Της Μαργαριτας Πουρναρα
Οταν ο οίκος Christie's ξεκίνησε τις δημοπρασίες ελληνικού ενδιαφέροντος πριν από μιάμιση δεκαετία λίγοι μπορούσαν να φανταστούν την ραγδαία εξέλιξη της ελληνικής αγοράς τέχνης. Σήμερα, στους πλειστηριασμούς που διοργανώνουν στο Λονδίνο οι οίκοι Sotheby's και Βοnhams, εκατοντάδες έργα σημαντικών καλλιτεχνών του 19ου και του 20ού αιώνα αλλάζουν χέρια έναντι εκατομμυρίων ευρώ, όχι απαραίτητα από το παλιό ή το νέο εφοπλιστικό χρήμα.
Η τέχνη όμως θέλει μεράκι, οικονομικό κεφάλαιο και γνώση, αλλιώς «εκδικείται». Τα δύο πρώτα εφόδια μπορεί να τα έχουν οι νέοι αγοραστές. Το τρίτο αν δεν το διαθέτουν, πρέπει να καταφύγουν σε έμπιστους και έγκριτους ειδικούς του χώρου, διότι με βάση τους διεθνώς ισχύοντες όρους των δημοπρασιών αγοράζουν «γουρούνι στο σακί», δηλαδή έργα για τα οποία οι οίκοι πιστεύουν ότι είναι αυθεντικά αλλά το βάρος της απόδειξης πέφτει στους ώμους του νέου ιδιοκτήτη.
Στην Ελλάδα, άλλωστε, δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο διακρίβωσης της αυθεντικότητας των έργων. Επίσης, είναι ελάχιστοι οι ειδικοί σε θέματα ιστορίας της τέχνης, οι επιστημονικά κατηρτισμένοι συντηρητές και ακόμα λιγότεροι οι φιλότεχνοι αγοραστές με επάρκεια γνώσεων, για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά ένα σύστημα με τους κανόνες που επηρεάζουν την ελεύθερη αγορά. Η άνοδος των τιμών των Ελλήνων καλλιτεχνών είναι τόσο μεγάλη, που πολλοί μιλούν για «φούσκα» στην αγορά της τέχνης.
Η «Κ» με την ευκαιρία των δύο επερχόμενων ανοιξιάτικων Greek Sale του Sotheby's στις 17 Απριλίου και του Bonhams στις 20 Μαΐου στο Λονδίνο, διερεύνησε το θέμα των δημοπρασιών και μίλησε με συλλέκτες, εμπόρους, γκαλερίστες και ιστορικούς τέχνης. Ολοι τους θέλησαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, φοβούμενοι τις απειλές από ύποπτα κυκλώματα που δρουν τα τελευταία χρόνια στο χώρο της τέχνης. Κοινό συμπέρασμα είναι ότι συχνά, όσοι αποφασίζουν να πάρουν μέρος στις δημοπρασίες είναι απροστάτευτοι, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου είναι τεράστια η πίεση προς τους δημοπράτες για να βρίσκουν συνεχώς «καλά» έργα.
Χωρίς πλαίσιο προστασίας
Οι αγοραστές αποκτούν ένα έργο, για το οποίο ο οίκος πλειστηριασμών πιστεύει ότι είναι αυθεντικό και έχει προβεί σε κάποιους ελέγχους για να το διασταυρώσει. Αν θέλουν όμως αδιάσειστα στοιχεία γνησιότητας, θα πρέπει να κινήσουν οι ίδιοι αυτήν τη διαδικασία μετά την αγορά. Οι κατάλογοι των οίκων αναγράφουν επιλεκτικά κάποιες πληροφορίες, οι οποίες δημιουργούν συχνά εντυπώσεις για τα έργα. Αν όμως επιθυμούν οι πελάτες να έχουν πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία τα οποία αφορούν ένα υπό δημοπράτηση έργο, οφείλουν να το διερευνήσουν μόνοι τους ή να καταφύγουν σε κάποιον ειδήμονα.
Η χώρα μας δεν διαθέτει κανέναν επίσημο φορέα που να ασχολείται αρμοδίως με το θέμα της πιστοποίησης της γνησιότητας ενός έργου τέχνης. Οι ειδικοί, υπάλληλοι της Εθνικής Πινακοθήκης απαγορεύεται βάσει νόμου να γνωμοδοτούν γραπτώς, εκτός αν τους ζητηθεί από δημόσια αρχή. (Μπορούν όμως να δίνουν τις γνωματεύσεις προφορικώς, γεγονός που είναι τουλάχιστον υποκριτικό για τους πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας μας). Δεν υπάρχουν επίσης πολλά ιδρύματα αποθανόντων καλλιτεχνών που να μπορούν να προσφέρουν τέτοιου είδους πληροφορίες και σχεδόν κανείς catalogue raisonne, όπου να καταγράφεται αναλυτικά η εργογραφία των εικαστικών αυτών. Το βάρος της γνωμοδότησης πέφτει στις πλάτες κάποιων ειδικών, οι οποίοι πολύ συχνά μπορεί να βρουν το μπελά τους ή να πέσουν έξω.
Είναι γνωστό ότι κρέμονται εκατοντάδες πλαστά έργα σε ελληνικά σαλόνια, εν αγνοία (ή και εν γνώσει) των ιδιοκτητών τους. Από την άλλη, έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας μια τάξη νεόπλουτων ανθρώπων που πιστεύει ότι η τέχνη είναι ένα είδος κοινωνικής βιτρίνας, ένας γρήγορος τρόπος να «πατινάρουν» το νεοαποκτηθέν χρήμα τους χωρίς να τους ενδιαφέρει τι τελικά αγοράζουν. Και κυρίως σε ποια τιμή.
Δεν γίνεται έλεγχος σε όλα
Οι οίκοι δημοπρασιών υπογραμμίζουν πάντα την ειλικρινή τους πρόθεση να αποκλείουν όλα τα πλαστά έργα που τους προτείνονται από διάφορους πελάτες, η αλήθεια είναι όμως ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα -χωρίς ειδικό φορέα πιστοποίησης, ιδρύματα, πλούσια βιβλιογραφία και με λίγους ειδικούς ιστορικούς τέχνης- μπορεί πάντα κάτι να πάει στραβά.
Η Τερψιχόρη Αγγελοπούλου, που εκπροσωπεί τους Bonhams, τονίζει στην «Κ»: «Τα υποψήφια έργα που εξετάζουμε για τους καταλόγους των δημοπρασιών μας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Αυτά όπου ξέρουμε καλά την προέλευση και πιστεύουμε εξαρχής ότι είναι γνήσια με βάση τις γνώσεις μας. Αλλα που διακρίνουμε με την πρώτη ματιά ότι είναι πλαστά, τα οποία αποκλείουμε αμέσως, και κάποια που έχουμε αμφιβολίες. Στα τελευταία θα κάνουμε όλους τους πιθανούς ελέγχους» συμπληρώνοντας ότι οι υποψήφιοι αγοραστές μπορούν να δουν τα έργα από κοντά και να φέρουν δικούς τους ειδικούς να τα εξετάσουν. Είναι όμως σαφές πως οι οίκοι δεν κάνουν εξονυχιστικούς τεχνικούς ελέγχους σε όλα τα έργα μιας δημοπρασίας.
Υπάρχει άλλος ένας παράγοντας που οφείλουμε να σημειώσουμε. Για να δημοπρατηθούν τα έργα στο Λονδίνο, θα πρέπει να πάρουν σφραγίδα εξαγωγής από την Εθνική Πινακοθήκη. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι εξετάζεται από το μουσείο αν είναι πλαστά ή όχι. Ετσι, λ.χ., θα μπορούσε να περάσει από τα μάτια των ειδικών ένα καταφανώς ψεύτικο έργο, να το εντοπίσουν, αλλά να πάρει σφραγίδα εξαγωγής από το ίδρυμα καθώς δεν είναι καθήκον τους να το καταγγείλουν.
Η γνησιότητα και οι ειδικοί
Προσφάτως, οι υπεύθυνοι ενός οίκου δημοπρασιών του εξωτερικού απέρριψαν έργο κορυφαίου Ελληνα καλλιτέχνη του 19ου αιώνα, επειδή δεν ήταν βέβαιοι για τη γνησιότητά του. Στην απόφαση βάρυνε η γνώμη ιστορικού τέχνης που ειδικεύεται στον καλλιτέχνη και εξέφρασε αμφιβολίες για τη γνησιότητά του. Επειτα από λίγες μέρες το ίδιο έργο συμπεριελήφθη στη δημοπρασία ανταγωνιστικού οίκου.
Ιστορικός τέχνης είχε ρωτηθεί για τη γνησιότητα έργου του ίδιου Ελληνα ζωγράφου από διεθνή οίκο δημοπρασιών. Εξέφρασε αμφιβολίες περί της αυθεντικότητάς του και αρνήθηκε να γράψει το λήμμα στον κατάλογο. Ο πίνακας αυτός είχε προηγουμένως δημοσιευτεί σε κείμενο ιστορικού της τέχνης για τον καλλιτέχνη, όχι όμως και στη μονογραφία. Τελικά οι υπεύθυνοι του οίκου αποφάσισαν να το συμπεριλάβουν στον πλειστηριασμό.
Είναι απορίας άξιον πώς έργα μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών που πουλούνται σε υψηλότατες τιμές σε δημοπρασίες του Λονδίνου, τελικά δεν παρουσιάζονται σε μονογραφικές εκθέσεις που διοργανώνει η Εθνική Πινακοθήκη ή σε μονογραφικές εκδόσεις. Κάποια δεν είναι ίσως αντάξια του διαμετρήματος του ζωγράφου. Μήπως όμως οι επιμελητές έχουν αμφιβολίες για την αυθεντικότητά τους, απλώς δεν μπορούν να το πουν δημόσια; Και τι θα συμβεί, αν τελικά το κάνουν;
Μεταξύ των ανθρώπων που δηλώνουν σταθερή παρουσία στα Greek Sale του Λονδίνου, είναι άτομο του οποίου το όνομα είχε εμπλακεί σε υπόθεση πλαστών έργων που απασχόλησε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας πριν από λίγα χρόνια αλλά δεν έφτασε ποτέ στη Δικαιοσύνη. Ο ίδιος άνθρωπος φέρεται να έχει στενές σχέσεις και με πλαστογράφο του Παρθένη, ο οποίος δηλώνει συντηρητής και έχει το εργαστήριό του σε κεντρική οδό των Εξαρχείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου