Ησυχία, δουλεύει ο μπαρμπα-Γιώργης...
Το Σπίτι - Μουσείο Μπουζιάνη, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, διηγείται τη μυθιστορηματική ζωή ενός σπουδαίου Ελληνα καλλιτέχνη
Της Γιουλης Eπτακοιλη
Ανεβαίνοντας την οδό Μπουζιάνη, πρώην Σουλίου, στη Δάφνη, Κατσιπόδι για τους παλιούς, φαντάζεσαι ότι θα δεις τον μπαρμπα-Γιώργη να καπνίζει στο κατώφλι του σπιτιού του. Υπάρχουν ακόμη δυο–τρεις άνθρωποι στη γειτονιά που τον θυμούνται να βγαίνει από το σπιτάκι του, με ένα τσιγάρο στο στόμα, και να κατηφορίζει το δρόμο προς τη μονίμως μποτιλιαρισμένη σήμερα Βουλιαγμένης. Μια κυρία θυμάται τον πατέρα της να τη μαλώνει: «Κάνε ησυχία, δουλεύει ο μπαρμπα-Γιώργης».
Η γειτονιά του Γιώργου Μπουζιάνη έχει αλλάξει πολύ, αλλά ευτυχώς, δεν έχει χάσει την ανθρώπινη κλίμακα. Ούτε το «Σπίτι - Μουσείο Μπουζιάνη», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, έπειτα από επίμονη δουλειά της δημαρχιακής αρχής της Δάφνης, θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό το μέτρο. Γι’ αυτό και δίπλα στο σύγχρονο κτίριο του μουσείου, υπάρχει το σπίτι του ζωγράφου –μόνο μια αυλή τα χωρίζει, με μια λεμονιά και ένα κουμ κουάτ στη μέση–, μέρος κι αυτό του μουσείου. Το σπίτι διηγείται τη μυθιστορηματική ζωή ενός σπουδαίου Ελληνα καλλιτέχνη, ο οποίος διέθετε αυτό που είπε κάποτε ο Μποντλέρ για τον Ντελακρουά: «Είναι όπως όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι, ένα θαυμαστό μείγμα ικανότητας, που δείχνει τον τέλειο ζωγράφο, και αφέλειας, που δείχνει τον τέλειο άνθρωπο».
Σχολή του Μονάχου
Γιος οικονομικά εύρωστου εμπόρου κρασιών, ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885–1959) είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στη Γερμανία σε μια εποχή μεγάλων και βίαιων αλλαγών. Επηρεάστηκε από τους εξπρεσιονιστές, από τον Εγκον Σίλε, τον Αουγκουστ Μάκε, τη Σχολή του Μονάχου. Μέσα από διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη διαμόρφωσε τη δική του προσωπική έκφραση, αναγνωρίστηκε στη Γερμανία, έκανε καριέρα, είχε τον δικό του γκαλερίστα, ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε πετυχημένος καλλιτέχνης. Η πορεία του διεκόπη απότομα. 1934: άνοδος του φασισμού και ο, εκτός κομματικών στεγανών αλλά αριστερός στη φιλοσοφία της ζωής, Μπουζιάνης πουλάει το σπίτι του στο Aϊχενάου τoυ Μονάχου και επιστρέφει στην Ελλάδα. Στην απόφασή του αυτή βαραίνει και το γεγονός ότι του είχαν επισήμως υποσχεθεί θέση καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία ποτέ δεν πήρε. Εγκαθίσταται στο ταπεινό σπιτάκι στη Δάφνη.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής του είναι τα πιο δύσκολα. Ζει στα όρια της εξαθλίωσης, με τρομερές στερήσεις, ειδικά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η σωτηρία του ήταν κάποιοι άνθρωποι, στενοί του φίλοι, που τον στήριξαν οικονομικά και, κυρίως, ηθικά: ο Φαίδωνας Μίχος, τότε διοικητής της ΕΤΒΑ, ο αρχαιολόγος Γιάννης Μηλιάδης, ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς, ο ιστορικός τέχνης Αγγελος Προκοπίου, ο καθηγητής Γιώργος Μουρέλος κ.ά. Συχνά έβρισκε κάτω από την πόρτα του σπιτιού του κάποιον φάκελο με λίγα χρήματα και από τον γραφικό χαρακτήρα αναγνώριζε τον «ευεργέτη» του και ανταπέδιδε με κάποια ακουαρέλα. Δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα.
Χαρακτηριστική της κατάστασής του είναι η μαρτυρία φιλικού ζευγαριού που είχε καλέσει τον Μπουζιάνη και τη σύζυγό του Maria Imholz για φαγητό. Οταν η οικοδέσποινα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και είδε να στέκεται απ’ έξω μόνο ο Μπουζιάνης, ρώτησε πού είναι η γυναίκα του, για να πάρει την απάντηση: «Δεν είχαμε λεφτά για δεύτερο εισιτήριο».
Μπορεί να είχε καλούς και πιστούς φίλους, ανάμεσά τους οι ποιητές Νίκος Καρούζος, Μίλτος Σαχτούρης και Μιχάλης Κατσαρός, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος, αλλά δεν ήταν εύκολο να τον πλησιάσει κανείς. Κάθε φορά που κάποιος ξένος χτυπούσε την πόρτα του, έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση σε σπασμένα ελληνικά από τη Γερμανίδα σύζυγό του: «Ο Μπουζιάνης ντεν είναι εντό». Μόνο όταν ο Μπουζιάνης πέθανε και, μετά την κηδεία, οι στενοί συγγενείς και φίλοι επέστρεψαν στο σπίτι για την εθιμοτυπική συγκέντρωση, η Maria Imholz Μπουζιάνη είχε ανάψει όλα τα φώτα σαν να ’ταν γιορτή και φώναζε: «Μπουζιάνης ντεν πέθανε, είναι εντό».
Ταπεινός, μετριόφρων, ανυπόκριτος και ευθύς, ο Μπουζιάνης ήταν ακούραστος εργάτης της ζωγραφικής, ζούσε γι’ αυτήν, αλλά δεν έκανε ποτέ την παραμικρή έκπτωση στο υψηλό του ήθος, για πρόσκαιρη δόξα και χρήμα.
Το «όχι» στον Ιόλα
Σε μια έκθεσή του, τον ειδοποίησαν να σπεύσει στην είσοδο να υποδεχθεί έναν εκπρόσωπο της Πολιτείας. «Αν ενδιαφέρεται πραγματικά για την τέχνη μου, να έρθει να με βρει», απάντησε εκείνος. Επειτα από επιμονή φίλου του, δέχθηκε κάποια στιγμή στο σπίτι του τον Αλέξανδρο Ιόλα. Η δεύτερη συνάντηση μαζί του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, επειδή ο γκαλερίστας καθυστέρησε στο ραντεβού. Ετσι, ο Μπουζιάνης κλώτσησε την ευκαιρία για μια μεγάλη έκθεση έργων του στην Αμερική τη δεκαετία του ’50. «Με τα έργα του τον έδενε μια συγγένεια αίματος», έγραψε κάποτε ο στενός του φίλος Φαίδωνας Μίχος, ένας από τους ανθρώπους που προστάτεψαν και ανέδειξαν το έργο του. «Τα θεωρούσε παιδιά του. Πριν πουλήσει οτιδήποτε, ρωτούσε ποιος ήταν ο αγοραστής και αν καταλάβαινε την τέχνη του. Αν είχε αμφιβολία, δεν έδινε τα έργα του, όση ανάγκη χρημάτων και αν είχε...».
Σπιτική έκθεση που βγάζει ατμόσφαιρα
«Η έκθεση αυτή δίνει μεγάλο βάρος στον ζωγράφο αλλά και στον άνθρωπο», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, Ελένη Κυπραίου. «Είναι μια έκθεση σπιτική, που βγάζει την ατμόσφαιρα του έργου και της ζωής του Μπουζιάνη. Εκθέτουμε δεκαπέντε έργα, επτά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, φωτογραφίες, γράμματα, το σημειωματάριο, δελτίο ταυτότητας που περιλαμβάνει έργα, σχόλια, ονόματα και οικογενειακή κατάσταση, όλα αποσπάσματα από τον βίο του Μπουζιάνη. Ο ζωγράφος Μπουζιάνης έχει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα. Δεν μοιάζει με κανέναν. Ενα έργο του μπορεί να μη σ’ αρέσει, σίγουρα όμως θα το θυμάσαι. Είναι μοναδικός. Γι’ αυτό και δεν έχει συνεχιστές, απόστολους. Αλλωστε, είχε μόλις τρεις μαθητές· τον Νίκο Χρονόπουλο, την Κούλα Μαραγκοπούλου και την Κατερίνα Χαριάτη. Στο έργο του φαίνεται πόσο αγαπούσε τις γυναίκες, πόσο τρυφερός ήταν με τα παιδιά. Εχει απίστευτη δύναμη έκφρασης και αδιάκοπη εσωτερική ένταση. Κύριο μέλημά του είναι ο άνθρωπος, ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Η ζωγραφική του κοιτάζει τον μέσα κόσμο. Είναι “καθαρή” ζωγραφική με κύριο στοιχείο το χρώμα. Ενα στοιχείο μοναδικό στον Μπουζιάνη, που τον διαφοροποιεί από τους άλλους Ελληνες είναι η χρήση του μαύρου χρώματος. Είχε δέκα διαφορετικά μαύρα. Και την εποχή της έκρηξης της ελληνικότητας στη ζωγραφική, με το φως και το χρώμα, εκείνος έκανε την αντίστροφη πορεία, πήγε κόντρα στην εποχή. Γύρω από κάθε έργο του υπάρχει μια δίνη – συναισθηματική, πνευματική, εικαστική. Στον Μπουζιάνη υπάρχει η αίσθηση του μεγάλου έργου, που τη βρίσκει κανείς μόνο στους μεγάλους καλλιτέχνες».
11/21/2010
Γιαννης Καρδαματης-Ενας κοσμοπολίτης της Υδρας...
Σπανίζει στις ημέρες μας το να παρατηρεί κανείς στο έργο δύο φίλων καλλιτεχνών, την ανέφελη σύμπνοια και συγχρόνως την αλληλοσυμπλήρωση που ενυπάρχει ανάμεσα στον Ιωάννη Καρδαμάτη και στον Αμερικανό Timothy Hennessy που μοιράζονταν, μάλιστα, το επιβλητικό σπίτι της Ύδρας. Σπίτι στο οποίο είχαν θεσπίσει από κοινού εργαστήρι και κέντρο διανόησης και σκέψης. Σπίτι που, πάνω απ’ όλα, ακτινοβολεί τις όντως χαρισματικές προσωπικότητες των δύο καλλιτεχνών που ξεχωρίζουν για τη βαθιά ανθρωπιστική –κατά τα αναγεννησιακά πρότυπα– παιδεία και τον τρόπο σκέψης.
Φίλοι του Αλεξάνδρου Ιόλα και της Peggy Guggenheim, με ατομικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και των ΗΠΑ –συχνά μάλιστα στις ίδιες γκαλερί– δεν χαρακτηρίζονταν από την ανταγωνιστικότητα και τα συναφή σύνδρομα που παρατηρούμε σε διάφορες περιπτώσεις δημιουργών.
Γεννημένος στο Βερολίνο το 1915, ο Ιωάννης Καρδαμάτης είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα και στην Αυστραλία και πέθανε πέρσι στην Αβινιόν. Κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος – είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στις Ινδίες και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο Καρδαμάτης ένιωθε μεγάλη έλξη για την Ανατολή και ειδικότερα για το Βυζάντιο, έλξη που επηρέασε βαθιά και τη δουλειά του. Είχα την τύχη να τον πρωτογνωρίσω όταν φιλοτεχνούσε τις αξέχαστες χρυσές πόρτες στο σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα στην Αγία Παρασκευή και να τον δω ξανά το χειμώνα του 2009 στο Ξενοδοχείο Saint George Lycabettus λίγους μήνες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αβινιόν.
Στη διάρκεια της φιλικότατης συζήτησης που είχα μαζί του, τίποτε δεν άφηνε να διαφανεί το επαπειλούμενο τέλος. Μου έλεγε ότι θα πήγαινε στο βενετσιάνικο Palazzo του, όπου περνούσε μερικούς μήνες κάθε χρόνο, και ότι είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει μερικά από τα σχέδιά του σε μια έκδοση. Εντύπωση μου έκανε και πάλι η αυτοφυής ευγένειά του και, κυρίως, η μεγαλοπρέπεια αυτού του ανθρώπου που ήταν εμφανής ακόμη και στον τρόπο που μιλούσε στο προσωπικό του ξενοδοχείου. Είχε τη γαλήνη και την πραότητα του γνήσια σκεπτόμενου ανθρώπου, σε συνδυασμό με τους τρόπους του αυθεντικού αριστοκράτη. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι ήταν περίφροντις για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, καθώς την ημέρα που τον επισκέφθηκα είχε κλείσει το κέντρο από ταραχές και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από τα δακρυγόνα. Με την ολύμπια ηρεμία του, μου εκδήλωνε με πολλούς τρόπους τη βαθιά αγάπη του για την Ελλάδα αλλά και την ανησυχία που ένιωθε για τις μελλούμενες εξελίξεις. Όμως, σύντομα, η συζήτησή μας επικεντρώθηκε στη μεγάλη γοητεία που ασκούσε επάνω του το φως της Ελλάδας και ο «μοναδικός» της ήλιος. Ακριβώς αυτό τον ήλιο αποκρυπτογράφησε –όσο είναι ανθρώπινα, δηλαδή υλικά δυνατόν– στις πόρτες που έφτιαξε με μια χαρακτηριστική ενάργεια για το σπίτι του Ιόλα αλλά και για άλλα βαρυσήμαντα μέρη. Γοητευμένος από την Ανατολή και ειδικότερα, από την ατμόσφαιρα του Βυζαντίου και τις διάφορες τεχνικές που επεξεργάστηκαν οι Βυζαντινοί, προσπάθησε και το επέτυχε να αναπλάσει μια ανάλογη ατμόσφαιρα μέσ’ από τα έργα του. Ατμόσφαιρα που λάμπρυνε όλα τα σπίτια που διέθετε ή που διακοσμούσε ο Καρδαμάτης.
Ειδικότερα, στις ζωγραφικές του συνθέσεις, κυρίως με μεικτή τεχνική και σκόνες σε ύφασμα, σε νοβοπάν κ.α., ο Καρδαμάτης, επικεντρωμένος στην εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία ανθρώπινη μορφή, περιβάλλει την τελευταία με μια ατμόσφαιρα εκπάγλου λάμψης, που λες και είναι ενορχηστρωμένη μέσ’ από αυτή καθεαυτή την ηλιακή ενέργεια. Εδώ οι κίτρινες, υποκίτρινες ή και χρυσαφιές αποχρώσεις συνθέτουν, κάθε φορά, ένα διαχρονικό –εκτός τόπου και χρόνου– έργο. Έργο που υπερσκελίζει τις όποιες εντάξεις σε κινήματα και σε μανιέρες, όπως συμβολισμός, προ-ραφαηλιτισμός κ.ά., για να διαμηνύσει αποκλειστικά την ξεχωριστή οντότητα του δημιουργού του.
Οντότητα σφαιρικά εννοημένη, καθώς ο Καρδαμάτης όπως άλλωστε και ο Hennessy, βίωναν και λάμβαναν υπόψη σφαιρικά όλο το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργούσαν. Αποκαλυπτικό σε αυτό το σημείο είναι, όπως θα δούμε, το σπίτι της Ύδρας στη διευθέτηση και στο διάκοσμο του οποίου δούλεψαν και οι δύο και όπου –καθώς εκτελούσε και χρέη κατοικίας και εργαστηρίου– φιλοτεχνούσαν και τα προσωπικά τους έργα στα οποία συχνά δούλευαν διαδοχικά.
Δουλεύοντας και οι δύο συχνά το ύφασμα –αν και περισσότερο ο Hennessy και λιγότερο ο Καρδαμάτης–, κατόρθωναν να καταστήσουν το έργο του περίοπτο, δηλαδή να «φέρει» από μια σύνθεση στην καθεμιά από τις δύο όψεις.
Ακόμη, στις ζωγραφικές συνθέσεις του Καρδαμάτη διαπιστώνουμε μια τελείως προσωπική ονειρική διάθεση που ενθαρρύνει τη φαντασία μας να διανύσει τις δικές της διαδρομές. Διαδρομές, που σε κάθε περίπτωση εμπλουτίζουν τον ψυχισμό μας, καθώς τον εξωραΐζουν από την πεζή καθημερινότητα.
Ονειρική διάθεση που εκδηλώνεται με ένα διαφορετικό τρόπο στον –κατά δέκα χρόνια νεότερο– Hennessy, καθώς τα όποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του διακατέχονται από έναν ονειρικό σε παλμό ρυθμό. Ένα ρυθμό στον οποίο τα παραστατικά στοιχεία σε μια εμπνευσμένη συνύπαρξη με τα συμβολικά – διακοσμητικά πείθουν ότι έχουν απορροφήσει κάτι το ουσιαστικό από την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα, π.χ., το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού στην Ύδρα. Kι αυτό, ώστε να αναμεταδώσουν το βαθύτερο πνεύμα που διέπει την εικαστική γραφή του καλλιτέχνη και σε εμάς.
Μαθητής του André Lhote στο Παρίσι και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, ο Hennessy, που τώρα ζει και εργάζεται κυρίως στην Αβινιόν, έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο χρώμα και μια σαφή προτίμηση να δημιουργεί περίοπτα έργα είτε σε μη τελαρωμένους καμβάδες είτε σε υφάσματα που ράβει ο ίδιος. Εκτός από τα ζωγραφικά έργα φιλοτεχνεί γλυπτά και κοστούμια για happenings. Σημαδιακά, η Peggy Guggenheim είχε ισχυριστεί για τον Hennessy «ότι ήταν ο τελευταίος καλός καλλιτέχνης που είχε ανακαλύψει».
Οπωσδήποτε χαρισματικός καλλιτέχνης, ο Hennessy κατορθώνει να πλάσει μέσ’ από ένα συγκερασμό θραυσμάτων από διακοσμητικά και παραστατικά μοτίβα ένα απολύτως προσωπικό εικονογραφικό ρεπερτόριο χάρη στο οποίο μας αναμεταδίδει, πάντοτε στο ακέραιο, την πεμπτουσία του εκάστοτε ερεθίσματός του. Έτσι, έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά με την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού νησιού ή ακόμη με την ανατολίζουσα ιερατικότητα μιας καθ’ όλα υποβλητικής μορφής. Υπάρχει, όντως, σε όλα σχεδόν τα έργα του μια βαθιά ποιητική διάσταση. Διάσταση που, αντιδραστική σε μια όποια πεζή περιγραφή, πολλαπλασιάζει σε βάθος και ανεξάντλητα τους συνειρμούς που προκαλεί μέσ’ από την ορατή εικόνα. Σε κάθε περίπτωση πάντως ,έχει αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας διακοσμητικότητας ή και επιδερμικής κατάστασης χάρη στο ταλέντο του δημιουργού.
Κομβικό οπωσδήποτε σημείο στην πορεία των δύο καλλιτεχνών –πέρα από τις όποιες συνεργασίες και τα κοινά σχέδια– είναι το σπίτι στην Ύδρα: Ολοζώντανο παράδειγμα του καθαρά ποιητικού τρόπου με τον οποίο βίωναν και έβλεπαν την κάθε δημιουργία σαν ένα αναπόσπαστο μέλος ενός αδιαίρετου συνόλου. Τα χρώματα και οι συμβολισμοί των συνθέσεων που κοσμούν το σπίτι της Ύδρας, τα διάσπαρτα κολάζ από κείμενα του Πλάτωνα και του Προυστ, ώστε, π.χ., να τεκμηριωθεί η πνευματική τους αξία έναντι της υλικής, στοχεύουν στο να προβάλλει το όλο οικοδόμημα: κυψέλη νοημάτων και αισθητικής γραφής που άπτεται της καθολικής, σφαιρικά εννοημένης, «παιδείας» και δημιουργίας.
Φίλοι του Αλεξάνδρου Ιόλα και της Peggy Guggenheim, με ατομικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και των ΗΠΑ –συχνά μάλιστα στις ίδιες γκαλερί– δεν χαρακτηρίζονταν από την ανταγωνιστικότητα και τα συναφή σύνδρομα που παρατηρούμε σε διάφορες περιπτώσεις δημιουργών.
Γεννημένος στο Βερολίνο το 1915, ο Ιωάννης Καρδαμάτης είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα και στην Αυστραλία και πέθανε πέρσι στην Αβινιόν. Κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος – είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στις Ινδίες και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο Καρδαμάτης ένιωθε μεγάλη έλξη για την Ανατολή και ειδικότερα για το Βυζάντιο, έλξη που επηρέασε βαθιά και τη δουλειά του. Είχα την τύχη να τον πρωτογνωρίσω όταν φιλοτεχνούσε τις αξέχαστες χρυσές πόρτες στο σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα στην Αγία Παρασκευή και να τον δω ξανά το χειμώνα του 2009 στο Ξενοδοχείο Saint George Lycabettus λίγους μήνες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αβινιόν.
Στη διάρκεια της φιλικότατης συζήτησης που είχα μαζί του, τίποτε δεν άφηνε να διαφανεί το επαπειλούμενο τέλος. Μου έλεγε ότι θα πήγαινε στο βενετσιάνικο Palazzo του, όπου περνούσε μερικούς μήνες κάθε χρόνο, και ότι είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει μερικά από τα σχέδιά του σε μια έκδοση. Εντύπωση μου έκανε και πάλι η αυτοφυής ευγένειά του και, κυρίως, η μεγαλοπρέπεια αυτού του ανθρώπου που ήταν εμφανής ακόμη και στον τρόπο που μιλούσε στο προσωπικό του ξενοδοχείου. Είχε τη γαλήνη και την πραότητα του γνήσια σκεπτόμενου ανθρώπου, σε συνδυασμό με τους τρόπους του αυθεντικού αριστοκράτη. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι ήταν περίφροντις για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, καθώς την ημέρα που τον επισκέφθηκα είχε κλείσει το κέντρο από ταραχές και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από τα δακρυγόνα. Με την ολύμπια ηρεμία του, μου εκδήλωνε με πολλούς τρόπους τη βαθιά αγάπη του για την Ελλάδα αλλά και την ανησυχία που ένιωθε για τις μελλούμενες εξελίξεις. Όμως, σύντομα, η συζήτησή μας επικεντρώθηκε στη μεγάλη γοητεία που ασκούσε επάνω του το φως της Ελλάδας και ο «μοναδικός» της ήλιος. Ακριβώς αυτό τον ήλιο αποκρυπτογράφησε –όσο είναι ανθρώπινα, δηλαδή υλικά δυνατόν– στις πόρτες που έφτιαξε με μια χαρακτηριστική ενάργεια για το σπίτι του Ιόλα αλλά και για άλλα βαρυσήμαντα μέρη. Γοητευμένος από την Ανατολή και ειδικότερα, από την ατμόσφαιρα του Βυζαντίου και τις διάφορες τεχνικές που επεξεργάστηκαν οι Βυζαντινοί, προσπάθησε και το επέτυχε να αναπλάσει μια ανάλογη ατμόσφαιρα μέσ’ από τα έργα του. Ατμόσφαιρα που λάμπρυνε όλα τα σπίτια που διέθετε ή που διακοσμούσε ο Καρδαμάτης.
Ειδικότερα, στις ζωγραφικές του συνθέσεις, κυρίως με μεικτή τεχνική και σκόνες σε ύφασμα, σε νοβοπάν κ.α., ο Καρδαμάτης, επικεντρωμένος στην εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία ανθρώπινη μορφή, περιβάλλει την τελευταία με μια ατμόσφαιρα εκπάγλου λάμψης, που λες και είναι ενορχηστρωμένη μέσ’ από αυτή καθεαυτή την ηλιακή ενέργεια. Εδώ οι κίτρινες, υποκίτρινες ή και χρυσαφιές αποχρώσεις συνθέτουν, κάθε φορά, ένα διαχρονικό –εκτός τόπου και χρόνου– έργο. Έργο που υπερσκελίζει τις όποιες εντάξεις σε κινήματα και σε μανιέρες, όπως συμβολισμός, προ-ραφαηλιτισμός κ.ά., για να διαμηνύσει αποκλειστικά την ξεχωριστή οντότητα του δημιουργού του.
Οντότητα σφαιρικά εννοημένη, καθώς ο Καρδαμάτης όπως άλλωστε και ο Hennessy, βίωναν και λάμβαναν υπόψη σφαιρικά όλο το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργούσαν. Αποκαλυπτικό σε αυτό το σημείο είναι, όπως θα δούμε, το σπίτι της Ύδρας στη διευθέτηση και στο διάκοσμο του οποίου δούλεψαν και οι δύο και όπου –καθώς εκτελούσε και χρέη κατοικίας και εργαστηρίου– φιλοτεχνούσαν και τα προσωπικά τους έργα στα οποία συχνά δούλευαν διαδοχικά.
Δουλεύοντας και οι δύο συχνά το ύφασμα –αν και περισσότερο ο Hennessy και λιγότερο ο Καρδαμάτης–, κατόρθωναν να καταστήσουν το έργο του περίοπτο, δηλαδή να «φέρει» από μια σύνθεση στην καθεμιά από τις δύο όψεις.
Ακόμη, στις ζωγραφικές συνθέσεις του Καρδαμάτη διαπιστώνουμε μια τελείως προσωπική ονειρική διάθεση που ενθαρρύνει τη φαντασία μας να διανύσει τις δικές της διαδρομές. Διαδρομές, που σε κάθε περίπτωση εμπλουτίζουν τον ψυχισμό μας, καθώς τον εξωραΐζουν από την πεζή καθημερινότητα.
Ονειρική διάθεση που εκδηλώνεται με ένα διαφορετικό τρόπο στον –κατά δέκα χρόνια νεότερο– Hennessy, καθώς τα όποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του διακατέχονται από έναν ονειρικό σε παλμό ρυθμό. Ένα ρυθμό στον οποίο τα παραστατικά στοιχεία σε μια εμπνευσμένη συνύπαρξη με τα συμβολικά – διακοσμητικά πείθουν ότι έχουν απορροφήσει κάτι το ουσιαστικό από την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα, π.χ., το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού στην Ύδρα. Kι αυτό, ώστε να αναμεταδώσουν το βαθύτερο πνεύμα που διέπει την εικαστική γραφή του καλλιτέχνη και σε εμάς.
Μαθητής του André Lhote στο Παρίσι και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, ο Hennessy, που τώρα ζει και εργάζεται κυρίως στην Αβινιόν, έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο χρώμα και μια σαφή προτίμηση να δημιουργεί περίοπτα έργα είτε σε μη τελαρωμένους καμβάδες είτε σε υφάσματα που ράβει ο ίδιος. Εκτός από τα ζωγραφικά έργα φιλοτεχνεί γλυπτά και κοστούμια για happenings. Σημαδιακά, η Peggy Guggenheim είχε ισχυριστεί για τον Hennessy «ότι ήταν ο τελευταίος καλός καλλιτέχνης που είχε ανακαλύψει».
Οπωσδήποτε χαρισματικός καλλιτέχνης, ο Hennessy κατορθώνει να πλάσει μέσ’ από ένα συγκερασμό θραυσμάτων από διακοσμητικά και παραστατικά μοτίβα ένα απολύτως προσωπικό εικονογραφικό ρεπερτόριο χάρη στο οποίο μας αναμεταδίδει, πάντοτε στο ακέραιο, την πεμπτουσία του εκάστοτε ερεθίσματός του. Έτσι, έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά με την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού νησιού ή ακόμη με την ανατολίζουσα ιερατικότητα μιας καθ’ όλα υποβλητικής μορφής. Υπάρχει, όντως, σε όλα σχεδόν τα έργα του μια βαθιά ποιητική διάσταση. Διάσταση που, αντιδραστική σε μια όποια πεζή περιγραφή, πολλαπλασιάζει σε βάθος και ανεξάντλητα τους συνειρμούς που προκαλεί μέσ’ από την ορατή εικόνα. Σε κάθε περίπτωση πάντως ,έχει αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας διακοσμητικότητας ή και επιδερμικής κατάστασης χάρη στο ταλέντο του δημιουργού.
Κομβικό οπωσδήποτε σημείο στην πορεία των δύο καλλιτεχνών –πέρα από τις όποιες συνεργασίες και τα κοινά σχέδια– είναι το σπίτι στην Ύδρα: Ολοζώντανο παράδειγμα του καθαρά ποιητικού τρόπου με τον οποίο βίωναν και έβλεπαν την κάθε δημιουργία σαν ένα αναπόσπαστο μέλος ενός αδιαίρετου συνόλου. Τα χρώματα και οι συμβολισμοί των συνθέσεων που κοσμούν το σπίτι της Ύδρας, τα διάσπαρτα κολάζ από κείμενα του Πλάτωνα και του Προυστ, ώστε, π.χ., να τεκμηριωθεί η πνευματική τους αξία έναντι της υλικής, στοχεύουν στο να προβάλλει το όλο οικοδόμημα: κυψέλη νοημάτων και αισθητικής γραφής που άπτεται της καθολικής, σφαιρικά εννοημένης, «παιδείας» και δημιουργίας.
Ντροπή στον Γερουλάνο....
Ειναι Υπουργος Πολιτισμου και δεν νρεπεται...
Ειναι γονος συλλεκτων και δωρητων... και δεν εχει τσιπα....
Κι όσο για το ΚΑΣ.... αφήστε... εκει τα χάλια τους ειναι μνημειώδη.... Οι μισοι απο αυτούς που απαρτιζουν το ΚΑΣ δε κάνουν ούτε για τις υπηρεσίες εντομοκτονίας του Δήμου....
Στην κληρονόμο τού Ιόλα κυρία Ελένη Κουτσούδη αποδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο 64 αρχαία έργα και εικόνες τα οποία ανήκαν στον συλλέκτη και είχαν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό και στο Βυζαντινό Μουσείο προς φύλαξη. Αλλα τρία έργα, συγκεκριμένα το άγαλμα ενός σατύρου, μια κεφαλή αγαλματίου του Τραϊανού και ένα ανάγλυφο που παριστά ανδρική μορφή, αποφασίστηκε να αγοραστούν και να περιέλθουν στις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού. Η απόφαση ελήφθη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ύστερα από αίτημα που υπέβαλε η κυρία Κουτσούδη-Ιόλα, μία εκ των κληρονόμων τού συλλέκτη, ενώ η δεύτερη, η κυρία Σίλβια Μαρία ντε Κουέβας (κόρη της Νίκης Στάιφελ, που ήταν αδερφή του Ιόλα) δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον. Σημειώνεται ότι τα έργα που αποδίδονται δεν είναι τα κατασχεθέντα στην οικία της Νίκης Στάιφελ μετά από δύο κλοπές που είχαν γίνει στο σπίτι του Ιόλα. Η αποζημίωση για τα τρία αρχαία ανέρχεται σε 6 000 Ευρω...
Ειναι γονος συλλεκτων και δωρητων... και δεν εχει τσιπα....
Κι όσο για το ΚΑΣ.... αφήστε... εκει τα χάλια τους ειναι μνημειώδη.... Οι μισοι απο αυτούς που απαρτιζουν το ΚΑΣ δε κάνουν ούτε για τις υπηρεσίες εντομοκτονίας του Δήμου....
Στην κληρονόμο τού Ιόλα κυρία Ελένη Κουτσούδη αποδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο 64 αρχαία έργα και εικόνες τα οποία ανήκαν στον συλλέκτη και είχαν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό και στο Βυζαντινό Μουσείο προς φύλαξη. Αλλα τρία έργα, συγκεκριμένα το άγαλμα ενός σατύρου, μια κεφαλή αγαλματίου του Τραϊανού και ένα ανάγλυφο που παριστά ανδρική μορφή, αποφασίστηκε να αγοραστούν και να περιέλθουν στις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού. Η απόφαση ελήφθη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ύστερα από αίτημα που υπέβαλε η κυρία Κουτσούδη-Ιόλα, μία εκ των κληρονόμων τού συλλέκτη, ενώ η δεύτερη, η κυρία Σίλβια Μαρία ντε Κουέβας (κόρη της Νίκης Στάιφελ, που ήταν αδερφή του Ιόλα) δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον. Σημειώνεται ότι τα έργα που αποδίδονται δεν είναι τα κατασχεθέντα στην οικία της Νίκης Στάιφελ μετά από δύο κλοπές που είχαν γίνει στο σπίτι του Ιόλα. Η αποζημίωση για τα τρία αρχαία ανέρχεται σε 6 000 Ευρω...
Αντι Γουόρχολ: Ο Πρωτοπόρος
Απο το ALLOTINO jazz rock cafe
Τον Aντι Γουόρχολ είτε τον λατρεύεις είτε τον μισείς. Eνας μάγος της ανατροπής, ένα ευφυές μυαλό αποφασισμένο να βλέπει την πραγματικότητα ανάποδα.....
Γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ το 1928 από Σλοβάκους γονείς και τα παιδικά του χρόνια, παγιδευμένα σε ένα τυπικά καθολικό περιβάλλον, συνέπεσαν με τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκωδικοποιήσει από μικρή ηλικία το πώς λειτουργούσε ο κόσμος προκειμένου να επιβιώσει. Tα αποτελέσματα αυτής της γνώσης μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην τέχνη του, γιατί έτσι ο Γουόρχολ ανακάλυψε την εικόνα του εαυτού του, «πλάσμα της φαντασίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, ένα έξυπνο «κατασκεύασμα» που περιφερόταν από ντισκοτέκ σε κινηματογραφικές λέσχες, επιδείξεις μόδας και γκαλερί.
Ξεκίνησε ως «δόκιμος» στον Aφηρημένο Eξπρεσιονισμό, τον οποίο γρήγορα απέρριψε και η μεγάλη του εξόρμηση στον κόσμο της τέχνης γίνεται το 1961 όταν άρχισε να ζωγραφίζει κονσέρβες σούπας, μπουκάλια Coca-Cola και εξώφυλλα περιοδικών. Τα εμπορικά σήματα ή τα πορτρέτα της Tζάκι ήταν σύμβολα της ποπ. Tο γεγονός ότι θα συνεπαγόταν και την απόλυτη εμπορευματοποίηση της τέχνης (μαζί με ένα πλήθος εύκολων πλαστογραφιών) ίσως και να διασκέδαζε τον καλλιτέχνη.
Ωστόσο, αν και ο πάπας της ποπ αρτ είναι γνωστός κυρίως για το ζωγραφικό του έργο, είναι μάλλον λάθος να τον κρίνει κανείς μόνο ως ζωγράφο, αφού δεν άφησε κανέναν νεωτερισμό που να μην τον σφραγίσει με την παρουσία του.
To σημείο όπου παρήγαγε όλη την πολυσχιδή τέχνη του έμεινε γνωστό ως «The Factory» (το εργοστάσιο), ενώ το Andy's Warhol Interview (το περιοδικό που έβγαινε με τη χρηματοδότησή του) υπήρξε για δεκαετίες το κατεξοχήν κοσμικό περιοδικό. Tο Factory ήταν ένα παλιό εργοστάσιο κατασκευής καπέλων στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον αριθμό 231 της Aνατολικής 47ης οδού στη Nέα Yόρκη. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να πάρεις ένα βιομηχανικό ασανσέρ, το οποίο σε έφερνε σε έναν ενιαίο χώρο με παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο μιας γειτονιάς. Tο ενοίκιο ήταν μόνο εκατό δολάρια. Ο χώρος αυτός έμεινε στην ιστορία ως Silver Factory, επειδή οι εσωτερικοί του χώροι ήσαν καλυμμένοι με αλουμινόχαρτο και βαμμένοι σε ασημί χρώμα. Tο είχε διακοσμήσει ο φίλος του, Mπίλι Nέιμ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη επίσημου φωτογράφου του Factory. Aπό την πρώτη στιγμή στον χώρο εκτός από τον Γουόρχολ και τους βοηθούς του άρχιζαν να μαζεύονται τα πιο ταλαντούχα και κακομαθημένα παιδιά της Nέας Yόρκης και να γίνονται τα πιο προχωρημένα πάρτι όπου καλλιτέχνες, διασημότητες, αστέρια της underground σκηνής, όμορφα αγόρια και κορίτσια, μοντέλα και γκαλερίστες, τραβεστί και έμποροι ναρκωτικών, φιλότεχνοι και Mαικήνες, χρηματιστές και συλλέκτες επιδίδονταν σε συζητήσεις, περιπτύξεις και κατανάλωση ουσιών υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής.
To 1965 o Γουόρχολ είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης. Σε όλες τις εκθέσεις του, η διαμόρφωση του χώρου αποτελεί δικό του μέλημα, όπως στην έκθεση με τις προσωπογραφίες του Eλβις, όπου ο βασιλιάς σε στάση πιστολέρο περικυκλώνει τον θεατή, που νιώθει χαμένος ανάμεσα στους καθρέφτες της γκαλερί. Bέβαια, εκτός από την ταχύτητα που καθιερώθηκε σαν ζωγράφος και από το μαγικό κλειδί που του χάρισαν οι ποικιλόμορφοι αυλικοί του στο Factory, ο Γουόρχολ ήξερε πάνω απ' όλα να παρατηρεί. Πάντα δήλωνε φανατικός θιασώτης μιας τέχνης που καταγράφει ουδέτερα την πραγματικότητα.
H δεκαετία του '70 είναι σημαδεμένη από την κεντρική ιδέα του θανάτου. Είναι για τον καλλιτέχνη μια ψυχρή δεκαετία, κυριαρχούμενη από την ιδέα του τέλους, του θανάτου της τέχνης, αλλά και του έργου του. Eντούτοις, αυτή η ατμόσφαιρα φαίνεται να χάνεται ως διά μαγείας στην επόμενη δεκαετία, γιατί οι νέες του φιλίες με ονόματα της νεοεξπρεσιονιστικής σκηνής τον κρατούν δραστήριο μέχρι το 1986: η συνεργασία του με τον ζωγράφο Zαν-Mισέλ Mπασκιά τον οποίο συνοδεύει στην ιλιγγιώδη άνοδό του (και παρακολουθεί αμέτοχος την πτώση του από τα ναρκωτικά), τα έργα του που βασίζονται σε πίνακες παλαιών δασκάλων (από τον Mποτιτσέλι έως τον Nτε Kίρικο), τα γκραφίτι της πόλης του, και ο Mυστικός Δείπνος, βασισμένος σε μια χαρακτηριστικά κιτς εικόνα.
O Γουόρχολ πέθανε στη Nέα Yόρκη, στις 22 Φεβρουαρίου του 1987. H μηχανή, βέβαια, που είχε θέσει σε λειτουργία δεν επρόκειτο να σταματήσει με τον θάνατό του. Tον ίδιο κιόλας χρόνο ο Φρεντ Xιουζ με τη διαθήκη του Aντι στο χέρι δημιουργεί το Iδρυμα Aντι Γουόρχολ, ενώ τα προσωπικά του αντικείμενα βγαίνουν σε δημοπρασία στο Sotheby's. Bέβαια, λίγα χρόνια πιο πριν δήλωνε, «όταν πεθάνω δεν θέλω να μείνει κανένα ίχνος μου. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω. Θέλω ο "μηχανισμός" μου να σβήσει». Oσο κι αν ακούγεται ειρωνική η σκέψη του που δημοσιεύθηκε το 1975 στη «Φιλοσοφία του», το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ίχνη του βρίσκονται παντού. Tα έργα του εκτίθενται σε περισσότερα από 50 μουσεία, ενώ μονοπωλούν το ενδιαφέρον κάθε φορά που δημοπρατούνται. Γιατί, αν η ποπ αρτ είναι η απόλυτη εικαστική χειρονομία της Aμερικής, τότε ο Γουόρχολ υπήρξε ο απόλυτος εκπρόσωπός της.1gaz3a.jpg
Ο Γουόρχολ και τo σινεμά
«Eιναι οι ταινιες που ελέγχουν τα πράγματα στην Aμερική από τότε που εφευρέθηκε ο κινηματογράφος. Σου δείχνουν τι να κάνεις, πώς να το κάνεις, πότε να το κάνεις, πώς να νιώσεις γι' αυτό και πώς να δείχνεις ότι νιώθεις γι' αυτό». Aυτό δήλωσε ο Γουόρχολ και από το 1963 μέχρι το 1968 βρήκε χρόνο και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 ταινίες. Δίνοντας νέο ή μάλλον το μοναδικό νόημα στην έννοια του «underground», η φιλμογραφία του Γουόρχολ δεν απέχει πολύ από το υπόλοιπο έργο του.
Aποσπασματική, βασισμένη στην ιδέα της επανάληψης, γεμάτη από όμορφα αγόρια, κατεστραμμένες ντίβες, εφήμερες πόζες και ακόμη πιο εφήμερες φιλοδοξίες δεν υπάρχει καμία ταινία του που να μην μπορεί να ιδωθεί ως σινεμά, video art, παραλήρημα ενός ευφυούς καλλιτέχνη που τελικά έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για ταινίες φιλικές προς τον θεατή ή για την οποιαδήποτε επαφή του βλέμματός του με τον εμπορικό, λαϊκό κινηματογράφο των τριών προβολών. Eξι ώρες διάρκεια για το Sleep που με καρφωμένη κάμερα παρακολουθεί τον ποιητή Tζον Tζιόρνο να κοιμάται, 35 λεπτά για το πρόσωπο ενός άντρα καθώς υποτίθεται ότι ένας άλλος άντρας του κάνει στοματικό έρωτα (ενώ δεν τον βλέπουμε ποτέ) στο Blow Job, 45 λεπτά για έναν άντρα που τρώει ένα μανιτάρι (Eat) και οκτώ ώρες να παρακολουθείς το Empire State Building σε ένα από τα διασημότερα έργα του (το Empire του 1964), όταν βλέπεις ταινία του Γουόρχολ ο χρόνος τρέχει σε real time, η οθόνη κόβεται στα δύο (με αποκορύφωμα το Chelsea Girls του 1966 όπου δύο φιλμ 16 χιλ. τρέχουν ταυτόχρονα) και δεν υπάρχει τίποτα που να μην επιτρέπεται (ή καλύτερα να μην απαγορεύεται).
Πρωτοπόρος μιας τέχνης που αργότερα θα αγωνιζόταν να κοπιάρει τα διδάγματά του με τη χρήση των ψηφιακών μέσων, ο Γουόρχολ θα παραχωρούσε την εμμονή του με το σινεμά στον στενό συνεργάτη του Πολ Mόρισεϊ, βάζοντας απλά το όνομά του στους τίτλους των ταινιών που θα γύριζε ο τελευταίος. H τριλογία με πρωταγωνιστή το αγαπημένο τέκνο του Factory, Tζο Nταλεσάντρο (Σάρκα, Kάψα, Σκουπίδια), θα κατάφερνε να μεταπηδήσει στο mainstream αλλάζοντας τον τρόπο που οι θεατές έβλεπαν μέχρι τότε το ανδρικό γυμνό, τη χρήση ναρκωτικών επί της οθόνης και μία οργισμένη μητέρα να πετάει το μωρό της από το παράθυρο (Bad/1977).
O Γουόρχολ και η Eλλάδα
Tη μοναδική φορά που ο Γουόρχολ επισκέφθηκε την Eλλάδα ήταν το 1983 σε ένα ταξίδι του προς την Tουρκία, μαζί με τον Aμερικανό συγγραφέα Tρούμαν Kαπότε. Tο δίδυμο Γουόρχολ-Kαπότε φιλοξενήθηκε για τέσσερις ημέρες στη βίλα του Iόλα στην Aγία Παρασκευή.
H σχέση του Γουόρχολ με τον Iόλα ήταν μάλλον το σημαντικότερο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ζωής του πάπα της ποπ αρτ. Ο Mέγας Aλέξανδρος, μπήκε στο πάνθεον των πορτρέτων του Γουόρχολ, μαζί με του Mάο Tσε Τουνγκ, αλλά και της θρυλικής Mέριλιν Mονρόε ή της Eλίζαμπεθ Tέιλορ. Ο Mέγας Aλέξανδρος και ο Mάο ήταν παραγγελίες του Iόλα.
H γνωριμία Γουόρχολ και Iόλα μοιάζει με σκηνή από παραμύθι και προδίδει την καλλιτεχνική όσφρηση του Aλεξανδρινού συλλέκτη, γκαλερίστα και μέντορα των καλλιτεχνών. Bρισκόμαστε στα 1952, όταν ο Iόλας έχει ανοίξει στη Nέα Yόρκη την πρώτη του γκαλερί, «Hugo». Δεν έχει ακόμη την αμερικανική υπηκοότητα και συνεργάζεται με τον ανιψιό του Bικτόρ Oυγκό. Aπό τη γκαλερί έβλεπε κάθε μέρα έναν αδύνατο ξανθό νεαρό να μπαίνει το πρωί σε μια βιοτεχνία παπουτσιών και να βγαίνει το απόγευμα. Kάποια μέρα τον ρώτησε πώς τον λένε και πού πάει. «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία», του απάντησε ο 24χρονος νεαρός. «Mπορείτε να μου φέρετε μερικά σχέδιά σας να δω;», τον ρώτησε. Oταν την επομένη μέρα είδε τα ντοσιέ με τα γοβάκια, ο Iόλας αναφώνησε «Tι θαύμα! Aυτά τα σχέδια είναι υπέροχα. Aγαπητέ μου, σας κάνω έκθεση». Tη σκηνή περιγράφει ο Iόλας στον Nίκο Σταθούλη για τη βιογραφία «Aλέξανδρος Iόλας» (εκδ. Λιβάνη, 1994). Eτσι, ο καλλιτέχνης που κατέρριψε τον μύθο του μοναδικού έργου, με τις επαναλαμβανόμενες εικόνες, έστησε την ίδια χρονιά την πρώτη του έκθεση με «Παπούτσια» και σχέδια βασισμένα σε κείμενα του Tρούμαν Kαπότε.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στην πρώτη έκθεση του Aντι», συνεχίζει στη διήγηση ο Iόλας. Oι κριτικοί είχαν διχαστεί, οι εφημερίδες το ίδιο. «Πώς είναι δυνατόν να μας δείχνει τα ιερά τέρατα της τέχνης ο κ. Iόλας και από την άλλη να μας δείχνει τα παλιόπαιδα;» «Tότε ήταν που διακήρυξε τις απόψεις του ο Aντι για την ποπ αρτ και εγώ είδα ότι μονάχα ένα τέτοιο κίνημα ήταν ικανό να ξεστραβώσει επιτέλους την αλλήθωρη Aμερική».
H σχέση τους στην τέχνη και στη φρενήρη ζωή τους, κράτησε ως το τέλος. Aφησαν τα εγκόσμια την ίδια χρονιά, το 1987. Tο κύκνειο άσμα ήταν ίδιο και για τους δύο. O «Mυστικός Δείπνος» ήταν η τελευταία έκθεση του Γουόρχολ στην τελευταία γκαλερί του Iόλα στο Mιλάνο, στο Παλάτσο Στελίνε. O «Mυστικός Δείπνος», παραγγελία του Iόλα, ήταν έργο ζωής και για τους δύο. Oλα πήγαν στραβά. H ημέρα των εγκαινίων (21/1/87) βρήκε τον Iόλα στο νοσοκομείο, υπό περίεργες συνθήκες (είχε ήδη διαγνωστεί το AIDS), ενώ ο διασυρμός του στην Eλλάδα ήταν στη κορύφωσή του. O Αντι Γουόρχολ πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου και ο Αλέξανδρος Iόλας στις 6 Iουνίου.
Oι Eλληνίδες του Aντι
Ο Αλέξανδρος Iόλας μεσολάβησε ώστε κάποιες Eλληνίδες να περάσουν το κατώφλι του «Factory», για ένα πορτρέτο από τα χέρια του. Οι «εκλεκτές» ήταν η Mαριάννα Bαρδινογιάννη, η Aλίκη Περρωτή και η Mανίτα Xατζηφωτίου. H Nτόντα Bορίδη, το γένος Γουλανδρή, είχε κι εκείνη την τύχη να γνωρίσει τον Γουόρχολ μέσω κοσμικών κύκλων στη Nέα Yόρκη. Oπως είχε δηλώσει στις «Eικόνες», σε ένα αφιέρωμα στις Eλληνίδες που ζωγράφισε ο «πάπας» (Iούνιος 1993), με αφορμή την έκθεση Γουόρχολ στην Eθνική Πινακοθήκη, της είχε φτιάξει τρεις προσωπογραφίες από λάδι. Διάλεξε το «Nτόντα. Πορτρέτο 1», αντί του ποσού των 20.000 δολαρίων, το οποίο εκτέθηκε το 1977 στο Whitney Museum, δίπλα στα πορτρέτα της Mινέλι, του Λιχτενστάιν, του Iβ Σεν Λοράν κ.ά. H κ. Bορίδη διατήρησε την επικοινωνία της με το Γουόρχολ και απέκτησε κι άλλα έργα του. Ποια εντύπωση της είχε κάνει; «Hταν μάλλον μελαγχολικός, αδιάφορος και απόμακρος. Mερικές φορές ευχάριστος και διασκεδαστικός». Δεν διαφέρει πολύ και η αίσθηση της κ. Xατζηφωτίου: «Eίχε μια αδύναμη προσωπικότητα. Eπηρεαζόταν πολύ... Hταν όμως δεκτικός, απόμακρος και προσιτός μαζί. Tαυτοχρόνως, απλός και γλυκός». Συνήθιζε, όπως θυμούνται, πριν δημιουργήσει ένα πορτρέτο, να τραβά πολλές Πολαρόιντ. Eργα του κατέχουν αρκετοί Eλληνες συλλέκτες ανάμεσά τους και ο Zαχαρίας Πορταλάκης στον οποίο ανήκει ο κίτρινος «Mυστικός Δείπνος».
Tα ρεκόρ του Γουόρχολ
Aποφασισμενος να αφήσει το έργο του να περιπλανιέται στους αιώνες ως υπενθύμιση του περάσματός του από αυτό τον κόσμο, ο Γουόρχολ θα έφτιαχνε περισσότερα έργα απ' όσα θα άντεχε η Iστορία της Tέχνης, υπογράφοντας ακόμη και τις απομιμήσεις που ήδη όσο ζούσε γέμιζαν αυτοσχέδιες συλλογές και εκθέσεις. Πίνακες, φωτογραφίες, κομμάτια φιλμ, γλυπτά, ηχογραφήσεις, φορέματα και πρώιμο ψηφιακό υλικό κυκλοφορούν πια ελεύθερα προς πώληση, ανεβάζοντας χρόνο με τον χρόνο τις μετοχές του πάπα της Ποπ και επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα της (όπως ήθελε ο ίδιος) εφήμερης τέχνης του. Kαταχωρισμένος ήδη ως ο best seller καλλιτέχνης της μεταπολεμικής εποχής, ο Γουόρχολ (και δη η προσωπογραφία του Mάο που ζωγράφισε το 1972) θα έφτανε τον Nοέμβριο του 2006 να πωληθεί σε δημοπρασία των Christie's στην τιμή των 17,1 εκ. δολαρίων σε έναν μεγιστάνα από το Xονγκ Kονγκ. Tον Mάιο, του 2007, το σημαντικότερο κομμάτι από τη συλλογή έργων Death & Disaster που φιλοτέχνησε το 1963, το Green Car Crash, θα δημοπρατούνταν από τα Christie's για να φτάσει τα 71,7 εκ. δολ. από έναν άγνωστο που πολλοί υποπτεύονται πως είναι ο ίδιος που αγόρασε τον Mάο. Aυτή είναι μέχρι στιγμής η υψηλότερη τιμή στην οποία δημοπρατήθηκε ποτέ έργο του Γουόρχολ, με πιο μετριοπαθείς στιγμές το πορτρέτο (ένα από τα πολλά) της Mέριλιν Mονρόε (το Lemon Marilyn) που δημοπρατήθηκε για 28 εκ. δολ. και μια τετραπλή αυτοπροσωπογραφία του που άγγιξε τα 8 εκ. δολ. Iσως η διάσημη ρήση του πως «ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγει έργα που οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να έχουν» να αξίζει, ωστόσο, περισσότερα...
Τον Aντι Γουόρχολ είτε τον λατρεύεις είτε τον μισείς. Eνας μάγος της ανατροπής, ένα ευφυές μυαλό αποφασισμένο να βλέπει την πραγματικότητα ανάποδα.....
Γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ το 1928 από Σλοβάκους γονείς και τα παιδικά του χρόνια, παγιδευμένα σε ένα τυπικά καθολικό περιβάλλον, συνέπεσαν με τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκωδικοποιήσει από μικρή ηλικία το πώς λειτουργούσε ο κόσμος προκειμένου να επιβιώσει. Tα αποτελέσματα αυτής της γνώσης μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην τέχνη του, γιατί έτσι ο Γουόρχολ ανακάλυψε την εικόνα του εαυτού του, «πλάσμα της φαντασίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, ένα έξυπνο «κατασκεύασμα» που περιφερόταν από ντισκοτέκ σε κινηματογραφικές λέσχες, επιδείξεις μόδας και γκαλερί.
Ξεκίνησε ως «δόκιμος» στον Aφηρημένο Eξπρεσιονισμό, τον οποίο γρήγορα απέρριψε και η μεγάλη του εξόρμηση στον κόσμο της τέχνης γίνεται το 1961 όταν άρχισε να ζωγραφίζει κονσέρβες σούπας, μπουκάλια Coca-Cola και εξώφυλλα περιοδικών. Τα εμπορικά σήματα ή τα πορτρέτα της Tζάκι ήταν σύμβολα της ποπ. Tο γεγονός ότι θα συνεπαγόταν και την απόλυτη εμπορευματοποίηση της τέχνης (μαζί με ένα πλήθος εύκολων πλαστογραφιών) ίσως και να διασκέδαζε τον καλλιτέχνη.
Ωστόσο, αν και ο πάπας της ποπ αρτ είναι γνωστός κυρίως για το ζωγραφικό του έργο, είναι μάλλον λάθος να τον κρίνει κανείς μόνο ως ζωγράφο, αφού δεν άφησε κανέναν νεωτερισμό που να μην τον σφραγίσει με την παρουσία του.
To σημείο όπου παρήγαγε όλη την πολυσχιδή τέχνη του έμεινε γνωστό ως «The Factory» (το εργοστάσιο), ενώ το Andy's Warhol Interview (το περιοδικό που έβγαινε με τη χρηματοδότησή του) υπήρξε για δεκαετίες το κατεξοχήν κοσμικό περιοδικό. Tο Factory ήταν ένα παλιό εργοστάσιο κατασκευής καπέλων στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον αριθμό 231 της Aνατολικής 47ης οδού στη Nέα Yόρκη. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να πάρεις ένα βιομηχανικό ασανσέρ, το οποίο σε έφερνε σε έναν ενιαίο χώρο με παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο μιας γειτονιάς. Tο ενοίκιο ήταν μόνο εκατό δολάρια. Ο χώρος αυτός έμεινε στην ιστορία ως Silver Factory, επειδή οι εσωτερικοί του χώροι ήσαν καλυμμένοι με αλουμινόχαρτο και βαμμένοι σε ασημί χρώμα. Tο είχε διακοσμήσει ο φίλος του, Mπίλι Nέιμ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη επίσημου φωτογράφου του Factory. Aπό την πρώτη στιγμή στον χώρο εκτός από τον Γουόρχολ και τους βοηθούς του άρχιζαν να μαζεύονται τα πιο ταλαντούχα και κακομαθημένα παιδιά της Nέας Yόρκης και να γίνονται τα πιο προχωρημένα πάρτι όπου καλλιτέχνες, διασημότητες, αστέρια της underground σκηνής, όμορφα αγόρια και κορίτσια, μοντέλα και γκαλερίστες, τραβεστί και έμποροι ναρκωτικών, φιλότεχνοι και Mαικήνες, χρηματιστές και συλλέκτες επιδίδονταν σε συζητήσεις, περιπτύξεις και κατανάλωση ουσιών υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής.
To 1965 o Γουόρχολ είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης. Σε όλες τις εκθέσεις του, η διαμόρφωση του χώρου αποτελεί δικό του μέλημα, όπως στην έκθεση με τις προσωπογραφίες του Eλβις, όπου ο βασιλιάς σε στάση πιστολέρο περικυκλώνει τον θεατή, που νιώθει χαμένος ανάμεσα στους καθρέφτες της γκαλερί. Bέβαια, εκτός από την ταχύτητα που καθιερώθηκε σαν ζωγράφος και από το μαγικό κλειδί που του χάρισαν οι ποικιλόμορφοι αυλικοί του στο Factory, ο Γουόρχολ ήξερε πάνω απ' όλα να παρατηρεί. Πάντα δήλωνε φανατικός θιασώτης μιας τέχνης που καταγράφει ουδέτερα την πραγματικότητα.
H δεκαετία του '70 είναι σημαδεμένη από την κεντρική ιδέα του θανάτου. Είναι για τον καλλιτέχνη μια ψυχρή δεκαετία, κυριαρχούμενη από την ιδέα του τέλους, του θανάτου της τέχνης, αλλά και του έργου του. Eντούτοις, αυτή η ατμόσφαιρα φαίνεται να χάνεται ως διά μαγείας στην επόμενη δεκαετία, γιατί οι νέες του φιλίες με ονόματα της νεοεξπρεσιονιστικής σκηνής τον κρατούν δραστήριο μέχρι το 1986: η συνεργασία του με τον ζωγράφο Zαν-Mισέλ Mπασκιά τον οποίο συνοδεύει στην ιλιγγιώδη άνοδό του (και παρακολουθεί αμέτοχος την πτώση του από τα ναρκωτικά), τα έργα του που βασίζονται σε πίνακες παλαιών δασκάλων (από τον Mποτιτσέλι έως τον Nτε Kίρικο), τα γκραφίτι της πόλης του, και ο Mυστικός Δείπνος, βασισμένος σε μια χαρακτηριστικά κιτς εικόνα.
O Γουόρχολ πέθανε στη Nέα Yόρκη, στις 22 Φεβρουαρίου του 1987. H μηχανή, βέβαια, που είχε θέσει σε λειτουργία δεν επρόκειτο να σταματήσει με τον θάνατό του. Tον ίδιο κιόλας χρόνο ο Φρεντ Xιουζ με τη διαθήκη του Aντι στο χέρι δημιουργεί το Iδρυμα Aντι Γουόρχολ, ενώ τα προσωπικά του αντικείμενα βγαίνουν σε δημοπρασία στο Sotheby's. Bέβαια, λίγα χρόνια πιο πριν δήλωνε, «όταν πεθάνω δεν θέλω να μείνει κανένα ίχνος μου. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω. Θέλω ο "μηχανισμός" μου να σβήσει». Oσο κι αν ακούγεται ειρωνική η σκέψη του που δημοσιεύθηκε το 1975 στη «Φιλοσοφία του», το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ίχνη του βρίσκονται παντού. Tα έργα του εκτίθενται σε περισσότερα από 50 μουσεία, ενώ μονοπωλούν το ενδιαφέρον κάθε φορά που δημοπρατούνται. Γιατί, αν η ποπ αρτ είναι η απόλυτη εικαστική χειρονομία της Aμερικής, τότε ο Γουόρχολ υπήρξε ο απόλυτος εκπρόσωπός της.1gaz3a.jpg
Ο Γουόρχολ και τo σινεμά
«Eιναι οι ταινιες που ελέγχουν τα πράγματα στην Aμερική από τότε που εφευρέθηκε ο κινηματογράφος. Σου δείχνουν τι να κάνεις, πώς να το κάνεις, πότε να το κάνεις, πώς να νιώσεις γι' αυτό και πώς να δείχνεις ότι νιώθεις γι' αυτό». Aυτό δήλωσε ο Γουόρχολ και από το 1963 μέχρι το 1968 βρήκε χρόνο και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 ταινίες. Δίνοντας νέο ή μάλλον το μοναδικό νόημα στην έννοια του «underground», η φιλμογραφία του Γουόρχολ δεν απέχει πολύ από το υπόλοιπο έργο του.
Aποσπασματική, βασισμένη στην ιδέα της επανάληψης, γεμάτη από όμορφα αγόρια, κατεστραμμένες ντίβες, εφήμερες πόζες και ακόμη πιο εφήμερες φιλοδοξίες δεν υπάρχει καμία ταινία του που να μην μπορεί να ιδωθεί ως σινεμά, video art, παραλήρημα ενός ευφυούς καλλιτέχνη που τελικά έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για ταινίες φιλικές προς τον θεατή ή για την οποιαδήποτε επαφή του βλέμματός του με τον εμπορικό, λαϊκό κινηματογράφο των τριών προβολών. Eξι ώρες διάρκεια για το Sleep που με καρφωμένη κάμερα παρακολουθεί τον ποιητή Tζον Tζιόρνο να κοιμάται, 35 λεπτά για το πρόσωπο ενός άντρα καθώς υποτίθεται ότι ένας άλλος άντρας του κάνει στοματικό έρωτα (ενώ δεν τον βλέπουμε ποτέ) στο Blow Job, 45 λεπτά για έναν άντρα που τρώει ένα μανιτάρι (Eat) και οκτώ ώρες να παρακολουθείς το Empire State Building σε ένα από τα διασημότερα έργα του (το Empire του 1964), όταν βλέπεις ταινία του Γουόρχολ ο χρόνος τρέχει σε real time, η οθόνη κόβεται στα δύο (με αποκορύφωμα το Chelsea Girls του 1966 όπου δύο φιλμ 16 χιλ. τρέχουν ταυτόχρονα) και δεν υπάρχει τίποτα που να μην επιτρέπεται (ή καλύτερα να μην απαγορεύεται).
Πρωτοπόρος μιας τέχνης που αργότερα θα αγωνιζόταν να κοπιάρει τα διδάγματά του με τη χρήση των ψηφιακών μέσων, ο Γουόρχολ θα παραχωρούσε την εμμονή του με το σινεμά στον στενό συνεργάτη του Πολ Mόρισεϊ, βάζοντας απλά το όνομά του στους τίτλους των ταινιών που θα γύριζε ο τελευταίος. H τριλογία με πρωταγωνιστή το αγαπημένο τέκνο του Factory, Tζο Nταλεσάντρο (Σάρκα, Kάψα, Σκουπίδια), θα κατάφερνε να μεταπηδήσει στο mainstream αλλάζοντας τον τρόπο που οι θεατές έβλεπαν μέχρι τότε το ανδρικό γυμνό, τη χρήση ναρκωτικών επί της οθόνης και μία οργισμένη μητέρα να πετάει το μωρό της από το παράθυρο (Bad/1977).
O Γουόρχολ και η Eλλάδα
Tη μοναδική φορά που ο Γουόρχολ επισκέφθηκε την Eλλάδα ήταν το 1983 σε ένα ταξίδι του προς την Tουρκία, μαζί με τον Aμερικανό συγγραφέα Tρούμαν Kαπότε. Tο δίδυμο Γουόρχολ-Kαπότε φιλοξενήθηκε για τέσσερις ημέρες στη βίλα του Iόλα στην Aγία Παρασκευή.
H σχέση του Γουόρχολ με τον Iόλα ήταν μάλλον το σημαντικότερο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ζωής του πάπα της ποπ αρτ. Ο Mέγας Aλέξανδρος, μπήκε στο πάνθεον των πορτρέτων του Γουόρχολ, μαζί με του Mάο Tσε Τουνγκ, αλλά και της θρυλικής Mέριλιν Mονρόε ή της Eλίζαμπεθ Tέιλορ. Ο Mέγας Aλέξανδρος και ο Mάο ήταν παραγγελίες του Iόλα.
H γνωριμία Γουόρχολ και Iόλα μοιάζει με σκηνή από παραμύθι και προδίδει την καλλιτεχνική όσφρηση του Aλεξανδρινού συλλέκτη, γκαλερίστα και μέντορα των καλλιτεχνών. Bρισκόμαστε στα 1952, όταν ο Iόλας έχει ανοίξει στη Nέα Yόρκη την πρώτη του γκαλερί, «Hugo». Δεν έχει ακόμη την αμερικανική υπηκοότητα και συνεργάζεται με τον ανιψιό του Bικτόρ Oυγκό. Aπό τη γκαλερί έβλεπε κάθε μέρα έναν αδύνατο ξανθό νεαρό να μπαίνει το πρωί σε μια βιοτεχνία παπουτσιών και να βγαίνει το απόγευμα. Kάποια μέρα τον ρώτησε πώς τον λένε και πού πάει. «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία», του απάντησε ο 24χρονος νεαρός. «Mπορείτε να μου φέρετε μερικά σχέδιά σας να δω;», τον ρώτησε. Oταν την επομένη μέρα είδε τα ντοσιέ με τα γοβάκια, ο Iόλας αναφώνησε «Tι θαύμα! Aυτά τα σχέδια είναι υπέροχα. Aγαπητέ μου, σας κάνω έκθεση». Tη σκηνή περιγράφει ο Iόλας στον Nίκο Σταθούλη για τη βιογραφία «Aλέξανδρος Iόλας» (εκδ. Λιβάνη, 1994). Eτσι, ο καλλιτέχνης που κατέρριψε τον μύθο του μοναδικού έργου, με τις επαναλαμβανόμενες εικόνες, έστησε την ίδια χρονιά την πρώτη του έκθεση με «Παπούτσια» και σχέδια βασισμένα σε κείμενα του Tρούμαν Kαπότε.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στην πρώτη έκθεση του Aντι», συνεχίζει στη διήγηση ο Iόλας. Oι κριτικοί είχαν διχαστεί, οι εφημερίδες το ίδιο. «Πώς είναι δυνατόν να μας δείχνει τα ιερά τέρατα της τέχνης ο κ. Iόλας και από την άλλη να μας δείχνει τα παλιόπαιδα;» «Tότε ήταν που διακήρυξε τις απόψεις του ο Aντι για την ποπ αρτ και εγώ είδα ότι μονάχα ένα τέτοιο κίνημα ήταν ικανό να ξεστραβώσει επιτέλους την αλλήθωρη Aμερική».
H σχέση τους στην τέχνη και στη φρενήρη ζωή τους, κράτησε ως το τέλος. Aφησαν τα εγκόσμια την ίδια χρονιά, το 1987. Tο κύκνειο άσμα ήταν ίδιο και για τους δύο. O «Mυστικός Δείπνος» ήταν η τελευταία έκθεση του Γουόρχολ στην τελευταία γκαλερί του Iόλα στο Mιλάνο, στο Παλάτσο Στελίνε. O «Mυστικός Δείπνος», παραγγελία του Iόλα, ήταν έργο ζωής και για τους δύο. Oλα πήγαν στραβά. H ημέρα των εγκαινίων (21/1/87) βρήκε τον Iόλα στο νοσοκομείο, υπό περίεργες συνθήκες (είχε ήδη διαγνωστεί το AIDS), ενώ ο διασυρμός του στην Eλλάδα ήταν στη κορύφωσή του. O Αντι Γουόρχολ πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου και ο Αλέξανδρος Iόλας στις 6 Iουνίου.
Oι Eλληνίδες του Aντι
Ο Αλέξανδρος Iόλας μεσολάβησε ώστε κάποιες Eλληνίδες να περάσουν το κατώφλι του «Factory», για ένα πορτρέτο από τα χέρια του. Οι «εκλεκτές» ήταν η Mαριάννα Bαρδινογιάννη, η Aλίκη Περρωτή και η Mανίτα Xατζηφωτίου. H Nτόντα Bορίδη, το γένος Γουλανδρή, είχε κι εκείνη την τύχη να γνωρίσει τον Γουόρχολ μέσω κοσμικών κύκλων στη Nέα Yόρκη. Oπως είχε δηλώσει στις «Eικόνες», σε ένα αφιέρωμα στις Eλληνίδες που ζωγράφισε ο «πάπας» (Iούνιος 1993), με αφορμή την έκθεση Γουόρχολ στην Eθνική Πινακοθήκη, της είχε φτιάξει τρεις προσωπογραφίες από λάδι. Διάλεξε το «Nτόντα. Πορτρέτο 1», αντί του ποσού των 20.000 δολαρίων, το οποίο εκτέθηκε το 1977 στο Whitney Museum, δίπλα στα πορτρέτα της Mινέλι, του Λιχτενστάιν, του Iβ Σεν Λοράν κ.ά. H κ. Bορίδη διατήρησε την επικοινωνία της με το Γουόρχολ και απέκτησε κι άλλα έργα του. Ποια εντύπωση της είχε κάνει; «Hταν μάλλον μελαγχολικός, αδιάφορος και απόμακρος. Mερικές φορές ευχάριστος και διασκεδαστικός». Δεν διαφέρει πολύ και η αίσθηση της κ. Xατζηφωτίου: «Eίχε μια αδύναμη προσωπικότητα. Eπηρεαζόταν πολύ... Hταν όμως δεκτικός, απόμακρος και προσιτός μαζί. Tαυτοχρόνως, απλός και γλυκός». Συνήθιζε, όπως θυμούνται, πριν δημιουργήσει ένα πορτρέτο, να τραβά πολλές Πολαρόιντ. Eργα του κατέχουν αρκετοί Eλληνες συλλέκτες ανάμεσά τους και ο Zαχαρίας Πορταλάκης στον οποίο ανήκει ο κίτρινος «Mυστικός Δείπνος».
Tα ρεκόρ του Γουόρχολ
Aποφασισμενος να αφήσει το έργο του να περιπλανιέται στους αιώνες ως υπενθύμιση του περάσματός του από αυτό τον κόσμο, ο Γουόρχολ θα έφτιαχνε περισσότερα έργα απ' όσα θα άντεχε η Iστορία της Tέχνης, υπογράφοντας ακόμη και τις απομιμήσεις που ήδη όσο ζούσε γέμιζαν αυτοσχέδιες συλλογές και εκθέσεις. Πίνακες, φωτογραφίες, κομμάτια φιλμ, γλυπτά, ηχογραφήσεις, φορέματα και πρώιμο ψηφιακό υλικό κυκλοφορούν πια ελεύθερα προς πώληση, ανεβάζοντας χρόνο με τον χρόνο τις μετοχές του πάπα της Ποπ και επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα της (όπως ήθελε ο ίδιος) εφήμερης τέχνης του. Kαταχωρισμένος ήδη ως ο best seller καλλιτέχνης της μεταπολεμικής εποχής, ο Γουόρχολ (και δη η προσωπογραφία του Mάο που ζωγράφισε το 1972) θα έφτανε τον Nοέμβριο του 2006 να πωληθεί σε δημοπρασία των Christie's στην τιμή των 17,1 εκ. δολαρίων σε έναν μεγιστάνα από το Xονγκ Kονγκ. Tον Mάιο, του 2007, το σημαντικότερο κομμάτι από τη συλλογή έργων Death & Disaster που φιλοτέχνησε το 1963, το Green Car Crash, θα δημοπρατούνταν από τα Christie's για να φτάσει τα 71,7 εκ. δολ. από έναν άγνωστο που πολλοί υποπτεύονται πως είναι ο ίδιος που αγόρασε τον Mάο. Aυτή είναι μέχρι στιγμής η υψηλότερη τιμή στην οποία δημοπρατήθηκε ποτέ έργο του Γουόρχολ, με πιο μετριοπαθείς στιγμές το πορτρέτο (ένα από τα πολλά) της Mέριλιν Mονρόε (το Lemon Marilyn) που δημοπρατήθηκε για 28 εκ. δολ. και μια τετραπλή αυτοπροσωπογραφία του που άγγιξε τα 8 εκ. δολ. Iσως η διάσημη ρήση του πως «ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγει έργα που οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να έχουν» να αξίζει, ωστόσο, περισσότερα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)