5/26/2010

ART-ATHINA 2010

ART-ATHINA 2010
Απολογισμός

Η 16η Διεθνής Συνάντηση Σύγχρονης Τέχνης ART-ATHINA έγινε για ένα τετραήμερο το θέμα συζήτησης της Αθήνας. Ο εκθεσιακός χώρος, το Κλειστό Π. Φαλήρου, που συγκέντρωσε σχεδόν 16.000 επισκέπτες μέσα σε αυτές τις ημέρες λειτούργησε και φέτος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τη φιλοξενία του μεγαλύτερου ετήσιου εικαστικού γεγονότος της Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο κατά την ημέρα των εγκαινίων παρευρέθηκαν 5.000 άτομα. Η διοργάνωση έδωσε την ευκαιρία σε γκαλερίστες, καλλιτέχνες, επιμελητές, εκπροσώπους πολιτιστικών οργανισμών και μουσείων, τεχνοκριτικούς και δημοσιογράφους να συναντηθούν και να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Νέα πνοή στη φουάρ έδωσε η συμμετοχή πάνω από 40 πολιτιστικών φορέων, οι οποίοι παρουσίασαν το πρόγραμμά τους στο κοινό και ήρθαν σε επαφή με καλλιτέχνες και γκαλερί.

Οι 57 γκαλερί από 10 χώρες παρουσίασαν κατά γενική ομολογία ενδιαφέρουσες δουλειές Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, ενώ πραγματοποιήθηκε σημαντικός αριθμός πωλήσεων έργων. Ο βασικός όγκος των πωλήσεων αφορούσε έργα των οποίων η αξία κυμαινόταν από €1.000 έως €3.000. Παράλληλα όμως πουλήθηκαν και έργα αρκετών δεκάδων ευρώ. Ενδεικτικό του αγοραστικού ρεύματος ήταν ότι ήδη από το Σάββατο, σε αρκετά περίπτερα είχαν αντικατασταθεί τα έργα που είχαν πουληθεί, με άλλα καινούρια. Επίσης, οι ιδιοκτήτες των γκαλερί ανέφεραν ότι υπήρχε πολύ ενδιαφέρον από νέους πιθανούς αγοραστές και ότι εμπλούτισαν το πελατολόγιό τους. Μάλιστα αυτό που δημιούργησε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η σχετικά μικρή ηλικία τους, που σηματοδοτεί τη δημιουργία μιας νέας γενιάς συλλεκτών και αγοραστών. Επίσης, με βάση στοιχεία που δηλώνουν ο ίδιοι οι εκθέτες, υπήρξαν γκαλερί που πούλησαν όλα τα έργα τους. Αρκετοί από τους πρωτοεμφανιζόμενους εκθέτες από το εξωτερικό υπογράμμισαν ότι δεν περίμεναν να είναι τόσο επιτυχημένη εμπορικά η ART-ATHINA 2010 με δεδομένη την οικονομική ύφεση στη χώρα μας. Τέλος, αναφέρθηκαν αρκετές αγορές έργων τέχνης Ελλήνων καλλιτεχνών από ξένους συλλέκτες.

Όπως δηλώνει η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αιθουσών Τέχνης Γιάννα Γραμματοπούλου, «Αν και η χώρα υποφέρει από οικονομική κρίση, η ART-ATHINA όχι μόνο αντέχει αλλά και συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Η ιστορία του θεσμού έχει αποδείξει ότι συνεχώς ανανεώνεται με καινούριες ιδέες,


προτάσεις, δράσεις. Χαρακτηριστικό της φέτος είναι η συνένωση όλου του εικαστικού χώρου καθώς και η δυναμική παρουσία των εικαστικών φορέων». Αντίστοιχα, ο Γενικός Διευθυντής της ART-ATHINA Αλέξανδρος Ι. Στάνας δήλωσε ότι «Σε πείσμα των καιρών, η ART-ATHINA απέδειξε ότι η τέχνη μπορεί να δώσει όραμα και ελπίδα. Η επιτυχία ξεπέρασε τις προσδοκίες μας, και με δεδομένη την οικονομική ύφεση η διοργάνωση έδωσε μία ανάσα στην αγορά της σύγχρονης τέχνης αποδεικνύοντας ότι αποτελεί σημαντικό εργαλείο εμπορικής προώθησης καλλιτεχνών, αλλά και πλατφόρμα επικοινωνίας τόσο με τους πρωταγωνιστές του σύγχρονου εικαστικού γίγνεσθαι όσο και με το ευρύ κοινό».

Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της διοργάνωσης ήταν η έκθεση Βιβλία Ελλήνων καλλιτεχνών: Σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες σε επιμέλεια Μαρίας Α. Αγγελή και σε παραγωγή της ART-ATHINA, η οποία έδωσε στους επισκέπτες την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με βιβλία, το καθένα από τα οποία είναι από μόνο του ένα έργο τέχνης. Η αίθουσά της ήταν μονίμως γεμάτη με επισκέπτες οι οποίοι, φορώντας τα ειδικά άσπρα γάντια, είχαν την ευκαιρία να περιεργαστούν διεξοδικά ένα έργο τέχνης αγγίζοντάς το και ερχόμενοι σε άμεση επαφή μαζί του.

Σημαντική ήταν και η παρουσία του Ιδρύματος Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου με τα Έπαθλα Σπυροπούλου, το οποίο παρουσίασε τη δουλειά των βραβευμένων καλλιτεχνών με το Έπαθλο Σπυροπούλου από το 2006 μέχρι το 2008 και ανακοίνωσε σε ειδική εκδήλωση τους βραβευθέντες για το 2009, καθώς και τον καλλιτέχνη που βραβεύθηκε με το πρόσφατα θεσμοθετημένο Έπαθλο Βασίλης Ι. Βαλαμπούς που θα απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε καλλιτέχνες μέχρι 35 ετών που σπουδάζουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Τέλος, ιδιαίτερη πνοή έδωσαν στην ART-ATHINA 2010 οι περφόρμανς που πραγματοποιήθηκαν με τη συνεργασία των πολιτιστικών φορέων Atopos, Deree, αλλά και ανεξάρτητων καλλιτεχνών, καθώς και οι ομιλίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν οι επίκαιρες ομιλίες-συζητήσεις που διοργάνωσαν αφενός το περιοδικό αθηνόραμα με θέμα «Ο ρόλος της τέχνης ως μέσου πολιτικής εκπαίδευσης και ιστορικής αποσαφήνισης», αφετέρου η Ένωση Κριτικών Τέχνης AICA Ελλάς με θέμα «Η τέχνη στα χρόνια της ύφεσης».

Για πρώτη φορά στην ART-ATHINA έγινε ειδική ερεύνα με ερωτηματολόγιο προκειμένου να ανιχνευθεί η γνώμη του κοινού για τη διοργάνωση. Τα στοιχεία τα επεξεργάζονται ήδη οι ειδικοί σύμβουλοι και στο προσεχές διάστημα θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα τα οποία θα λειτουργήσουν ως συγκριτικά δεδομένα για την επόμενη διοργάνωση.

Η ART-ATHINA 2010 σε αριθμούς
• Σχεδόν 16.000 επισκέπτες (αύξηση κατά 35%)
• 57 γκαλερί
• 42 πολιτιστικοί φορείς
• 60 VIP προσκεκλημένοι από το εξωτερικό (συλλέκτες, σύμβουλοι αγορών τέχνης, διευθυντές μουσείων και δημοσιογράφοι, οι οποίοι παράλληλα ξεναγήθηκαν σε αθηναϊκά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές), καθώς και περίπου 200 ξένοι σε οργανωμένα γκρουπ.

Συμμετείχαν οι γκαλερί: a.antonopoulou.art (Αθήνα), Αγκάθι (Αθήνα), Α.Δ. (Αθήνα), Adam (Λονδίνο / Μ. Βρετανία), AMP (Αθήνα), Apotheke (Λευκωσία / Κύπρος), Artbeat (Βρυξέλλες / Βέλγιο), Artis Causa (Θεσσαλονίκη), Artower Agora (Αθήνα), Αστρολάβος (Αθήνα), Basia Embiricos (Παρίσι / Γαλλία), Batagianni (Αθήνα), Bernier / Eliades (Αθήνα), Cardi Black Box (Μιλάνο / Ιταλία), cheapart (Αθήνα), Γκαλερί «7» (Αθήνα), Διάτοπος (Λευκωσία / Κύπρος), Εικαστικός Κύκλος (Αθήνα), έκφραση – γιάννα γραμματοπούλου (Αθήνα), Ελένη Κορωναίου (Αθήνα), Έλικα (Αθήνα), Ζήνα Αθανασιάδου (Θεσσαλονίκη), Fabio Tiboni (Μπολόνια / Ιταλία), Federica Schiavo (Ρώμη / Ιταλία), Federico Bianchi (Μιλάνο / Ιταλία), fizz (Αθήνα), Gentili Apri (Βερολίνο / Γερμανία), Heinz-Martin Weigand (Έτλινγκεν / Γερμανία), Ιλεάνα Τούντα (Αθήνα), John Martin (Λονδίνο / Μ. Βρετανία), Kalfayan (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), Καπλανών 5 (Αθήνα), K-art (Αθήνα), Kouros (Νέα Υόρκη / Η.Π.Α.), Λόλα Νικολάου (Θεσσαλονίκη), Loraini Alimantiri Gazonrouge (Αθήνα), Μέδουσα (Αθήνα), Mihalarias Art (Αθήνα), mirko mayer / m-projects (Κολωνία / Γερμανία), Mirta Demare (Ρότερνταμ / Ολλανδία), Mulier Mulier (Κνόκε Ζούτε / Βέλγιο), Nice and Fit (Βερολίνο / Γερμανία), Περιτεχνών (Αθήνα), Qbox (Αθήνα), Ρεβέκκα Καμχή (Αθήνα), Rodeo (Κωνσταντινούπολη / Τουρκία), Σκουφά (Αθήνα), SpazioA (Πιστόια / Ιταλία), Thanassis Frissiras (Αθήνα), The Breeder (Αθήνα), The Flat – Massimo Carasi (Μιλάνο / Ιταλία), TinT (Θεσσαλονίκη), Titanium Yiayiannos (Αθήνα), Transit (Μέχελεν / Βέλγιο), Tsatsis Projects / Artforum (Θεσσαλονίκη), Valentina Bonomo Roma (Ρώμη / Ιταλία), vamiali’s (Αθήνα).

Archivio › La giornata

Archivio › La giornata
22 maggio 2010
Scene e pitture (Füssli e altri)
Memorie lontane da una magnifica mostra e da palcoscenici d’antan

Ahi, che dispiacere, non aver potuto partecipare alla magnifica mostra “De la Scène au Tableau”, riunita da Guy Cogeval al Musée Cantini di Marsiglia, ora al Mart di Rovereto, e in seguito a Toronto. Mancanza di tempo serio, naturalmente. Ma soprattutto, limitazioni temporali – dalla fine del Settecento con David e Füssli all’alba del Novecento con Appia e Gordon Craig – che escludono ogni esperienza teatrale e visuale diretta, da raccontare. Un peccato, per chi nei giovani anni potè ammirare le scene e i costumi di De Chirico, Castrati, Cassinari, Cagli, Sironi, Clerici, i due Benois, Lila De Nobili, Léonor Fini, Eugene Berman, Salvatore Fiume, Foujita, Sciltian, Sassu, e Picasso, nonché Zeffirelli, Zuffi, Tosi, Pizzi, Ratto, Coltellacci, Damiani, Colonnello…

Ma le mie più lontane memorie del Neoclassicismo teatrale, purtroppo, risalgono ai memorabili colpi di calcagno e coturno di Maria Callas nella Medea alla Scala, e di Jean Marais nel Britannicus alla Comédie Française, per la risistemazione delle pieghe del manto pesante dopo la discesa di ciascun gradino. Senza la souplesse delle discese di Wanda Osiris cantando giù per scale ben più impegnative. Mentre la gestualità da statuaria greca tipica si ritrovava smandrappata fra centurioni scalcinati e legionari decrepiti – Pierre Dux e Pierre Fresnay, Bruti e Catoni e Pompei e Lentuli con gambe varicose, occhi bistrati, braccini molli, rughe frananti da vecchi setter, chiusura-lampo sulla corazza di plastica tipo sedile d’auto – nella Guerre civile di Montherlant che invece di liberarci dai Greci e dai Romani si ispira alla Farsaglia di Lucano (poeta chiamato da Marziale “l’Unico Cordovese”, come un torero). E sempre di Montherlant, sempre alla Comédie Française, tre ore senza intervallo di Port-Royal, alti portamenti e birignao di signore della scena, già “cameos” nei film Scalera e Itala e Invicta degli anni Quaranta, con le loro permanentine quasi albine, le alopecie da vecchi volpini, il riverbero del riflettore cheap nella doppia lacrimetta di glicerina: Germaine Kerjean, Annie Ducaux, Renée Faure, Berthe Bovy, Denise Noël. Ma suprema, l’eccelsa birbona Marie Bell, talvolta sublime Phèdre di Racine e talvolta birbantissima Voleuse de Londres in impiccagioni ottocentesche con un vecchio prefetto di polizia in preda a sconvenienti pâmoisons su “ces belles petites mains de voleuse”, sotto il patibolo. Ma (come con Edwige Feuillère), quale allure!

Questo catalogo di Rovereto è stupendo. Si va dal Gusto Neoclassico-romano – repubblicano in Francia, ma tutto Praz e “prazzesco” a Roma – a Romanticismi sempre più decadenti di Cleopatre e Cordelie e Ofelie moribonde o appena morte. Inginocchiamenti sempre più melodrammatici e scultorei di mamme enfaticamente disperate e piccini per cui noi si invoca Erode. Sempre più “a effetto”, i protagonisti dell’adorato Füssli che normalmente visitano supposte o sedicenti vergini con l’ombelico esposto e le chiappe muscolose all’aria. Musei Capitolini, signore mie! E quindi, sorvolando l’altrettanto venerato Gustave Moreau (Lila De Nobili ci guidava al suo allora ignorato museo, negli anni Cinquanta), si termina, con Cogeval, al minimalismo di Appia e Craig, opportunamente definito “stilizzazione emblematica” da Roland Barthes, quando le nuove avanguardie di mezzo secolo fa insistevano per abolire le scene dipinte e i costumi “da noleggio-veglione”, per il melodramma, senza tuttavia giungere alle successive mode di giubbottoni borchiati e coiti anali in occhiali neri.

Qui la memoria ritorna fatalmente a Bayreuth, perché lì negli anni Cinquanta Wieland Wagner operò la vera stilizzazione emblematica laddove le didascalie sceniche del nonno erano precisissime; e però gli apparati tradizionali erano andati distrutti. Là posso ricordare un remoto Fliegende Holländer con Anja Silja e Sawallisch direttore, solo col ritratto dell’Olandese in cui ovviamente Senta fa subito la sua agnizione. E anche dei Meistersinger dove un solo altare gotico isolato nel nulla rendeva tedioso (anche per chi aveva appena letto il testo) ogni dibattito sulla Tabulatur. Mentre poi al Maggio Fiorentino lo si seguì con interesse, grazie a un primo esperimento di traduzione su schermetto.

E certo, con grandissimo gusto si possono rivedere a Rovereto “classici” come i loggioni londinesi di Sickert o parigini dei Nabis, tra Paoli e Francesche nostrani che hanno ispirato ben poche opere memorabili, a parte qualche Hayez e il solito Imaginifico. E il suo preferito Michetti, qui ignorato. Così come forse andrebbero ricordate, in queste occasioni, le collezioni di Scapigliati e Macchiaioli acquistate da Arturo Toscanini per la sua dimora milanese in via Durini. E certi Ugonotti scaligeri ove un tenore bendato veniva condotto per misteriosi cammini al segreto castello di Chenonceaux, giusto allora reclamizzato dal Turismo Francese quale meta di vacanze economiche.

Si possono forse allora evocare, più o meno parallelamente, analoghe vicende da “amateur”. Tanti anni fa, tappezzando una mia prima casa milanese con le stesse carte usate da Cecil Beaton per lo studio del Professor Higgins nel film di My Fair Lady, il caro amico Giancarlo Marmori mi disse di andare da un antiquario “off” Montenapoleone, ove aveva acquistato per cinquemila lire delle antiche eliografie di Klimt. In pochi giorni, i prezzi si erano decuplicati, visto l’interesse; e mi fu raccontato che provenivano dalle vecchie mostre di “Bottega di Poesia”, prima della guerra. Comunque, ne rividi copie alla Barbican Gallery appena aperta, in occasione di una mostra viennese ispirata da Claudio Abbado, allora alla testa di una grande orchestra londinese. E lì, un direttore della Royal Academy disse trattarsi di “very expensive reproduction”, altro non so. Negli stessi primi anni Sessanta, a Salisburgo per un’ottima Ariadne auf Naxos e un magnifico Ratto dal Serraglio con Strehler e Mehta, trovato in una illustre galleria delle eccelse riproduzioni di Schiele. E a Parigi, da Ileana Sonnabend, costavano cinquanta dollari le più splendide litografie numerate e firmate di Roy Lichtenstein.

A Londra, nelle gallerie dietro la Royal Academy, si acquistavano ancora acquarelli di Max Beerbohm, lito di Maurice Denis, incisioni di Max Klinger e Félicien Rops e Fantin-Latour: apparentemente Figlie del Reno wagneriane, e invece danzatrici dai Troyens di Berlioz. Oltre tutto, nelle stradette delle cittadine in Rajasthan, i ragazzini correvano dietro per strada vendendo pagine strappate da codici miniati e analoghe a quelle in vendita sottovetro dagli antiquari nelle capitali. E a Kathmandu i monacelli (poi scomparsi) acquarellavano rapidamente all’aperto le vecchie stampe sacre su carta di stracci.

Si era intanto praticamente scoperto Füssli (protagonista shakespeariano a Rovereto) in una serie di retrospettive davvero epocali ad Amburgo: dedicate a Ossian, C. D. Friedrich, William Blake, J. T. Sergel. Insomma, nei primi anni Settanta, i “Pittori dell’Immaginario” cui presto Giuliano Briganti avrebbe dedicato un appassionato studio. (Le mie recensioni sul “Corriere della Sera” sarebbero poi apparse in Il Meraviglioso, anzi).
E così mi chiama un antiquario romano, che m’aveva già venduto dei mirabili Piranesi, tutt’altro che del genere (come si diceva scioccamente) “da anticamera del notaio”. Sta disfacendo, col cuore in lacrime, un paio dei meravigliosi album di incisioni shakespeariane dell’editore Boydell (Londra, 1797 e 1802). Certe già acquarellate, per le committenze di una catena alberghiera, ma talune ancora intatte. Si prendono così dei sensazionali Füssli, colorati o no: due gruppi d’insieme del Sogno; un Amleto con lo Spettro, due Macbeth con le Streghe; una Tempesta sua, e una di George Romney. Nonché un Cymbeline molto füssliano di John Hoppner; e un’Ofelia pazza di Benjamin West molto somigliante alle indimenticabili recite della Compagnia D’Origlia-Palmi nei sotterranei vaticani della nostra gioventù. Con un buffone che diceva alla regina: “Madamigella Ofelia desidera parlarvi”. “Uffa, quella noiosa”, ribatteva quella. “Ma è pazza!” replicava il buffone. E la regina allargava le braccia: “Vabbè, quando è così”. Allora, entrava lei – puro Benjamin West – strillando “Rosmarino! Rosmarino!”. E le suore nell’audience applaudivano commosse.
Su quali fondi, però, i Piranesi e i Füssli?

Stanno bene su tutto. A Milano e a Roma. Su pareti monocrome come su stoffe rigate e tappezzerie di William Morris o di Nobilis “de Paris”. Sull’intonaco chiaro, però naturalmente, i bianco-e-nero. Preferibilmente Amleto e Macbeth accanto a un tramonto piranesiano sul Quirinale ancora senza obelisco, a un grande tempio di Paestum, già appartenuto a Silvio D’Amico e trasmesso da suo figlio Sandro per il loro divertimento alle mie critiche sui “mostri sacri”. Accanto, una colossale triremi, parecchi “camini” piranesiani, qualche piccola Musa o Salomé di Gustave Moreau. E gli acquarellati? Per accompagnarli, disfeci un album di Max Ernst, regalo di Alexander Iolas che mi disse: “Ti rendi conto che hai distrutto un valore?”. Sotto le tavole dal Boydell, oltre tutto. Spontaneamente risposi che così mi potevo godere il suo dono ogni giorno, mai mi sarei sognato di commerciarlo.
Fra i doni degli amici artisti – Maccari, Testori, Scialoja, Pasolini, Giosetta Fioroni, Lorenzo Tornabuoni, Colette Rosselli, Fabrizio Clerici… – un dono di Guttuso è particolarmente teatrale, nel senso della mostra a Rovereto. Per tutta una sera, a tavola, si era fatto raccontare minutamente Le Concile d’Amour che aveva appena visto a Parigi nell’allestimento della comune amica Léonor Fini. Ma soprattutto, perché Das Liebes Koncil dell’anarchico tedesco Oskar Panizza era un piccolo classico della sua gioventù di sinistra. La mattina, il suo factotum Rocco mi portò un suo dipinto dedicato ove si riproducevano visivamente le mie descrizioni verbali. Un bigliettino diceva solo che non era riuscito a dormire.