Η πρώτη συνεντευξη εδώ – εσσεται ημαρ για την αδημοσίευτη του Δασκάλου
Είναι από τις φάσεις που ένας δημοσιογράφος ευλογεί την ώρα και τη στιγμή που η επαγγελματική του νεύρωση τον έκανε να κουβαλάει παντού και πάντα το κασσετοφωνάκι του. Συναντιόμαστε σε μια αυλή, μπροστά σε ένα τραπέζι με τσίπουρα και πίτες ηπειρώτικες. Έχουμε γνωριστεί και συναντηθεί κι άλλες φορές, παλιότερα, αλλά οι επανειλλημένες κρούσεις μου δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Ο Μίνως Πριναράκης δεν ήθελε ποτέ ως τώρα να μιλήσει. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια σιωπής και άσκησης για να αποφασίσει να επιστρέψει στο προσκήνιο με μια νέα έκθεση ζωγραφικής και μια πρώτη συνέντευξη – έκθεση στο κοινό.
-Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που από τα είκοσί του χρόνια έχει δει έργα του σε ιδιωτικές συλλογές στις ΗΠΑ, στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Θεσσαλονίκης, που έχει δει το όνομά του δίπλα σ αυτό του Ακριθάκη αν μη τι άλλο, να εγκαταλείπει τη ζωγραφική;
- Δεν εγκατέλειψα ποτέ τη ζωγραφική. Όλα αυτά τα χρόνια ζωγράφιζα. Η δύσκολη απόφαση ήταν να εκτεθώ και να ξαναμπώ στο χώρο του εμπορίου της Τέχνης. Υπήρχαν προσωπικοί φόβοι. Φόβοι που συνδέονται με το χάος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κι ίσως ακόμη να μην αποφάσιζα να εκτεθώ, αν δεν με βοηθούσαν φίλοι ζωγράφοι και κυρίως οι άνθρωποι που είναι μαζί μου στην «Καρατρανσαβανγκάρντια», την ομάδα με την οποία θα εκθέσω αρχές Δεκέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Ξέρετε, αν για κάτι είμαι περήφανος στη ζωή μου, είναι για τους φίλους μου.
-Μπορούσατε να κάνετε μια ατομική, πιστεύω ότι θα ήταν εύκολο για σας. Γιατί επιλέγετε ομαδική;
- Πρώτα απ όλα, η απόφασή μου να εκθέσω συμπίπτει με τα εικοσάχρονα της ομάδας, που είναι η παλαιότερη εν ενεργεία ομάδα εικαστικών της χώρας. Ύστερα, αποτελεί και «δήλωση φρονημάτων» η συμμετοχή μου στην έκθεση μιας ομάδας που ποτέ δεν έπαψε να είναι αντικομφορμιστική, που πάντα παραμένει εκτός των κυκλωμάτων εμπορίας της τέχνης. Τέλος, όπως ξέρεις η έκθεση γίνεται στο Μύλο, στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή γίνεται σε ένα χώρο που δεν αποτελεί παραδοσιακή γκαλερί, που δεν εκτρέφει κριτικούς- φερέφωνα και που απευθύνεται κύρια σε ένα νεανικό κοινό.
-Τι έχετε με τις γκαλερί;
– Οι περισσότερες είναι νεκροταφεία τέχνης. Καλουπώνουν το ζωγράφο. Αν σήμερα πουλάνε καλά τα τοπία ενός καλλιτέχνη, κι αύριο τοπία θα του ζητήσει η γκαλερί. Αυτή ήταν κι η μεγάλη διαφορά του Ιόλα. Δεν ήθελε να βλέπει επανάληψη, ήθελε εξέλιξη. Όταν η ζωγραφική δεν εξελίσσεται είναι πεθαμένη. Ο Πικάσο έλεγε ότι όλη η ουσία της ζωγραφικής τελειώνει όταν μπαίνει το καρφί στον τοίχο.
–Μια και μιλήσατε για τον Αλέξανδρο Ιόλα, εσείς πως μπήκατε στον κύκλο του;
– Ως ζωγράφος! Ζωγράφιζα μεγάλα έργα από το 1983. Τότε εγκατέλειψα το ακαδημαϊκό σχέδιο, το ξεπέρασα. Δεν κρατιόμουν, με βασάνιζαν πολλά κι έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια. Η αποτυχία μου στις εξετάσεις της Καλών Τεχνών το 1982 μάλλον με βοήθησε. Νοικιάζω ένα χώρο για να έχω εργαστήρι αλλά δε μου μένουν λεφτά, οπότε ζωγράφιζα με πλαστικό σε στρατσόχαρτα. Αυτά τα στρατσόχαρτα πήρα παραμάσχαλα και πήγα στο σπίτι του Ιόλα το 1984. Το ραντεβού το είχε κλείσει μια κοινή γνωστή. Εγώ ήμουν επιφυλακτικός. Είχα πάρει ήδη χαμπάρι το εμπόριο της τέχνης, είχα φάει στη μάπα τον ακαδημαϊσμό, ε, είχα ακούσει και πολλά για τον Ιόλα, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη τότε. Οι επιφυλάξεις εξαφανίστηκαν όμως όταν βρέθηκα κοντά του, κοντά σε έναν άνθρωπο που πέρα από την τέχνη ενδιαφερόταν για τον καλλιτέχνη, για τον άνθρωπο απέναντί του κι είχε πολλά να πει για τη ζωγραφική πέρα από τα κριτήρια τα καθαρά αισθητικά. Ο Ιόλας δεν αντιμετώπιζε τη ζωγραφική σαν κριτικός τέχνης. Δεν ήθελε να είναι κοντά μόνο στα έργα, αλλά και στους ανθρώπους που τα φτιάχνανε. Η ζωή και το έργο του ήταν αφιερωμένα στην τέχνη. Δεν μπορούσε να εννοήσει τη ζωή του αλλοιώς. Δεν καθοδηγούσε, δεν πατρονάριζε αλλά ενέπνεε. Ένα σημαντικό κομμάτι της υποστήριξης που προσέφερε ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε το ζωγράφο.
– Μα, έμπορος τέχνης δεν ήταν κι ο Ιόλας;
– Όχι. Κοιτάξτε, όταν τον γνώρισα ήταν ήδη μεγάλος και καταπονημένος. Η συμφωνία ήταν να με στηρίξει οικονομικά και να προβάλλει τη ζωγραφική μου. Είχε εν λευκώ το δικαίωμα να διαχειρίζεται τα έργα μου όπως ήθελε γιατί πρώτα είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη μου . Ήμουν απολύτως πεπεισμένος και για τα κριτήριά του και για την εντιμότητά του. Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δε ζήτησε ποσοστά, για παραγγελίες ή για την έκθεση του 1985, στην αίθουσα τέχνης Ψυχικού. Δεν ήμουν αρκετά τυχερός ώστε να αξιοποιήσω αυτή τη σχέση, λόγω του ξαφνικού θανάτου του. Όμως από την επαφή μου μαζί του είχα μόνο κέρδος. Κέρδισα την οπτική του: η τέχνη πρέπει να εξελίσσεται. Τίποτε στατικό. Πρέπει να τολμάς να είσαι φρέσκος στις ιδέες και στον τρόπο πραγμάτωσής τους. Το 86, λίγο μετά την έκθεσή μου, του είχα πάει κάποια έργα στα οποία επαναλαμβάνονταν κάποιες ιδέες. Δεν το θεωρούσα λάθος. Σε πολλές εκθέσεις έβλεπα μια κεντρική ιδέα και την επανάληψή της. Ε, λοιπόν, δεν κάθησε να τα δει. Μου έκανε ένα νεύμα, να τα πάρω από μπροστά του. Μεγάλο μάθημα. Αυτή ήταν κι η απογοήτευσή του από κάποιους έλληνες που είχε βοηθήσει στο παρελθόν. Και το έλεγε.
–Ποιοι έλεγε ότι τον απογοήτευσαν;
–Δεν τα έλεγε έτσι. Ήταν αρχοντικός άνθρωπος, δεν μεμψιμοιρούσε. Ηταν όμως και πολυ πνευματώδης και ιδιαίτερα οξύς ώστε να γίνεται σαφέστατος σε όσους έδειχναν την διάθεση να ακούσουν και να κατανοήσουν. Να σας πω μια ιστορία. Κάτω, στο υπόγειο του σπιτιού του, είχε πολλούς καταλόγους απο παλαιότερες εκθέσεις που είχε διοργανώσει. Είχα λοιπόν πάει να αποθηκεύσω κάποια τελάρα – από αυτά που τον ενδιέφεραν, γιατί απόσυρση σήμαινε επιστροφή στο φορτηγό κι όχι στο υπόγειο – και του ζήτησα να πάρω κάποιους απο τους καταλόγους. «Πάρε όποιους θες» μου λέει. Όταν ανέβηκα μου ζήτησε να δει ποιούς είχα επιλέξει. Είχα καμμιά 15εριά καταλόγους, Ερνστ, Μαγκρίτ, Τάκι, και κάτω κάτω έναν από έκθεση του Φασιανού. Όταν έφτασε σ’ αυτόν γύρισε και μου είπε «Παιδί μου, αυτό γιατί το πήρες απο κάτω; Αυτό το έχουμε για προσάναμμα!».
–’Ηταν προκλητικός πάντα.
– Ήταν δημιουργικά προκλητικός, ουσιαστικός στην πρόκλησή του. Κι ήταν προκλητικός γιατί θύμωνε. Θύμωνε με την κοινοτυπία, τρελλαινόταν με την πνευματική και πολιτιστική νέκρα. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντιμετώπισε την Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στην έκθεση ντε Κίρικο. Δεν ήμουν μπροστά, αλλά ήταν ο καλός μου φίλος ο Κώστας Καρούσος που μου μετέφερε την ιστορία. Η κυρία Πλάκα, λοιπόν, ξεναγούσε κάποια παιδιά της σχολής στην έκθεση, μιλώντας τους για τις ακαδημαϊκές λεπτομέρειες, σχέδιο, γαιώδη χρώματα, μεταφυσικούς χώρους και άλλα τέτοια… Η ουσία δηλαδή ήταν απούσα. Εκείνη την ώρα μπήκε κι ο Ιόλας στην έκθεση και την άκουσε. Όταν σε μια πρώτη διακριτική του παρέμβαση με σκοπό να διακόψει την ομιλία της εκείνη αντέδρασε, ο Ιόλας γύρισε και της είπε «Τί είναι αυτά που λες κυρά μου; Έχεις πιεί ποτέ καφέ με τον Ντε Κίρικο;». Ο Ιόλας είχε δώσει ένα σημαντικότατο μάθημα στους φοιτητές και χωρίς να πληρώνεται απο το Ελληνικό Δημόσιο.
– Αναζητήσατε τα έργα σας μετά το θάνατό του;
–Το έγκλημα αυτό, μετά το θάνατό του, με τα έργα που κλάπηκαν – κι ήταν πάνω από 40 μόνο τα δικά μου που έχουν χαθεί—δεν είναι αρμοδιότητα των ζωγράφων να το εξιχνιάσουν. Και, για να απαντήσω και στον κ. Χρηστάκη, τον εκδότη του Ιδεοδρομίου, που αναρωτιέται γιατί οι καλλιτέχνες δεν αναζήτησαν τα έργα τους, να πω ότι δεν τα αναζήτησαν σεβόμενοι την μνήμη του ανθρώπου που είχε χαθεί. Όπως είπε πρόσφατα και ο Τάκις, πολλά απο τα έργα αυτά δεν ήταν ιδιοκτησία του Ιόλα. Ήταν εκεί γιατί είχε το ελεύθερο να τα διαχειρίζεται. Τέλος πάντων, το θέμα δεν είναι ότι εμείς χάσαμε τα έργα μας, αλλά ότι η Ελληνική πολιτεία άφησε να χαθεί από τα χέρια της ένας ανεκτίμητος πολιτιστικός θησαυρός. Δεν νοιάστηκαν ούτε και για το σπίτι του Ιόλα που είναι έργο του Πικιώνη και το αφήνουν ακόμα να ρημάζει. Αλλά πώς να νοιαστεί μια πολιτεία που τότε, μέσω του ευτελέστερου οργάνου της, της «Αυριανής», δίωξε λασπολογώντας αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος αποτελούσε τιμή για τον Ελλαδικό χώρο, κι ας μη το πήρε σχεδόν κανείς χαμπάρι.
Εδώ που τα λέμε, εξαιτίας της Αυριανής μπόρεσα κι εγώ να κάνω κάτι ελάχιστο για τον Ιόλα. Θέλοντας να απαντήσει στην αθλιότητα, ο Μίνως Αργυράκης είχε γράψει τότε ένα άρθρο στο Τέταρτο, όπου με ανέφερε ως δείγμα της καλής θέλησης του Ιόλα να υποστηρίζει νέους καλλιτέχνες. Θα μου πείτε, στην Αυριανή πιθανώς δεν το διάβαζαν το Τέταρτο — θα τους μπέρδευαν οι τόνοι.
–Είχατε ξεχωρίσει κάποιους από τον κύκλο του;
– Δύο άνθρωποι με εντυπωσίασαν. Πρώτος, ο Κώστας Ταχτσής, μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Ο Ταχτσης είχε πολύ χιούμορ, χαιρόσουν να συζητάς μαζί του. Ήταν τακτικός στο σπίτι του Ιόλα. Ήταν ένα σπίτι ανοικτό, πάντα φιλοξενούσε κόσμο, ήταν γεμάτο κίνηση, ζωντάνια. Η αρχοντιά του Ιόλα ήταν τρομερή. Ήταν τρυφερός, ανοικτός. Ένας άνθρωπος πολύ παρεξηγημένος, διότι θεωρήθηκε προκλητικός. Στην κοινωνική του ζωή λαμβάνονταν ως προκλητικός διότι ότι δεν του άρεσε το έλεγε, ότι ήταν χυδαίο το χτυπούσε.
Ο άλλος ήταν ο Αλέξης Ακριθάκης, που μου είχε κάνει την τιμή να έρθει και στην έκθεσή μου. Μάλιστα με παρότρυνε να πάρω την υποτροφία του Δήμου Βερολίνου για το 1986, την οποία είχε πάρει εκείνος το 1967, αν δεν κάνω λάθος. Δεν το αποφάσισα.
–Μετανοιώνετε γι αυτό;
– Δεν μπορώ να πω ότι μετανοιώνω. Η ζωή μου ήταν πολύ αναστατωμένη τότε, για να την αναστατώσω κι άλλο. Επίσης, είμαι άνθρωπος που του αρεσει να μένει στη βάση του. Θα μου ήταν εύκολο να ζωγραφίσω αλλά πολύ δύσκολο να ζήσω στη Γερμανία, μακριά απο τους ανθρώπους μου.
– Η ζωή σας ήταν αναστατωμένη γιατί είχε ξεκινήσει η σχέση σας με τα ναρκωτικά;
–Η σχέση μου με τα ναρκωτικά είχε ξεκινήσει πριν την γνωριμία με τον Ιόλα. Ο χώρος της ζωγραφικής και της τέχνης είναι άγραφος χάρτης. Είναι δύσκολο να γεμίσεις το λευκό χαρτί ή το τελάρο, οργανώνοντας το χάος. Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, η εικαστική γλώσσα μου, είναι εν πολλοίς μια άσκηση εκτόνωσης. Η χειρονομιακή ζωγραφική θέλει πολύ ένταση, δεν πιτσιλάς διακοσμητικά το τελάρο όπως νομίζουν μερικοί. Βγαίνεις από το εργαστήριο σα στημένη λεμονόκουπα. Ξέρετε, τα ναρκωτικά είναι η ύστατη άμυνα για όσους έχουν απομείνει χωρίς άμυνα απέναντι στα προσωπικά τους αδιέξοδα και τον κοινωνικό περίγυρο. Λέμε απλοϊκά ότι τα ναρκωτικά είναι «κακά». Όμως, είναι καλά και βοηθητικά για πάρα πολλούς που επιλέγουν κάνοντας χρήση να δώσουν ποιότητα στη ζωή τους. Για μένα τα ναρκωτικά δεν ήταν ποτέ αυτοκαταστροφική διαδικασία. Το κακό είναι ότι το όφελος είναι προσωρινό. Όπως στη ζωγραφική, έτσι κι εδώ χρειάζεται κάποια στιγμή να αλλάξεις. Αν δεν το κάνεις θα σε πάρει από κάτω και θα γίνεις ένας τύπος που ξεπουλιέται, είτε για να πίνει ναρκωτικά, είτε για να κονομάει, είτε και για τα δύο.
O τρόπος που αντιμετωπίζει η πολιτεία τα ναρκωτικά είναι σχιζοφρενικός. Λέει στα παιδιά να αθληθούν, να μη παίρνουν ναρκωτικά. Μετά διαφημίζει λόττο, προπό και προτείνει ν αλλάξουν τη ζωή τους με τυχερά παιγνίδια. «Για τον αθλητισμό και τον πολιτισμό», λέει. Η πολιτεία στέλνει διπλά μηνύματα. Πολλά διπλά μηνύματα που στρέφουν τον κόσμο σε εξαρτήσεις. Το να επιλέξει κάποιος να είναι εξαρτημένος είναι πιο έντιμο από το να σπρώχνει τον κόσμο στην εξάρτηση. Το αναγνωρίζει κι ο νόμος, αν κρίνει από τις ποινές που προβλέπει. Από το νόμο, βέβαια, εξαιρούνται τα ΜΜΕ, που προωθούν στερεότυπα και στάση ζωής κενόδοξη και στην ουσία προτρέπουν σε εξαρτήσεις.
–Και πως βρεθήκατε στην “Ιθάκη”;
- Το 1988 αποφάσισα να αλλάξω τη ζωή μου και εντάχθηκα σε ένα κοινόβιο που ονομάζεται θεραπευτική κοινότητα «Ιθάκη». Η Θ.Κ. «Ιθάκη» παρόλο τον ιεραρχικό τρόπο οργάνωσής της ήταν τότε για μένα ιδεολογικά κοντύτερα σε μια εναλλακτική αυτοδιαχειριζόμενη κομμούνα . Στην κοινότητα είχα την τύχη να συναντήσω μερικούς πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους , όπως τον ιδρυτή της, τον Φοίβο Ζαφειρίδη. Με μερικούς από αυτούς με συνδέει στενή φιλία μέχρι σήμερα. Η συμμετοχή μου εκεί με βοήθησε να πιστέψω πάλι στη συλλογικότητα. Ήμουν άνθρωπος που αναζητούσα την κοινωνική δράση, και το κίνημα των οργανώσεων αυτοβοήθειας πραγματικά μου ενέπνευσε αισιοδοξία, με βοήθησε να απομακρυνθώ από τον στείρο, μηδενιστικό κυνισμό και να επανέλθω στα πιστεύω μου. Έτσι, όταν ολοκλήρωσα το θεραπευτικό πρόγραμμα το 1991, αποφάσισα να αποδεχθώ την πρόταση του ΚΕ.Θ.Ε.Α. και να δουλέψω γι αυτό.
–Συνεχίζετε από ποια θέση σήμερα;
– Είμαι προσωπικό θεραπείας κι έχω στην ευθύνη μου μία μονάδα υποστήριξης εξαρτημένων που δεν επιθυμούν να διακόψουν τη χρήση. Είναι ένα πρόγραμμα ψυχικής υποστήριξης μαζί με υπηρεσίες μείωσης της βλάβης.
– και ακόμη…
– Είναι ανάγκη να τα βάλουν όλοι με αυτούς που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Όλα αυτά τα σκουπίδια, το μακιγιάζ της τάδε σκυλούς ας πούμε, γίνονται σημαντικά και διαμορφώνουν το αισθητήριο του κόσμου. Καλά τα έλεγε ο Ζάππα, «η τηλεόραση είναι οχετός». Καλύτερα να πετάξεις τα σκουπίδια μες στη μέση στο σαλόνι σου παρά να ανοίξεις την τηλεόραση.
Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, το 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου