3/01/2012

Αλέξανδρος Ιόλας

Γνώρισε τη λατρεία και την κατακραυγή, τη δόξα και την απέχθεια, την αποθέωση και τη μικροπρέπεια. Ενας μαικήνας με παγκόσμια αναγνώριση και επιβολή, ένας πολίτης του κόσμου με αλάνθαστο καλλιτεχνικό αισθητήριο και -πάνω απ' όλα- ένας διορατικός συλλέκτης, ο οποίος ήταν -ταυτόχρονα- ασυνήθιστα ευφυής ως έμπορος. Πολλά από τα μεγάλα ονόματα της τέχνης οφείλουν -λίγο ή πολύ- την καθιέρωσή τους σε εκείνον: Ο Μαξ Ερνστ, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Αντι Γουόρχολ, ο Ιβ Κλάιν, ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Μία ιδιαίτερα έντονη και αντιφατική προσωπικότητα που συνδύαζε μοναδικά όλες εκείνες τις ιδιότητες που θα του επέτρεπαν να πετύχει: Οξυδερκής και τολμηρός, αδίστακτος και εκρηκτικός, είρων και στοργικός, ραδιούργος και τυχοδιωκτικός, αλλά και γοητευτικός, απρόβλεπτος, υπερβολικός, εκκεντρικός, σίγουρα πολυτάλαντος και -εν τέλει- αξεπέραστος Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν αρχικά το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1908 και ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας εμπόρων βαμβακιού. Εκείνη την εποχή η ανατροφή μέσα σε ένα «αυστηρών αρχών» οικογενειακό περιβάλλον σήμαινε ξύλο, τιμωρία, επιβολή της τάξης από τον πατέρα, μία δυσβάσταχτη και συχνά αποτρόπαιη πειθαρχία. Κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες το νεαρό αγόρι διαβάζει συνεχώς, μαθαίνει πιάνο και δείχνει έγκαιρα μία μεγάλη ευχέρεια στην εκμάθηση ξένων γλωσσών- μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και αραβικά. Ηταν ήδη εμφανές ότι επρόκειτο για μία -δίχως άλλο- ξεχωριστή περίπτωση: Ενα παράξενο μείγμα ρεαλισμού και ονειροπολήσεων, που ενώ οι συμμαθητές του μπροστά στην πυραμίδα του Χέοπα θαύμαζαν την κορυφή της, αυτός φανταζόταν τους αμύθητους θησαυρούς τέχνης και χλιδής οι οποίοι κρύβονταν στους ανήλιαγους βασιλικούς τάφους. Ο πατέρας του, ωστόσο, επιθυμούσε ο γιος του να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, αλλά εκείνος από πολύ νωρίς ανακάλυψε ότι ο προορισμός του ήταν διαφορετικός: Είχε έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Βέβαια, αργότερα θα διαπίστωνε ότι ήταν γεννημένος και για τα δύο -με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. «Θυμάμαι σαν τώρα», είχε πει κάποτε, «όταν σκαστός από το σπίτι μου είδα τη Μαρίκα Κοτοπούλη που ήρθε στην Αλεξάνδρεια και έπαιζε την Κλυταιμνήστρα. Οχι μόνο μαγεύτηκα, άλλαξε η ζωή μου. Κατάλαβα ότι ήμουν γεννημένος για την τέχνη». Κάπως έτσι, ακολουθώντας μία βαθύτερη εσωτερική παρόρμηση και με βαρύτιμο εφόδιο τρεις συστατικές επιστολές του Καβάφη προς τους Σικελιανό, Παλαμά και Μητρόπουλο, ο μικρός τυχοδιώκτης εγκαταλείπει το σπίτι του και με τις λιγοστές οικονομίες του μεταβαίνει, τον Νοέμβριο του 1927, στην Αθήνα. Μένει σε ένα δωμάτιο στην οδό Αριστοτέλους, επισκέπτεται συχνά την Ακρόπολη όπου του αρέσει να χορεύει, ενώ κάποια στιγμή τον φωτογραφίζει εκεί η Nelly's. Είναι από εκείνη την εποχή που -ανάμεσα στις άλλες του ικανότητες- ξεχωρίζει μία: Η κοσμοπολίτικη, περισσή -θα έλεγε κανείς- άνεση με την οποία θα κινείται σε όλη του τη ζωή στους καλλιτεχνικούς κύκλους ανά τον κόσμο. Πάντως, αν και ο Ιόλας είχε καλλιτεχνικές τάσεις, δεν διέθετε κάποιο εμφανές ταλέντο και όλο αυτό το απόθεμα ευαισθησίας που είχε μέσα του δεν είχε βρει ακόμα μία διέξοδο. Επειτα από παρότρυνση του Αγγελου Σικελιανού, φεύγει τελικά για την Ευρώπη και επειδή τον βοηθούσε το καλοσχηματισμένο, ανάλαφρο σώμα του, στρέφεται πιο σοβαρά στον χορό. Σύντομα, η ευκολία με την οποία γνώριζε τους «κατάλληλους» ανθρώπους αποδίδει καρπούς και -ακολούθως- συνεργάζεται με το Θέατρο Σάλτσμπουργκ, με την Οπερα του Βερολίνου και την Κίρα Νιζίνσκι- την κόρη του διάσημου χορευτή. Ολα έδειχναν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους χορευτές του κόσμου. Αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1933, υποχρεώνεται λόγω της ανόδου του ναζισμού να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Μετακομίζει, λοιπόν, στο Παρίσι, όπου συνεχίζει τη χορευτική του καριέρα, ενώ -παράλληλα- έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες και ποζάρει ως μοντέλο για τον ντε Κίρικο και τον Χέρμπερτ Λιστ. Ενα απρόσμενο γεγονός, όμως, θα σταθεί η αφορμή να εγκαταλείψει για πάντα τον χορό και να ασχοληθεί με τη συλλογή έργων τέχνης. «Μια μέρα εκεί που περπατούσα στον δρόμο, είδα σε μια βιτρίνα έναν πίνακα και χωρίς να ξέρω γιατί σταμάτησα μπροστά του σα μαγεμένος», θα εξηγήσει χρόνια αργότερα, με την αλήθεια -ωστόσο- να είναι λίγο διαφορετική. Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον χορό εξαιτίας ενός τραυματισμού στο πόδι. Απ' την άλλη, η συναναστροφή του με τους Παριζιάνους σουρεαλιστές τον ενθουσιάζει και του δίνει την ιδέα: να ασχοληθεί με το εμπόριο έργων τέχνης. Και εδώ ακριβώς είναι που διαφαίνεται η ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου Ιόλα: Σε καιρούς πραγματικά ανυποψίαστους, αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι οι μεταπολεμικές Η.Π.Α. ήταν έτοιμες να υποδεχθούν την ανήσυχη Ευρώπη. Η τέχνη πλέον όχι μόνο αποκτούσε την αγορά της, αλλά και τη δική της χρηματιστηριακή αξία, με τον Ιόλα να πρωτοστατεί σε αυτό. Βασίζεται αποκλειστικά στο ένστικτό και στις γνώσεις του και το έμπειρο μάτι του διακρίνει τα πάντα- αναξιοποίητα ταλέντα, παραγνωρισμένους καλλιτέχνες, νέες τάσεις: πατρονάρει, επιλέγει, αναθέτει, αγοράζει, προωθεί. Ωσπου, το 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, την περίφημη Hugo Gallery. Αν και δεν είχε ο ίδιος την οικονομική δυνατότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα κατάφερε χάρη στις φιλίες του με καλλιτέχνες και συλλέκτες, αλλά και στη γνωριμία του με τη δούκισσα Maria Hugo, να βρει το απαραίτητο κεφάλαιο. Από εδώ και πέρα, η ζωή του γίνεται ένα συνεχές ταξίδι μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Μία περίοδος στην οποία τα έχει όλα: Νιάτα, ταλέντο, πάθος για δουλειά, επιτυχία, αναγνώριση. Δουλεύει πυρετωδώς, οργανώνει εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ανοίγει τη μία γκαλερί πίσω απ' την άλλη και -πρωτίστως- συμβάλλει καίρια στην καθιέρωση στην Αμερική των εξόριστων -εξαιτίας του πολέμου- σουρεαλιστών, οι οποίοι βρίσκουν, επιτέλους, ένα ευρύ κοινό. Ο Ιόλας, διαβλέποντας την προοπτική αυτής της νέας -και με εξαιρετικές προοπτικές- αγοράς, δραστηριοποιείται δυναμικά και γίνεται από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης-δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί: Το 1963 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Γενεύη, το '64 στο Παρίσι, το '65 στο Μιλάνο και λίγο αργότερα στη Μαδρίτη. Είναι, πια, πολλοί οι καλλιτέχνες που πηγαίνουν στην Αμερική, αναζητώντας την επιτυχία και ο «δαιμόνιος» Ιόλας -σχεδόν πάντα- τους την εξασφαλίζει: Τους δίνει χρήματα με τον μήνα ώστε να τους κάνει να δουλεύουν μόνο γι' αυτόν, ενώ τους κλείνει αποκλειστικά συμβόλαια. Μάλιστα, θα παραμείνει ο αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ -στις Η.Π.Α.- μέχρι τον θάνατο τους, ενώ το 1953 διοργανώνει την πρώτη ατομική έκθεση του Αντι Γουόρχολ και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ. Μερικοί ακόμη από τους καλλιτέχνες με τους οποίους θα συνεργαστεί -όλα αυτά τα χρόνια- είναι οι Μαν Ρέι, Ζαν Κοκτό, Ντε Κίρικο, Μπράουνερ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μόραλης, ενώ -σταδιακά- εστιάζει και στη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Καρέτσου, Ακριθάκης, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει καριέρα στο εξωτερικό. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 περνάει περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα, συνεργάζεται με διάφορες γκαλερί και χτίζει, στην Αγία Παρασκευή Αττικής, ένα σπίτι -ακριβέστερα, ένα ανάκτορο- όπου μεταφέρει τη σπουδαία προσωπική του συλλογή: έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Τέχνης, τεράστιας καλλιτεχνικής και χρηματικής αξίας. Ομως, αυτή η επάνοδος στην ιδιαίτερη πατρίδα του σε συνδυασμό με τον εκκεντρικό και επιδεικτικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του, θα συνοδευτεί -τελικά- με την πτώση του. Ο Ιόλας δεν δίστασε ποτέ να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, αλλά αυτή του η ειλικρίνεια θα αντιμετωπιστεί με κακεντρέχεια από μερίδα του ελληνικού τύπου που -το 1983- θα διασύρει ανεπανόρθωτα το όνομά του. Τα πρωτοσέλιδα της εποχής έγραφαν για «ρωμαϊκά όργια στο σπίτι του ανώμαλου συλλέκτη» και το θέμα δεν θα αργήσει να πάρει διαστάσεις σκανδάλου και να φτάσει μέχρι τα δικαστήρια, με τον Ιόλα να κατηγορείται για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών, ακολασία με νεαρούς άντρες και παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων. Ο Αλέξανδρος Ιόλας έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 1987, πτοημένος, εξαντλημένος και εξευτελισμένος από έναν λαό που ο ίδιος -σε όλη του τη ζωή- τον είχε στο μυαλό του εξιδανικεύσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του, η επιθυμία του να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο ελληνικό κράτος δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά του και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του χάθηκε! Οσο για το όνειρό του να δημιουργήσει ένα «Μουσείο Ιόλα» στη Θεσσαλονίκη, έμεινε μόνο στα προσχέδια- τον πρόλαβε το ανάξιο τέλος του. Εάν, πάντως, κάτι μένει από την ιστορία του Ιόλα δεν είναι τόσο το παράδειγμα ενός ανθρώπου που ήξερε -στο μέτρο του δυνατού- να καταφέρνει ό,τι ήθελε. Αλλά, κυρίως, ότι αυτή η -άνευ όρων και ορίων- επιτυχία συνήθως δεν συγχωρείται από κανέναν. Κάτι που στην περίπτωσή του είναι όχι μόνο προφανές, αλλά και ανησυχητικά θλιβερό... ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΪΛΑΚΗΣ Ο πρώτος του πίνακας «Μία μέρα, στάθηκα μπροστά σε μία γκαλερί στο Παρίσι. Ενας παράξενος πίνακας είχε τραβήξει την προσοχή μου. Ηταν ένα έργο του Ντε Κίρικο, το πρώτο μοντέρνο ζωγραφικό έργο που έβλεπα στη ζωή μου. Παρίστανε μία πλατεία άδεια, στη μέση είχε ένα άγαλμα, στο βάθος ένα τρένο με το φουγάρο του που περνούσε. Τίτλος του πίνακα "Μελαγχολία". Μπήκα στην γκαλερί και ρώτησα τι είναι αυτό. Μου απάντησαν, είναι ένα αριστούργημα του Ντε Κίρικο, μπορείτε να το αγοράσετε με 2.000 δολάρια. Περνούσα, λοιπόν, από την γκαλερί δίνοντας λίγα-λίγα τα χρήματα. Τελικά, ύστερα από πέντε ολόκληρα χρόνια ο πίνακας έγινε δικός μου. Από τότε άρχισε να μου μπαίνει η ιδέα να κάνω και εγώ κάποτε μια γκαλερί». Αλέξανδρος Ιόλας Η διπλή όψη του Ο ίδιος έλεγε για τους καλλιτέχνες του πως «άλλοι κουράζονται και σπάνε τα συμβόλαιά τους, αλλά εκείνοι που δεν τα "σπάσαν" μπαίνουν σε μουσεία». Και ενώ ανέβαζε τις τιμές των έργων μέσα σε μια νύχτα από 100 σε 100.000 δολάρια, οι κριτικοί τον κατηγορούσαν ότι συμπεριφερόταν σκληρά στους καλλιτέχνες του. Ο Κώστας Τσόκλης ήταν ένας από εκείνους που κάποια στιγμή απηύδησε από την προσωπικότητα του Ιόλα. «Εχω μέσα μου κάτι μεταξύ θυμού και αηδίας για τον Ιόλα. Ηθελε όλους τους καλλιτέχνες σαν παιδιά της παρέας του, τους χρησιμοποίησε ανενδοίαστα» έχει πει σε συνέντευξή του. Απ' την άλλη, όμως, όπως παραδέχεται και ο ίδιος: «Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου 'λεγε: ?Κώστα, έχεις λεφτά παιδί μου; Ελα να σου δώσω 10.000 δολάρια. "Αυτά δεν τα έκανε άλλος άνθρωπος»" Ο Κώστας Τσόκλης για τον Ιόλα