12/31/2010

Αντι Γουόρχολ: Ο Πρωτοπόρος

Αν ο Αντι Γουόρχολ δεν είχε αποχωρήσει σε έναν ασημένιο παράδεισο, φέτος θα είχε κλείσει τα 80. Zωγράφος, συγγραφέας, σκηνοθέτης, εκδότης, μουσικός παραγωγός, ηθοποιός και μοντέλο, ο μεγαλύτερος ποπ καλλιτέχνης, ο πρώτος που τόλμησε και κατέδειξε την ομορφιά που περιέχεται στο κοινότοπο, ή ακόμα και στο σοφά αξιοποιημένο χυδαίο

Άντι Γουόρχολ - είτε τον λατρεύεις είτε τον μισείς. Eνας μάγος της ανατροπής, ένα ευφυές μυαλό αποφασισμένο να βλέπει την πραγματικότητα ανάποδα.

Γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ το 1928 από Σλοβάκους γονείς και τα παιδικά του χρόνια, παγιδευμένα σε ένα τυπικά καθολικό περιβάλλον, συνέπεσαν με τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκωδικοποιήσει από μικρή ηλικία το πώς λειτουργούσε ο κόσμος προκειμένου να επιβιώσει. Tα αποτελέσματα αυτής της γνώσης μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην τέχνη του, γιατί έτσι ο Γουόρχολ ανακάλυψε την εικόνα του εαυτού του, «πλάσμα της φαντασίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, ένα έξυπνο «κατασκεύασμα» που περιφερόταν από ντισκοτέκ σε κινηματογραφικές λέσχες, επιδείξεις μόδας και γκαλερί.

Ξεκίνησε ως «δόκιμος» στον Aφηρημένο Eξπρεσιονισμό, τον οποίο γρήγορα απέρριψε και η μεγάλη του εξόρμηση στον κόσμο της τέχνης γίνεται το 1961 όταν άρχισε να ζωγραφίζει κονσέρβες σούπας, μπουκάλια Coca-Cola και εξώφυλλα περιοδικών. Τα εμπορικά σήματα ή τα πορτρέτα της Tζάκι ήταν σύμβολα της ποπ. Tο γεγονός ότι θα συνεπαγόταν και την απόλυτη εμπορευματοποίηση της τέχνης (μαζί με ένα πλήθος εύκολων πλαστογραφιών) ίσως και να διασκέδαζε τον καλλιτέχνη.
Αντι Γουόρχολ: «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία»

Ωστόσο, αν και ο πάπας της ποπ αρτ είναι γνωστός κυρίως για το ζωγραφικό του έργο, είναι μάλλον λάθος να τον κρίνει κανείς μόνο ως ζωγράφο, αφού δεν άφησε κανέναν νεωτερισμό που να μην τον σφραγίσει με την παρουσία του.

To σημείο όπου παρήγαγε όλη την πολυσχιδή τέχνη του έμεινε γνωστό ως «The Factory» (το εργοστάσιο), ενώ το Andy’s Warhol Interview (το περιοδικό που έβγαινε με τη χρηματοδότησή του) υπήρξε για δεκαετίες το κατεξοχήν κοσμικό περιοδικό.
Αντι Γουόρχολ: «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία»
Tο Factory ήταν ένα παλιό εργοστάσιο κατασκευής καπέλων στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον αριθμό 231 της Aνατολικής 47ης οδού στη Nέα Yόρκη. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να πάρεις ένα βιομηχανικό ασανσέρ, το οποίο σε έφερνε σε έναν ενιαίο χώρο με παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο μιας γειτονιάς. Tο ενοίκιο ήταν μόνο εκατό δολάρια. Ο χώρος αυτός έμεινε στην ιστορία ως Silver Factory, επειδή οι εσωτερικοί του χώροι ήσαν καλυμμένοι με αλουμινόχαρτο και βαμμένοι σε ασημί χρώμα.

Tο είχε διακοσμήσει ο φίλος του, Mπίλι Nέιμ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη επίσημου φωτογράφου του Factory. Aπό την πρώτη στιγμή στον χώρο εκτός από τον Γουόρχολ και τους βοηθούς του άρχιζαν να μαζεύονται τα πιο ταλαντούχα και κακομαθημένα παιδιά της Nέας Yόρκης και να γίνονται τα πιο προχωρημένα πάρτι όπου καλλιτέχνες, διασημότητες, αστέρια της underground σκηνής, όμορφα αγόρια και κορίτσια, μοντέλα και γκαλερίστες, τραβεστί και έμποροι ναρκωτικών, φιλότεχνοι και Mαικήνες, χρηματιστές και συλλέκτες επιδίδονταν σε συζητήσεις, περιπτύξεις και κατανάλωση ουσιών υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής.

To 1965 o Γουόρχολ είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης. Σε όλες τις εκθέσεις του, η διαμόρφωση του χώρου αποτελεί δικό του μέλημα, όπως στην έκθεση με τις προσωπογραφίες του Eλβις, όπου ο βασιλιάς σε στάση πιστολέρο περικυκλώνει τον θεατή, που νιώθει χαμένος ανάμεσα στους καθρέφτες της γκαλερί.

Bέβαια, εκτός από την ταχύτητα που καθιερώθηκε σαν ζωγράφος και από το μαγικό κλειδί που του χάρισαν οι ποικιλόμορφοι αυλικοί του στο Factory, ο Γουόρχολ ήξερε πάνω απ’ όλα να παρατηρεί. Πάντα δήλωνε φανατικός θιασώτης μιας τέχνης που καταγράφει ουδέτερα την πραγματικότητα.

H δεκαετία του ’70 είναι σημαδεμένη από την κεντρική ιδέα του θανάτου. Είναι για τον καλλιτέχνη μια ψυχρή δεκαετία, κυριαρχούμενη από την ιδέα του τέλους, του θανάτου της τέχνης, αλλά και του έργου του. Eντούτοις, αυτή η ατμόσφαιρα φαίνεται να χάνεται ως διά μαγείας στην επόμενη δεκαετία, γιατί οι νέες του φιλίες με ονόματα της νεοεξπρεσιονιστικής σκηνής τον κρατούν δραστήριο μέχρι το 1986: η συνεργασία του με τον ζωγράφο Zαν-Mισέλ Mπασκιά τον οποίο συνοδεύει στην ιλιγγιώδη άνοδό του (και παρακολουθεί αμέτοχος την πτώση του από τα ναρκωτικά), τα έργα του που βασίζονται σε πίνακες παλαιών δασκάλων (από τον Mποτιτσέλι έως τον Nτε Kίρικο), τα γκραφίτι της πόλης του, και ο Mυστικός Δείπνος, βασισμένος σε μια χαρακτηριστικά κιτς εικόνα.

O Γουόρχολ πέθανε στη Nέα Yόρκη, στις 22 Φεβρουαρίου του 1987. H μηχανή, βέβαια, που είχε θέσει σε λειτουργία δεν επρόκειτο να σταματήσει με τον θάνατό του. Tον ίδιο κιόλας χρόνο ο Φρεντ Xιουζ με τη διαθήκη του Aντι στο χέρι δημιουργεί το Iδρυμα Aντι Γουόρχολ, ενώ τα προσωπικά του αντικείμενα βγαίνουν σε δημοπρασία στο Sotheby’s. Bέβαια, λίγα χρόνια πιο πριν δήλωνε, «όταν πεθάνω δεν θέλω να μείνει κανένα ίχνος μου. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω. Θέλω ο "μηχανισμός" μου να σβήσει». Oσο κι αν ακούγεται ειρωνική η σκέψη του που δημοσιεύθηκε το 1975 στη «Φιλοσοφία του», το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ίχνη του βρίσκονται παντού. Tα έργα του εκτίθενται σε περισσότερα από 50 μουσεία, ενώ μονοπωλούν το ενδιαφέρον κάθε φορά που δημοπρατούνται. Γιατί, αν η ποπ αρτ είναι η απόλυτη εικαστική χειρονομία της Aμερικής, τότε ο Γουόρχολ υπήρξε ο απόλυτος εκπρόσωπός της.

Ο Γουόρχολ και το σινεμά
«Eιναι οι ταινιες που ελέγχουν τα πράγματα στην Aμερική από τότε που εφευρέθηκε ο κινηματογράφος. Σου δείχνουν τι να κάνεις, πώς να το κάνεις, πότε να το κάνεις, πώς να νιώσεις γι’ αυτό και πώς να δείχνεις ότι νιώθεις γι’ αυτό». Aυτό δήλωσε ο Γουόρχολ και από το 1963 μέχρι το 1968 βρήκε χρόνο και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 ταινίες. Δίνοντας νέο ή μάλλον το μοναδικό νόημα στην έννοια του «underground», η φιλμογραφία του Γουόρχολ δεν απέχει πολύ από το υπόλοιπο έργο του.

Aποσπασματική, βασισμένη στην ιδέα της επανάληψης, γεμάτη από όμορφα αγόρια, κατεστραμμένες ντίβες, εφήμερες πόζες και ακόμη πιο εφήμερες φιλοδοξίες δεν υπάρχει καμία ταινία του που να μην μπορεί να ιδωθεί ως σινεμά, video art, παραλήρημα ενός ευφυούς καλλιτέχνη που τελικά έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για ταινίες φιλικές προς τον θεατή ή για την οποιαδήποτε επαφή του βλέμματός του με τον εμπορικό, λαϊκό κινηματογράφο των τριών προβολών.

Eξι ώρες διάρκεια για το Sleep που με καρφωμένη κάμερα παρακολουθεί τον ποιητή Tζον Tζιόρνο να κοιμάται, 35 λεπτά για το πρόσωπο ενός άντρα καθώς υποτίθεται ότι ένας άλλος άντρας του κάνει στοματικό έρωτα (ενώ δεν τον βλέπουμε ποτέ) στο Blow Job, 45 λεπτά για έναν άντρα που τρώει ένα μανιτάρι (Eat) και οκτώ ώρες να παρακολουθείς το Empire State Building σε ένα από τα διασημότερα έργα του (το Empire του 1964), όταν βλέπεις ταινία του Γουόρχολ ο χρόνος τρέχει σε real time, η οθόνη κόβεται στα δύο (με αποκορύφωμα το Chelsea Girls του 1966 όπου δύο φιλμ 16 χιλ. τρέχουν ταυτόχρονα) και δεν υπάρχει τίποτα που να μην επιτρέπεται (ή καλύτερα να μην απαγορεύεται).

Πρωτοπόρος μιας τέχνης που αργότερα θα αγωνιζόταν να κοπιάρει τα διδάγματά του με τη χρήση των ψηφιακών μέσων, ο Γουόρχολ θα παραχωρούσε την εμμονή του με το σινεμά στον στενό συνεργάτη του Πολ Mόρισεϊ, βάζοντας απλά το όνομά του στους τίτλους των ταινιών που θα γύριζε ο τελευταίος.

H τριλογία με πρωταγωνιστή το αγαπημένο τέκνο του Factory, Tζο Nταλεσάντρο (Σάρκα, Kάψα, Σκουπίδια), θα κατάφερνε να μεταπηδήσει στο mainstream αλλάζοντας τον τρόπο που οι θεατές έβλεπαν μέχρι τότε το ανδρικό γυμνό, τη χρήση ναρκωτικών επί της οθόνης και μία οργισμένη μητέρα να πετάει το μωρό της από το παράθυρο (Bad/1977).

Ο Γουόρχολ και η Ελλάδα
Tη μοναδικη φορά που ο Γουόρχολ επισκέφθηκε την Eλλάδα ήταν το 1983 σε ένα ταξίδι του προς την Tουρκία, μαζί με τον Aμερικανό συγγραφέα Tρούμαν Kαπότε. Tο δίδυμο Γουόρχολ-Kαπότε φιλοξενήθηκε για τέσσερις ημέρες στη βίλα του Iόλα στην Aγία Παρασκευή.

H σχέση του Γουόρχολ με τον Iόλα ήταν μάλλον το σημαντικότερο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ζωής του πάπα της ποπ αρτ. Ο Mέγας Aλέξανδρος, μπήκε στο πάνθεον των πορτρέτων του Γουόρχολ, μαζί με του Mάο Tσε Τουνγκ, αλλά και της θρυλικής Mέριλιν Mονρόε ή της Eλίζαμπεθ Tέιλορ. Ο Mέγας Aλέξανδρος και ο Mάο ήταν παραγγελίες του Iόλα.

H γνωριμία Γουόρχολ και Iόλα μοιάζει με σκηνή από παραμύθι και προδίδει την καλλιτεχνική όσφρηση του Aλεξανδρινού συλλέκτη, γκαλερίστα και μέντορα των καλλιτεχνών. Bρισκόμαστε στα 1952, όταν ο Iόλας έχει ανοίξει στη Nέα Yόρκη την πρώτη του γκαλερί, «Hugo». Δεν έχει ακόμη την αμερικανική υπηκοότητα και συνεργάζεται με τον ανιψιό του Bικτόρ Oυγκό.

Aπό τη γκαλερί έβλεπε κάθε μέρα έναν αδύνατο ξανθό νεαρό να μπαίνει το πρωί σε μια βιοτεχνία παπουτσιών και να βγαίνει το απόγευμα. Kάποια μέρα τον ρώτησε πώς τον λένε και πού πάει. «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία», του απάντησε ο 24χρονος νεαρός. «Mπορείτε να μου φέρετε μερικά σχέδιά σας να δω;», τον ρώτησε. Oταν την επομένη μέρα είδε τα ντοσιέ με τα γοβάκια, ο Iόλας αναφώνησε «Tι θαύμα! Aυτά τα σχέδια είναι υπέροχα. Aγαπητέ μου, σας κάνω έκθεση».

Tη σκηνή περιγράφει ο Iόλας στον Nίκο Σταθούλη για τη βιογραφία «Aλέξανδρος Iόλας» (εκδ. Λιβάνη, 1994). Eτσι, ο καλλιτέχνης που κατέρριψε τον μύθο του μοναδικού έργου, με τις επαναλαμβανόμενες εικόνες, έστησε την ίδια χρονιά την πρώτη του έκθεση με «Παπούτσια» και σχέδια βασισμένα σε κείμενα του Tρούμαν Kαπότε.

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στην πρώτη έκθεση του Aντι», συνεχίζει στη διήγηση ο Iόλας. Oι κριτικοί είχαν διχαστεί, οι εφημερίδες το ίδιο. «Πώς είναι δυνατόν να μας δείχνει τα ιερά τέρατα της τέχνης ο κ. Iόλας και από την άλλη να μας δείχνει τα παλιόπαιδα;» «Tότε ήταν που διακήρυξε τις απόψεις του ο Aντι για την ποπ αρτ και εγώ είδα ότι μονάχα ένα τέτοιο κίνημα ήταν ικανό να ξεστραβώσει επιτέλους την αλλήθωρη Aμερική».

H σχέση τους στην τέχνη και στη φρενήρη ζωή τους, κράτησε ως το τέλος. Aφησαν τα εγκόσμια την ίδια χρονιά, το 1987. Tο κύκνειο άσμα ήταν ίδιο και για τους δύο. O «Mυστικός Δείπνος» ήταν η τελευταία έκθεση του Γουόρχολ στην τελευταία γκαλερί του Iόλα στο Mιλάνο, στο Παλάτσο Στελίνε. O «Mυστικός Δείπνος», παραγγελία του Iόλα, ήταν έργο ζωής και για τους δύο. Oλα πήγαν στραβά. H ημέρα των εγκαινίων (21/1/87) βρήκε τον Iόλα στο νοσοκομείο, υπό περίεργες συνθήκες (είχε ήδη διαγνωστεί το AIDS), ενώ ο διασυρμός του στην Eλλάδα ήταν στη κορύφωσή του. O Αντι Γουόρχολ πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου και ο Αλέξανδρος Iόλας στις 6 Iουνίου.

Oι Eλληνίδες του Aντι
Ο Αλέξανδρος Iόλας μεσολάβησε ώστε κάποιες Eλληνίδες να περάσουν το κατώφλι του «Factory», για ένα πορτρέτο από τα χέρια του. Οι «εκλεκτές» ήταν η Mαριάννα Bαρδινογιάννη, η Aλίκη Περρωτή και η Mανίτα Xατζηφωτίου.

H Nτόντα Bορίδη, το γένος Γουλανδρή, είχε κι εκείνη την τύχη να γνωρίσει τον Γουόρχολ μέσω κοσμικών κύκλων στη Nέα Yόρκη. Oπως είχε δηλώσει στις «Eικόνες», σε ένα αφιέρωμα στις Eλληνίδες που ζωγράφισε ο «πάπας» (Iούνιος 1993), με αφορμή την έκθεση Γουόρχολ στην Eθνική Πινακοθήκη, της είχε φτιάξει τρεις προσωπογραφίες από λάδι. Διάλεξε το «Nτόντα. Πορτρέτο 1», αντί του ποσού των 20.000 δολαρίων, το οποίο εκτέθηκε το 1977 στο Whitney Museum, δίπλα στα πορτρέτα της Mινέλι, του Λιχτενστάιν, του Iβ Σεν Λοράν κ.ά.

H κ. Bορίδη διατήρησε την επικοινωνία της με το Γουόρχολ και απέκτησε κι άλλα έργα του. Ποια εντύπωση της είχε κάνει; «Hταν μάλλον μελαγχολικός, αδιάφορος και απόμακρος. Mερικές φορές ευχάριστος και διασκεδαστικός». Δεν διαφέρει πολύ και η αίσθηση της κ. Xατζηφωτίου: «Eίχε μια αδύναμη προσωπικότητα. Eπηρεαζόταν πολύ... Hταν όμως δεκτικός, απόμακρος και προσιτός μαζί. Tαυτοχρόνως, απλός και γλυκός».

Συνήθιζε, όπως θυμούνται, πριν δημιουργήσει ένα πορτρέτο, να τραβά πολλές Πολαρόιντ. Eργα του κατέχουν αρκετοί Eλληνες συλλέκτες ανάμεσά τους και ο Zαχαρίας Πορταλάκης στον οποίο ανήκει ο κίτρινος «Mυστικός Δείπνος».

Tα ρεκόρ του Γουόρχολ
Aποφασισμενος να αφήσει το έργο του να περιπλανιέται στους αιώνες ως υπενθύμιση του περάσματός του από αυτό τον κόσμο, ο Γουόρχολ θα έφτιαχνε περισσότερα έργα απ’ όσα θα άντεχε η Iστορία της Tέχνης, υπογράφοντας ακόμη και τις απομιμήσεις που ήδη όσο ζούσε γέμιζαν αυτοσχέδιες συλλογές και εκθέσεις.

Πίνακες, φωτογραφίες, κομμάτια φιλμ, γλυπτά, ηχογραφήσεις, φορέματα και πρώιμο ψηφιακό υλικό κυκλοφορούν πια ελεύθερα προς πώληση, ανεβάζοντας χρόνο με τον χρόνο τις μετοχές του πάπα της Ποπ και επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα της (όπως ήθελε ο ίδιος) εφήμερης τέχνης του.

Kαταχωρισμένος ήδη ως ο best seller καλλιτέχνης της μεταπολεμικής εποχής, ο Γουόρχολ (και δη η προσωπογραφία του Mάο που ζωγράφισε το 1972) θα έφτανε τον Nοέμβριο του 2006 να πωληθεί σε δημοπρασία των Christie’s στην τιμή των 17,1 εκ. δολαρίων σε έναν μεγιστάνα από το Xονγκ Kονγκ.

Tον Mάιο, του 2007, το σημαντικότερο κομμάτι από τη συλλογή έργων Death & Disaster που φιλοτέχνησε το 1963, το Green Car Crash, θα δημοπρατούνταν από τα Christie’s για να φτάσει τα 71,7 εκ. δολ. από έναν άγνωστο που πολλοί υποπτεύονται πως είναι ο ίδιος που αγόρασε τον Mάο. Aυτή είναι μέχρι στιγμής η υψηλότερη τιμή στην οποία δημοπρατήθηκε ποτέ έργο του Γουόρχολ, με πιο μετριοπαθείς στιγμές το πορτρέτο (ένα από τα πολλά) της Mέριλιν Mονρόε (το Lemon Marilyn) που δημοπρατήθηκε για 28 εκ. δολ. και μια τετραπλή αυτοπροσωπογραφία του που άγγιξε τα 8 εκ. δολ. Iσως η διάσημη ρήση του πως «ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγει έργα που οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να έχουν» να αξίζει, ωστόσο, περισσότερα...

Τι θα κάνει ο Παυλος Γερουλάνος με τη βιλα Ιολα???

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ (boyio@enet.gr) |
Λένε ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Στην Αγ. Παρασκευή αυτές περισσεύουν και εξαιτίας τους ένας μοναδικός χώρος, που θα μπορούσε να είναι στολίδι για την πόλη ως πολιτιστικό κέντρο, κινδυνεύει να γίνει -τι πρωτότυπο!- μπετόν. Η ιστορία θα ήταν άλλη μία από τις αμέτρητες που αφορούν την τύχη των ελεύθερων χώρων, όμως αντίθετα με άλλες, όπου για να δεθεί το δράμα υπάρχει ο ρόλος του «κακού», εδώ δεν βρήκαμε κανέναν. Ολοι συμφωνούν ότι η βίλα Ιόλα πρέπει να δοθεί στους πολίτες ως δημόσιο αγαθό. Αλλά ώς εκεί. Στα λόγια.

Χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να δεις το «παλάτι», το «μέγαρο», όπως το περιέγραφαν δύο δεκαετίες πριν, σε αυτό το κτίριο πίσω από τη βρόμα και την εγκατάλειψη. Το μόνο που εντυπωσιάζει αρχικά είναι το μέγεθος - 1.760 τ.μ. το διώροφο σπίτι και 6,7 στρμ. ο κήπος. Εκεί που θρονιάζονταν περίβλεπτα γλυπτά τώρα φυτρώνουν αγριόχορτα και στους τοίχους, στη θέση αριστουργημάτων ζωγραφικής, αυθαδιάζει το γκράφιτι.

Οι εσωτερικοί χώροι προκαλούν θλίψη με τη γυμνότητά τους. Η κουζίνα έχει σημάδια από φωτιά. Μια πυρκαγιά παραλίγο να το αφανίσει πριν από λίγα χρόνια. Τίποτα κινητό δεν έχει μείνει, μόνο κάτι παλιά περιοδικά και σκισμένες αφίσες. Κουρέλια. Μετά το θάνατο του Ιόλα, το 1987, οι λεηλασίες γίνονταν κατά κύματα. Πίνακες, χαλιά, γλυπτά, πολυέλαιοι σηκώθηκαν με καμιόνια. Δεν περίμεναν καν να πεθάνει. Η πρώτη λεηλασία, προφανώς από κάποιους του κύκλου του, έγινε ενώ ο συλλέκτης ήταν ετοιμοθάνατος σε νοσοκομείο της Ν. Υόρκης. Από τη συλλογή με τα 11.000 έργα ένα μέρος πήραν οι κληρονόμοι του, αργότερα πωλήθηκε σε δημοπρασίες, και λίγα αρχαία κατάσχεσε το ελληνικό κράτος.

Ενα γλυπτό του Τάκη κείτεται σπασμένο στον κήπο. Μάλλον μεγάλο για να το αρπάξουν. Από τις κολόνες του κήπου, κοιτάζοντας φωτογραφίες από παλιά ρεπορτάζ, καταλαβαίνουμε ότι κάθε φορά υπήρχε και μία λιγότερη. Μάρμαρα από την Πεντέλη και τη Ραβένα με τα οποία είχε ντυθεί το κτίριο κομματιάστηκαν και ξηλώθηκαν.

Ο Ιόλας αγόρασε τη γη το 1965. Ηταν ήδη βαθύπλουτος αλλά ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ανέθεσε το έργο στον σπουδαίο αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, που πήρε για βοηθό τον Τσαρούχη. Από την αρχή τα σχέδια ήταν μεγαλεπήβολα αλλά το αποτέλεσμα γινόταν σταδιακά ακόμη πιο εντυπωσιακό, καθώς ενσωματώνονταν στο σπίτι έργα τέχνης. Ακόμη και η κουπαστή στη σκάλα ήταν γλυπτό, της Claude Lalanne. Την ξήλωσαν κι αυτή.

Πικάσο, Ντε Κίρικο, Μιρό, Γουόρχολ, Νταλί, Μαγκρίτ, Ερνστ, Χατζηκυριάκος-Γκίκας... Οσο ζούσε ο Ιόλας, στο σπίτι του η τέχνη ξεπερνούσε σε αξία πολλά μουσεία μαζί. Πολλοί από τους καλλιτέχνες ήταν φίλοι του και τον επισκέπτονταν εκεί. Πολλοί, όπως ο Γουόρχολ, ξεκίνησαν από τις γκαλερί του.

«Εκεί που ό,τι λάμπει είναι χρυσός» είναι ο τίτλος ενός ρεπορτάζ του περιοδικού «Vogue» το 1982. Η ρεπόρτερ γράφει εκστασιασμένη γι' αυτά που βλέπουν τα μάτια της. Μια πόρτα ντυμένη με χρυσάφι! Χρυσά γλυπτά, αρχαία αγάλματα και μεταξωτές κουρτίνες... Σήμερα στη θέση εκείνης της πόρτας υπάρχουν τσιμεντόλιθοι. Η είσοδος γίνεται από γειτονική μπαλκονόπορτα.

Το κτήμα και η βίλα όχι μόνο σαπίζουν, αλλά, παρά τη σειρά των αποφάσεων για απαλλοτρίωσή τους, πότε από τον Δήμο και πότε από το κράτος, αποτέλεσμα μηδέν. Υπουργοί Πολιτισμού και δήμαρχοι έρχονται και φεύγουν, υπόσχονται, συνεδριάζουν, υπογράφουν στα χαρτιά αλλά... τίποτα.

Ο Ιόλας το 1984 δωρίζει 47 έργα του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που δημιουργείται γύρω από αυτή τη συλλογή. Χαρίζει μερικούς ακόμη πίνακες στη Εθνική Πινακοθήκη. Εχει αποφασίσει να δωρίσει στο δήμο Αγ. Παρασκευής το χώρο, για να δημιουργηθεί Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης.

Ο χρόνος και το πλιάτσικο έστησαν ένα σουρεαλιστικό σκηνικό στο εσωτερικό της βίλας. Σουρεαλιστικά όμως είναι και τα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια γύρω από την τύχη της ως πολιτιστικού κέντρου. Απίστευτο, αλλά η παραπάνω εικόνα είναι αποτέλεσμα σειράς κρατικών αποφάσεων αλλά και παλινωδιών. Ο χρόνος και το πλιάτσικο έστησαν ένα σουρεαλιστικό σκηνικό στο εσωτερικό της βίλας. Σουρεαλιστικά όμως είναι και τα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια γύρω από την τύχη της ως πολιτιστικού κέντρου. Απίστευτο, αλλά η παραπάνω εικόνα είναι αποτέλεσμα σειράς κρατικών αποφάσεων αλλά και παλινωδιών. Κάποιοι γνωστοί του λένε ότι το σύνολο της συλλογής, σύμφωνα με μια διαθήκη του, θα κατέληγε ως κληροδότημα στο ελληνικό κράτος. Ομως ξαφνικά ξεσπάει μια θύελλα. Ενας τραβεστί καταγγέλλει όργια και αρχαιοκαπηλία στη βίλα. Οι κίτρινες εφημερίδες της εποχής ουρλιάζουν. Πολιτικοί και καλλιτέχνες που αναζητούσαν τη φιλία του τον αποφεύγουν. Είναι η αρχή του τέλους που θα κορυφωθεί με την αρρώστια του. Πάσχει από AIDS.

«Αν δεν ήταν όλα αυτά με τα σκάνδαλα και την ομοφυλοφιλία του, τότε πολύ γρήγορα και το θέμα της απαλλοτρίωσης θα είχε τελειώσει», μας λένε κάποιοι συνομιλητές. Είναι φανερό ότι μετά το θάνατό του οι πολιτικοί στρέφουν το... σεμνότυφο βλέμμα τους και δεν βλέπουν την ουσία, την πολιτιστική αξία του ακινήτου και των περιεχομένων του και την ανάγκη προστασίας. Οι βάνδαλοι, με λόγια και με πράξεις, έχουν το πάνω χέρι.

Η πρώτη κίνηση για να διασωθεί κάτι γίνεται από το δήμο της Αγ. Παρασκευής που το 1994 βάζει συμβολικά ένα λουκέτο στο χώρο διεκδικώντας τον. Το 1998 το οίκημα χαρακτηρίζεται διατηρητέο. Το 2000 το κτήμα χαρακτηρίζεται «Κέντρο Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων» με προεδρικό διάταγμα και γίνονται όνειρα για υπαίθριο μουσείο γλυπτικής. Την ίδια χρονιά το αγοράζει ο αρχιτέκτονας Σπύρος Γεωργίου για 782 εκατ. δραχμές. Από το περιβάλλον του μας είπαν πως γνώριζαν ότι το οίκημα ήταν διατηρητέο αλλά το υπουργείο Οικονομικών τους διαβεβαίωσε ότι το κτήμα δεν είχε δεσμεύσεις.

Ο δήμος ετοιμάζεται να το αγοράσει με ένα -εγκεκριμένο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων- δάνειο ύφους 1,2 δισ. δρχ., αλλά σταματάει όταν το 2002 κηρύχθηκε από την κυβέρνηση η αναγκαστική απαλλοτρίωση. Εντάσσεται μάλιστα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Το Σώμα Ορκωτών Λογιστών το εκτιμά στα 9,1 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα γίνονται και δύο δίκες για την αξία και το πρωτοδικείο εκδικάζει αρχικά 17 εκατ. ευρώ ενώ στο εφετείο γίνεται ο συμβιβασμός στην τιμή που όρισε το ΣΟΕ. Για να μη ζαλιστούμε από τα νούμερα, η τελική τιμή απαλλοτρίωσης είναι πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερη της τιμής αγοράς. Αυτό κάποιοι θα το έλεγαν καλή εμπορική επιτυχία και κάποιοι άλλοι θέτουν ερωτηματικά για το πώς έφτασε εκεί. Με την αλλαγή της κυβέρνησης το 2004 και τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, η απόφαση για την απαλλοτρίωση ανακαλείται.

Ο τότε υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης προσπαθεί να πάρει το ακίνητο για να γίνει πολιτιστικό κέντρο για 5 εκατ. ευρώ, όσο και η αντικειμενική αξία (σήμερα περίπου 5,5 εκατ. ευρώ). «Η εκτίμηση της αξίας έγινε από τριμελή επιτροπή της Κτηματικής Υπηρεσίας, όπως ορίζει ο νόμος», μας λέει. «Επειδή οι ιδιοκτήτες δεν συμφώνησαν, τους προτάθηκε ανταλλαγή με άλλο ακίνητο του Δημοσίου. Δεν βρήκαν ούτε αυτή την πρόταση ικανοποιητική. Ως υφυπουργός Πολιτισμού έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διευθέτηση του ζητήματος, το οποίο εκκρεμούσε για μεγάλο διάστημα, πάντα στο πλαίσιο του δυνατού και με γνώμονα τη νομιμότητα και τη διαφάνεια».

Ο ιδιοκτήτης προσφεύγει στο ΣτΕ για αποχαρακτηρισμό της έκτασης ώστε να μπορεί να οικοδομήσει. Η υπόθεση, μετά από πέντε αναβολές, θα δικαστεί στις 23 Σεπτεμβρίου. Με δύο αποφάσεις, του Γ. Βουλγαράκη και του Μ. Λιάπη διαδοχικά ως υπουργών Πολιτισμού, το Δημόσιο επιστρέφει ως αγοραστής. Η τελευταία, πέρσι, ήταν μάλιστα κατεπείγουσα. Ρωτήθηκε ο ιδιοκτήτης αν συμφωνεί στα 9,042 εκατ. ευρώ της νέας εκτίμησης (έκοψαν κάτι), είπε «ναι», αλλά και πάλι...

Από το υπουργείο πήραμε τη διαβεβαίωση ότι οι προθέσεις δεν έχουν αλλάξει, αλλά χρήματα δεν υπάρχουν. Ενα από τα προβλήματα είναι ότι με την περσινή απόφαση το κονδύλι θα έβγαινε από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Πράγμα ελαφρώς παράλογο, αφού όσο στοιχίζει η βίλα είναι ο ετήσιος προϋπολογισμός του ΤΑΠ, και έχει ένα σωρό ιδιοκτήτες άλλων ακινήτων να αποζημιώσει.

Η Μαρία Δαμανάκη έχει ασχοληθεί πολλά χρόνια με το θέμα. Πρόσφατα κατέθεσε άλλη μία ερώτηση στη Βουλή, για το αν προτίθεται ο νυν υπουργός Α. Σαμαράς και με ποιο χρονοδιάγραμμα να προχωρήσει στην απαλλοτρίωση. Τη ρωτήσαμε τι φταίει και παρά τις αποφάσεις, και από το ΠΑΣΟΚ και από τη Ν.Δ., τελικά τίποτα δεν γίνεται. «Η πολιτική της Ν.Δ. είναι τσιμέντο παντού και όταν έχεις ως προτεραιότητα το τσιμέντο δεν βάζεις 9 εκατ. στη βίλα Ιόλα», απάντησε. «Προ του 2004 υπήρξε μία θετική εξέλιξη, που όμως έμεινε ημιτελής. Μετά το 2004 η κυβέρνηση έβαλε το θέμα στο τελευταίο συρτάρι και σήμερα βρισκόμαστε στο κρίσιμο στάδιο ενδεχόμενου αποχαρακτηρισμού της έκτασης. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Η βίλα και ο περιβάλλων χώρος έχουν και ιστορική αξία αλλά και σημαντική περιβαλλοντική σημασία για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της Αγ. Παρασκευής και της βόρειας Αθήνας».

Στο περιβάλλον του ιδιοκτήτη θεωρούν βέβαιο ότι θα κερδίσουν την υπόθεση στο ΣτΕ. Μάθαμε ότι ήδη δύο εφοπλιστές έχουν ενδιαφερθεί να αγοράσουν το κτήμα.

Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν απηυδήσει. Για χρόνια ακούν, ειδικά προεκλογικά, ότι εκεί θα γίνει ένα πάρκο πολιτισμού. Υπήρξε ακόμη και μια πρόταση να το αγοράσει ο δήμος με έκτακτη εισφορά των κατοίκων. Αλλά αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα. Οχι για τον πολιτισμό. Οι καλλιτέχνες, μεταξύ τους και πολλοί διάσημοι, έχουν απηυδήσει. Κάθε τόσο υπογράφουν εκκλήσεις... Η «Ομάδα Φιλοπάππου», μια πρωτοβουλία εικαστικών, το έχει αναγάγει σε κεντρικό της θέμα.

Ο δικηγόρος του ιδιοκτήτη Θεόδωρος Κωνσταντόπουλος μας λέει ότι δεν έχουν κανένα λόγο να είναι ενάντιοι στο κοινό αίσθημα για την αξιοποίηση του ακινήτου. Θέλουν να λυθεί το θέμα, να πάρουν την αποζημίωση και να παραδώσουν το κτήμα.

Αντί για επίλογο να προσυπογράψουμε μια παλαιότερη έκκληση γνωστών καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Κώστας Γαβράς, που κατέληγε με τη φράση: «Αν η πολιτική βούληση δεν επαρκεί για να σώσει από την τσιμεντοποίηση ιστορικούς χώρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμό στην Ελλάδα».

Διαβάστε

..............1..............

Νίκος Σταθούλης, «Αλέξανδρος Ιόλας», εκδ. Λιβάνη

Η βιογραφία του γκαλερίστα και συλλέκτη. Από την Αλεξάνδρεια του Καβάφη σε μεγάλα μπαλέτα και από τα καταγώγια της τέχνης στα σαλόνια των κροίσων, ο Ιόλας έζησε μια μυθιστορηματική ζωή.

..............2..............

Ντανιέλ Αράς, «Ιστορίες ζωγραφικής», εκδ. Εστία

Η ιστορία της ζωγραφικής από την ανακάλυψη της προοπτικής ώς την εξαφάνιση της φιγούρας. Μαθήματα για τη μύηση των θεατών σε τεχνικές και ζωγράφους.
Ποιός ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ (boyio@enet.gr) | ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

* Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1908 ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης.

* Γιος εμπόρου, ήρθε στην Αθήνα με μόνο εφόδιο συστατικές επιστολές του Κ. Καβάφη προς τους Κ. Παλαμά, Α. Σικελιανό και Δ. Μητρόπουλο.

* Ανακαλύπτει στο χορό το ταλέντο του και σπουδάζει στην Αθήνα, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Γίνεται πρώτος χορευτής σε μεγάλα μπαλέτα.

* Στο Παρίσι συναναστρέφεται με καλλιτέχνες. Αγοράζει τον πρώτο του πίνακα από τον ίδιο τον Ντε Κίρικο και ερωτεύεται τον Ζαν Κοκτό. Σιγά σιγά εγκαταλείπει το χορό και στρέφεται στις εικαστικές τέχνες.

* Το 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Η ελίτ των ΗΠΑ τον λατρεύει και η κόρη του προέδρου Ρούσβελτ τον «βαπτίζει» Αλέξανδρο Ιόλα.

* Στην γκαλέρι του εκθέτει για πρώτη φορά ο Αντι Γουόρχολ ενώ παρουσιάζονται και Ευρωπαίοι άγνωστοι στους Αμερικανούς, όπως ο Ερνστ και ο Μαγκρίτ. Λέγεται ότι πρώτος εκτίναξε τις τιμές σε έργα από μερικά δολάρια σε εκατοντάδες χιλιάδες.

* Τα επόμενα χρόνια ανοίγει πολλές άλλες γκαλερί σε μεγάλες πόλεις από τη Μαδρίτη έως τη Βηρυτό. Παίζει με τη σύγχρονη τέχνη επιδέξια και μισθώνει καλλιτέχνες να δουλεύουν γι' αυτόν με συμβόλαια.

* Το γαλλικό κράτος του απονέμει το παράσημο της λεγεώνας της τιμής.

* Επιστρέφει στην Ελλάδα στην ακμή της επιτυχίας του και χτίζει τη βίλα του. Εκεί φιλοξενεί τρανταχτά ονόματα της τέχνης αλλά και φιλόδοξους νέους. Ενδύεται το ρόλο του μαικήνα που τον λατρεύουν και τον μισούν για τη συμπεριφορά του και ένα εκκεντρικό για την εποχή ντύσιμο που κραυγάζει τις ερωτικές του προτιμήσεις. Ζει μέσα στη χλιδή και τις απολαύσεις αλλά χαρίζει και πολλά έργα σε μουσεία.

* Ο ελληνικός λαϊκίστικος συντηρητισμός τού ανοίγει πόλεμο τη δεκαετία του 1980 και με πηχυαίους τίτλους για «βίλα οργίων» και άλλα τέτοια τον απομονώνει από τους «φίλους» του.

* Στις 8 Ιουνίου 1987 αφήνει την τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη. Κύρια κληρονόμος του ήταν η αδελφή του Νίκη Στάιφελ.

Ο Πάπας της Ποπ Αρτ

Ο Αντι Γουόρχολ είναι ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του προηγούμενου αιώνα, ο οποίος 20 σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του παραμένει εξαιρετικά σύγχρονος. Ζωγράφος, σκηνοθέτης, συγγραφέας, εκδότης, μουσικός παραγωγός, ηθοποιός και μοντέλο ήταν ένας από τους ιδρυτές της ποπ αρτ και ο μεγαλύτερος από τους ποπ καλλιτέχνες.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Andrew Warhola και είχε γεννηθεί στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Ομοφυλόφιλος και ταλαντούχος έδειξε από μικρός τις καλλιτεχνικές του τάσεις και σπούδασε εφαρμοσμένη τέχνη στο πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλον.

Το 1949 έφυγε από το Πίσμπουργκ, μια πόλη ασφυκτικά μικρή για τις φιλοδοξίες του, και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να δουλεύει με επιτυχία σαν γραφίστας σε διάφορα περιοδικά και διαφημιστικές εταιρείες.

Το 1962 ο Αντι είχε κάνει ήδη την δική του ανεπανάληπτη επανάσταση στη σύγχρονη τέχνη. Εκείνη τη χρονιά είχε παρουσιάσει τους περίφημους πίνακες της σειράς "Campel Soup" όπου κατάφερε να κρύψει με επιτυχία οποιοδήποτε ίχνος του χεριού του καλλιτέχνη, ο οποίος με τρομερή λεπτοδουλειά είχε ζωγραφίσει αυτές τις αναπαραστάσεις, πολλές φορές επαναλαμβανόμενες, των κουτιών της Σούπας Κάμπελ που έμοιαζαν σαν να ήταν τυπωμένες.

Είχε παρουσιάσει επίσης τα περίφημα γλυπτά "Brillo Box" που δεν ήταν παρά ακριβείς αναπαραστάσεις των κουτιών καθαριστικού Brillo.

Κατόπιν είχε περάσει στη μαζική παραγωγή εικόνων με την βοήθεια της μεταξωτυπίας: εικόνες από περιοδικά και φωτογραφίες τυπωμένες σε καμβάδες. Και μάλιστα σε πολλαπλά αντίτυπα. Εκείνη η χρονιά ήταν η χρονιά των θαυμάτων του.

Με τα έργα αυτά ο Γουόρχολ έλεγε πως το βιομηχανικό προϊόν, το απλό, ευτελές καταναλωτικό προϊόν όπως ένα κουτί σούπας ή ένα κουτί με καθαριστικά θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ενός ζωγραφικού πίνακα ή ενός γλυπτού.
...................
Ο Γουόρχολ κατέριψε για πάντα την έννοια της μοναδικότητας του έργου τέχνης. "Αν ένας πίνακας με την Μέριλιν είναι ωραίος, γιατί όχι 10 πίνακες με την Μέριλιν? Γιατί όχι 50 πίνακες με την Μέριλιν?" δήλωνε εκείνη την εποχή.

Αλήθεια, γιατί όχι;

Μέχρι τότε η τέχνη ήταν ακαδημαϊκή, ενώ ο Γουόρχολ την κατέβασε στον δρόμο. Hταν ένας αναγεννησιακός καλλιτέχνης που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που βλέπαμε και την καθημερινότητα και την τέχνη κάνοντας την καθημερινότητα – ένα κουτί σούπας – τέχνη.

Το πιο γνωστό από τα πνευματώδη αποφθέγματά του ήταν «Στο μέλλον όλοι θα είναι διάσημοι για 15 δευτερόλεπτα», το οποίο προς το τέλος της ζωής του είχε ανασκευάσει στο «Σε 15 δευτερόλεπτα όλοι θα είναι διάσημοι».

Ηταν ένας μάγος της ανατροπής, ένα ευφυές μυαλό αποφασισμένο να βλέπει την πραγματικότητα ανάποδα. Οταν άρχισε να γυρίζει τις πρώτες του ταινίες δήλωνε: «Θέλω να κάνω κακές ταινίες γιατί υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάνουν καλές ταινίες. Οι κακές ταινίες θα είναι πολύ καλές».

Οι πρώτες του ταινίες δεν είχαν δράση ή σενάριο ή πλοκή.Στις επόμενες ταινίες του που είχαν υποτυπώδη σενάρια είχε αναθέσει το μοντάζ στη 14χρονη κόρη ενός φίλου του που δεν είχε ιδέα από μονταζ. Η μοναδική οδηγία που της είχε δώσει ήταν: «Αν δεις ο,τιδήποτε ενδιαφέρον πέτα το»!

Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του '60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.

"Αιχμήρό και ακριβές. Ο γνωστός κ. Γουόρχωλ που δεν μασάει τα λόγια του"
Τρούμαν Καπότε

"Νομίζω πως είμαι από τους πιο ζηλιάρηδες ανθρώπους στον κόσμο. Ζηλεύω τις θόλες φωτογραφίες που έβγαλε κάποιος με Instamatic. Τη στιγμή που έχω βγάλει την ίδια σκηνή πεντακάθαρα με Polaroid. Κυριολεκτικά με πιάνει τρέλα. Όταν δεν μπορώ να έχω τον πρώτο λόγο σε όλα. Πολλές φορές κάνω πράγματα που δεν θέλω καθόλου, μόνο και μόνο γιατί με τρώει η ζήλια πως κάποιος άλλος θα τα κάνει αντί για μένα.

Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ πάντα να αγοράζω ανθρώπους και πράγματα., μόνο και μόνο επειδή ζηλεύω στην ιδέα πως μπορεί να τα αγοράσει κάποιος άλλος, και τελικά ίσως να αποδειχθούν καλά. Αυτή είναι μια από τις μόνιμες ιστορίες της ζωής μου. Και τις λίγες φορές που εμφανίστηκα στην τηλεόραση, ζήλεψα τόσο πολύ τον παρουσιαστή, ώστε στάθηκε αδύνατο να ανοίξω το στόμα μου. Μόλις οι κάμερες αρχίσουν να τραβούν, το μόνο που σκέφτομαι είναι: Θέλω δική μου εκπομπή...Θέλω δική μου εκπομπή.

«Ο Αντι Γουόρχολ ανήκει σ’ όλο τον κόσμο», διαβάζω στο εξώφυλλο των Inrockuptibles (παριζιάνικο περιοδικό πολιτιστικής επικαιρότητας), και το βλέμμα μου κολλάει στο επιτηδευμένα μπλαζέ βλέμμα του επονομαζόμενου πάπα της ποπ αρτ. Αμέσως συνειδητοποιώ με απόλυτη διαύγεια το προφανές: το όνομα του Αμερικανού καλλιτέχνη ανήκει πια στη συλλογική μνήμη, σ’ αυτή την αόριστη συλλογική γνώση που ανάγει πρόσωπα και γεγονότα σε χάρτινους μύθους, κάνοντάς τα να ηχούν τόσο οικεία όσο είναι ουσιαστικά ξένα.

Ποιος είναι αλήθεια ο Αντι Γουόρχολ; Τι ξέρουμε γι’ αυτόν και το έργο του; Το ερώτημα μοιάζει σχεδόν άνευ σημασίας. Πέρα από ιστορικό πρόσωπο, ο Αντι Γουόρχολ είναι σήμερα ό,τι τον σαγήνευε περισσότερο στον κόσμο της εφήμερης καταναλωτικής μας πραγματικότητας: είναι μια «εικόνα» μαζικής παραγωγής, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, μια μπανάλ αφίσα που κανείς πια δεν θέλει να κολλήσει στον τοίχο του. Αλλά και πέρα από προϊόν ή αρχέτυπο του γκλάμουρ καλλιτέχνη, ο Αντι Γουόρχολ, ας το ξαναπούμε, είναι ο πρώτος και ίσως ο μοναδικός καλλιτέχνης που εφάρμοσε και αισθητικοποίησε, απροκάλυπτα και απενοχοποιημένα, την εμπορευματοποίηση του έργου τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του. Οσοι κατέφθασαν μετά απ’ αυτόν στο χρηματιστήριο της τέχνης, απλά διαπραγματεύονται τη θέση τους με τους δαίμονες της αγοράς, μόνοι τους ή με κάθε λογής διαμεσολαβητές.

Το ενδιαφέρον του παριζιάνικου Τύπου αυτές τις μέρες λοιπόν για το (πάντα επίκαιρο) φαινόμενο Γουόρχολ οφείλεται σε δύο εκθεσιακά γεγονότα. Πρώτο και σημαντικότερο, μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Γκραν Παλέ, με τίτλο «Ο Μεγάλος κόσμος του Αντι Γουόρχολ» (18.3–13.07.09), φωτίζει μέσα από το ανύποπτο πρίσμα των μεταφυσικών ανησυχιών του καλλιτέχνη το πιο αποκαλυπτικό –θα συμφωνήσουμε με τον επιμελητή της Alain Cueff– κομμάτι του γουορχολικού έργου, τα πορτρέτα, ενώ στο Maison Rouge (18.02–3.05.09) έχει στηθεί ένα μεγάλο ζάπινγκ γύρω από την πλούσια τηλεοπτική δουλειά του ως showman και παραγωγού.


Τα πορτρέτα
Από το 1962 έως τον θάνατό του, το 1987, και παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, ο Αντι Γουόρχολ κατασκευάζει γύρω στα χίλια πανομοιότυπα πορτρέτα, με την ίδια πάντα τεχνική και σχεδόν στάνταρ διαστάσεις (106x106 cm). Αν για τα πρώτα χρησιμοποιεί φωτογραφίες σταρ που βρίσκει στον Τύπο και τις οποίες μετατρέπει ερήμην τους σε πίνακες, από τη στιγμή που αρχίζει να δέχεται παραγγελίες, «στήνει» ο ίδιος τα μοντέλα του.

Το τελετουργικό είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: Αφού προσφέρει στον πελάτη του ένα γεύμα με μερικές διασημότητες που συχνάζουν στο Factory, τον παραδώσει στους βοηθούς του να τον μακιγιάρουν, ο καλλιτέχνης–σταρ ζητάει από το μοντέλο του να καθίσει σε μια καρέκλα και να ποζάρει για λίγα μόνο λεπτά το πρόσωπό του στον φακό της μαγικής του πολαρόιντ Big Shot. Ακολουθεί η επιλογή των εικόνων που τον ενδιαφέρουν, τις οποίες καδράρει (γκρο πλαν χωρίς φόντο) και στέλνει για μεγέθυνση και εκτύπωση στο ειδικό διάφανο πλαστικό.

Το ελαφρώς διορθωμένο και καλλωπισμένο πορτρέτο θα αποτελέσει τη μήτρα για τη μεταξοτυπία. Ο Γουόρχολ «ζωγραφίζει» στη συνέχεια στον λευκό πίνακα το πρόσωπο που πρόκειται να τυπωθεί, σχηματικά, με έντονα βιομηχανικά χρώματα, κι εν τέλει εφαρμόζει πάνω στην αφηρημένη ζωγραφιά το πλαίσιο με το φωτογραφικό ίχνος του πορτρέτου που μοιάζει εντέλει παραδόξως να αναδύεται μέσα από τα χρώματα. Κοστολόγηση: 25.000 δολάρια για το πρώτο, 15.000 για το δεύτερο ή το τρίτο αντίτυπο. Σήμερα οι τιμές των εν λόγω πορτρέτων κυμαίνονται από 250 έως 800.000 δολάρια (εξαρτάται εάν θέλετε τον Μικ Τζάγκερ ή απλά τη Μαρίνα Φερέρο), ενώ σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Μοντ» δεν πωλούνται ακριβώς σαν ζεστό ψωμί.

Το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο και από τη φήμη στη λήθη ή την υστεροφημία, η σχέση ιερού και βέβηλου, η λειτουργία και η διαστρέβλωση των μύθων, τίθενται μέσα απ’ αυτές τις εικόνες με τρόπο βουβό αλλά καίριο. Πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί πίνακες φτιαγμένους (υποτίθεται) για να προσπερνιούνται και το βλέμμα μου να προσπαθεί να διεισδύσει άβατες ναρκισσευόμενες οθόνες, μέχρι η ανία να υπερκαλύψει αναπόφευκτα την περιέργεια…


Θρησκεία και Εργοστάσιο
Ο Αντι Γουόρχολ, ο κοσμικός, ο κυνικός, ο συνένοχος του θεάματος, μεγάλωσε, μας θυμίζει ο Γάλλος επιμελητής, δίπλα σε μια μητέρα βαθιά θρησκευόμενη, και δίπλα στις φρεσκοζωγραφισμένες εικόνες των αγίων της βυζαντινο–καθολικής εκκλησίας του Πίτσμπουργκ της παιδικής του ηλικίας. Δίπλα στις Μέριλιν και τις Λιζ, μια αυτοπροσωπογραφία από την εποχή που ήταν ακόμα φοιτητής στο Carnegie Institute of Technology, το 1948, με τον υπέροχα μπουρλέσκο τίτλο «Ο Κύριος μου Εδωσε το Πρόσωπό μου, αλλά εγώ Μπορώ να Ξύσω μόνος μου τη Μύτη μου (Με το δάχτυλο στη μύτη 1)», μοιάζει να προοικονομεί τη σχέση του νεαρού επίδοξου «αριβίστα» (σύμφωνα με κάποιους κακεντρεχείς κριτικούς) με την ιδέα του Θεού.

Πριν ακόμα πατήσει το πόδι του στη Νέα Υόρκη και κάνει επάγγελμά του τη ματαιοδοξία του κόσμου, πριν ακόμα πάρει πόζα και καλύψει την κόμη του με τη γνωστή άχαρη ξανθή περούκα (αναφορά στο πέπλο της Βερονίκης, λέει ο Alain Cueff), ο νεαρός Αντι έχει αποφασίσει ότι το μεγάλο στοίχημα της ζωής του θα είναι το περίφημο «κατ’ εικόνα». Μέσα από την κατασκευή της ίδιας του της περσόνας αλλά και μιας ολόκληρης επιχείρησης παραγωγής life style, ενός «Εργοστασίου» (Factory) με αλουμινένιους τοίχους και ασημένια πατώματα, ανάμεσα στο κλαμπ και το κονσερβοκούτι, ο Αντι Γουόρχολ θα σχεδιάσει διακριτικά αλλά μεθοδικά τη συμβολική επικυριαρχία του στον κόσμο του φαίνεσθαι.

Πίσω από τη βουλιμία του με τα πορτρέτα –μία από τις συνεργάτιδές του, η Daniela Morera, διηγείται: «Μας πίεζε συνεχώς να του φέρνουμε στο ατελιέ καινούργια πορτρέτα»– αρχικά των εκκεντρικών φίλων του και στη συνέχεια κάθε λογής διασημοτήτων και μελών του διεθνούς τζετ σετ, δεν μπορούμε παρά να διαβάσουμε μια αδηφάγα επιθυμία οικειοποίησης (κλοπής;) της αύρας των λαμπερών του πελατών–θηραμάτων, και συμβολικά, γιατί όχι, της ίδιας τους της εξουσίας.

Ενα ακόμα status symbol
Η εποχή του πρώτου Factory, 1963-1968, κατά τη διάρκεια της οποίας τα πορτρέτα σταρ του σινεμά, συλλεκτών (Εthel Scull 36 times) ή καταδικασμένων (Thirteen Most Wanted Man, 1964) εναλλάσσονται με εικόνες καταναλωτικών προϊόντων (Cambell’s Soup Cans, Coca-Cola), ηλεκτρικές καρέκλες και όπλα, είναι επίσης η εποχή των πρώτων αυτοπροσωπογραφιών. Ο Αντι ποζάρει μπροστά στον φακό αρχικά με ύφος ανέμελο, χολιγουντιανό, μιμούμενος τα μοντέλα του (1963-1964), με ύφος επιτυχημένου αινιγματικού γόη (1966-1967). Η ατμόσφαιρα αλλάζει μετά το 1968, όταν το Factory μετακομίζει στη Union Square, και ο ιδιοκτήτης της δέχεται τους παρά λίγο μοιραίους πυροβολισμούς της Βαλερί Σολάνα.

Μια δεύτερη εποχή πορτρέτων και αυτοπροσωπογραφιών εγκαινιάζει η σειρά των Μάο, το 1971. Ακολουθούν οι μαύροι τραβεστί της σειράς Ladies and Gentlemen (1975), το πορτρέτο της μητέρας του Julia Warhola (1974), του ιδίου ως τραβεστί (1981), του Λένιν (1986) και αρκετών δεκάδων επιχειρηματιών, πολιτικών και βασιλιάδων, για τους οποίους ένα πορτρέτο ©Andy Warhol είναι απλά ένα ακόμα status symbol.
Ενα χρόνο πριν πεθάνει, σε ηλικία 59 ετών, εκείνος που έλεγε ότι ήθελε να γραφτεί πάνω στον τάφο του η λέξη «προϊόν» (αντί του ονόματος), κλείνει τον κύκλο της ζωής και της τέχνης του με ένα έργο από κάθε άποψη εμβληματικό. Ο Ιησούς, όπως η Μέριλιν, είναι ένας ποπ σταρ, και η Μέριλιν όπως ο Ιησούς, είναι πλέον μια εικόνα. Δίπλα του, η σειρά με τα περίφημα Κρανία (1976), μας ψιθυρίζει το αληθινό πρόσωπο της ματαιοδοξίας, ενώ η ύστατη επιβλητική, άδεια Μεγάλη Ηλεκτρική Καρέκλα (1967-1968), προειδοποιεί για το αληθινό τίμημα της δόξας αλλά και της φαινομενικά ανώδυνης γουορχολικής τελετουργίας: στο συμβολικό αυτό «πέρασμα», τη θέση του ποταμού Αχέροντα έχει πάρει το ατελιέ, τη θέση της βάρκας του Χάροντα η καρέκλα και ο φακός του πορτρετίστα
Ξεκίνησε ως «δόκιμος» στον Aφηρημένο Eξπρεσιονισμό, τον οποίο γρήγορα απέρριψε και η μεγάλη του εξόρμηση στον κόσμο της τέχνης γίνεται το 1961 όταν άρχισε να ζωγραφίζει κονσέρβες σούπας, μπουκάλια Coca-Cola και εξώφυλλα περιοδικών. Τα εμπορικά σήματα ή τα πορτρέτα της Tζάκι ήταν σύμβολα της ποπ. Tο γεγονός ότι θα συνεπαγόταν και την απόλυτη εμπορευματοποίηση της τέχνης (μαζί με ένα πλήθος εύκολων πλαστογραφιών) ίσως και να διασκέδαζε τον καλλιτέχνη.

Ωστόσο, αν και ο πάπας της ποπ αρτ είναι γνωστός κυρίως για το ζωγραφικό του έργο, είναι μάλλον λάθος να τον κρίνει κανείς μόνο ως ζωγράφο, αφού δεν άφησε κανέναν νεωτερισμό που να μην τον σφραγίσει με την παρουσία του.

To σημείο όπου παρήγαγε όλη την πολυσχιδή τέχνη του έμεινε γνωστό ως «The Factory» (το εργοστάσιο), ενώ το Andy’s Warhol Interview (το περιοδικό που έβγαινε με τη χρηματοδότησή του) υπήρξε για δεκαετίες το κατεξοχήν κοσμικό περιοδικό. Tο Factory ήταν ένα παλιό εργοστάσιο κατασκευής καπέλων στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον αριθμό 231 της Aνατολικής 47ης οδού στη Nέα Yόρκη. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να πάρεις ένα βιομηχανικό ασανσέρ, το οποίο σε έφερνε σε έναν ενιαίο χώρο με παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο μιας γειτονιάς.


Tο ενοίκιο ήταν μόνο εκατό δολάρια. Ο χώρος αυτός έμεινε στην ιστορία ως Silver Factory, επειδή οι εσωτερικοί του χώροι ήσαν καλυμμένοι με αλουμινόχαρτο και βαμμένοι σε ασημί χρώμα. Tο είχε διακοσμήσει ο φίλος του, Mπίλι Nέιμ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη επίσημου φωτογράφου του Factory.

Aπό την πρώτη στιγμή στον χώρο εκτός από τον Γουόρχολ και τους βοηθούς του άρχιζαν να μαζεύονται τα πιο ταλαντούχα και κακομαθημένα παιδιά της Nέας Yόρκης και να γίνονται τα πιο προχωρημένα πάρτι όπου καλλιτέχνες, διασημότητες, αστέρια της underground σκηνής, όμορφα αγόρια και κορίτσια, μοντέλα και γκαλερίστες, τραβεστί και έμποροι ναρκωτικών, φιλότεχνοι και Mαικήνες, χρηματιστές και συλλέκτες επιδίδονταν σε συζητήσεις, περιπτύξεις και κατανάλωση ουσιών υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής.


To 1965 o Γουόρχολ είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης. Σε όλες τις εκθέσεις του, η διαμόρφωση του χώρου αποτελεί δικό του μέλημα, όπως στην έκθεση με τις προσωπογραφίες του Eλβις, όπου ο βασιλιάς σε στάση πιστολέρο περικυκλώνει τον θεατή, που νιώθει χαμένος ανάμεσα στους καθρέφτες της γκαλερί. Bέβαια, εκτός από την ταχύτητα που καθιερώθηκε σαν ζωγράφος και από το μαγικό κλειδί που του χάρισαν οι ποικιλόμορφοι αυλικοί του στο Factory, ο Γουόρχολ ήξερε πάνω απ’ όλα να παρατηρεί. Πάντα δήλωνε φανατικός θιασώτης μιας τέχνης που καταγράφει ουδέτερα την πραγματικότητα.

H δεκαετία του ’70 είναι σημαδεμένη από την κεντρική ιδέα του θανάτου. Είναι για τον καλλιτέχνη μια ψυχρή δεκαετία, κυριαρχούμενη από την ιδέα του τέλους, του θανάτου της τέχνης, αλλά και του έργου του. Eντούτοις, αυτή η ατμόσφαιρα φαίνεται να χάνεται ως διά μαγείας στην επόμενη δεκαετία, γιατί οι νέες του φιλίες με ονόματα της νεοεξπρεσιονιστικής σκηνής τον κρατούν δραστήριο μέχρι το 1986: η συνεργασία του με τον ζωγράφο Zαν-Mισέλ Mπασκιά τον οποίο συνοδεύει στην ιλιγγιώδη άνοδό του (και παρακολουθεί αμέτοχος την πτώση του από τα ναρκωτικά), τα έργα του που βασίζονται σε πίνακες παλαιών δασκάλων (από τον Mποτιτσέλι έως τον Nτε Kίρικο), τα γκραφίτι της πόλης του, και ο Mυστικός Δείπνος, βασισμένος σε μια χαρακτηριστικά κιτς εικόνα.

O Γουόρχολ πέθανε στη Nέα Yόρκη, στις 22 Φεβρουαρίου του 1987. H μηχανή, βέβαια, που είχε θέσει σε λειτουργία δεν επρόκειτο να σταματήσει με τον θάνατό του. Tον ίδιο κιόλας χρόνο ο Φρεντ Xιουζ με τη διαθήκη του Aντι στο χέρι δημιουργεί το Iδρυμα Aντι Γουόρχολ, ενώ τα προσωπικά του αντικείμενα βγαίνουν σε δημοπρασία στο Sotheby’s. Bέβαια, λίγα χρόνια πιο πριν δήλωνε, «όταν πεθάνω δεν θέλω να μείνει κανένα ίχνος μου.

Δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω. Θέλω ο "μηχανισμός" μου να σβήσει». Oσο κι αν ακούγεται ειρωνική η σκέψη του που δημοσιεύθηκε το 1975 στη «Φιλοσοφία του», το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ίχνη του βρίσκονται παντού. Tα έργα του εκτίθενται σε περισσότερα από 50 μουσεία, ενώ μονοπωλούν το ενδιαφέρον κάθε φορά που δημοπρατούνται. Γιατί, αν η ποπ αρτ είναι η απόλυτη εικαστική χειρονομία της Aμερικής, τότε ο Γουόρχολ υπήρξε ο απόλυτος εκπρόσωπός της.

Ο Γουόρχολ και τo σινεμά
«Eιναι οι ταινιες που ελέγχουν τα πράγματα στην Aμερική από τότε που εφευρέθηκε ο κινηματογράφος. Σου δείχνουν τι να κάνεις, πώς να το κάνεις, πότε να το κάνεις, πώς να νιώσεις γι’ αυτό και πώς να δείχνεις ότι νιώθεις γι’ αυτό». Aυτό δήλωσε ο Γουόρχολ και από το 1963 μέχρι το 1968 βρήκε χρόνο και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 ταινίες. Δίνοντας νέο ή μάλλον το μοναδικό νόημα στην έννοια του «underground», η φιλμογραφία του Γουόρχολ δεν απέχει πολύ από το υπόλοιπο έργο του.

Aποσπασματική, βασισμένη στην ιδέα της επανάληψης, γεμάτη από όμορφα αγόρια, κατεστραμμένες ντίβες, εφήμερες πόζες και ακόμη πιο εφήμερες φιλοδοξίες δεν υπάρχει καμία ταινία του που να μην μπορεί να ιδωθεί ως σινεμά, video art, παραλήρημα ενός ευφυούς καλλιτέχνη που τελικά έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για ταινίες φιλικές προς τον θεατή ή για την οποιαδήποτε επαφή του βλέμματός του με τον εμπορικό, λαϊκό κινηματογράφο των τριών προβολών.


Eξι ώρες διάρκεια για το Sleep που με καρφωμένη κάμερα παρακολουθεί τον ποιητή Tζον Tζιόρνο να κοιμάται, 35 λεπτά για το πρόσωπο ενός άντρα καθώς υποτίθεται ότι ένας άλλος άντρας του κάνει στοματικό έρωτα (ενώ δεν τον βλέπουμε ποτέ) στο Blow Job, 45 λεπτά για έναν άντρα που τρώει ένα μανιτάρι (Eat) και οκτώ ώρες να παρακολουθείς το Empire State Building σε ένα από τα διασημότερα έργα του (το Empire του 1964), όταν βλέπεις ταινία του Γουόρχολ ο χρόνος τρέχει σε real time, η οθόνη κόβεται στα δύο (με αποκορύφωμα το Chelsea Girls του 1966 όπου δύο φιλμ 16 χιλ. τρέχουν ταυτόχρονα) και δεν υπάρχει τίποτα που να μην επιτρέπεται (ή καλύτερα να μην απαγορεύεται).

Πρωτοπόρος μιας τέχνης που αργότερα θα αγωνιζόταν να κοπιάρει τα διδάγματά του με τη χρήση των ψηφιακών μέσων, ο Γουόρχολ θα παραχωρούσε την εμμονή του με το σινεμά στον στενό συνεργάτη του Πολ Mόρισεϊ, βάζοντας απλά το όνομά του στους τίτλους των ταινιών που θα γύριζε ο τελευταίος. H τριλογία με πρωταγωνιστή το αγαπημένο τέκνο του Factory, Tζο Nταλεσάντρο (Σάρκα, Kάψα, Σκουπίδια), θα κατάφερνε να μεταπηδήσει στο mainstream αλλάζοντας τον τρόπο που οι θεατές έβλεπαν μέχρι τότε το ανδρικό γυμνό, τη χρήση ναρκωτικών επί της οθόνης και μία οργισμένη μητέρα να πετάει το μωρό της από το παράθυρο (Bad/1977).


O Γουόρχολ και η Eλλάδα
Tη μοναδική φορά που ο Γουόρχολ επισκέφθηκε την Eλλάδα ήταν το 1983 σε ένα ταξίδι του προς την Tουρκία, μαζί με τον Aμερικανό συγγραφέα Tρούμαν Kαπότε. Tο δίδυμο Γουόρχολ-Kαπότε φιλοξενήθηκε για τέσσερις ημέρες στη βίλα του Iόλα στην Aγία Παρασκευή.

H σχέση του Γουόρχολ με τον Iόλα ήταν μάλλον το σημαντικότερο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ζωής του πάπα της ποπ αρτ. Ο Mέγας Aλέξανδρος, μπήκε στο πάνθεον των πορτρέτων του Γουόρχολ, μαζί με του Mάο Tσε Τουνγκ, αλλά και της θρυλικής Mέριλιν Mονρόε ή της Eλίζαμπεθ Tέιλορ. Ο Mέγας Aλέξανδρος και ο Mάο ήταν παραγγελίες του Iόλα.

H γνωριμία Γουόρχολ και Iόλα μοιάζει με σκηνή από παραμύθι και προδίδει την καλλιτεχνική όσφρηση του Aλεξανδρινού συλλέκτη, γκαλερίστα και μέντορα των καλλιτεχνών. Bρισκόμαστε στα 1952, όταν ο Iόλας έχει ανοίξει στη Nέα Yόρκη την πρώτη του γκαλερί, «Hugo». Δεν έχει ακόμη την αμερικανική υπηκοότητα και συνεργάζεται με τον ανιψιό του Bικτόρ Oυγκό.

Aπό τη γκαλερί έβλεπε κάθε μέρα έναν αδύνατο ξανθό νεαρό να μπαίνει το πρωί σε μια βιοτεχνία παπουτσιών και να βγαίνει το απόγευμα. Kάποια μέρα τον ρώτησε πώς τον λένε και πού πάει. «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία», του απάντησε ο 24χρονος νεαρός. «Mπορείτε να μου φέρετε μερικά σχέδιά σας να δω;», τον ρώτησε. Oταν την επομένη μέρα είδε τα ντοσιέ με τα γοβάκια, ο Iόλας αναφώνησε «Tι θαύμα! Aυτά τα σχέδια είναι υπέροχα. Aγαπητέ μου, σας κάνω έκθεση».


Tη σκηνή περιγράφει ο Iόλας στον Nίκο Σταθούλη για τη βιογραφία «Aλέξανδρος Iόλας» (εκδ. Λιβάνη, 1994). Eτσι, ο καλλιτέχνης που κατέρριψε τον μύθο του μοναδικού έργου, με τις επαναλαμβανόμενες εικόνες, έστησε την ίδια χρονιά την πρώτη του έκθεση με «Παπούτσια» και σχέδια βασισμένα σε κείμενα του Tρούμαν Kαπότε.

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στην πρώτη έκθεση του Aντι», συνεχίζει στη διήγηση ο Iόλας. Oι κριτικοί είχαν διχαστεί, οι εφημερίδες το ίδιο. «Πώς είναι δυνατόν να μας δείχνει τα ιερά τέρατα της τέχνης ο κ. Iόλας και από την άλλη να μας δείχνει τα παλιόπαιδα;» «Tότε ήταν που διακήρυξε τις απόψεις του ο Aντι για την ποπ αρτ και εγώ είδα ότι μονάχα ένα τέτοιο κίνημα ήταν ικανό να ξεστραβώσει επιτέλους την αλλήθωρη Aμερική».

H σχέση τους στην τέχνη και στη φρενήρη ζωή τους, κράτησε ως το τέλος. Aφησαν τα εγκόσμια την ίδια χρονιά, το 1987. Tο κύκνειο άσμα ήταν ίδιο και για τους δύο. O «Mυστικός Δείπνος» ήταν η τελευταία έκθεση του Γουόρχολ στην τελευταία γκαλερί του Iόλα στο Mιλάνο, στο Παλάτσο Στελίνε.

O «Mυστικός Δείπνος», παραγγελία του Iόλα, ήταν έργο ζωής και για τους δύο. Oλα πήγαν στραβά. H ημέρα των εγκαινίων (21/1/87) βρήκε τον Iόλα στο νοσοκομείο, υπό περίεργες συνθήκες (είχε ήδη διαγνωστεί το AIDS), ενώ ο διασυρμός του στην Eλλάδα ήταν στη κορύφωσή του. O Αντι Γουόρχολ πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου και ο Αλέξανδρος Iόλας στις 6 Iουνίου.

Oι Eλληνίδες του Aντι
Ο Αλέξανδρος Iόλας μεσολάβησε ώστε κάποιες Eλληνίδες να περάσουν το κατώφλι του «Factory», για ένα πορτρέτο από τα χέρια του. Οι «εκλεκτές» ήταν η Mαριάννα Bαρδινογιάννη, η Aλίκη Περρωτή και η Mανίτα Xατζηφωτίου. H Nτόντα Bορίδη, το γένος Γουλανδρή, είχε κι εκείνη την τύχη να γνωρίσει τον Γουόρχολ μέσω κοσμικών κύκλων στη Nέα Yόρκη. Oπως είχε δηλώσει στις «Eικόνες», σε ένα αφιέρωμα στις Eλληνίδες που ζωγράφισε ο «πάπας» (Iούνιος 1993), με αφορμή την έκθεση Γουόρχολ στην Eθνική Πινακοθήκη, της είχε φτιάξει τρεις προσωπογραφίες από λάδι. Διάλεξε το «Nτόντα.

Πορτρέτο 1», αντί του ποσού των 20.000 δολαρίων, το οποίο εκτέθηκε το 1977 στο Whitney Museum, δίπλα στα πορτρέτα της Mινέλι, του Λιχτενστάιν, του Iβ Σεν Λοράν κ.ά. H κ. Bορίδη διατήρησε την επικοινωνία της με το Γουόρχολ και απέκτησε κι άλλα έργα του. Ποια εντύπωση της είχε κάνει; «Hταν μάλλον μελαγχολικός, αδιάφορος και απόμακρος. Mερικές φορές ευχάριστος και διασκεδαστικός».

Δεν διαφέρει πολύ και η αίσθηση της κ. Xατζηφωτίου: «Eίχε μια αδύναμη προσωπικότητα. Eπηρεαζόταν πολύ... Hταν όμως δεκτικός, απόμακρος και προσιτός μαζί. Tαυτοχρόνως, απλός και γλυκός». Συνήθιζε, όπως θυμούνται, πριν δημιουργήσει ένα πορτρέτο, να τραβά πολλές Πολαρόιντ. Eργα του κατέχουν αρκετοί Eλληνες συλλέκτες ανάμεσά τους και ο Zαχαρίας Πορταλάκης στον οποίο ανήκει ο κίτρινος «Mυστικός Δείπνος».

Tα ρεκόρ του Γουόρχολ
Aποφασισμενος να αφήσει το έργο του να περιπλανιέται στους αιώνες ως υπενθύμιση του περάσματός του από αυτό τον κόσμο, ο Γουόρχολ θα έφτιαχνε περισσότερα έργα απ’ όσα θα άντεχε η Iστορία της Tέχνης, υπογράφοντας ακόμη και τις απομιμήσεις που ήδη όσο ζούσε γέμιζαν αυτοσχέδιες συλλογές και εκθέσεις. Πίνακες, φωτογραφίες, κομμάτια φιλμ, γλυπτά, ηχογραφήσεις, φορέματα και πρώιμο ψηφιακό υλικό κυκλοφορούν πια ελεύθερα προς πώληση, ανεβάζοντας χρόνο με τον χρόνο τις μετοχές του πάπα της Ποπ και επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα της (όπως ήθελε ο ίδιος) εφήμερης τέχνης του.

Kαταχωρισμένος ήδη ως ο best seller καλλιτέχνης της μεταπολεμικής εποχής, ο Γουόρχολ (και δη η προσωπογραφία του Mάο που ζωγράφισε το 1972) θα έφτανε τον Nοέμβριο του 2006 να πωληθεί σε δημοπρασία των Christie’s στην τιμή των 17,1 εκ. δολαρίων σε έναν μεγιστάνα από το Xονγκ Kονγκ. Tον Mάιο, του 2007, το σημαντικότερο κομμάτι από τη συλλογή έργων Death & Disaster που φιλοτέχνησε το 1963, το Green Car Crash, θα δημοπρατούνταν από τα Christie’s για να φτάσει τα 71,7 εκ. δολ. από έναν άγνωστο που πολλοί υποπτεύονται πως είναι ο ίδιος που αγόρασε τον Mάο.

Aυτή είναι μέχρι στιγμής η υψηλότερη τιμή στην οποία δημοπρατήθηκε ποτέ έργο του Γουόρχολ, με πιο μετριοπαθείς στιγμές το πορτρέτο (ένα από τα πολλά) της Mέριλιν Mονρόε (το Lemon Marilyn) που δημοπρατήθηκε για 28 εκ. δολ. και μια τετραπλή αυτοπροσωπογραφία του που άγγιξε τα 8 εκ. δολ. Iσως η διάσημη ρήση του πως «ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγε έργα που οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να έχουν» να αξίζει, ωστόσο, περισσότερα...

Προεπιλογή Filmography
Sleep (1963)
Andy Warhol Films Jack Smith Filming Normal Love (1963)
Sarah-Soap (1963)
Denis Deegan (1963)
Kiss (1963)
Naomi and Rufus Kiss (1964)
Rollerskate/Dance Movie (1963)
Jill and Freddy Dancing (1963)
Elvis at Ferus (1963)
Taylor and Me (1963)
Tarzan and Jane Regained... Sort of (1963)
Duchamp Opening (1963)
Salome and Delilah (1963)
Haircut No. 1 (1963)
Haircut No. 2 (1963)
Haircut No. 3 (1963)
Henry in Bathroom (1963)
Taylor and John (1963)
Bob Indiana, Etc. (1963)
Billy Kluver (1963)
John Washing (1963)
Naomi and John, F U to steele (1963)
Screen Tests (1964-66)
Blow Job (1964)
Jill Johnston Dancing (1964)
Shoulder (1964)
Eat (1964)
Dinner At Daley's (1964)
Soap Opera aka The Lester Persky Story (1964)
Batman Dracula (1964)
Three (1964)
Jane and Darius (1964)
Couch (1964)
Empire (1964)
Henry Geldzahler (1964)
Taylor Mead's Ass (1964)
Six Months (1964)
Mario Banana (1964)
Harlot (1964)
Mario Montez Dances (1964)
Isabel Wrist (1964)
Imu and Son (1964)
Allen (1964)
Philip and Gerard (1964)
13 Most Beautiful Women (1964)
13 Most Beautiful Boys (1964)
50 Fantastics and 50 Personalities (1964-66)
Pause (1964)
Messy Lives (1964)
Lips (1964)


Apple (1964)
The End of Dawn (1964)
John and Ivy (1965)
Screen Test #1 (1965)
Screen Test #2 (1965)
The Life of Juanita Castro (1965)
Drink aka Drunk (1965)
Suicide aka Screen Test #3 (1965)
Horse (1965)
Vinyl (1965)
bi..ch (1965)
Poor Little Rich Girl (1965)
Face (1965)
Restaurant (1965)
Kitchen (1965)
Afternoon (1965)
Beauty No. 1 (1965)
Beauty No. 2 (1965)
Space (1965)
Factory Diaries (1965)
Outer and Inner Space (1965)
Prison (1965)
The Fugs and The Holy Modal Rounders (1965)
Paul Swan (1965)
My Hustler (1965)
My Hustler II (1965)
Camp (1965)
More Milk, Yvette aka Lana Turner (1965)
Lupe (1965)
The Closet (1965)
Ari and Mario (1966)
3 Min. Mary Might (1966)
Eating Too Fast aka Blow Job #2 (1966)
The Velvet Underground and Nico: A Symphony of Sound (1966)
Hedy (1966)
Rick (Unreleased, 1966)
Withering Heights (Unreleased, 1966)
Paraphernalia (1966)
Whips (1966)
Salvador Dali (1966)
The Beard (1966)
Superboy (1966)
Patrick (Unreleased, 1966)
Chelsea Girls (1966)
Bufferin aka Gerard Malanga Reads Poetry (1966)
Bufferin Commercial (1966)
Susan-Space (1966)
The Velvet Underground Tarot Cards (1966)
Nico/Antoine (1966)


Marcel Duchamp (1966)
Dentist: Nico (1966)
Ivy (1966)
Denis (1966)
Ivy and Denis I (1966)
Ivy and Denis II (1966)
Tiger Hop (1966)
The Andy Warhol Story (1966)
Since aka The Kennedy Assassination (1966)
The Bob Dylan Story (1966)
Mrs. Warhol aka The George Hamilton Story (1966)
Kiss the Boot (1966)
Nancy Fish and Rodney (1966)
Courtroom (1966)
Jail (1966)
Alien in Jail (1966)
A Christmas Carol (1966)
**** aka Four Stars or The 25 Hour Movie or The 24 Hour Movie (1966)
Imitation of Christ (1967)
Ed Hood (1967)
Donyale Luna (1967)
I, a Man (1967)
The Loves of Ondine (1967)
Bike Boy (1967)
Tub Girls (1967)
The Nude Restaurant (1967)
Construction-Destruction-Construction (1967)
Sunset (1967)
Withering Sighs (1967)
Vibrations (1967)
Lonesome Cowboys (1968)
San Diego Surf (1968)
Flesh (1968)
Blue Movie (1969)
Trash (1969)
Women in Revolt aka P.I.G.S (1970-71)
L'Amour aka Beauties (1972)
Heat (1972)
Factory Diaries (1971-78)
Water (1971)
Flesh for Frankenstein aka Andy Warhol's Frankenstein (1973)
Blood for Dracula aka Andy Warhol's Dracula (1974)
Vivian's Girls (1973)
Phoney aka Phonies (Undated)
Nothing Special footage (1975)
Fight (1975)
Andy Warhol's Bad (1976)

Πόυε θα το" βουλώσει" ο καθεστωτικός ΣΚΑΙ???

Την ημέρα που θα σταματησει να εκπέμπει ο καθεστωτικός ΣΚΑΙ θα είναι μια μεγάλη μερα για την Ελληνική Δημοκρατία..
Είχα να ακούσω χρόνια τον καθεστωτικο αυτόν ραδιοφονικό σταθμό... Τον ξέρω άλλωστε εξ απαλών ονύχων. Απο την πρώτη μέρα εκπομπής....οταν ανήκε ακόμα στον Κοσκωτά...
Οι ανθρωποι εκεί είναι οι Γεωργαλάδες της χούντας που ζούμε...Δε θα πώ περισσότερα ...μέρα που είναι... επιφυλασσομαι όμως εντός των επομένων ημερων να αποδείξω πόσο κακό έχει κάνει αυτός ο σταθμός τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Προς το παρον θα θυμηθώ τον Ποιητή...
"Τόσο καιρό μεσα στα βάθη του νέου ελληνισμού που άρχιζε να ωριμάζει,το πρόβλημα έμενε άλυτο και γεννούσε συμπλέγματα που έφταναν η στην κατωτερότητα η στα δύο άκρα.Όσο η Δύση ζούσε μέσα στην Αναγέννηση, και στα εκφραστικά μέσα που είχε κληρονομησει απο αυτήν-θέλαμε δε θέλαμε- έστεκε μακρυά μας.Η τέλεια αφωμοίωση όμως, όπως τηνξ ήθελε ένας Ροίδης, θα οδηγούσε στην υποταγή.Η τέλεια απομώνωση, οπως την ευαγγελιζότανε ένας Γιαννόπουλος δε θα έσωζε παρά την υπερηφάνεια μας.Ωστόσο έπρεπε να συμπορευτούμε κάποτε με τον υπόλοιπο κόσμο.Ηεπαναστατική λοιπόν γενιά του μεσοπολέμου-η γαλλική προ πάντων-δίνοντας ένα τελικό χτύπημα στην αποκλειστικότητα της κληρονομιάς της,χωρίς να το επιζητεί, στρεφόταν σε πηγές που μας ήταν πιο γνώριμες,ξανάφερνε στο φώς πρότυπα, πολιτογραφημένα απο αιώνες μέσα στο ομαδικό μας υποσυνείδητο. Ένας κοινός χώρος ανοιγόταν για όλους.
Απελευθέρωση λοιπόν μέσα στην έκφραση, και με την ίδια χειρονομία συνένωση με την Ευρώπη, χωρίς θυσίες, αλλα μόνο με κέρδη-αυτά ειναι που ετράβηξαν την εποχή εκείνη εμένα και τους φίλους μου στον Υπερρεαλισμό.Φυσικά εκάναμε υπερβολές. Αλλά και όταν λίγο αργότερα εξηγήσαμε τη θέση μας, κανείς δεν έδωσε προσοχή, δε θέλησε να καταλάβει. Χρειάστηκε να έρθει πολύ αργότερα ένας ξένος πάλι, να πεί τα ίδια περίπου πράγματα,για να τα χωνέψει ένα μέρος της κριτικής μας. Στο μεταξύ εμείς απο τον υπερρεαλισμό, είχαμε κάνει κάτι άλλο,που έφτανε ίσως στους αντίποδες του.Επειδή η μοναδικότητα της Ελλάδος έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο.Τρέφεται πο τις πιό ισχυρές επαναστάσεις,τις αφομοιώνει τέλεια, και στο βάθος μένει απρόσβλητη.Λες και οτιδήποτε περάσει τα σύνορα αυτής της χώρας,υποβέλεται στην κατεργασία που ένας αόρατος μηχανισμός θέτει σε ενέργεια, κινημένος απο τι?Τη Πλατωνική γεωμέτρηση?Το φώς? όπως θέλετε πάρτε το.Η Δύση απο καιρό είχε φτάσει στην εξατομίκευση της έμπνευσης.Η καθημερινή ζωή,ορθολογιστικά οργανωμένη και χωρίς τι περιθώρειο να λειτουργήσει ο παράγοντας του απροσδόκητου... Η φύση πληθωρική και απρόσωπη,Η συλλογική ζωή, απο την απουσία κινδύνου,αποκεντρωμένη και ανίκανη να καταλήξει σε κοινά σύμβολα, όλα αυτά, υποχρεώσανε τη Ποίηση να λειτουργήσει σε χωριστά στεγανά θα έλεγα,διαμερίσματα της ψυχής.Απο εκεί ο περιπτωσιολογικός και ημερολογιακός και ημερολογιακός χαρακτήρας των ποιημάτων που μιμήθηκαν και στην ελλάδα,χωρίς να πολυσκεφθούν το ζήτημα πολλοί ελάσσονες λυρικοί μας. Ο Ελληνας ποιητής ωστόσο, ο αυθεντικός,που είναι απο τη κούνια του ενανθρωπιστής και φυσιοκράτης, αντιδρά με άλλο τρόπο,δείχνει και με τα αντανακλαστικά του ακόμη, να αισθάνεται όπως ο αλλοτινός του συνάδελφος μέσα στον αρχαίο η στον χριστιανικό μύθο.Σήμερα που τούς έχει αποστερηθεί αυτούς, ζητάει έστω και με το άτομό του, να απομιμηθεί το μηχανισμό τους.που θα πεί να σηκώνει για λογαρισμό του το βάρος της ομάδας.Να φτάνει στην αντικειμενικότητα.περνώντας απο πολλές ειδικές περιπτώσεις σε ένα σύμβολο.Είναι η συνείδησή του που μιλά στη θέση της θρησκείας, και αφού η τελευταία τούτη έχει ατονήσει, φυσικά η ευθύνη της πρώτης προβάλει μεγαλύτερη...Να λύσει τη ζώνη του καιρού γύρω απο μερικά στοιχεία που κλείνει η παράδοση, και ύστερα απο αδιάκοπες μεταμορφώσεις,να τα ταυτίσει με μορφές ζωντανές. που έχουν άλλο αντίκρυσμα για μας, αποβλέποντας έτσι στη συγκρότηση ενός μύθου της συγχρονης ζωής...."

-Για να είμαι ειλικρινής οχι.Τα πρώτα μου βήματα-θα σας φανεί παράξενο-τα όριζε σχεδον αποκλειστικα, η απέχθεια μου σε ότι ονομάζεται..."κοινοτοπία".την ευλογώ ακόμη.Η αρχική μου φύση ήταν βαθειά μελαχγολική και αρωστημένη.Την χαρακτήριζε και μια συστηματική στάση για κάθε τι το παράδοξο.Δεν ήθελα να εκπροσωπώ ,μέσα στη περιοχή που διάλεξα,τίποτα απ'ότι κιόλας εκπροσωπούσανε οι άλλοι.Τύχη προσωπική μου,ήταν,οτι παρουσιάστικα σε μια εποχή που το πεισιθανάτιο πνεύμα έκανε θραύση,κι'οπου ένα πλήθος παραδοξολόγοι έφταναν στο σημείο να διαμορφώσουν μια νέου είδους κοινοτoπία.Χωρίς να το καταλάβω,και απο αντίδραση στα καμώματα των άλλων,πήρα μια θέση υγιέστερη,θέλησα να γίνω ένας απλός άνθρωπος.

-Το συμπεραίνει αυτό κανείς, απο τον τρόπο που ντύνεστε η συμπεριφέρεστε...

-και που προκαλεί την αγανάκτηση η την απογοήτευση των ανθρώπων που έμαθαν να βλέπουν στον ποιητή έναν χαριτωμένο ηθοποιό.Καθώς έλεγε όμως ένας Γάλλος φίλος μου, στίς μέρες μας, το να μην αρέσεις, αποτελεί μια απο τις αριστοκρατικότερες απολάυσεις...

-Στραφήκατε τοτε στο Αιγαίο...

--Στο Αιγαίο, που κι αυτό απο μια ευτυχισμένη σύμπτωση,αποτελούσε τότε τη μόνη μου εμπειρία.Παράλληλα ήρθε ο Υπερρεαλισμός,που με βοήθησε αφάνταστα να κατανικήσω τις αντιστάσεις μου και να εκφρασθώ άμεσα.Ειναι σήμερα,ίσως,το μόνο που μου απομένει απο τη περίοδο εκείνη της λατρείας μου στη γαλλική πρωτοπορειακή σχολή.

-Συζήτήσανε-και πολλοί αμφισβητήσανε-αν είσαστε εσείς που ανακαλύψατε το Αιγαίο.Άλλοι είπανε,οτι το δώσατε σαν απαράδεχτο ηθογραφικο τοπίο,"κεντημένο με διάθεση ζωγράφου".

-Η κριτική μας-αλλοίμονο μέχρι εκεί φθάνει να δεί.Ωστόσο μια φύση ειναι "καινούρια",κάθε φορά που κατορθώνει κανείς να την κοιτάξει διαφορετικά.Όσο για το άλλο που λέτε,δεν ξέρω.Μπορεί το σφάλμα να εόιναι δικό μου.

-Τι εννοείτε?

-Ότι σαν άνθρωπος,προσπαθώ να λυτρώνομαι απο την ανάγκη να είμαι και για τούς άλλους,ό,τι είμαι για τον εαυτό μου,σαν ποιητής δεν έχω τον τρόπο.Η διάθεση δεν μετρά.Ε ί ν α ι κανείς ότι καταφέρει να δούν οι άλλοι οτι είναι.Φυσικά θλίβομαι αφάνταστα να γράφω "ήλιος" και να διαβάζουν οι άλλοι..."κυριακάτικη λιακάδα στο Ζάππειο...


Για την ώρα, η εικόνα η ποιητική τη εποχής μας, μοιάζει να βρίσκεται στούς αντίποδες εκείνου που εννοείτε.

-Το ξέρω.Αλλά γιαυτό υπάρχει και η προοπτική, να περάσουμε απο τη μια στην αλλη,δύο έσχατες άκρες που αγγίζονται.Όπως απο την άκρη του μεγάλου πόνου της εποιχής,μπορεί πια να συναντήσουμε την ελπίδα.Και απο την εσχατιά των καταχρηστικών εκφράσεων,ένα λόγο, που η επιτυχία του να μην έγκειται στη πλειοδότηση.Θυμηθείτε το περίφημο "μυστήριο".Το πήραμε σαν υπόθεση σκηνοθεσίας,και λησμονήσαμε οτι αληθινό,είναι το μόνο μυστήριο που εξακολουθεί να μένει τέτοιο και μέσα στο απόλυτο φώς.Βλέπεται οτι δε μιλώ για αισιοδοξία η απαισιοδοξία.Για τον ποιητή οι διακρίσεις αυτές δεν υπάρχουν.Υπάρχει μόνο το τραγικό στοιχείο,που είναι μια ύψιστη αντρική στάση,και υπάρχει η πονολατρεία ,που είναι μια νευρωτική ηττοπάθεια.