11/21/2010

Ησυχία, δουλεύει ο μπαρμπα-Γιώργης...
Το Σπίτι - Μουσείο Μπουζιάνη, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, διηγείται τη μυθιστορηματική ζωή ενός σπουδαίου Ελληνα καλλιτέχνη

Της Γιουλης Eπτακοιλη

Ανεβαίνοντας την οδό Μπουζιάνη, πρώην Σουλίου, στη Δάφνη, Κατσιπόδι για τους παλιούς, φαντάζεσαι ότι θα δεις τον μπαρμπα-Γιώργη να καπνίζει στο κατώφλι του σπιτιού του. Υπάρχουν ακόμη δυο–τρεις άνθρωποι στη γειτονιά που τον θυμούνται να βγαίνει από το σπιτάκι του, με ένα τσιγάρο στο στόμα, και να κατηφορίζει το δρόμο προς τη μονίμως μποτιλιαρισμένη σήμερα Βουλιαγμένης. Μια κυρία θυμάται τον πατέρα της να τη μαλώνει: «Κάνε ησυχία, δουλεύει ο μπαρμπα-Γιώργης».

Η γειτονιά του Γιώργου Μπουζιάνη έχει αλλάξει πολύ, αλλά ευτυχώς, δεν έχει χάσει την ανθρώπινη κλίμακα. Ούτε το «Σπίτι - Μουσείο Μπουζιάνη», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, έπειτα από επίμονη δουλειά της δημαρχιακής αρχής της Δάφνης, θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό το μέτρο. Γι’ αυτό και δίπλα στο σύγχρονο κτίριο του μουσείου, υπάρχει το σπίτι του ζωγράφου –μόνο μια αυλή τα χωρίζει, με μια λεμονιά και ένα κουμ κουάτ στη μέση–, μέρος κι αυτό του μουσείου. Το σπίτι διηγείται τη μυθιστορηματική ζωή ενός σπουδαίου Ελληνα καλλιτέχνη, ο οποίος διέθετε αυτό που είπε κάποτε ο Μποντλέρ για τον Ντελακρουά: «Είναι όπως όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι, ένα θαυμαστό μείγμα ικανότητας, που δείχνει τον τέλειο ζωγράφο, και αφέλειας, που δείχνει τον τέλειο άνθρωπο».

Σχολή του Μονάχου

Γιος οικονομικά εύρωστου εμπόρου κρασιών, ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885–1959) είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στη Γερμανία σε μια εποχή μεγάλων και βίαιων αλλαγών. Επηρεάστηκε από τους εξπρεσιονιστές, από τον Εγκον Σίλε, τον Αουγκουστ Μάκε, τη Σχολή του Μονάχου. Μέσα από διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη διαμόρφωσε τη δική του προσωπική έκφραση, αναγνωρίστηκε στη Γερμανία, έκανε καριέρα, είχε τον δικό του γκαλερίστα, ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε πετυχημένος καλλιτέχνης. Η πορεία του διεκόπη απότομα. 1934: άνοδος του φασισμού και ο, εκτός κομματικών στεγανών αλλά αριστερός στη φιλοσοφία της ζωής, Μπουζιάνης πουλάει το σπίτι του στο Aϊχενάου τoυ Μονάχου και επιστρέφει στην Ελλάδα. Στην απόφασή του αυτή βαραίνει και το γεγονός ότι του είχαν επισήμως υποσχεθεί θέση καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία ποτέ δεν πήρε. Εγκαθίσταται στο ταπεινό σπιτάκι στη Δάφνη.

Τα επόμενα χρόνια της ζωής του είναι τα πιο δύσκολα. Ζει στα όρια της εξαθλίωσης, με τρομερές στερήσεις, ειδικά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η σωτηρία του ήταν κάποιοι άνθρωποι, στενοί του φίλοι, που τον στήριξαν οικονομικά και, κυρίως, ηθικά: ο Φαίδωνας Μίχος, τότε διοικητής της ΕΤΒΑ, ο αρχαιολόγος Γιάννης Μηλιάδης, ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς, ο ιστορικός τέχνης Αγγελος Προκοπίου, ο καθηγητής Γιώργος Μουρέλος κ.ά. Συχνά έβρισκε κάτω από την πόρτα του σπιτιού του κάποιον φάκελο με λίγα χρήματα και από τον γραφικό χαρακτήρα αναγνώριζε τον «ευεργέτη» του και ανταπέδιδε με κάποια ακουαρέλα. Δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα.

Χαρακτηριστική της κατάστασής του είναι η μαρτυρία φιλικού ζευγαριού που είχε καλέσει τον Μπουζιάνη και τη σύζυγό του Maria Imholz για φαγητό. Οταν η οικοδέσποινα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και είδε να στέκεται απ’ έξω μόνο ο Μπουζιάνης, ρώτησε πού είναι η γυναίκα του, για να πάρει την απάντηση: «Δεν είχαμε λεφτά για δεύτερο εισιτήριο».

Μπορεί να είχε καλούς και πιστούς φίλους, ανάμεσά τους οι ποιητές Νίκος Καρούζος, Μίλτος Σαχτούρης και Μιχάλης Κατσαρός, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος, αλλά δεν ήταν εύκολο να τον πλησιάσει κανείς. Κάθε φορά που κάποιος ξένος χτυπούσε την πόρτα του, έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση σε σπασμένα ελληνικά από τη Γερμανίδα σύζυγό του: «Ο Μπουζιάνης ντεν είναι εντό». Μόνο όταν ο Μπουζιάνης πέθανε και, μετά την κηδεία, οι στενοί συγγενείς και φίλοι επέστρεψαν στο σπίτι για την εθιμοτυπική συγκέντρωση, η Maria Imholz Μπουζιάνη είχε ανάψει όλα τα φώτα σαν να ’ταν γιορτή και φώναζε: «Μπουζιάνης ντεν πέθανε, είναι εντό».

Ταπεινός, μετριόφρων, ανυπόκριτος και ευθύς, ο Μπουζιάνης ήταν ακούραστος εργάτης της ζωγραφικής, ζούσε γι’ αυτήν, αλλά δεν έκανε ποτέ την παραμικρή έκπτωση στο υψηλό του ήθος, για πρόσκαιρη δόξα και χρήμα.

Το «όχι» στον Ιόλα

Σε μια έκθεσή του, τον ειδοποίησαν να σπεύσει στην είσοδο να υποδεχθεί έναν εκπρόσωπο της Πολιτείας. «Αν ενδιαφέρεται πραγματικά για την τέχνη μου, να έρθει να με βρει», απάντησε εκείνος. Επειτα από επιμονή φίλου του, δέχθηκε κάποια στιγμή στο σπίτι του τον Αλέξανδρο Ιόλα. Η δεύτερη συνάντηση μαζί του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, επειδή ο γκαλερίστας καθυστέρησε στο ραντεβού. Ετσι, ο Μπουζιάνης κλώτσησε την ευκαιρία για μια μεγάλη έκθεση έργων του στην Αμερική τη δεκαετία του ’50. «Με τα έργα του τον έδενε μια συγγένεια αίματος», έγραψε κάποτε ο στενός του φίλος Φαίδωνας Μίχος, ένας από τους ανθρώπους που προστάτεψαν και ανέδειξαν το έργο του. «Τα θεωρούσε παιδιά του. Πριν πουλήσει οτιδήποτε, ρωτούσε ποιος ήταν ο αγοραστής και αν καταλάβαινε την τέχνη του. Αν είχε αμφιβολία, δεν έδινε τα έργα του, όση ανάγκη χρημάτων και αν είχε...».

Σπιτική έκθεση που βγάζει ατμόσφαιρα

«Η έκθεση αυτή δίνει μεγάλο βάρος στον ζωγράφο αλλά και στον άνθρωπο», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, Ελένη Κυπραίου. «Είναι μια έκθεση σπιτική, που βγάζει την ατμόσφαιρα του έργου και της ζωής του Μπουζιάνη. Εκθέτουμε δεκαπέντε έργα, επτά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, φωτογραφίες, γράμματα, το σημειωματάριο, δελτίο ταυτότητας που περιλαμβάνει έργα, σχόλια, ονόματα και οικογενειακή κατάσταση, όλα αποσπάσματα από τον βίο του Μπουζιάνη. Ο ζωγράφος Μπουζιάνης έχει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα. Δεν μοιάζει με κανέναν. Ενα έργο του μπορεί να μη σ’ αρέσει, σίγουρα όμως θα το θυμάσαι. Είναι μοναδικός. Γι’ αυτό και δεν έχει συνεχιστές, απόστολους. Αλλωστε, είχε μόλις τρεις μαθητές· τον Νίκο Χρονόπουλο, την Κούλα Μαραγκοπούλου και την Κατερίνα Χαριάτη. Στο έργο του φαίνεται πόσο αγαπούσε τις γυναίκες, πόσο τρυφερός ήταν με τα παιδιά. Εχει απίστευτη δύναμη έκφρασης και αδιάκοπη εσωτερική ένταση. Κύριο μέλημά του είναι ο άνθρωπος, ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Η ζωγραφική του κοιτάζει τον μέσα κόσμο. Είναι “καθαρή” ζωγραφική με κύριο στοιχείο το χρώμα. Ενα στοιχείο μοναδικό στον Μπουζιάνη, που τον διαφοροποιεί από τους άλλους Ελληνες είναι η χρήση του μαύρου χρώματος. Είχε δέκα διαφορετικά μαύρα. Και την εποχή της έκρηξης της ελληνικότητας στη ζωγραφική, με το φως και το χρώμα, εκείνος έκανε την αντίστροφη πορεία, πήγε κόντρα στην εποχή. Γύρω από κάθε έργο του υπάρχει μια δίνη – συναισθηματική, πνευματική, εικαστική. Στον Μπουζιάνη υπάρχει η αίσθηση του μεγάλου έργου, που τη βρίσκει κανείς μόνο στους μεγάλους καλλιτέχνες».

Δεν υπάρχουν σχόλια: