Με τη φωνή της, δημιούργησε ένα νησί για να ξαποσταίνουν τα όνειρα των ανθρώπων, τα διαβατάρικα πουλιά των δειλινών όλων των ουρανών, και μια πατρίδα εντός μας, όπου κελαρυστά νερά κεντάνε τον κόσμο τούτο…Η ματιά της ένας απέραντος ανοιχτός ορίζοντας, που ακουμπάει τη ματιά του και ανασαίνει ο κόσμος.
Η Καικιλία-Σοφία-Αννα-Μαρία Καλογεροπούλου (Μαρία Κάλλας) ήταν το τρίτο παιδί του φαρμακοποιού, από τον Μελιγαλά, Γιώργου Καλογερόπουλου, γόνου αγροτικής οικογένειας και της Ευαγγελίας Δημητριάδη από την Στυλίδα, θυγατέρας οικογένειας στρατιωτικών. Tα άλλα της αδέλφια ήταν η μεγάλη της αδελφή Υακίνθη-Τζάκυ που γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1917 και ο Βασίλης ο οποίος γεννήθηκε πιθανόν στις αρχές του 1920 πέθανε σε ηλικία 2 ετών από μηνιγγίτιδα. Ολα αυτά συνέβησαν στον Μελιγαλά όπου ο πατέρας της είχε φαρμακείο. Ο θάνατος του μικρού αγοριού αλλά και οι καυγάδες με την μητέρα της Μαρίας συνέτειναν στο να πάρει την απόφαση ο Γιώργος Καλογερόπουλος να φύγει για την Αμερική.
Το πλοίο «έδεσε» στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου 1923 και το πρώτο πράγμα που αντίκρυσαν ήταν μεσίστιες σημαίες ενώ το πρώτο που άκουσαν ήταν πένθιμες σειρήνες. Εκείνη την μέρα, εντελώς απρόοπτα, είχε πεθάνει ο πενηντατετράχρονος ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Γουώρεν Χάρτινγκ.
Στις 2 Δεκεμβριου 1923 στο Flower Hospital στην διασταύρωση της 5ης Λεωφόρου με τον 105ο δρόμο στο Μανχάτταν γεννήθηκε ένα κοριτσάκι μαυρομάλλικο και ασυνήθιστα εύσωμο. Ο Γιώργος και η Ευαγγελία οι οποίοι δεν είχαν ξεπεράσει τον θάνατο του Βασίλη, περίμεναν αγόρι. Η πρώτη αντίδραση της Ευαγγελίας ήταν μια αποστροφή. «Τέσσερεις μέρες αργότερα κοίταξα την κόρη μου για πρώτη φορά. Γιατί δεν μ’ αγαπάς μητέρα έμοιζαν να μου λένε τα μάτια της. Την σφιχταγκάλιασα και την φίλησα και μετά από αυτό την αγάπησα», θα πεί αργότερα η μητέρα της. Ηταν άραγε τα πρώτα σημάδια μιας φοβερής κόντρας που θα κρατούσε για όλη τους την ζωή;
Στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στην ορθόδοξη ελληνική Μητρόπολη της Αγίας Τριάδας στον αριθμό 319 του 74ου Ανατολικού Δρόμου στο Μανχάτταν οι δύο ανάδοχοι – Λατζούνης και Καρούζος – έδωσαν τέσσερα ονόματα στην μικρή: Σοφία – Καικιλία – Αννα-Μαρία.
Ο Γιώργος Καλογερόπουλος και η Ευαγγελία δεν ταίριαξαν ποτέ. Εκείνος ήταν μάλλον άβουλος και απαθής σαν άνθρωπος σε αντίθεση με την εκρηκτική συζυγό του. Η Ευαγγελία έστρεψε όλη της την ενεργητικότητα στην ανατροφή των παιδιών της, μια ανατροφή αυστηρότατη, ενώ ο Γιώργος ήταν απόμακρος.
Τα δυό κορίτσια της οικογένειας δεν πέρασαν ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Η Ευαγγελία επιτίθετο στον Γιώργο συνεχώς και για τα πάντα. Από την μεριά του ο Γιώργος Καλογερόπουλος προτιμούσε την φυγή και την συναναστροφή με άλλες γυναίκες – όπως έκανε και στον Μελιγαλά -για να αποφεύγει την αφόρητη Ευαγγελία, η οποία μόλις το ανακάλυπτε γινόταν ακόμα πιο επιθετική.
Ως αιτία των επιθέσεων πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί -ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό – η έλλειψη φιλοδοξίας εκ μέρους του Γιώργου και κυρίως η αδιαφορία του για να κάνει χρήματα, «όπως όλοι οι Ελληνες εκεί», γεγονός που με την σειρά του συντελούσε στην «κοινωνική σταστιμότητα», κατάσταση που πρέπει να εκνεύριζε αφάνταστα την Ευαγγελία.
Η Ευαγγελία «υπενθύμιζε» στους καυγάδες αυτούς, τις «ταξικές» τους διαφορές, αποκαλώντας τον Γιώργο «βλάχο», ενώ επιπλέον «φρικιούσε», όταν εκείνος «τολμούσε» να ακούσει ένα δίσκο με δημοτικά ή «μπουζούκια». Για την «αστή» Ευαγγελία, μουσική ήταν μόνο η όπερα.
Όλα αυτά έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα της Μαρίας γιατί σύντομα ένιωσε πως ήταν μόνη, ουσιαστικά, στην ζωή και συνειδητοποίησε την ανάγκη να στηρίζεται περισσότερο στον εαυτό της παρά στους άλλους.
Ο Γιώργος Καλογερόπουλος αρχικά δούλευε ως υπάλληλος προσπαθώντας όχι και τόσο επίμονα να μάθει αγγλικά ώστε να ανοίξει ξανά φαρμακείο. Τα κατάφερε δανειζόμενος και χρήματα από τον φίλο του και συντοπίτη του γιατρό Λατζούνη, ο οποίος είχε ήδη πιαστεί στη Νέα Υόρκη στις αρχές του 1929. Ολα πήγαιναν καλά ως την «Μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου 1929 που το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε. Στο φαρμακείο του ο Γιώργος Καλογερόπουλος εκτός από τα φάρμακα πουλούσε και σάντουιτς, παγωτά, ποτά, αρώματα ακόμα και βιβλία τσέπης. Το κλασσικό δηλαδή αμερικανικό ντράγκστόρ. Με την οικονομική κρίση ναι μεν ο κόσμος δεν σταμάτησε να αγοράζει φάρμακα σταμάτησε όμως να αγοράζει από τα άλλα. Ετσι ο Καλογερόπουλος αναγκάστηκε να πουλήσει το φαρμακείο και να βρεί δουλειά ως πωλητής καλλυντικών. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα στον έτσι και αλλιώς κατεστραμμένο γάμο του.
Το 1929 ήταν επίσης η πρώτη χρονιά που η Μαρία γράφτηκε στο σχολείο. Η οικονομική κρίση ανάγκαζε την οικογενειά της να μετακομίζει από σπίτι σε σπίτι (άλλαξαν δέκα κατοικίες μέσα σε δεκατέσσερα χρόνια) με συνέπεια το κορίτσι να μην μπορεί να αποκτήσει σταθερό περιβάλλον και φιλίες. Η συναισθηματική της ανασφάλεια την έστρεψε προς τα μαθηματά της. Ηταν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, και ανέπτυξε μια υπερβολική προσήλωση προς το καθήκον. Ζώντας ουσιαστικά με την μητέρα της και την αδελφή της, καθώς ο πατέρας της έλειπε όλο και πιό πολύ από το σπίτι, απολάμβανε τέσσερα πράγματα που η Ευαγγελία προσέφερε στις κόρες της. Επισκέψεις σε δανειστική Δημόσια Βιβλιοθήκη από όπου μπορούσε να δανειστεί κανείς και δίσκους, δύο προς δέκα σέντς κάθε φορά, σινεμά, μουσική στο Σέντραλ Πάρκ, και φαγητό σε κινέζικο. Σε όλη της την ζωή βιβλία δίσκοι, σινεμά και φαγητό θα ειναι οι αγαπημένες της απολαύσεις.
Ηταν στα τέλη του 1931 όταν η Ευαγγελία αποφάσισε να ανακαλύψει τις μουσικές ικανότητες των παιδιών της. Παρά την σοβαρή οικονομική κρίση της οικογένειας αγόρασαν ένα πιάνο και προσέλαβαν μια δασκάλα την σινιορίνα Σαντρίνα για να κάνει μαθήματα αρχικά μόνο στην Τζάκυ. Σύντομα άρχισε να κάνει μαθήματα και η Μαρία, η Μαίρη όπως την φώναζαν στο σπίτι. Η μουσική άρχισε να μπαίνει για τα καλά στην ζωή της. Από τους πρώτους δίσκους που δανειζόταν από την βιβλιοθήκη άρχισε να ακούει τις μεγάλες φωνές να τραγουδούν. Τα Χριστούγεννα του 1931 ξεκίνησαν και έκτοτε κάθε Σάββατο μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο ολόκληρες παραστάσεις από την Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης. Οι μεγάλες φωνές της εποχής ήταν ο Ενρίκο Καρούζο και η Ρόζα Πονσέλε.
Ολα αυτά επηρέασαν βαθύτατα την Μαρία στην αρχή όμως ασυνείδητα, μην ξεχνάμε ότι το ’31 ήταν μόλις 8 ετών. Εγινε ωστόσο φανατική ακροάτρια του ραδιοφώνου.Μια φορά αφηγήθηκε ο πατέρας της, οικογένεια και μερικοί φίλοι άκουγαν από το ραδιόφωνο να τραγουδάει το γαλλικό αστέρι της Μετροπόλιταν Οπερας ή Λίλυ Πόνς. Αυτό συνέβη το 1934. Η εντεκάχρονη Μαρία είπε οτι η Πόνς τραγουδάει φάλτσα. Κάποιος της αντέτεινε ότι η Πόνς είναι μεγάλο αστέρι και η Μαρία είπε. «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι αστέρι, τραγουδάει φάλτσα. Περιμένετε λίγο και θα δείτε, μια μέρα θα γίνω και εγώ αστέρι, μεγαλύτερο από αυτήν».
Η Μαίρη τραγουδούσε στο σχολείο κάθε χρόνο στην τελετή απονομής των διπλωμάτων. Τα χειροκροτηματα που εισέπραττε, όμως, ήταν κερδισμένα με το αίμα της ψυχής της, καθώς η Ευαγγελία πίεζε αφόρητα το παιδι να μελετά, ενώ στεκόταν με τις ώρες στην ουρά για να εξασφαλίσει συμμετοχή της Μαίρης σε ραδιοφωνικές εκπομπές.
Ο Γιώργος Καλογερόπουλος, μια «λεπτομέρεια» πλέον, στην ζωή της Μαρίας δεν το καταλάβαινε και κατηγορούσε την γυναίκα του ότι πίεζε την Μαρία να κάνει κάτι το οποίο στην πραγματικότητα ήθελε να κάνει η ίδια. Εχουν γραφεί πολλά για την πίεση αυτή, μια πίεση που στάθηκε καθοριστική για την ζωή της Κάλλας. Από την μια κατέστρεφε τον ψυχικό της κόσμο, από την άλλη χάρη σε αυτήν την πίεση – πρέπει να το ομολογήσουμε - έγινε ότι έγινε.
Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1937, η Ευαγγελία Καλογεροπούλου με την Μαρία εγκατέλειψε την Νέα Υόρκη. Η Τζάκυ είχε φύγει ένα χρόνο νωρίτερα. Στην διάρκεια του ταξιδιού, η Μαρία έπαιζε και τραγουδούσε που και πού – για να περνάει η ώρα - στο πιάνο της τουριστικής θέσης, όπου τυχαία την άκουσε ο καπετάνιος και της πρότεινε να τραγουδήσει στην κυριακάτικη λειτουργία του πλοίου. Το κοινό έμεινε κατάπληκτο από την απαίδευτη – ακόμα –φωνή και ήταν τότε που κέρδισε την πρώτη της ανθοδέσμη για «δημόσια» εμφάνιση, αλλά και την πρώτη της …κούκλα. Ηταν 13 ετών.
Σεπόλια, 1937. Σε αυτή τη συνοικία των Αθηνών θα εγκατασταθεί η Μαρία Κάλλας με την μητέρα της. Βέβαια δεν έμειναν για πολύ εκεί. Εξι συνολικά μετακομίσεις μέχρι την εγκατάσταση στις αρχές του 1940 στην οδό Πατησίων 61. Η Ευαγγελία Δημητριάδη άρχισε γρήγορα να συλλέγει πληροφορίες για τα Ωδεία
Το αρχαιότερο ήταν το Ωδείο Αθηνών και είχε και το μεγαλύτερο κύρος. Διευθυντής ήταν ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης και τραγούδι δίδασκε η Ελβίρα ντε Χιντάλγκο. Το Ωδείο ήταν πολύ αυστηρό και ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο να πληρούν οι μαθητές τα τυπικά προσόντα και να έχουν κάποια θεωρητική βάση. Στο πολύ νεώτερο Εθνικό Ωδείο, διευθυντής ήταν ο Καλομοίρης και ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο ελαστικό. Προϋπόθεση βεβαίως για μουσικές σπουδές ήταν η δωρεάν φοίτηση των κοριτσιών με κάποια υποτροφία.
Η πρώτη απόπειρα να γραφτεί η Μαρία Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών ήταν αποτυχημένη. Δεν «πέρασε» την οντισιόν, κανείς δεν διέκρινε τίποτα (!) σε αυτή τη φωνή που βεβαίως δεν είχε δουλευτεί ακόμα και μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρίες συναντήθηκε με τον Οικονομίδη και του είχε πεί ότι θέλει να γραφτεί στο Ωδείο γιατί «είχε φωνή». Εκείνος την ρώτησε αν είχε κάνει θεωρία, σολφέζ, κλπ τα υποχρεωτικά δηλαδή. Η Κάλλας απάντησε αρνητικά και εκείνος της είπε ότι αφού δεν ήξερε μουσική έπρεπε να γραφτεί πρώτα για τα υποχρεωτικά.
Το καλοκαίρι του 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου με τις δυό της κόρες, επισκέφθηκε το Εθνικό Ωδείο και την Μαρία Τριβέλλα.
- Ηρθα να σας εμπιστευθώ την κόρη μου Μαριάννα για να μάθει μουσική και μελόδραμα. Για τα δίδακτρα θα σας παρακαλέσω να φανείτε πολύ επιεικής και συγκαταβατική.
- Θα την ακούσω και θα σχηματίσω γνώμη.
«Εκτύπησα τα πλήκτρα του πιάνου σε γνωστή μελωδία και η Μαίρη Καλογεροπούλου άρχισε να τραγουδά», θυμάται η Μαρία Τριβέλλα. «Αυτό που υποπτευόμουν μόλις είδα το κορίτσι με τα κοντά καλτσάκια και το παγερό βλέμμα πίσω από τα ματογυάλια βγήκε σωστό. Η ζεστή παλλόμενη φωνή της παρόλον ότι ήτο κάπως πρωτόγονη και τελείως αφορμάριστη, πιστοποιούσε το μεγάλο πάθος που κατέκλυζε την καρδιά της. Όταν τελείωσε, γύρισα και είπα πολύ συγκινημένη στη μητέρα της. Θα διδάξω την κόρη σας μουσική και μελοδραματική εντελώς δωρεάν γιατί είναι μεγάλο ταλέντο.»
Η Μαρία Καλογεροπούλου ρίχτηκε με πάθος στην μελέτη, μέρα και νύχτα και πολλές φορές ξεχνούσε να φάει. Από την άλλη η Μαρία ήταν μια προσωπικότητα που δύσκολα επικοινωνούσε με τους άλλους και αυτό σε συνδυασμό με τον ζήλο της δεν την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή στους συμμαθητές της.
Σε ό,τι αφορά τα μαθήματα, η Κάλλας ήταν γεννημένη με μια σπάνια «μουσικότητα», γεννημένη δηλαδή με ενστικτώδη μουσική αίσθηση και έκφραση και δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τα θεωρητικά μαθήματα. Σίγουρα παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στην τάξη της Μελοδραματικής του Καρακαντά.
Ο Καρακαντάς υποστήριζε ότι η πρώτη ευφυία στο μελόδραμα είναι ο συγγραφέας και μετά ο συνθέτης που στολίζει με την μουσική το κείμενο. Η Κάλλας αντιδρούσε σε αυτό, ενστικτωδώς αρχικά και αργότερα το 1968 θα πεί: «Το πρώτιστο καθήκον ενός τραγουδιστή, ενός μουσικού είναι να προσπαθεί να αισθάνεται εκείνο που επιθυμούσε ο συνθέτης. Τα λογοτεχνικά έργα είναι οι βατήρες εκκινήσεως, αλλά εκείνο που προέχει είναι το τι κάνει μ’ αυτά ο συνθέτης».
Στις 11 Απριλίου 1938 στην επίδειξη των τάξεων τραγουδιού της Μαρίας Τριβέλλα στην αίθουσα «Παρνασσός» η Μαρία Καλογεροπούλου έκλεισε το πρόγραμμα, ερμηνεύοντας ένα ντουέτο από την Τόσκα μαζί με τον Ζαννή Καμπάνη. Ηταν 14 ετών. Κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτή την επίδειξη, όμως ήταν η πρώτη και όπως θυμόταν αργότερα η αδελφή της Τζάκυ, «μόλις ακούσαμε τα χειροκροτήματα που βέβαια ήταν για τον Ζαννή παρά για την άγνωστη Μαρία όλοι ξέραμε πως η ζωή μας δεν θα ήταν πιά όπως πριν».
Η πρόοδος της Κάλας ήταν εντυπωσιακή μέσα σε ένα εξάμηνο. Η «δαιμόνια» Ευαγγελία κατάφερε να κλείσει μια ακρόαση της Μαρίας από την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο του Ωδείου Αθηνών. Η Ισπανίδα διέκρινε αμέσως το σπάνιο ταλέντο και ήθελε να την πάρει κοντά της. Εδώ η Ευαγγελία είχε τις ενστάσεις της. Από την στιγμή που η Μαρία είχε μπεί στις τάξεις ταλέντων της Τριβέλλα θα μπορούσε σε ένα χρόνο να πάρει δίπλωμα και να αρχίσει να εργάζεται. Πηγαίνοντας στο Ωδείο ουσιαστικά ξεκινούσε από την αρχή. Επεισε λοιπόν την ντε Χιντάλγκο να παρακολουθεί την Μαρία που όμως θα συνέχιζε για ένα ακόμα χρόνο με την Τριβέλλα. Η Ισπανίδα αποφάσισε ότι αξίζει τον κόπο να περιμένει.
Στις 2 Απριλίου 1939 ερμήνευσε τον ρόλο της Σαντούζα από την Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι. Ηταν η πρώτη της δημόσια εμφάνιση, στο θέατρο «Ολύμπια». Στο τέλος αυτού του σχολικού έτους της απενεμήθη χρηματικό βραβείο και το φθινόπωρο του 1939 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών σην τάξη της Ελβίρας ντε Χιντάλγκο.
Η στάση αυτή τόσο της Ευαγγελίας όσο και της Μαρίας πλήγωσε πολύ την ανιδιοτελή Μαρία Τριβέλλα και πιο πολύ την στενοχώρησε ότι η Κάλλας δεν της έστειλε ποτέ ούτε μία κάρτα. Η αλήθεια είναι ότι η Μαρία Κάλλας ντρεπόταν την δασκάλα της και ένιωθε τύψεις για την συμπεριφορά της. Όταν γύρισε στην Αθήνα, μετά από 12 χρόνια απουσίας, το 1957, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να της τηλεφωνήσει. Αγκαλιές, δάκρυα και πολλή συγκίνηση στην συνάντησή τους. Η Μαρία Τριβέλλα δεν ανέφερε λέξη για το παρελθόν. Η Κάλλας της υποσχέθηκε ότι θα περάσει να την δεί. Δεν πέρασε. Η Μαρία Τριβέλλα συνέχισε να διδάσκει ευσυνείδητα ως τον Ιούνιο του 1963 που πέθανε από καρδιακό επεισόδιο σε ηλικία εξήντα εννέα ετών…
Στις 3 Απριλίου 1940 η φωνή της Μαρίας Κάλλας ακούστηκε από τον ραδιοφωνικό «αέρα» του Σταθμού Αθηνών, στις 16 Ιουνίου έγιναν οι ετήσιες εξετάσεις της Μελοδραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών και στις 20 Ιουνίου υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με την Λυρική Σκηνή.
Στις 28 Οκτωβρίου ο ιταλικός φασισμός χτύπησε την Ελλάδα. Η Κυριακή 27 Απριλίου 1941 βρήκε την Αθήνα μια πόλη έρημη με κλειστές πόρτες και παράθυρα και σφιγμένες καρδιές. Στο καφενείο Παρθενών απέναντι από την έπαυλη Θών στους Αμπελοκήπους γινόταν η επίσημη παράδοση της πόλης στο Γερμανό εισβολέα που βεβήλωνε την ανοιξιάτικη ελληνική γή με τις φαιοπράσινες στολές του φασισμού.
Οι αρχές κατοχής τοποθέτησαν αμέσως ανθρώπους της εμπιστοσύνης τους στις περισσότερες διευθυντικές θέσεις δημοσίων οργανισμών και βέβαια και στο Εθνικό Θέατρο. Οι καλλιτέχνες της Λυρικής Σκηνής θα ηταν υποχρεωμένοι εφεξής να τραγουδούν για τις Αρχές Κατοχής είτε τους άρεσε είτε όχι.
Η Λυρική Σκηνή δεν ανανέωσε το συμβολαίό της Κάλλας τον Ιούνιο του 1941. Κάτι ακόμα χειρότερο ήταν ότι η μητέρα της έδειχνε συμπάθειες στους Ιταλούς, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι, εκθέτοντας και την Κάλλας. Βεβαίως η Μαρία Κάλλας δεν ήταν αγωνίστρια, αυτό είναι σίγουρο, όπως σίγουρο είναι και ότι ποτέ δεν συνεργάστηκε με τον κατακτητή. Εκείνο που την ενδιέφερε κυρίως ήταν το τραγούδι, ενώ από την άλλη ένα τέτοιο πλάσμα δεν μπορούσε να είναι αναίσθητο και να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της. Είναι επίσης σίγουρο αν και όχι ομολογημένο ότι η Κάλλας κατάλαβε τι συνέβη στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Σε όλη της την ζωή δεν αναφερόταν ποτέ στο τι συνέβη τότε…Αφησε ένα πέπλο λήθης να σκεπάσει τα χρόνια εκείνα.
Στις 27 Αυγούστου του 1942 στο θερινό θέατρο της Πλατείας Κλαυθμώνος μια αποκάλυψη. Η Μαρία Κάλλας στην πρώτης της επαγγελματική εμφάνιση σε όπερα ερμηνεύει «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι. Την ίδια χρονιά συμμετέχε σε συναυλία της Λυρικής στην θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου ερμηνεύει Πρωτομάστορα του Μανόλη Καλομοίρη, και εννέα μέρες αργότερα συμμετέχει σε μεγάλη συναυλία για τα συσσίτια της Νέας Σμύρνης στον κινηματογράφο Σπόρτινγκ. Στις 12 Δεκεμβρίου ερμηνεύει άριες του Μπετόβεν και του Ροσίνι σε συναυλία υπέρ των φυματικών.
Εν τω μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια ωρίμαζε σιγά-σιγά στο μυαλό της Μαρίας η ιδέα να φύγει από την Ελλάδα. Οι κυριότεροι λόγοι ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο επαγγελματικό περιβάλλον της Λυρικής Σκηνής, η Μαρία ποτέ δεν ήταν συμπαθής στους συναδέλφους της, οι κακές σχέσεις με την μητέρα της και η έλλειψη του πατέρα της. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1945 έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Στις 3 Αυγούστου του 1947 η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει «Tουραντό» του Τζιάκομο Πουτσίνι στην Βερόνα, ενώ την χρονιά αυτή θα συναντήσει και τον ιταλό βιομήχανο, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, τον οποίο παντρεύτηκε στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι ορκίστηκε να την κάνει την μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Την υπέβαλε σε εξαντλητική δίαιτα και το «ασχημόπαπο» γίνεται «κύκνος»: η Μαρία θα φθάσει να ζυγίζει λιγότερο από 63 κιλά.
Το 1950 χωρίζουν οριστικά οι δρόμοι της Μαρίας και της μητέρας της και στις 7 Δεκεμβρίου 1951 είναι η ημερομηνία που παίρνει σάρκα και οστά για την Κάλλας το όνειρο όλων των ερμηνευτών του λυρικού θεάτρου του κόσμου: ανοίγουν γι’ αυτήν οι πόρτες της Σκάλας του Μιλάνου όπου ερμηνεύει τον «Σικελικό Εσπερινό» του Τζουζέπε Βέρντι.
Το 1954 μπαίνει στην ζωή της ο Λουκίνο Βισκόντι και μαζί του η αντιμετώπιση των ηρωϊδων της θα γίνει απόλυτα θεατρική. Η παράσταση της «Τραβιάτα» του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνου το 1955, σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, έμεινε ιστορική.Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης.
Στις 5 Αυγούστου 1957 η Μαρία Κάλλας επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται κάτω από την σκιά της Ακρόπολης στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1957, η κοσμικογράφος των προσωπικοτήτων, Ελσα Μάξγουελ, οργάνωσε στην Βενετία ένα πάρτυ και εκεί η Μαρία Κάλλας θα γνωριστεί με τον Ελληνα κροίσο, Αριστοτέλη Ωνάση. Γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας, ένας ανεμοστρόβιλος που θα διαρκέσει εννέα χρόνια. Ο Ωνάσης θα χωρίσει απο την πρώτη του γυναίκα, Τίνα Λιβανού και η Κάλλας από τον Μενεγκίνι. Η Μαρία θα αγαπήσει τον Αριστοτέλη. Οσο για εκείνον, αγάπησε, τελικά, την Κάλλας με τον τρόπο του και πάντα όταν υπέφερε, στην Μαρία Κάλλας κατέφευγε. Αρχικά ο Ωνάσης συμπεριφερόταν σαν 18άρης ερωτευμένος, ωστόσο, ταυτόχρονα, η Κάλλας ήταν γι’ αυτόν μια πρόκληση, ένα στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, καθώς ο δαιμόνιος Σμυρνιός ποτέ δεν έγινε αποδεκτός «ολοκληρωτικά» από το διεθνές «τζέτ σέτ» ως «δικός τους». Οι επιχειρήσεις δεν έφταναν να τον «καθιερώσουν».
Το 1957, όμως, στάθηκε σημαδιακή χρονιά για την Μαρία Κάλλας, καθώς τότε εμφανίστηκαν κάποια προβλήματα στην υψηλή φωνητική της περιοχή. Η Κάλλας όταν τραγουδούσε υπερέβαινε τον εαυτό της, αλλιώς δεν θα ήταν η Κάλλας. Τον Ιανουάριο του 1958 εγκατέλειψε στην Ρώμη την παράσταση της «Νόρμα» καθώς ερμήνευσε κάπως διστακτικά την ώρα της εισόδου της και ακολούθησαν αδικαιολόγητες αποδοκιμασίες.
1960 και 1961: Θρίαμβος στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, το θέατρο με την καλύτερη «ακουστική» παγκοσμίως, όπου ερμήνευσε «Νόρμα» το 1960 και «Μήδεια» το 1961.Το 1962 αποθεώθηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, ως «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.
Νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος το 1964 στην Οπερα του Παρισιού με την «Νόρμα». Τελευταία παράσταση στις 5 Ιουλίου 1965 στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου όπου ανέβασε «Τόσκα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλλι.
Το 1970 η Μαρία Κάλλας γύρισε σε ταινία την «Μήδεια» με σκηνοθέτη τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Το 1971 άρχισε να διδάσκει στην Μουσική Σχολή Τζούλιαν στο Λίνκολν Σέντερ στη Νέα Υόρκη όπου σταμάτησε το 1972. Το 1973 σκηνοθέτησε με τον Τζιουζέπε ντι Στέφανο τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι.
Η τελευταία δημόσια εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1973 στην Οπερα του Παρισιού όπου τραγούδησε άριες. Το κοινό την κάλεσε δέκα φορές στη σκηνή, και ενώ οι ανθοδέσμες σκέπαζαν το «σανίδι», η κραυγή «Βίβα Μαρία» συγκλόνιζε την αίθουσα.
Παρίσι, 16 Σεπτεμβρίου 1977, Παρασκευή: Την μέρα αυτή σίγησε για πάντα η λυρικότερη φωνή του 20ου αιώνα...η φωνή της Μαρίας Κάλλας.
Τα περιουσιακά της στοιχεία και τα προσωπικά της αντικείμενα έγιναν αντικείμενο αισχρών συναλλαγών μεταξύ της μητέρας της - που δεν πήγε στην κηδεία – της αδελφής της και του Μενεγκίνι…
Τα προσωπικά της χειρόγραφα τα κατέχει από το 1994 ο ιταλός γιατρός Ivano Signorini ο οποίος όπως σημειώνει ο Νϊκος Πετσάλης-Διομήδης, σέβεται τα κειμήλια, πλήν όμως η τύχη τους παραμένει άγνωστη. Ο συγγραφέας θεωρεί υπεύθυνη για όλα αυτά την, κατά τον ίδιο, «αυτοχρισμένη υπερασπίτρια της μνήμης της Κάλλας, Βάσω Δεβετζή».
Η τεφροδόχος της Μαρίας Κάλλας εκλάπη το 1978 και βρέθηκε στο Pere Lachaise, και ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης επιμένει πως το σκόρπισμα της τέφρας της Κάλλας στο Αιγαίο στις 3 Ιουνίου 1979 δεν ήταν παρά μια σκηνοθετημένη τελετή από την Δεβετζή: «Κι όταν ο υπουργός Πολιτισμού, Δημήτρης Νιάνιας άδειαζε το κουτί με σεβασμό στο πέλαγος ένας εκδικητικός αέρας φυσούσε την τέφρα καταπρόσωπο – και μέσα στο στόμα ακόμα – μερικών «ιεροτελεστών» μιας παράστασης, στην οποία η Μαρία μάλλον δεν συμμετείχε…», σημειώνει ο συγγραφέας, μεγαλώνοντας την θλίψη για των ανθρώπων τα έργα…
Τελευταία φορά που η Κάλλας επισκέφθηκε την Ελλάδα, μακρυά από την δημοσιότητα, ήταν στην Χαλκιδική το 1976. Σιγοτραγουδούσε την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη και την «Νυχτερίδα» του τυφλού ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκου-Μπαγιαντέρα…
Ντίβα, από το divine. Θεϊκή, ανυπέρβλητη, μυστηριώδης, μοιραία και ως επίλογος σε αυτήν την σύντομη αναφορά στην Μαρία Κάλλας θα είναι η αφήγηση του συνθέτη Κυριάκου Σφέτσα που το καλοκαίρι του 1964 στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης στη Λευκάδα, εκλήθη να συνοδεύσει στο πιάνο την Μαρία Κάλλας καθώς εκείνη ξαφνικά εξέφρασε την επιθυμία να τραγουδήσει.
«Η νεκρική σιγή που απλώθηκε όταν ανεβήκαμε στο πάλκο ήταν η συγκλονιστικότερη μουσική παύση που έχω νιώσει. Ως να ‘ρχεται ένας κρυφός αέρας να σε πάρει για κάποιο άγνωστο όνειρο. Ξεχύθηκαν βελούδινοι ήχοι και μάγεψαν τα νερά του Ιονίου. Κι έφεραν σε όλους την κάθαρση που μόνο ανείπωτα γεγονότα μπορούν να φέρουν.Ο κόσμος παραληρώντας συνόδεψε την Μαρία μέχρι το λιμάνι.Εγώ εισπράττοντας μερικά απωθητικά μπράβο εξαφανίστηκα ως αριθμός μέσα στις χιλιάδες.
Θυμάμαι απλά την μελαγχολία μου και την μοναξιά μου. Θυμάμαι ότι το απρόσμενο όνειρο κράτησε πολύ λίγο και πως ξαναβρέθηκα πίσω στην πραγματικότητα. Κρατούσα την αίσθηση από το φιλί που μου ‘δωσε στο μάγουλο και τον ερωτισμό που ένιωσα όταν ακούμπησα τα γυμνά της μπράτσα…
«Τι ήταν παιδάκι μου αυτή η φωνή;» με ρώτησε από το κατώφλι της πόρτας όπου μεσάνυχτα υπνοβατούσε μια γριούλα. Η φωνή της Μαρίας ως μαγική ξεπερνούσε τα φυσικά όρια… Υπολόγισα τα οχτακόσια μέτρα απόστασης και ανατρίχιασα…»
Γιώργος Μηλιώνης
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Νίκος Πετσάλης-Διομήδης «Η Αγνωστη Κάλλας», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ (όπου παρέχει και πρόσθετη βιβλιογραφία)
«ΕΠΤΑ ΜΕΡΕΣ»: Ενθετο της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 12ης Φεβρουαρίου 1995.
Φωτογραφίες
Ολες οι φωτογραφίες στο http://www.callasonemiclassics.com