Για να γράψω αυτό το κείμενο το σκέφθηκα πολύ. Δε με ενδιέφερε να γράψω για το φίλο Μάνο Χατζιδακι. Ο,τι κρατούσα για τον φίλο μου το κρατούσα βαθιά μέσα στη καρδιά μου, μέσα στη ψυχή μου, όπως άλλωστε κάνουμε όλοι οι φίλοι του.
Όταν από το περιοδικό μου ζήτησαν αυτό το θέμα σάστισα. Ώστε λοιπόν ήρθε η στιγμή κάτι εμείς εδώ για μας να πούμε χρόνια μετά τη δικαστική διαμάχη που είχα με τον υιοθετημένο του γιο για μια δικαιωματική χρήση μιας γραπτής αναφοράς του συνθέτη στο ημερολόγιό του την ημέρα του θανάτου του μεγάλου Αλεξανδρινού συλλέκτη Αλέξανδρου Ιόλα.
Για πέντε αράδες σκέψη πλήρωσα στον κληρονόμο του 500.000δρχ πριν πέντε χρόνια. Το χάρηκα. Τόσο κοστίζει το κύρος στις μέρες μας. Τόσο φθηνά κοστίζει η φιλία..
Με τον Μάνο Χατζιδακι γνωριστήκαμε το 1981.Είχαμε συναντηθεί τη πρώτη φορά στο σπίτι του στην οδό Ρηγίλλης , όπου μου προσέφερε δύο βιβλία με αφιέρωση που μόλις είχαν εκδοθεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. ΄΄Στη κοιλάδα με τους ροδώνες’’ του Νίκου Εγγονόπουλου και του Οδυσσέα Ελύτη.
Ένα χρόνο αργότερα το 1982 γίναμε φίλοι από τον Μίνω Αργυράκη και την οικογένεια Κουτσίνα,τον Φίλλιπο και τη Τιτίνα. Με τον γιο τους τον Νίκο Κουτσίνα ήμασταν τότε κολλητοί φίλοι και ο οποίος ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Στα δέκα οχτώ του χρόνια ήταν τέτοιο το ταλέντο του στη ζωγραφική που δίκαια είχε χαρακτηρισθεί εφάμιλλο το ταλέντο του με αυτό του Πικάσο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γνώριζε το ταλέντο του και αγωνιούσε πραγματικά…΄΄τι θα γίνει αυτό το παιδί΄΄…
Στο ΄΄Μαγεμένο Αυλό΄΄ και στη ταβέρνα του Ηλία στο Παγκράτι, έχω αφήσει μπόλικη ενέργεια να καταλάβω πως κατάφερε αυτός ο πνευματικός φίλος να δημιουργήσει μέσα στον νεοελληνικό κόσμο του 20ου αιώνα, έναν μύθο.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν ήταν μόνο συνθέτης, με την έννοια που συνηθίζουμε να αντιλαμβανόμαστε έναν συνθέτη. Ο ίδιος από ότι γνωρίζω δεν επέμενε καθόλου σε αυτόν τον τίτλο… Ο ίδιος δήλωνε τρομοκράτης, αστός, ομοφυλόφιλος ,παιδί, αιωνίως εραστής και πάντοτε ερωτευμένος.
Είχε όμως μια αντρίκεια στάση στη ζωή. Καμιά του κίνηση, καμιά του σκέψη, καμιά του ενέργεια δε χαρακτηριζόταν από καμιά νευρωτική ηττοπάθεια.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ξάνθη. Η μάνα του ήταν πολίτισα. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Κρήτη. Ο ίδιος τα περισσότερα χρόνια του τα πέρασε στο Παγκράτι. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια συναναστράφηκε και βοηθήθηκε από τους ποιητές του υπερρεαλισμού. Τον Οδυσσέα Ελύτη , τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Γιώργο Αραβαντινό, τον Νίκο Φωκά. Μπήκε στο κύκλο τους. Εργάστηκε στα μοτίβα των ποιημάτων τους. Πήρε στα χέρια του δηλαδή , στα πλήκτρα του τα κοινά τους σύμβολα , τα οποία δεν εμπνεύσθηκε αλλά είχε το δικαίωμα να εκμεταλλευτεί για το έργο του. Έξυπνος. Διορατικός. Γοητευτικός. Θα πρόσθετα τρισχαριτωμένος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν έκρυψε ποτέ και από κανέναν την ομοφυλοφιλία του. Αντίθετα μάλιστα. Ήταν περήφανος γιαυτήν την επιλογή του. Για τον ίδιο ο ερωτισμός ήταν η μεγαλύτερη ανθρώπινη αρετή. Ζούσε την ερωτική του ιδιοσυγκρασία χωρίς συμπλέγματα , χωρίς όλα αυτά τα φρικτά μειονεκτήματα που θρέφουν οι μικροί απέναντι στους μεγάλους. Απόλυτα συμφιλιωμένος με το σώμα του επικοινωνούσε με τα ένστικτά του τόσο τέλεια , με αποτέλεσμα να είναι γαλήνιος και τρισευτυχισμένος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ελκυστικός άνθρωπος. Ήταν ερωτικός τύπος. Ήξερε πολύ καλά ότι ο ανδρισμός δε μετριέται με τις επιδόσεις αλλά με τις αληθινές ευθύνες. Είχε ανακαλύψει τον εαυτό του από πολύ νωρίς. Δε κρύφτηκε. Ήταν συνειδητοποιημένος και ξεκάθαρος με τον καθρέφτη του από πολύ νωρίς.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέρασε από την εμπειρία στην ιδέα. Ένα ηθογραφικό τοπίο χάρισε απλόχερα στην Ελλάδα το οποίο , προσωπικά για μένα, ήταν ένας χώρος και μια μονάδα. Χώρος στον οποίο αρμόζουν ορισμένοι άνθρωποι, και ορισμένες πράξεις.
Η ικανοποίησή του ήταν να αισθάνεται ότι η μουσική του είχε ένα αντίκρισμα στη σύγχρονη πραγματικότητα. Και είχε. Τα τραγούδια του συντρόφευαν τους έρωτες της εφηβείας μου με τη γεύση του ανέφικτου, ομαδικό γνώρισμα της γενιάς μου .Στις ακρογιαλιές που παίζαμε μικροί, σε δεύτερο πάντοτε πλάνο φροντίζαμε να βρίσκονται πάντα τα τραγούδια του. Γιατί ο Μάνος Χατζιδάκις μας αποκρυπτογράφησε.
Ο ερωτισμός του έβγαινε μέσα από τα τραγούδια του. Από τα αγόρια έβγαλε έναν νέο Ηθικό δεκάλογο.Την αδικία την ένοιωθε σαν ασχήμια. Όταν εθίγετο η προσωπικότητά του, αντιδρούσε ακαριαία και πάντα σκληρά αλλά δίκαια.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε μια φυσική μεταφυσική.Οι σκέψεις του ήταν ακαριαίες. Ο λόγος του αυστηρός και οικείος. Η μουσική άγγιζε χορδές ανεπανάληπτης ευαισθησίας. Ζούσε και αντιδρούσε σε ότι απειλούσε με αφανισμό τουλάχιστον τον ερωτισμό του. Λάτρευε τον Ζαν Ζενέ τον οποίο θεωρούσε Άγιο. Άλλωστε του όφειλε πολλά. Περιφρονούσε τις ανάγκες της μάζας. Εναντιωνόταν στο κράτος. Ακόμα και στις συμβουλές της οικογένειας του. Αγαπούσε με πάθος τους δυστυχισμένους, τους κατατρεγμένους, τους ανθρώπους του μεροκάματου και όλα τα παιδιά που ήταν ανυπάκουα.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ερέθιζε και προκαλούσε τα όνειρά μας να έχουνε διάρκεια. Όταν ανέλαβε το Γ Πρόγραμμα δε κάθισε ήσυχος. Προκάλεσε την αντίληψη που επικρατούσε τότε στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν εφησυχασμένος. Χτύπησε το κατεστημένο με την ίδια άνεση που έκανε έρωτα. Έθεσε κοινωνικούς προβληματισμούς. Έξυσε πληγές της ελληνικής νοοτροπίας. Έβαλε τη σκέψη στο ραδιόφωνο. Έκανε ανατροπές. Ακόμη και οι πλέον σχολαστικοί δε τόλμησαν να αρθρώσουν λέξη στο ανεπανάληπτό του εγχείρημα. Αντικατέστησε τη σοβαροφάνεια με τη σοβαρότητα. Έβαλε το χιούμορ εκτοπίζοντας τη πλάκα από τα ερτζιανά. Συγκρούστηκε με την υποκρισία της εξουσίας και ας ήταν τότε οι εξουσιαστές φίλοι του. Τα τραγούδια του ήταν λύτρωση από την ηθικοπλαστική διαπαιδαγώγηση της ελληνοχριστιανικής μεταπολεμικής κοινωνίας.
Για τον Μάνο Χατζιδάκι μου μίλησε πολύ και ο Αλέξανδρος Ιόλας. Τον γνώριζε καλά από τα χρόνια της Νέας Υόρκης, όταν του είχε παραγγείλει να γράψει ένα ορατόριο για το οποίο τον πλήρωσε, αλλά το ορατόριο δε γράφτηκε ποτέ. Εν τούτοις τον λάτρευε. Είχαμε συναντηθεί ένα βράδυ του 1984 στη ταβέρνα Μυρτιά μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη όπου ο Αλεξανδρινός συλλέκτης τους παρίστανε την πλύστρα που είχαν οι γονείς του στην Άνω Αίγυπτο, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις παρίστανε την μαντάμ Μπατερφλαι και τους Μποέμ. Ήταν απόλαυση. Γιατί ο Μάνος ήταν ένας αρχιτέκτονας της συγκίνησης. Δεν ήταν συμπλεγματικός. Ούτε το έπαιζε ΄΄σοβαρός΄΄. Ούτε βέβαια ήταν θρασύς επειδή ήταν πάντοτε ειλικρινής. Ήξερε πολύ καλά ότι ο τόπος αυτός πολύ συχνά, συχνότατα, παράγει εγκληματίες, πλήθος κλεφτών καθώς κα απατεώνων. Του άρεσε συχνά μάλιστα να λέει.. ΄΄Πάς μη συλλαμβανόμενος είναι δικαιωμένος…΄΄.
Ήταν σκληρός αλλά ήταν δίκαιος. Όταν εθίγετο η ανθρωπιά του και η αξιοπρέπειά του από το συγκρότημα κυρίως της Αυριανής, αντιδρούσε και μάλιστα ακαριαία. Όταν τον ενοχλούσαν οι φωνασκίες και η απρέπεια στις συναυλίες του, ήταν ικανός να τις σταματήσει. Γιατί η αντίληψή του ήταν Ιωνική. Φυσιολογική ελευθερία στην έκφραση, πλουτισμός από κάθε πλευρά, χωρίς ποτέ να πέσει στο επίπεδο της εφημερίδας.
Ναι… Ήταν αμαρτωλός και ένδοξος. Αμαρτωλός επειδή έφτασε να γίνει κύριος αίτιος του εκμαυλισμού των συναισθημάτων μας. Ένδοξος, γιατί ήταν ο σημαντικότερος φορέας της νεοελληνικής ευαισθησίας, και σωτήρας εκείνου που ονομάζουμε αίσθηση και αμεσότητα.
Γνώριζα καλά και μου άρεσε ο τρόπος που αντιμετώπιζε τους φίλους του αλλά και τους εραστές του. Προτιμούσε την αστραψιά και τη σπιρτάδα του μυαλού, από το πιο σοφό κουβεντολόι.
Θυμάμαι έντονα τη προετοιμασία της παράστασης ΄΄Πορνογραφία΄΄ με σκηνικά του φίλου μου Μίνου Αργυράκη, τραγούδια του Άρη Δαβαράκη και με πρωταγωνιστικό ρόλο τη Σαπφώ Νοταρά. Τη σύλληψη για τη ΄΄Πορνογραφία΄΄ , την εμπνεύσθηκε στη Μακρινίτσα το Πάσχα του 1981 όταν είχαμε περάσει πέντε αξέχαστες μέρες στο αρχοντικό των Κουτσιναίων. Ήταν μαζί μας ο Μίνως Αργυράκης με τη κόρη του Μόιρα , ο Μάνος με τον γιο του και βέβαια όλη η οικογένεια Κουτσίνα. Θυμάμαι τη λεπτότητα της παρουσίας του. Τη διάθεσή του για αστεία. Τη προσήλωσή του στους φίλους του. Και τη λατρεία του για τον φίλο του και σχεδόν προστατευόμενό του Μίνω Αργυράκη.
Με τον Μίνω βέβαια είχε μια μακροχρόνια φιλία, από τα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του –50. Τον εκτιμούσε τον Μίνω . Ακόμα και όταν βρισκόταν στην Αμερική επικοινωνούσε συχνά μαζί του αναφέροντάς του απίστευτες λεπτομέρειες, οι οποίες φανερώνουν και το επίπεδο του ανδρός…΄΄ Νέα Υόρκη 19 Ιουλίου 1967. Αγαπητέ Μίνω …Η φωνή σου από το τηλέφωνο μου έφτιαξε μια ακόμη φορά ένα τραγούδι. Ένα τραγούδι σατύρου και έφηβου μαζί- και νοστάλγησα την Αθήνα. Γνωρίζουν οι συμπολίτες σου τι σου χρωστάνε…Η Νέα Υόρκη βουλιάζει στην απελπισία με 90 βαθμούς. Λαχανιάζει παιδικά σηκώνοντας το βάρος του κόσμου. Προσπαθώ να ισορροπήσω τις αστικές μου επιθυμίες με τους επαναστατημένους οραματισμούς μου. Προς το παρόν κατεψυγμένος, περιμένω μια καλύτερη μέρα για να εκδηλωθώ. Δεν έχω αποφασίσει τι θέλω ακριβώς. Την απόλυτη υπεροχή μου η την τέλεια εκμηδένισή μου. Χτες στη Τρίτη Λεωφόρο μεταξύ της 61ης και 62ας , πέντε νεαροί νέγροι ξαφνικά βγάζουν τα πιστόλια και αρχίσανε να πυροβολούν. Μετά βάζουν τα πιστόλια στη τσέπη τους και μπρος στον έκπληκτο κόσμο άρχισαν να χορεύουν κτυπώντας ρυθμικά τα χέρια. Ήρθε ένα περιπολικό της αστυνομίας και τους μάζεψε. Κάποιος πλάι μου ρωτάει το πλαϊνό του…΄΄Γιατί τους πιάσανε..΄΄ Κι εκείνος του απαντάει ψυχρά…΄΄μα ασφαλώς γιατί χορεύανε΄΄. Όλα τα παιδιά εδώ πίνουν μαριχουάνα κι αυτά που δε πίνουν –όσα πρόκειται να σταδιοδρομήσουν και να μας κυβερνήσουν, είναι ηλίθια. Έχω επιθυμήσει τη ζωγραφική σου. Αυτός ο εφιαλτικός ονειρόκοσμός σου , είναι μια σπανίως ευνοϊκή περίπτωση. Και θα αξίζει χρυσάφι αν θελήσεις να επαναστατήσεις και να την επιβάλεις δικτατορικώς – για να μεταχειριστώ λέξεις της μόδας. Βλέπεις οι αληθινά μεγάλοι δεν υπήρξαν ποτέ επαναστάτες στη τέχνη τους. Επιβάλανε οριστικά δι επαναστάσεως τη δουλειά τους. Ο κόσμος είναι σαν τους μαθητές. Πρέπει να έχεις έναν μαύρο χάρακα και να χτυπάς όποιον διαφωνεί. Γράψε μου αμέσως νέα σου και φίλησέ μου όλο τον θυληκόκοσμο που σε περιβάλλει. Σε φιλώ. Μάνος.
9/27/2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου