2/02/2010

Αλέξανδρος Ιόλας- Δε ξεχνώ
απο τον Νίκο Σταθούλη

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την μυθολογία ως μία εν σπέρματι ιστορία, μέσα στην προϊστορία της ιστορίας.
Οι μύθοι, στην ουσία, ακολουθούν το νήμα του χρόνου, γενιά με γενιά και αποκτούν το νόημα που τους δίνουν οι άνθρωποι που τους ενσαρκώνουν.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας(1908-2008) που φέτος γιορτάζονται τα 100 χρόνια από την γέννησή του,έχει δώσει την δυνατότητα στον διεθνή τύπο (LE MONDE, CASA VOGUE, TOWN AND COUNTRY…) να επανεκτιμήσουν- με αφιερώματα- τον ρόλο του μεγάλου Aλεξανδρινού Έλληνα Συλλέκτη στην ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα.

Για τον Αλέξανδρο Ιόλα είχε μιλήσει με πάθος ο κριτικός και θεωρητικός τέχνης Pierre Restany οποίος τον έζησε στη δόξα του… "Ο Αλέξανδρος Ιόλας ενσάρκωσε τον ελληνικό μύθο της γενιάς του. Ήταν το ίδιο μοντέρνος, για παρά¬δειγμα, με τη Μελίνα Μερκούρη, αλλά η προσωπικότητά του και η εκλεπτυσμένη φινέτσα του, μάλλον τον έφερναν πιο κοντά στη Κοκό Σανέλ. Ήταν ένας άνθρωπος του θεάματος και είχε διατηρήσει, από τη καριέρα του ως χορευτής, ένα εντελώς προσωπικό ύφος "εγγραφής" του σώ¬ματός του στο χώρο. Σε αυτή τη φυσική λεπτότητα ερχόταν να προστεθεί μια εξαιρετική καλλιτεχνική διαίσθηση, μία αυστηρή προσήλωση στην ποιότητα, που ερχόταν σε αντίθεση με το ρομαντικό περίβλημα της συναισθηματικής του ζωής.
Ο Ιόλας, τον οποίο γνώρισα στη δεκαετία του '60 στο Παρίσι, στο Μιλάνο, στη Νέα Υόρκη, στην Αθήνα, διέγραψε μία φωτεινή τροχιά στο στερέωμα της όψιμης πρωτοπορίας της σύγχρονης τέχνης. Η βουλιμία του για την τέχνη κάλυπτε όλες τις εποχές, από την Αίγυπτο έως την μαύρη Αφρική, ωστόσο ήταν ο χώρος της σύγχρονης τέχνης στον οποίο ήξερε να δίνει τον καλύτερο εαυτό του. Ήταν ο δημιουργός της προώθησης του σουρεαλισμού στη ζωγραφική και της εδραίωσης του αισθητικού του status. Η φιλία του με την οικογένεια De Menil του άνοιξε τις πόρτες στην Αμερική και του επέτρεψε να υπερασπισθεί δυναμικά την παρουσία της ευρωπαϊκής τέχνης στην κρισιμότερη εποχή της "πάλης της αγοράς" μεταξύ της Νέας Υόρκης και του Παρισιού."
Tον Pierre Restany τον είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά στην περιπέτεια του με το νεορεαλισμό, καθώς υποστήριξε ενεργώς τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές του κινήματος, αρχίζοντας από τους Υves Klein, Jean Tinguely, Niki De Saint Phalle ή και τον Martial Raysse, ήδη από την εποχή της έκδοσης του θεωρητικού του έρ¬γου για το νέο αυτό κίνημα, αναλαμβάνοντας την παρουσίαση των καλλιτεχνών στη γκαλερί του στο Παρίσι το 1968.
Η εμμονή του Ιόλα είχε να κάνει με το χρόνο, δηλαδή με την ηλικία, την οποία αρνιόταν κατηγορηματικά, γεγονός που έπαιρνε γι’ αυτόν μία υπαρξιακή διάσταση. Η πνευματική του νεότητα ήταν απεριόριστη και αρεσκόταν να επαναλαμβάνει ότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν ηλικία. Μεγάλος θαυμαστής του Μarchel Duchamp, οικειοποιήθηκε μία από τις περισσότερο φημισμένες ρήσεις του: "Ο θάνατος, είναι οι άλλοι...". Έζησε ως το τέλος χωρίς να χάσει ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη τέχνη. Αυτός ο Έλληνας της Αλεξάνδρειας πέθανε στην Αθήνα, η οποία προφανώς αποτελούσε την έσχατη πολιτιστική του αναφορά, με την έννοια μίας «διασποράς» που τον είχε οδηγήσει να «διασπείρει» τις αίθουσες τέχνης του στις λεωφόρους της Δύσης.
"Από το βουνό των αναμνήσεων που με συνέδεσαν μαζί του, θα απέρριπτα το ρόλο του αλπινιστή που επιχειρεί την ανάβαση. Μία τέτοια άσκηση αποτελεί προνόμιο της μνή¬μης μου. Δε θα περιγράψω παρά μόνο μία λεπτομέρεια: Ο Ιόλας, στο σπίτι του στην Αθήνα, περιτριγυρισμένος από ένα μέρος των θησαυρών του, μέσα σε ένα οίκημα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αντιμέτωπος με τις συνήθεις ενοχλητικές γραφειοκρατικές διαδικασίες τις οποίες θα πρέπει να προκάλεσε η παρουσία του στο περιβάλλον των διανοουμένων και πολιτικών των Αθηνών, να αποκαλύπτει μαζί μου, πέρα από το χώρο και το χρόνο, τη μορφή μερικών από τους δημιουργούς που είχαμε αγαπήσει και θαυμάσει από κοινού. Αυτός ο άνθρωπος, που αρνήθηκε το θάνατο μολονότι ήταν πολύ κοντά του, εγκαταστάθηκε μια για πά¬ντα στο μύθο του. Κι έτσι θα τον ξαναβλέπω για πάντα."
Ο Χρήστος Τζίβελος, μια χαρισματική φυσιογνωμία στο χώρο της εικαστικής δημιουργίας, είχε τη χάρη να ζήσει τον Αλέξανδρο Ιόλα από πιο κοντά…
«Αν χρειαζόταν να ευρεθεί μια επωδός για το «έπος» του Ιόλα (χαρακτήρας κωμωδίας του Μενάνδρου ), θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή που συχνότερα χρησιμοποιούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, όταν ομολογούσε αυτάρεσκα: «Είμαι ο μεγαλύτερος ψεύτης του κόσμου». Άνθρωπος των «true lies», που υποστήριζε ότι το ψέμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια μη αποδεδειγμένη αλήθεια (που περιμένει να γίνει αποδεκτή με τον καιρό). Η αλήθεια, υποστήριζε, δεν είναι μία και, εφόσον ανακαλύψεις οποιαδήποτε από τις εκδοχές της, πρέπει να την χρησιμοποιήσεις για να επιτύχεις το στόχο σου. Ο ίδιος έλεγε μονίμως ψέματα που επαληθεύονταν - όπως μια καφετζού, που προκαλεί την πραγματοποίηση κάποιων από τις κοινοτοπίες που σου αραδιάζει μέσω της επιρροής που ασκούν τα λεγόμενα της στον αποδέκτη τους . Η ιδιότητα του «ψεύτη» συνδυαζόταν ιδανικά με τον «δον-ζουανισμό» του Ιόλα, την πνευματική και σαρκική σαγήνη που ασκούσε σ’ αυτούς που αποφάσιζε να προσεγγίσει -ουσιαστικά τον οποιοδήποτε που διέθετε φαντασία. ("Τι νέα; τι νέα έχεις;». Και να μην είχες, τη στιγμή εκείνη έπρεπε να επινοήσεις ένα. Είχες τη συναίσθηση του χρέους να τον διασκεδάσεις, και αυτή η συναίσθηση σε έκανε να νιώθεις υπόχρεος, δεμένος μαζί του.) Ρουφούσε την ενέργεια των γύρω του σαν vampire. Μέρος της γοητείας, του αποτελούσε και ο τρόπος που ποτέ δεν έλεγε τη γνώμη του ξεκάθαρα προτού εκμαιεύσει τη γνώμη του άλλου. Η οικονομική του συμπεριφορά ήταν εξίσου διφορούμενη: «Έχω κάτι πράγματα για σένα», ήταν το motto του για χρήματα που σου χρωστούσε από αγορά έργου σου. Τα «πράγματα» δεν ήταν ποτέ στο ύψος του ποσού που είχε αρχικά συμφωνηθεί. Και ο αποδέκτης τους δεν ήταν ποτέ
σίγουρος για το εάν το ποσό μειώθηκα συνειδητά από τον ίδιο τον Ιόλα ή από τον οποιοδήποε «μεσολαβητή» του κύκλου του.
Νομίζω ότι μέρος της τακτικής του προσεταιρισμού σου, όπως και της διατήρησης της σχέσης που τον ενδιέφερε, ήταν και να σου εμφυσήσει τη βεβαιότητα ότι έχει χρισθεί Σωτήρας σου σε βάρος του εαυτού του, τα χρήματα δεν έχουν σημασία για τον ίδιο, «τα χαλαλίζει όλα για πάρτη σου», Σκηνές σουρεαλιστικού κιτς τύπου Ιόλα:
- Σας προσκαλώ για φαγητό σήμερα το μεσημέρι. Πάρτε
χρήματα και πηγαίνετε χωρίς εμένα. Έχω την υποχρέωση
να πάω) σε ένα γεύμα.
ή:
- Σούλα, άνοιξε!
- Άει στο διάολο, παλιόγερε, σήκω φύγε!
- Άνοιξε, μωρή πουτάνα! Γαμώ την… μου... (με βροντερή φωνή).
Η Σούλα του ρίχνει έναν κουβά νερό στο κεφάλι .Ο Ιόλας τρελαίνεται, ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να του συμβεί, το αναπάντεχο τον γοήτευε, τον κρατούσε «εν εγρηγόρσει».
Φοβερός χαμαιλέων, αρκεί να έχει οποιοδήποτε συμφέρον. Άλλαζε προς όφελος του οτιδήποτε αρνητικό τού συνέβαινε θεωρούσε λογικό να υπάρχουν αποτυχίες, διαφορετικά θα ήταν κατακεραυνωμένος όλη του τη ζωή. Ζητούσε πάντα τη γνώμη των άλλων - από την οποία επηρεαζόταν πριν προβεί στην οποιαδήποτε επαγγελματική επιλογή-βρισκόταν σε μια συνεχή συνομιλία με όλους τους ανθρώπους. Μ' αυτόν τον τρόπο έλεγχε τη δική του τελική εκτίμηση. Ένας κοινός τόπος για το διεθνές Marketing. Ήταν ο άνθρωπος που έστειλε την ίδια επιστολή υπερασπίσεως σε δύο αντιδίκους, εχθρούς. Πάντα προηγούνταν των πράξεων του και της εποχής του. Οριακά αναπάντεχος. Ως πραγματικός esthete, δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τους «intellectuels» εκλαϊκευτές, τους κριτικούς τέχνης, με τους ανθρώπους που δεν είχαν ενιαία στάση απέναντι στη ζωή και στην τέχνη. Η βαθιά του συγκρότηση και η «συνομιλία» του με τους ανθρώπους και τα πράγματα είχε συνέπειες και στο χώρο που επέλεγε και στον τρόπο που έστηνε τις εκθέσεις του. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της θέσης της Antigalleria στο Μιλάνο, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε Ο Μυστικός Δείπνος, το «κύκνειο άσμα» του Warhol, μετά από την τελευταία «ιδέα-παραγγελία» του Ιό¬λα : απέναντι στη Santa Maria delle Crazie, με τον Μυστικό Δείπνο του Leornado. Το συγκεκριμένο έργο το διεκδι¬κούν μεταξύ άλλων και οι κληρονόμοι της SteifelΑυτό συμβαίνει και με άλλα έργα των συλλογών του Ιόλα, γιατί ο τρόπος που έκλεινε τις συναλλαγές έργων βασιζόταν σε μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, σε μια συμφωνία κυρίων, χωρίς να υπογράφονται γραπτά συμφωνητικά. Ο Ιόλας καλλιέργησε τα οριακά του χαρακτηριστικά. Άλλοι γίνονται κλέφτες ή δολοφόνοι. Ο Ιόλας δεν είχε ανάγκη χρημάτων, είχε ανάγκη συγκινήσεων που τις που¬λούσε και στους άλλους.
Σε ένα ταξίδι μου στο Μιλάνο για τις ανάγκες της έκθεσης του «Μυστικού Δείπνου» του Αντι Γουόρχολ,ο αγαπημένος του Ιταλός καλλιτέχνης Νοβέλο Φινότι, ο οποίος επιλέχτηκε από τον ίδιο τον Ιόλα να του φτιάξει τη προτομή του,την ίδια περίοδο που μου ανέθεσε να γράψω τη βιογραφία του, ήταν περισσότερο σαφής,όταν του ζήτησα να μου μιλήσει για τον μέντορά του…
«Προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, κι ενώ πλησίαζα στο τέρμα της διαδρομής των τριάντα μου χρόνων, το υλικό που κυρίως χρησιμοποιούσα ήταν ο μπρούντζος, και έτσι για να τελειώσω τα γλυπτά μου πήγαινα στα χυτήρια όπου χυνόταν σε καλούπια τα έργα διασήμων συναδέλφων, ξε¬κινώντας από τον Μίτο και φτάνοντας ώς τον Dali. Μια μέρα, μπροστά σ' έναν από αυτούς τους φούρνους, συνέβη να συναντήσω έναν κύριο που φορούσε μια μακριά και πανάκριβη γούνα: ζιμπελίνα, αν θυμάμαι καλά. Εκείνη την εποχή, τέτοιου είδους ντύσιμο δεν ήταν συνηθισμένο στους άνδρες έτσι η περιέργεια μου προέκυψε ως κάτι φυσιολογικό κι έγινε ευχάριστα αποδεκτή από τον εν λόγω κύριο, ο οποίος μου συστήθηκε: Ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας, που είχε έρθει ειδικά από το Παρίσι για να επιβλέψει το χύσιμο σε καλούπι μερικών γλυπτών -με την υπογραφή του Max Ernst- που εμένα, μιας και τότε ήμουν παρασυρμένος από την ποιητική του σουρεαλισμού, μου προκαλούσαν ανατριχίλες εξαιτίας των ασυνήθιστων, ιδιοφυών επινοήσεων τους.
Από τότε και για αρκετό καιρό δεν είχα νέα του, ώσπου, μια νύχτα -μέσα καλοκαιριού του 1971-, ξύπνησα από ένα επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν εκείνος, ο Ιόλας, και με ρωτούσε σαν να συνεχίζαμε μια συζήτηση που είχαμε αφήσει στη μέση καμιά ώρα πριν : «Finotti, αποφάσισα να οργανώσω μια προσωπική σου έκθεση στην Γκαλερί μου, στη Via Manzoni, στο Μιλάνο. Συμφωνείς; Είσαι έτοιμος;». Έτσι λοιπόν αντιμετωπίσαμε αυτή την πρώτη μας κοινή καλλιτεχνική περιπέτεια που, όπως συνηθίζεται να λέγεται, που έτυχε της μεγάλης αναγνώρισης και του κοινού και της κριτικής. Προσωπικότητα που ακτινοβολούσε, συχνά με μια «αυλή» για συνοδεία του, εξίσου διάσημος στους διεθνείς κύκλους με τη σοπράνο Μαρία Κάλλας και τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Όμως, τον Ιόλα τον γνώρισα αληθινά μόνον όταν με κάλε¬σε στην Αθήνα, στο «μαρμάρινο σπίτι» του, αυτό το υπέροχο container (loft θα τον ονόμαζε ο Warhol) μέσα στο οποίο αναδυόταν ολόκληρη η "ραδιούργα" προσωπικότητα του. Αντιλήφθηκα με πόση ειρωνεία, οξυδέρκεια και αυθάδεια κατάφερνε να κάνει να συμβιώνουν έργα πολιτισμών που, από οποιαδήποτε άποψη, ήταν υπερβολικά απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον από τους Ασσυριοβα-βυλωνίους στους Αιγυπτίους, από την αρχαία Ελλάδα στη Ρώμη, από τους Βυζαντινούς στην Αναγέννηση φτάνοντας μέχρι την εννοιακή τέχνη … Μ' όλα αυτά δημιουργούσε ένα επιπλέον έργο τέχνης, ένα δικό του έργο τέχνης, το δικό του αριστούργημα. Φαινομενικά τολμηρές προσεγγίσεις, ζευγαρώματα ανάμεσα σε λουλούδια, κουρτίνες, αντικείμενα, έπιπλα, χαρακτηρίζουν την έκρηξη μιας δημιουργικότητας χωρίς δισταγμούς. Σε μένα συμπεριφερόταν όπως ο Σωκράτης στους μαθητές του, ακολουθώντας τη μέθοδο της μαιευτικής τέχνης, αναλαμβάνοντας το ρόλο της μαμής του πνεύματος: αντλού¬σε από τον καθένα ό,τι καλύτερο. Με ωθούσε με ευγενή σιγουριά στην υλοποίηση συγκεκριμένων γλυπτών που εκείνος «έβλεπε» και «ζούσε» πριν ακόμη εγώ αρχίσω να λαξεύω το υλικό μου, αποσπώντας από την τεχνική και τη φαντασία μου όλα όσα ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν γνώριζα ότι κατέχω. Έτσι συμπεριφερόταν και με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο με τους καλλιτέχνες. Προσωπικότητα από πολλές απόψεις τυχοδιωκτική, που ανήκε στο 2000 και μετά, ή, για άλλους, προσωπικότητα αναγεννησιακή, ένας μαικήνας, πρίγκηπας ή καρδινάλιος, ένας άρχοντας που πολύ θα άρεσε στον Pico de la Mirandola Ήταν ο Von Karajan της τέχνης, ο μεγάλος διευθυντής ορχήστρας που κατάφερνε να συντονίζει τους διάφορους σολίστες, σεβόμενος όμως την προσωπικότητα του καθενός. Στα 1977, οργάνωσε για μένα μια ατομική έκθεση στην γκαλερί του της Park Avenue, στη Νέα Υόρκη, με παρακολούθησε βήμα προς βήμα ενώ υλοποιούσα τα γλυπτά που προορίζονταν για τη Sala της Biennale της Βενετίας• στα 1984, άρχισα να μεταφράζω σε πραγματικότητα τις ιδέες του πάνω στο γλυπτό-οικιακό έπιπλο (τραπέζια, καρέκλες, ντιβάνια κλπ στα 1985, γύρισα ξανά στην κατοικία του, στην Αθήνα, για να λαξεύσω το γλυπτό του πορτρέτο. Φυλάγω στο ατελιέ μου το πορτρέτο του και όταν το κοιτάζω μου φαίνεται ότι συνεχίζει να με παρακινεί ώστε να υλοποιήσω τις δικές του και τις δικές μου ιδέες. Φίλος πολυτιμότερος και από ένα πανάκριβο κόσμημα, είναι, για μένα, κι ένας πνευματικός πατέρας»

Δεν υπάρχουν σχόλια: