Οι τιμές των έργων εκτοξεύονται στα ύψη καθώς η πολύπλευρη αυτή αγορά αναπτύσσεται και ξεπερνά επώδυνα την «εμβρυϊκή» ηλικία της
Λαμπεροί προβολείς μεγάλων δημοπρασιών - κοινωνικών εκδηλώσεων δίπλα σε τηλεδημοπρασίες αμφιβόλου αισθητικής και αξιοπιστίας. Μερικοί από τους μεγαλύτερους συλλέκτες του κόσμου δίπλα σε νεόπλουτους που αναζητούν ένα ακόμη «status symbol» για τους τοίχους του σπιτιού τους. Πολύτιμη κληρονομιά από την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού απέναντι σε πλαστά έργα μαζικής κατασκευής. Γνώση, εμπειρία και μεράκι εναντίον προχειρότητας και απατεωνιάς. Η σύγχρονη τέχνη απέναντι σε μια αναχρονιστική νομοθεσία. Ποιος είπε ότι τα στοιχεία που συνθέτουν την ελληνική αγορά της τέχνης δεν είναι αντιφατικά; Μάλιστα η απόσταση μεταξύ τους αναδεικνύεται όλο και πιο ξεκάθαρα όσο η ελληνική αγορά αναπτύσσεται, οι τιμές για τα έργα εκτοξεύονται στα ύψη και η αγορά της τέχνης ξεπερνά επώδυνα την «εμβρυϊκή» ηλικία της...
Η ελληνική αγορά της τέχνης, όρος που πριν από λίγα σχετικά χρόνια ήταν ανύπαρκτος, βρίσκεται σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά. Χρηματιστηριακά κέρδη (όπου αυτά διατηρούνται ακόμη), αλλά και η γενικότερη οικονομική ευημερία δημιουργούν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία υπάρχει όλο και μεγαλύτερος χώρος για εικαστικές αναζητήσεις και συλλεκτικές ενασχολήσεις. Μάλιστα σε μια παγκόσμια κοινότητα που ενοποιείται με γοργούς ρυθμούς, η ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, το Internet και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης φέρνουν την ελληνική τέχνη όλο και πιο κοντά στα διεθνή δεδομένα και τις τελευταίες καλλιτεχνικές εξελίξεις στις αναπτυγμένες αγορές. Ενώ όμως η ελληνική αγορά της τέχνης απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον απομονωτισμό της, ο ελληνοκεντρισμός παραμένει. Οπως σημειώνει ο διευθυντής του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης της Εταιρείας Εικαστικών Μελετών κ. Γιώργος Λεβούνης, η αγορά παραμένει «εθνική», με την έννοια ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την πλευρά των Ελλήνων εκδηλώνεται για έργα ελληνικής και όχι διεθνούς τέχνης.
Τι χαρακτηρίζει όμως μια ανεπτυγμένη αγορά; Από τη μια μεριά είναι η αγορά και η ζήτηση που διαμορφώνουν τα επίπεδα των τιμών. Αυτά με τη σειρά τους βασίζονται στη γνώση και στην πληροφόρηση. Οπως όμως σημειώνει ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες συλλέκτες, ο κ. Ζαχαρίας Πορταλάκης, ελλείψει επαρκούς γνώσης και πληροφόρησης οι τιμές στην Ελλάδα διαμορφώνονται από παράγοντες όπως... η μίμηση και η επίδειξη. Αποτέλεσμα είναι οι υπερβολές στην εκτίμηση των έργων τέχνης, τόσο προς τα πάνω όσο και προς τα κάτω. Επιπλέον η αγορά δεν είναι ομοιογενής. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν στεγανά σχετικά με τις πηγές προώθησης και αγοράς έργων τέχνης. Η σύγχρονη τέχνη από τη μια μεριά προωθείται μόνο μέσα από τις γκαλερί σε αντίθεση με τα παλαιότερα έργα τέχνης, τα οποία αναζητεί κανείς είτε στους εμπόρους τέχνης είτε στις δημοπρασίες. Τέλος, όσο η ζήτηση αυξάνεται και οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη, τόσο περισσότερο το νομοθετικό πλαίσιο φαντάζει απαρχαιωμένο και η ανάγκη προστασίας από την προχειρότητα και την απάτη γίνεται εντονότερη.
Εκκεντρικοί, επιδειξίες ή ευεργέτες; Η εικόνα των συλλεκτών στο ευρύ κοινό είναι είτε μυθική (βλ. Νιάρχο, Ιόλα) είτε παρεξηγημένη. Πόσοι γνωρίζουν ωστόσο ότι η ελληνική τέχνη διατηρήθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τις ιδιωτικές συλλογές; Πολύ πριν από την ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης πριν από 100 χρόνια, οι ιδιωτικές συλλογές δημιουργούσαν τις βάσεις για τη μετέπειτα δημιουργία των μουσείων και των τοπικών πινακοθηκών. Ακόμη λιγότερο γνωστό ωστόσο είναι ότι πέντε Ελληνες συμπεριλαμβάνονται στους 200 μεγαλύτερους συλλέκτες έργων τέχνης στον κόσμο.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ένα από τα εγκυρότερα διεθνή περιοδικά της τέχνης, το «ArtNews», στο καλοκαιρινό (τρίτο) τεύχος τού 1999. Πρώτος, αλφαβητικά, είναι ο κ. Γεώργιος Εμπειρίκος, ο οποίος ασχολείται με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Η συλλογή του περιλαμβάνει έργα μεγάλων δασκάλων, ιμπρεσιονιστές (κατέχει μάλιστα τη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή έργων του Πολ Σεζάν), μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη. Ο κ. Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, πρόεδρος της εταιρείας Μηχανική, συλλέγει ελληνική τέχνη, σύγχρονη αλλά και από τον 19ο αιώνα. Ο κ. Δάκης Ιωάννου, ο οποίος επίσης ασχολείται με τον κατασκευαστικό κλάδο, έχει δημιουργήσει μια πλούσια συλλογή διεθνούς σύγχρονης τέχνης, κάτι που αποτελεί τον κύριο όγκο της συλλογής και του βιομηχάνου κ. Ντένη Λογοθέτη. Πέμπτος (πάντα αλφαβητικά) ο κ. Ντίνος Μαρτίνος της ναυτιλιακής εταιρείας ThenaMaris, ο οποίος συλλέγει αρχαιότητες, μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη. Από τα μεγάλα αυτά συλλεκτικά ονόματα μόνο ο κ. Πρόδρομος Εμφιετζόγλου επικεντρώνει το συλλεκτικό του ενδιαφέρον στην ελληνική τέχνη. Ωστόσο με εξαίρεση τον κ. Γεώργιο Εμπειρίκο, ο οποίος έχει βάση του τη Λωζάννη, όλων οι συλλογές βρίσκονται στην Ελλάδα.
Οπως σημειώνει ο κ. Λεβούνης, μία συλλογή τέχνης δεν περιλαμβάνει απλά υλικά αγαθά. Αντίθετα οι συλλέκτες είτε επιθυμούν να «αποκτήσουν» ένα κομμάτι της Ιστορίας είτε απλά αρέσκονται στην εξουσία που αποπνέει ένας Γύζης ή ένας Παρθένης. Παράλληλα απώτερος σκοπός και διακαής πόθος για κάθε συνειδητοποιημένο συλλέκτη είναι να εκθέσει δημόσια τη συλλογή του. Μάλιστα ο κ. Εμφιετζόγλου πρόσφατα άνοιξε τη συλλογή του στο ευρύ κοινό, σε μια κίνηση που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της καλλιτεχνικής παιδείας στη χώρα, ενώ ο κ. Δάκης Ιωάννου είναι ο ιδρυτής του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, στο κέντρο σύγχρονης τέχνης του οποίου φιλοξενούνται εκθέσεις έργων τόσο από τη συλλογή του ιδίου όσο και ομαδικές εκθέσεις καλλιτεχνών. Το 1996 είχε επίσης εκθέσει ένα μεγάλο τμήμα της συλλογής του στο κοινό στις εγκαταστάσεις της Σχολής Καλών Τεχνών, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Νέο είναι καθετί ενδιαφέρον». Είναι εμφανές ότι η ύπαρξη μεγάλων συλλεκτών αποτελεί εθνικό κεφάλαιο.
Οι πλειστηριασμοί
Κάτι ανάλογο εξάλλου υποστηρίζει και η «αιρετική» κυρία Ελισάβετ Λύρα, διευθύντρια του οίκου δημοπρασιών Christie's στην Ελλάδα, για τις δραστηριότητες του οίκου, όταν δηλώνει ότι «ο οίκος Christie's προσφέρει περισσότερα στην Ελλάδα από ό,τι κερδίζει από τις εδώ επιχειρηματικές του δραστηριότητες».
Γεγονός είναι πως όταν ο οίκος Christie's, ο μοναδικός διεθνής οίκος δημοπρασιών που έχει παρουσία στην ελληνική αγορά, ίδρυσε ένα πωλητήριο στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1993, σε πολλές σημαντικές πρωτεύουσες του κόσμου δεν υπήρχε, ούτε και υπάρχει ακόμη, τοπικό γραφείο δημοπρασιών που να διεξάγει επί τόπου πωλήσεις. Αυτό κατ' αρχήν υποδηλώνει ότι η ελληνική αγορά έχει δυναμική, βάθος, όπως θα έλεγε κανείς σε χρηματιστηριακούς όρους. Η έλευση του οίκου Christie's έφερε στην ελληνική αγορά τις τακτικές δημοπρασίες έργων ελληνικής τέχνης, με τις εγγυήσεις που δίνει στο όλο εγχείρημα ένα γνωστό διεθνές όνομα με ιστορία τριών αιώνων.
Στην Ελλάδα πάντως δημοπρασίες διεξάγονταν ήδη από το 1987 από τον έμπορο τέχνης κ. Σταύρο Μιχαλαριά, η γκαλερί του οποίου διεξήγε την πρώτη ελληνική δημοπρασία έργων τέχνης το 1987. Το 1990 μια «Θαλασσογραφία» του Βολανάκη δημοπρατήθηκε έναντι 23,1 εκατ. δρχ. Δύο χρόνια αργότερα ένα άλλο έργο του ίδιου καλλιτέχνη, «Η Εξοδος του Αρεως», πωλήθηκε επίσης σε δημοπρασία του Μιχαλαριά έναντι 85 εκατ. δρχ. Ηταν η αρχή μιας ανάπτυξης που συνεχίζεται ως σήμερα. Και αυτό γιατί οι δημοπρασίες είναι ένα εργαλείο της «πρωτεύουσας» αγοράς της τέχνης, όπου το προϊόν διοχετεύεται για πρώτη φορά στην αγορά μέσα από κανάλια που αναλαμβάνουν και την ευθύνη για την προβολή των έργων, δηλαδή τις γκαλερί και τους εμπόρους έργων τέχνης. Χωρίς να αναμειγνύεται με την προβολή συγκεκριμένων καλλιτεχνών ή με τη δημοτικότητα του κάθε καλλιτεχνικού ρεύματος, αυτό που επιτυγχάνει είναι να εξορθολογίσει τις τιμές των έργων τέχνης, καθώς λειτουργεί υπό τους «αλάνθαστους» νόμους της αγοράς και της ζήτησης. Με την επιφύλαξη βέβαια ότι το σύγχρονο μάρκετινγκ, η προώθηση και οι «μάνατζερ» των σύγχρονων καλλιτεχνών μπορούν να δημιουργήσουν παροδικές στρεβλώσεις στην αγορά.
Γκαλερί και καλλιτέχνες
Πολύ πριν από τις δημοπρασίες, ήδη από τη δεκαετία του '60, ο ρόλος ορισμένων γκαλερί ήταν καθοριστικός για την ανάπτυξη της αγοράς της τέχνης, τότε που ακόμη η τέχνη απευθυνόταν σε ένα πολύ περιορισμένο κοινό. Σήμερα ωστόσο οι γκαλερί είναι ένα μόλις τμήμα του μωσαϊκού που διαμορφώνει αυτή την αγορά, ενώ έχουν ιδιαίτερα ισχυρό ρόλο στην προώθηση έργων σύγχρονης τέχνης. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο συλλέκτης κ. Πορταλάκης, οι περισσότερες από αυτές επιμένουν στην προώθηση ελλήνων και μόνο καλλιτεχνών, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Και αυτό γιατί η επαφή με τις διεθνείς εξελίξεις, και μάλιστα η εισαγωγή τους στην Ελλάδα, προϋποθέτει παιδεία, ταξίδια, συνεχή ενημέρωση και κυρίως ανοιχτούς ορίζοντες. Παράλληλα κάτι αντίστοιχο απαιτείται πλέον και από τους νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν πλέον στην κατοχή τους μοναδικά μέσα για την ανάπτυξη και την προώθηση του έργου τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπως δηλώνει η κυρία Ρεβέκκα Καμχή, η ιδιοκτήτρια της ομώνυμης γκαλερί που συχνά παρουσιάζει ξένους καλλιτέχνες, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η εναρμόνιση των τιμών με αυτές που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο. «Δεν μπορείς να προβάλεις έναν νέο καλλιτέχνη που δεν είναι ακόμη γνωστός και να εκτιμάς τα έργα του σε αστρονομικές τιμές. Αν γίνει αστέρι τόσο το καλύτερο, αλλά ως τότε οι τιμές για τα έργα του πρέπει να ακολουθούν μια λογική πορεία».
Ενα άλλο στοιχείο που συχνά λείπει από τον τρόπο που οι γκαλερί προωθούν το έργο των καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάζονται είναι η μακροπρόθεσμη συνεργασία, η επαγγελματική προώθηση και μερικές φορές η καλή πίστη. Είναι κοινό μυστικό στον χώρο της τέχνης ότι συχνά η συνεργασία των καλλιτεχνών με τους χώρους έκθεσης και προώθησης των έργων τους είναι προβληματική. Και ενώ υπάρχει η σχετική νομοθεσία και ο κώδικας της δεοντολογίας που καλύπτει «λεπτά» θέματα, όπως η προμήθεια των γκαλερί και οι όροι της προώθησης των έργων τέχνης, ωστόσο συχνά δεν εφαρμόζεται. Οι καλλιτέχνες κατηγορούν τις γκαλερί για υπέρογκες προμήθειες που φτάνουν ως και το 50% και δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητα και στο εύρος των προσφερόμενων υπηρεσιών. Από την πλευρά τους οι γκαλερί διαμαρτύρονται ότι οι καλλιτέχνες είναι οι πρώτοι που σπάνε τον κώδικα δεοντολογίας πωλώντας έργα από τα ατελιέ τους.
Ολοι όμως, ακόμη και οι καλλιτέχνες, αναγνωρίζουν ότι το εμπόριο της τέχνης είναι ένα ξεχωριστό επάγγελμα που δεν θα έπρεπε να αναλαμβάνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, όπως οι έμποροι τέχνης δεν επιχειρούν να παραστήσουν τους δημιουργούς. Οπως και να έχει, ο καλλιτέχνης δίνει το ταλέντο του, ο έμπορος τα χρήματα. Σε μια σύγχρονη μάλιστα αγορά, όπου η προώθηση του καλλιτεχνικού έργου και τα κανάλια μέσω από τα οποία αυτή συντελείται έχουν τόση μεγάλη σημασία, αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο. Η κυρία Ζουμπουλάκη, ιδιοκτήτρια της ομώνυμης αθηναϊκής γκαλερί, υπογραμμίζει ότι αυτό που προέχει είναι η τήρηση και αυστηρότερη εφαρμογή των υπάρχοντων κανόνων και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενώ παράλληλα δηλώνει ότι επιβάλλεται μια πιο ειλικρινής συνεργασία ανάμεσα στις γκαλερί και στους καλλιτέχνες.
Εμποροι και «πλανόδιοι»
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας κ. Τζακ Λανγκ, οι έμποροι τέχνης αποτελούν το πρώτο σκαλί της αγοράς της τέχνης, καθώς με την αγορά, την προβολή και τη μεταπώληση έργων τέχνης συμβάλλουν στη γνώση και στον εμπλουτισμό τόσο των μουσείων όσο και των ιδιωτικών συλλογών. Στην Ελλάδα, το Σωματείο Αρχαιοπωλών και Εμπόρων έργων τέχνης καλύπτει και μία επιπλέον «λειτουργία», καθώς δεσμεύει τα μέλη του στην εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων δεοντολογίας ως προς τη διάθεση αλλά και την απόκτηση των αντικειμένων τέχνης. Ετσι εκτός από τις εκτιμήσεις των έργων τέχνης, σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με την αυθεντικότητα των έργων που διαθέτουν τα μέλη του συστήνει μια ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι εξετάζουν τα έργα και εκφράζουν την εκτίμησή τους.
Το σωματείο ωστόσο δεν μπορεί να προφυλάξει τους συλλέκτες από τον ερασιτεχνισμό ή την αμάθεια πλανόδιων και ευκαιριακών μεταπρατών και εμπόρων που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα (έναν συνδυασμό γνώσης και εμπειρίας) για την εκτίμηση των έργων τέχνης. Στην τελευταία κατηγορία μάλιστα, όπως σημειώνει ο κ. Λεβούνης αλλά και η κυρία Καμχή, εμπίπτουν και διάφοροι «κοσμικοί» κύριοι και κυρίες, οι οποίοι προωθούν έργα σε «τιμές ευκαιρίας». Και καθώς συχνά αρκετοί αγοραστές μπερδεύουν την επένδυση με την αγορά ενός έργου τέχνης, εύκολα πέφτουν στην παγίδα να αγοράσουν φθηνότερα, με αρκετές ωστόσο πιθανότητες το έργο να είναι πλαστό.
Ο κ. Αθανάσιος Γιαννούκος, έμπορος τέχνης και ιδιοκτήτης της Gallerie, υπογραμμίζει ότι υπάρχει μια κάποια δυσπιστία τόσο του κράτους όσο και του ευρέως κοινού ως προς «το ποιόν» και τον ρόλο των εμπόρων τέχνης. Θεωρεί ότι η πολιτεία τους αγνοεί, τη στιγμή που μια συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσε να προσφέρει τα μέγιστα για την ανάπτυξη της αγοράς της τέχνης με τον εμπλουτισμό των μονογραφιών και των καλλιτεχνικών αρχείων.
Η εκπαίδευση
Αναζητώντας το αντίδοτο για όλα τα «δεινά» της ελληνικής αγοράς της τέχνης, όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους μιλήσαμε καταλήγουν σε μία λέξη: την παιδεία. Ιδιαίτερα η κυρία Καμχή είναι καταιγιστική: «Η παιδεία δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στην τέχνη. Είναι θέμα πολιτισμικού επιπέδου που διέπει ολόκληρη την κοινωνία και όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής πραγματικότητας». Ιδιαίτερα η καλλιτεχνική παιδεία αποτελεί καθήκον όλων όσοι εμπλέκονται με την τέχνη, πόσο μάλλον της πολιτείας. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσονται ο ρόλος της Εθνικής Πινακοθήκης, του θεσμοθετημένου, πλην ακόμη «άυλου», Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, των επί μέρους εκπαιδευτικών προγραμμάτων αλλά και της ένταξης της ιστορίας της τέχνης στο σχολικό πρόγραμμα.
Φωνές ακούγονται ωστόσο και για μια σειρά από νομοθετικές τροποποιήσεις. Ο κ. Γιαννούκος σημειώνει ότι είναι χρέος της πολιτείας να προστατέψει την αγορά από τα πλαστά έργα, τα οποία σήμερα κυκλοφορούν ελεύθερα στην αγορά. Σε αυτό το τελευταίο σημείο παραθέτει το παράδειγμα της γαλλικής νομοθεσίας, η οποία προβλέπει την επί τόπου καταστροφή των πλαστών έργων τέχνης που εντοπίζονται με την αφαίρεση της πλαστής υπογραφής παρουσία δικαστικού κλητήρα. Κάτι που έρχεται σε άμεση αντίθεση με την ελληνική πραγματικότητα, όπου δεν υπάρχει καμία σχετική νομοθετική ρύθμιση. Οπως εξάλλου προσθέτει ο κ. Λεβούνης, αντίθετα από ό,τι θα πίστευε κανείς, τα πλαστά δεν αφορούν μόνο έργα των πλέον αναγνωρισμένων ζωγράφων αλλά και πολλών μικρότερων. Μάλιστα τα τελευταία διακινούνται πιο εύκολα, καθώς ξεφεύγουν ευκολότερα από τον σχετικό έλεγχο, στρεβλώνοντας την εικόνα της αγοράς.
Από την πλευρά της η κυρία Λύρα δίνει μάχη για την κατάργηση του δικαιώματος παρακολούθησης, μια νομοθεσία που προβλέπει την παρακράτηση του 5% επί της αξίας σε κάθε πράξη μεταπώλησης έργων σύγχρονης τέχνης, προκειμένου να αποδοθεί στον καλλιτέχνη ή στους απογόνους του. Σε αυτό συμφωνεί και ο κ. Λεβούνης δηλώνοντας ότι η σχετική νομοθεσία είναι αναχρονιστική, ενώ ο κ. Πορταλάκης σημειώνει το παράλογο της φορολόγησης των χορηγιών. Οπως χαρακτηριστικά αναρωτιέται ο κ. Λεβούνης: «Πώς θα δημιουργηθούν οι φιλότεχνοι και οι συλλέκτες αν όχι στα μουσεία και στις συλλογές; Πώς θα επιβραβευθούν οι δωρητές αν όχι με τη φορολογική απαλλαγή των χορηγιών; Και πώς θα προωθηθεί ο εξορθολογισμός των τιμών για τους σύγχρονους καλλιτέχνες αν όχι με την κατάργηση του δικαιώματος παρακολούθησης, κάτι που θα ανοίξει και αυτή την αγορά στους οίκους δημοπρασιών;».
Η τέχνη στο Δίκτυο
Σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά η ελεύθερη διακίνηση γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των τοπικών αγορών και την αποφυγή της απομόνωσης. Ο φόβος ότι ένα πιθανό άνοιγμα της αγοράς θα οδηγήσει σε ένα κύμα εξαγωγών πολύτιμων έργων της ελληνικής κληρονομιάς, αν και υπαρκτός, θα έπρεπε να τεθεί πλέον στις πραγματικές διαστάσεις του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Λονδίνου, όπου όπως σημειώνει ο κ. Γιαννούκος οι νόμοι διευκολύνουν την εισαγωγή και εξαγωγή έργων τέχνης, καθώς ο φόρος που επιβάλλεται ανέρχεται σε 4%. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι το Λονδίνο έχει εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης έργων τέχνης στον κόσμο. Την ίδια στιγμή η αντίστοιχη φορολογία στην Ελλάδα φτάνει το 18% της αξίας του έργου.
Και αν κάποτε τα περιοριστικά μέτρα που δυσχέραιναν την εισαγωγή και εξαγωγή έργων τέχνης ήταν δικαιολογημένα, πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή της ανεξέλεγκτης αρχαιοκαπηλίας. Μάλιστα παράγοντες της αγοράς της τέχνης εκτιμούν ότι αν άρονταν οι περιορισμοί, οι εισαγωγές έργων τέχνης θα ήταν μεγαλύτερες από τις εξαγωγές, καθώς οι συλλέκτες αρχίζουν να ξεπερνούν την εμμονή τους με την ελληνική τέχνη και στρέφονται στις διεθνείς εξελίξεις. Σε αυτό αναμένεται να συμβάλλει τα μέγιστα και το Διαδίκτυο. Η γκαλερίστα κυρία Ζουμπουλάκη δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για τις προοπτικές που ανοίγει το Internet, υπογραμμίζοντας τη δημιουργία μιας τεράστιας ηλεκτρονικής αγοράς της τέχνης χωρίς σύνορα, όπου οι αξίες και οι τιμές των έργων θα συγκρίνονται πιο εύκολα με αποτέλεσμα τον εξορθολογισμό τους.
Παράλληλα σημειώνει ότι το Internet αποτελεί ένα γόνιμο έδαφος για τη «διεθνοποίηση» των νεότερων κυρίως ελλήνων καλλιτεχνών, αλλά και για την εισαγωγή των ξένων ρευμάτων στην ελληνική αγορά: «Ακόμη προσπαθώ να εξοικειωθώ με τη νέα τεχνολογία. Αλλά ναι, παραγγέλνω και αγοράζω έργα τέχνης από το εξωτερικό μέσω του Internet, ενώ δεν βλέπω την ώρα που θα πραγματοποιούμε και πωλήσεις μέσω του Διαδικτύου».