλησίαζα στο τέρμα της διαδρομής των τριάντα μου χρόνων, το υλικό που κυρίως χρησιμοποιούσα ήταν ο μπρούντζος, και έτσι για να τελειώσω τα γλυπτά μου πήγαινα στα χυτήρια όπου χυνόταν σε καλούπια τα έργα διασήμων συναδέλφων, ξε¬κινώντας από τον Μίτο και φτάνοντας ώς τον Dali. Μια μέρα, μπροστά σ' έναν από αυτούς τους φούρνους, συνέβη να συναντήσω έναν κύριο που φορούσε μια μακριά και πανάκριβη γούνα: ζιμπελίνα, αν θυμάμαι καλά. Εκείνη την εποχή, τέτοιου είδους ντύσιμο δεν ήταν συνηθισμένο στους άνδρες έτσι η περιέργεια μου προέκυψε ως κάτι φυσιολογικό κι έγινε ευχάριστα αποδεκτή από τον εν λόγω κύριο, ο οποίος μου συστήθηκε: Ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας, που είχε έρθει ειδικά από το Παρίσι για να επιβλέψει το χύσιμο σε καλούπι μερικών γλυπτών -με την υπογραφή του Max Ernst- που εμένα, μιας και τότε ήμουν παρασυρμένος από την ποιητική του σουρεαλισμού, μου προκαλούσαν ανατριχίλες εξαιτίας των ασυνήθιστων, ιδιοφυών επινοήσεων τους.
Από τότε και για αρκετό καιρό δεν είχα νέα του, ώσπου, μια νύχτα -μέσα καλοκαιριού του 1971-, ξύπνησα από ένα επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν εκείνος, ο Ιόλας, και με ρωτούσε σαν να συνεχίζαμε μια συζήτηση που είχαμε αφήσει στη μέση καμιά ώρα πριν : «Finotti, αποφάσισα να οργανώσω μια προσωπική σου έκθεση στην Γκαλερί μου, στη Via Manzoni, στο Μιλάνο. Συμφωνείς; Είσαι έτοιμος;». Έτσι λοιπόν αντιμετωπίσαμε αυτή την πρώτη μας κοινή καλλιτεχνική περιπέτεια που, όπως συνηθίζεται να λέγεται, που έτυχε της μεγάλης αναγνώρισης και του κοινού και της κριτικής. Προσωπικότητα που ακτινοβολούσε, συχνά με μια «αυλή» για συνοδεία του, εξίσου διάσημος στους διεθνείς κύκλους με τη σοπράνο Μαρία Κάλλας και τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Όμως, τον Ιόλα τον γνώρισα αληθινά μόνον όταν με κάλε¬σε στην Αθήνα, στο «μαρμάρινο σπίτι» του, αυτό το υπέροχο container (loft θα τον ονόμαζε ο Warhol) μέσα στο οποίο αναδυόταν ολόκληρη η "ραδιούργα" προσωπικότητα του. Αντιλήφθηκα με πόση ειρωνεία, οξυδέρκεια και αυθάδεια κατάφερνε να κάνει να συμβιώνουν έργα πολιτισμών που, από οποιαδήποτε άποψη, ήταν υπερβολικά απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον από τους Ασσυριοβα-βυλωνίους στους Αιγυπτίους, από την αρχαία Ελλάδα στη Ρώμη, από τους Βυζαντινούς στην Αναγέννηση φτάνοντας μέχρι την εννοιακή τέχνη … Μ' όλα αυτά δημιουργούσε ένα επιπλέον έργο τέχνης, ένα δικό του έργο τέχνης, το δικό του αριστούργημα. Φαινομενικά τολμηρές προσεγγίσεις, ζευγαρώματα ανάμεσα σε λουλούδια, κουρτίνες, αντικείμενα, έπιπλα, χαρακτηρίζουν την έκρηξη μιας δημιουργικότητας χωρίς δισταγμούς. Σε μένα συμπεριφερόταν όπως ο Σωκράτης στους μαθητές του, ακολουθώντας τη μέθοδο της μαιευτικής τέχνης, αναλαμβάνοντας το ρόλο της μαμής του πνεύματος: αντλού¬σε από τον καθένα ό,τι καλύτερο. Με ωθούσε με ευγενή σιγουριά στην υλοποίηση συγκεκριμένων γλυπτών που εκείνος «έβλεπε» και «ζούσε» πριν ακόμη εγώ αρχίσω να λαξεύω το υλικό μου, αποσπώντας από την τεχνική και τη φαντασία μου όλα όσα ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν γνώριζα ότι κατέχω. Έτσι συμπεριφερόταν και με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο με τους καλλιτέχνες. Προσωπικότητα από πολλές απόψεις τυχοδιωκτική, που ανήκε στο 2000 και μετά, ή, για άλλους, προσωπικότητα αναγεννησιακή, ένας μαικήνας, πρίγκηπας ή καρδινάλιος, ένας άρχοντας που πολύ θα άρεσε στον Pico de la Mirandola Ήταν ο Von Karajan της τέχνης, ο μεγάλος διευθυντής ορχήστρας που κατάφερνε να συντονίζει τους διάφορους σολίστες, σεβόμενος όμως την προσωπικότητα του καθενός. Στα 1977, οργάνωσε για μένα μια ατομική έκθεση στην γκαλερί του της Park Avenue, στη Νέα Υόρκη, με παρακολούθησε βήμα προς βήμα ενώ υλοποιούσα τα γλυπτά που προορίζονταν για τη Sala της Biennale της Βενετίας• στα 1984, άρχισα να μεταφράζω σε πραγματικότητα τις ιδέες του πάνω στο γλυπτό-οικιακό έπιπλο (τραπέζια, καρέκλες, ντιβάνια κλπ στα 1985, γύρισα ξανά στην κατοικία του, στην Αθήνα, για να λαξεύσω το γλυπτό του πορτρέτο. Φυλάγω στο ατελιέ μου το πορτρέτο του και όταν το κοιτάζω μου φαίνεται ότι συνεχίζει να με παρακινεί ώστε να υλοποιήσω τις δικές του και τις δικές μου ιδέες. Φίλος πολυτιμότερος και από ένα πανάκριβο κόσμημα, είναι, για μένα, κι ένας πνευματικός πατέρας»