Το Μουσείο Ερμιτάζ υποδέχεται τις μεταβυζαντινές εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη και το «7» περιπλανάται στην ηλιόλουστη Αγία Πετρούπολη με την περιέργεια να δει τι διασώζεται σήμερα από το Λένινγκραντ
Ο νεαρός ψηλός Ρώσος μού συστήνεται μ' ένα πλατύ χαμόγελο κάτω από το ψεύτικο μουστακάκι του: «Χάι, είμαι ο τσάρος Πέτρος». Η πρασινοκόκκινη στολή του λάμπει στον κυριακάτικο ήλιο της Αγίας Πετρούπολης, που είναι τόσο σπάνιος αυτή την εποχή. Το περασμένο Σαββατοκύριακο η πόλη ζούσε το «μπάμπιε λιέτα», το «καλοκαίρι της γριάς», όπως λέει ο κόσμος, παρομοιάζοντας τις γλυκές μέρες του Σεπτέμβρη με τις τελευταίες χαρές μιας γυναίκας. Κι ήμασταν τυχεροί που το μοιραστήκαμε φτάνοντας εκεί για τα εγκαίνια της έκθεσης των μεταβυζαντινών εικόνων της Συλλογής Βελιμέζη, που στεγάζεται πρώτη φορά στο Μουσείο Ερμιτάζ, όπου και θα βρίσκεται ως το τέλος του χρόνου χάρη στο Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης.
«Λοιπόν», ρωτά ο τσάρος, «θα φωτογραφηθείς μαζί μου; Μόνο 150 ρούβλια» -γύρω στα τρία ευρώ. Μού δείχνει και το φόντο, που είναι δωρεάν: τον επιβλητικό ναό της Παναγίας του Καζάν, που είναι χτισμένος με πωρόλιθο και υπήρξε το ορμητήριο του Ρασπούτιν όταν πρωτοήρθε στην Αγία Πετρούπολη. Αν ζούσε στη Μόσχα, ο φωτογενής νεαρός μπορεί να πόζαρε σαν Λένιν ή Μαρξ στην Κόκκινη Πλατεία. Αλλά, εδώ, ο σταρ φαίνεται πως είναι ο Μέγας Πέτρος, ο κοσμοπολίτης ηγεμόνας που ίδρυσε την πόλη και, αφού την υπέβαλε σε πολλές θυσίες, την έκανε πρωτεύουσα με ευρωπαϊκή όψη στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αιώνα.
Πολύ κοντά στην Παναγία του Καζάν ορθώνεται πολύχρωμος ο ναός της Αναστάσεως, που θυμίζει έντονα τον περίφημο Αγιο Βασίλειο της Μόσχας. Είναι μια από τις ελάχιστες εκκλησίες της πόλης με ρωσικό αναγεννησιακό ρυθμό, δίχως δάνεια νεοκλασικής ή μπαρόκ αρχιτεκτονικής δηλαδή, που μαζί με την αρ ντεκό και την αρ νουβό εναλλάσσονται σε πολλά από τα κτίρια, όπως επέβαλλαν οι καλύτεροι δυτικοί αρχιτέκτονες της εποχής εκείνης.
Εξω από το μνημείο η Μεγάλη Αικατερίνη έχει μόλις σβήσει το τσιγάρο της και, καθώς δεν περνούν πολλοί τουρίστες αυτή τη στιγμή, απολαμβάνει ένα καυτό τσάι. Στα διπλανά καρότσια, όπου άλλοι συνάδελφοί της παραφυλάνε για πελάτες, συμφιλιώνονται θέλοντας και μη ο Τσε, ο ρωσικός θυρεός, ποδοσφαιρικές φανέλες και στρατιωτικά δίκοχα βιομηχανικής παραγωγής με πλήθος από κομμουνιστικές και αυτοκρατορικές κονκάρδες μαζί.
Εικόνες τότε και τώρα
Αλλού βρίσκεις και μπλούζες που γράφουν «Sex instructor»-«Ινστρούκτορας του σεξ» ή με τον Λένιν, σαν πανκ, να υψώνει απειλητικά το δάχτυλο λέγοντας «Fucking revolution»-«Γαμημένη επανάσταση». Όμως τέτοιες στάμπες δεν συναντάς εύκολα έξω από εκκλησίες. Ανεμπόδιστη πια, η θρησκευτική πίστη φαίνεται πως γίνεται σεβαστή απ' όλους.
Είναι αλήθεια ότι στους πιο ξακουστούς ναούς συναντάς περισσότερους τουρίστες, ανάμεσά τους και Ιάπωνες με ιατρικές μάσκες για τον φόβο της γρίπης. Αλλά το μοναστήρι του Αλεξάντρ Νέφσκι, τη μέρα ειδικά της γιορτής του Αγίου Αλεξάνδρου, ανήκει στους Ρώσους. Εκατοντάδες πιστοί περιμένουν στην ουρά για να προσκυνήσουν: πολλές γυναίκες κάποιας ηλικίας, με το μαντίλι να καλύπτει τα μαλλιά τους, αλλά και σύγχρονα κορίτσια και αγόρια και ολόκληρες οικογένειες, που στέκουν με κατάνυξη και ψάλλουν χαμηλόφωνα σαν να νανουρίζουν. Μερικοί σπεύδουν να σκύψουν κάτω από την εικόνα του ήρωα στρατηλάτη όταν τη σηκώνει ο ιερέας και βγαίνει απ' τον ναό, ενώ άλλοι ξεφυλλίζουν με ενδιαφέρον βιβλία παραταγμένα πάνω σ' έναν πάγκο, στην πλακόστρωτη αυλή, δίπλα στο δροσερό πάρκο.
Ισως μερικοί από αυτούς πάνε και στο Χειμερινό Παλάτι του Ερμιτάζ, όπου φιλοξενείται η ελληνική έκθεση. Ο Αιμίλιος Βελιμέζης άρχισε να συγκροτεί τη συλλογή του στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα διαλέγοντας εικόνες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Χρονολογούνται από τον 15ο ώς το 19ο αιώνα και, όπως εξηγεί η επιστημονική επιμελήτρια της συλλογής, καθηγήτρια Νανώ Χατζηδάκη, «αντιπροσωπεύουν τις τάσεις της τέχνης στην ελληνική επικράτεια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Πολλές προέρχονται από τα εργαστήρια κρητικών ζωγράφων, όπως ο Εμμανουήλ Τζάνες, που κατέφυγαν στα Ιόνια Νησιά και τη Βενετία μετά την άλωστη του Χάνδακα, του Ηρακλείου δηλαδή, από τους Οθωμανούς, το 1669. Αλλες φιλοτεχνήθηκαν σε τοπικά εργαστήρια των Ιονίων και της βόρειας Ελλάδας. Ομως το σπουδαιότερο έργο της συλλογής είναι ένα έργο δυτικού χαρακτήρα που φιλοτέχνησε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος πριν φύγει από την Κρήτη και απεικονίζει "Το πάθος του Χριστού- Πιετά με αγγέλους"».
Τα τελευταία χρόνια η έκθεση ταξίδεψε σε 19 πόλεις, από την Αλεξάνδρεια ώς τη Βαρκελώνη κι από το Λονδίνο ώς τη Βενετία. Η Αγία Πετρούπολη δικαιούνταν να την υποδεχθεί νωρίτερα, αν σκεφθεί κανείς ότι, όπως επισημαίνει ο διευθυντής του Ερμιτάζ, καθηγητής Μιχαήλ Πιοτρόφσκι, «οι Ρώσοι δημιούργησαν μεγάλες συλλογές κρητικών εικόνων. Ειδικά εδώ, τα μνημεία αυτά αναγνωρίστηκαν όχι μόνο ως έργα τέχνης με λειτουργικό σκοπό, αλλά ως έργα τέχνης άξια για μουσεία και συλλογές».
Μοιρασμένες σε τρεις αίθουσες του καταπληκτικού, δαιδαλώδους αυτού μουσείου, με εκατομμύρια εκθέματα από την προϊστορική εποχή μέχρι την μπλε περίοδο του Πικάσο κι από τον χρυσό των Σκυθών μέχρι τον «Χορό» του Ματίς, οι μεταβυζαντινές εικόνες ενώνουν και οι ίδιες διαφορετικούς πολιτισμούς της Δύσης και της Ανατολής. Οπως λέει ο Μ. Πιοτρόφσκι, «εμφανίζουν αναλογίες με την ιταλική ζωγραφική της πρώιμης Αναγέννησης αλλά και με τη σχολή Στρόγκανοφ της ρωσικής ζωγραφικής».
Διασταύρωση μονοπατιών
Κι αυτός ο διάλογος δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικός: «Ο Γκρέκο ταξίδεψε από την Κρήτη στη Βενετία κι έπειτα στην Ισπανία για να εξελιχθεί σ' έναν από τους πρώιμους μοντέρνους ζωγράφους μετά την Αναγέννηση. Αν προτιμάτε, υπήρξε ο τελευταίος αναγεννησιακός ζωγράφος» είπε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνης Παπαδημητρίου, τη μέρα των εγκαινίων, προς τα ρωσικά μέσα. «Την ίδια περίπου εποχή, ο Πέτρος ξεκινάει από το Ρότερνταμ, περνάει από τη Γερμανία και καταλήγει στην Αγία Πετρούπολη. Δύο αντίστροφα μονοπάτια διασταυρώνονται σ' αυτή την πόλη. Μεταξύ της κρητικής, της επτανησιακής και της ρωσικής σχολής εικονογραφίας εκπροσωπούνται παλιοί και νέοι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν χάρη και στην ελεύθερη επικοινωνία. Στο Ερμιτάζ υπήρχαν ήδη βυζαντινές και ρωσικές εικόνες. Τώρα οι μεταβυζαντινές συμπληρώνουν το παζλ».
Λίγο μετά πλημμύρισαν την έκθεση επισκέπτες διαφορετικών ηλικιών. Ανάμεσά τους και η Φατίμα Ελόεβα, καθηγήτρια γλωσσολογίας και πρόεδρος του τμήματος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, με μερικούς φοιτητές της. Κάποιοι είναι κιόλας γλωσσολόγοι, σαν τον Μαξίμ Κίσιλιγκερ, έναν νεαρό που κρατά περήφανος ένα καινούριο βιβλίο, τη μελέτη για τον ελληνισμό της Κριμαίας που έκανε μαζί με τους συναδέλφους του. Τι κάνει έναν νέο Ρώσο να αφοσιωθεί στον ελληνικό πολιτισμό; Με ακούει και χαμογελά: «Κάποτε πήγα στην Ελλάδα, μου άρεσε πολύ, και, παρ' ότι δεν μιλούσα λέξη ελληνικά, έπρεπε να κάνω μιαν αρχή» εξηγεί, σαν να μιλάει για το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο.
Το ταξίδι και η Ιθάκη
«Σκεφθείτε ότι παλιότερα αυτή η αγνότητα ήταν ακόμα πιο διαδεδομένη» τονίζει ο καθηγητής Δημήτρης Γιαλαμάς, μορφωτικός σύμβουλος της πρεσβείας μας στη Μόσχα και επικεφαλής του τμήματος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο περίφημο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ. «Κάποτε τα παιδιά μάθαιναν ελληνικά με το ρομαντισμό εκείνου που βλέπει τη γνώση ως αυτοσκοπό. Σήμερα πια το σύστημα τους επιβάλλει ν' αρχίσουν να μας μοιάζουν: Ολο και περισσότερο ανησυχούν για το τι δουλειά θα κάνουν μετά».
«Το βλέπω κι εγώ αυτό, αλλά δεν θέλω να το προσέχω» παραδέχεται η Φ. Ελόεβα. «Και λέω πάντα στους φοιτητές μου ότι στη φάση αυτή έχουν την πολυτέλεια να πλουτίσουν τις γνώσεις τους -από τον Μιχαήλ Ψελλό ώς τον Εμπειρίκο. Αν το κάνουν σωστά, θα βρεθούν και οι δουλειές. Αλλωστε η Ιθάκη είναι το ταξίδι».
Μερικοί από τους ρώσους αποφοίτους των εδρών των δύο πόλεων είναι κιόλας λέκτορες ή κάνουν έρευνες σε βιβλιοθήκες και αρκετοί άλλοι ταξιδεύουν όχι μόνο στην ποιητική Ιθάκη, μα και σε χωριά της Μάνης και της Ρόδου, όπου μελετούν τις τοπικές παραδόσεις. «Το μυστικό είναι να στέλνεις ανθρώπους που μιλούν καλά ελληνικά. Τότε οι γιαγιάδες τούς δέχονται πολύ φιλικά» λέει ο καθηγητής.
Οσο για τους νόμους του κέρδους, δεν έχουν απλωθεί πια μόνο στον πανεπιστημιακό χώρο: «Παλιότερα», θυμάται ο ίδιος, «πήγαινες σ' έναν διευθυντή μουσείου να του προτείνεις μια έκθεση. Οταν σού ανέφερε το κόστος, του μιλούσες για την ελληνορωσική φιλία και συνήθως τα βρίσκατε δίνοντας τα χέρια. Ομως τώρα πια το ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε τη διεύθυνση πολλών μουσείων σε οικονομολόγους και τους πέταξε στη θάλασσα της αγοράς, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται μεν τα μεγάλα μουσεία αλλά και ν' ανοίξουν αρκετά μικρά με μεγαλύτερη ευελιξία. Αντίστοιχα, πολλά θέατρα λιγόστεψαν τις παραστάσεις τους και ενοικιάζονται συχνά σε εταιρείες για εμπορικές εκδηλώσεις. Η όπερα απευθύνεται σε λίγους και επομένως η κρίση της είναι επίσης μικρότερη. Εδώ θα εντοπίσετε σημεία ξενομανίας -δηλαδή μια έντονη ανάγκη για μετακλήσεις ξένων ή Ρώσων που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό. Στη μουσική, όμως, ιδιαίτερα στη Μόσχα, υπάρχει ανανέωση και δημιουργική επικοινωνία, ιδίως με την επίσης δυναμική σκηνή του Βερολίνου. Συνθέτες όπως ο Ντιμίτρι Κουρλιάντσκι, ο Αλεξέι Σιούμακ και ο Σεργκέι Νέφσκι, ο οποίος ζει ήδη στη Γερμανία, χτίζουν τη συνέχεια της συνέχειας του Ξενάκη και του Στοκχάουζεν».
Ο Δ. Γιαλαμάς δεν ξεχνάει και τον μαέστρο Θόδωρο Κουρετζή, που πρόσθεσε στις πολλές διακρίσεις του ακόμα μία: έγινε ένας από τους πέντε υπευθύνους αρχιμουσικούς του φεστιβάλ σύγχρονης και εναλλακτικής τέχνης Τεριτόρια, που υποστηρίζει το εκεί υπουργείο Πολιτισμού.
Στο σύγχρονο τραγούδι, πάντως, ανανέωση δεν βλέπει ο συνομιλητής μου. «Ελάχιστα είναι τα νέα γκρουπ. Και οι παλιοί αμφισβητίες έχουν γίνει μάλλον γραφικοί».
Η υπάλληλος του μικρού καταστήματος δίσκων του αεροδρομίου της Αγίας Πετρούπολης μοιάζει να τον επιβεβαιώνει. Οταν της ζητώ νέο ρωσικό ροκ, μου προτείνει τον Μπορίς Γκρεμπένσικοφ, τον οποίο δεν πολυακούν πια οι νέοι, καθώς και κάτι γκριζομάλληδες ρόκερ, που μάταια πασχίζουν στα εξώφυλλα των cd τους να μοιάζουν απειλητικοί. Αλλωστε, ποιος θέλει ν' απειλείται πια σ' αυτή τη χώρα; Τ' αγόρια κι αυτά τα πανέμορφα κορίτσια που συναντάς συνεχώς στους δρόμους μοιάζουν να περνούν καλύτερα στο «Mini cafe», ένα σικάτο κλαμπ που στεγάζεται στην αντιπροσωπεία της Mini Cooper, στην ίδια αίθουσα με τα καινούρια της μοντέλα. Πίνουν τη βότκα τους και φαντασιώνονται πώς θα διακοσμήσουν το δικό τους status symbol, αν κάποτε καταφέρουν να το αποκτήσουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τίποτ' άλλο δε τους νοιάζει: «Αδιαφορούν για την πολιτική. Την ταυτίζουν με την κομματική ελίτ, από την οποία οι γονείς τους έχουν υποφέρει. Αλλά καθόλου δεν αγνοούν την καλλιέργεια. Μπορούν να στήσουν καβγά μεταξύ Στανισλάβσκι και Γκροτόφσκι ή μεταξύ χιπ χοπ και μεταπάνκ. Και πάντα δεκάδες νέοι θα στέκουν όρθιοι λίγο πριν αρχίσει μια καλή συναυλία στο γεμάτο κονσερβατόριο, με την ελπίδα ότι θα επιστραφούν κάποια εισιτήρια την τελευταία στιγμή».
Πολλούς από αυτούς θα τους δεις την επομένη να περιεργάζονται λαίμαργα νέες εκδόσεις στο μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της πόλης, το Σίνγκερ, με τη χρυσοστόλιστη αρ νουβό διακόσμηση. Δεν πρέπει άλλωστε να εκπλαγείς, αν ακούσεις μια ρωσίδα ξεναγό να απαγγέλλει εκφραστικά Πούσκιν. Ούτε καν αν μια συνάδελφός της, που έχει σπουδάσει φιλολογία, απαγγέλλει Καζαντζάκη στα ελληνικά.
Ο Τρότσκι για ψάρεμα
Θα δεις ακόμα τους νέους στο καφέ «Ντομ Ακτέρα», δίπλα σε φερέλπιδες ηθοποιούς που κουβεντιάζουν κάτω από το πορτρέτο του Στανισλάβσκι. Ανάμεσα στα στέκια, το «Wallpaper» σημειώνει ακόμα το «Φιντέλ μπαρ», που γιορτάζει και τα γενέθλια του Κάστρο. Καθώς και το Γκριμπογέντοφ, που ήταν κάποτε πολεμικό καταφύγιο και τώρα βομβαρδίζει τους θαμώνες του με μπιτ, ενώ έχει και dress code, που το περιοδικό περιγράφει ως «communist kitch».
Πολλά από τ' αγόρια και τα κορίτσια αυτής της πανέμορφης φοιτητούπολης, όμως, θα τα δεις απλά πάνω στα πατίνια ή στα ποδήλατά τους, να διασχίζουν με ταχύτητα τη λεωφόρο Νέφσκι Προσπέκτ, ίδια ντυμένα με τους συνομηλίκους τους από τη Βιέννη ή την Πράγα. Ολες οι περιζήτητες μάρκες υπάρχουν κι εδώ. Στην πολυώροφη Zara μάλιστα μπορείς να βρεις κι ένα γυναικείο βελούδινο σακάκι που παραλλάσσει με γούστο τη στολή των αξιωματικών του 18ου αιώνα.
Βέβαια, συχνά η τουριστική βιομηχανοποίηση τού λάιφσταϊλ των Ρομανόφ γίνεται γελοία, και εκείνη των μπολσεβίκων μελαγχολική: από τη λεκάνη της τουαλέτας του πολυτελούς εστιατορίου «Τσαρ», που είναι προσαρμοσμένη σ' έναν ξύλινο τσαρικό ψευτοθρόνο, ως τα χιλιάδες, τα εκατομμύρια τσίγκινα κουτάκια με το σφυροδρέπανο που βρίσκεις σε κάθε τουριστικό κατάστημα προς εννέα ευρώ έκαστον.
Τουλάχιστον το «Αουρόρα», το θωρηκτό από το οποίο οι επαναστάτες κανονιοβόλησαν το χειμερινό ανάκτορο τον Οκτώβριο του 1917, κανείς δεν μπορεί να το αντιγράψει. Πλέει πάντα επιβλητικό στον ποταμό Νέβα, αραγμένο δίπλα στο Ερμιτάζ, και τη νύχτα φωταγωγείται υποβλητικά σαν καράβι-φάντασμα μιας ξεχασμένης διεκδίκησης.
Ο μύθος λέει ότι τη μέρα εκείνη ο Λένιν ανάγγειλε στους συντρόφους του πως έφτασε η ώρα να επαναστατήσουν. «Χθες ήταν νωρίς και αύριο θα 'ναι αργά» τους είπε. Τότε κάποιος του απάντησε μουδιασμένα ότι δεν μπορούν να κινηθούν ακόμα εναντίον των κοζάκων που υπερασπίζονταν το ανάκτορο, γιατί ο Τρότσκι «έχει πάει για ψάρεμα». «Τότε να αρχίσουμε χωρίς αυτόν» υποτίθεται πως διέταξε ο Λένιν. «Ομως έχει πάει για ψάρεμα με το "Αουρόρα". Και χωρίς αυτό δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε», ήρθε η απάντηση.
Ενα άλλο ιστορικό ανέκδοτο που λένε στην Αγία Πετρούπολη το ακούς όταν περνάς μπροστά από τα γραφεία της KGB: «Αυτό το κτίριο έχει μόνον οκτώ ορόφους, αλλά είναι το ψηλότερο απ' όλα: από την ταράτσα του μπορείς να δεις ολόκληρη τη Σιβηρία...»
Μπορείς ή όχι, η αλήθεια είναι ότι, εξαιτίας του μονοκόμματου σοσιαλιστικού ρεαλισμού του, ξεχωρίζει σ' αυτή την κομψή πόλη με τα καταπράσινα, καθαρά πάρκα, τα εκατοντάδες μουσεία, τα πανεπιστήμια και τα αρχοντικά με τα πιο ευφάνταστα στιλ. Αναρωτιέται κανείς αν οι σημερινοί υπάλληλοι των μυστικών υπηρεσιών θεώρησαν απαραίτητο ν' ανοίξουν φάκελλο για μια πρωτότυπη διαδήλωση που έγινε μόλις στη Μόσχα: μερικές δεκάδες πιτσιρικάδων διεκδίκησαν στους δρόμους με αφίσες και πανό και με συνεντεύξεις τους στην τηλεόραση να έχουν απόλυτη ελευθερία στο downloading για προσωπική χρήση, τονίζοντας ότι διαφωνούν παρ' ολ' αυτά με την πειρατεία. Ποιος ξέρει; Ισως ο Λένιν χαμογελούσε ευχαριστημένος με την αντίδρασή τους.
Το μοναδικό άγαλμά του που είδα έστεκε περήφανο και αυστηρό κοντά στην είσοδο της πόλης από την πλευρά του αεροδρομίου. Οχι πολύ μακριά ορθώνεται επιβλητικό το μνημείο των πεσόντων στην αδυσώπητη, τριετή πολιορκία της πόλης από τα ναζιστικά στρατεύματα. Το όνομα Λένινγκραντ είναι εδώ βαθιά χαραγμένο στον γρανίτη, όμως είναι άφαντο οπουδήποτε αλλού. Αλήθεια, πώς προτιμούν να αποκαλούν την πόλη τους οι άνθρωποι που τη ζουν; Αγία Πετρούπολη -πόλη του Αγίου Πέτρου δηλαδή -ή Λένινγκραντ; Οι νέοι βρήκαν τον τρόπο να της δείξουν την αγάπη τους αλλά και να διαδηλώσουν ότι δεν έχουν χρόνο για τέτοια διλήμματα. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο: Αυτοί την αποκαλούν χαϊδευτικά Πίτερ.*