12/15/2009


ΝΙΚΗ ΜΑΡΓΚΟΥ

Αλέξης Ακριθάκης: Bohemian Rhapsody

Το κομψό βιβλιαράκι με τις φωτογραφίες που τράβηξε η Νίκη Μαραγκού στο Βερολίνο το ’68, προσεγγίζει τον διάσημο έλληνα ζωγράφο πέρα από το μύθο τού μποέμ πρίγκιπα με τον καταστροφικό βίο, τους θυελλώδεις έρωτες, τους εθισμούς...

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ

Image

Παρατηρώ τον Αλέξη Ακριθάκη στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τράβηξε η Νίκη Μαραγκού με μια Pentax στο σπίτι του καλλιτέχνη στο Βερολίνο, τη δεκαετία του '60. Είναι τυπωμένες στο μικρό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε απρόσμενα από το Ροδακιό, ως μικρή ενθύμηση και αφιέρωση σ' αυτόν.

Περιγράφει μια νύχτα από τη ζωή του και περισώζει 23 στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του στο Βερολίνο του '68. Μια κούπα καφές, τα πινέλα στο τραπέζι, ένα άφιλτρο τσιγάρο στο χέρι, μικρά σύννεφα καπνού, μια ξύλινη πεταλούδα, η αγαπημένη του Φώφη με την κόρη τους Χλόη μωρό. Το λιγοστό φως πέφτει πάντοτε στο πρόσωπό του, ανακαλεί με ήχους καβαφικούς τη βερολινέζικη ζωή του, που έρχεται να μας συναντήσει σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

Πάντοτε ήθελα να πλησιάσω τον Ακριθάκη πέρα από το μύθο του μποέμ πρίγκιπα με τον καταστροφικό βίο, τον εθισμό στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, τους θυελλώδεις έρωτες, την εικόνα του ζωγράφου που είχε μέσα του την «κακιά αρρώστια του καλλιτέχνη». Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να διαχωρίσει το βίο ενός δημιουργού από το έργο του. Έρχονται στιγμές όμως που η φιλολογία για τον πιο μυθικό ή ακραίο καλλιτεχνικό βίο θολώνει τη σημασία της τέχνης. Το βιβλιαράκι της Μαραγκού έχει ενδιαφέρον γιατί στρέφει λίγο το βλέμμα μας σε μια υποφωτισμένη περιοχή της ζωής του Ακριθάκη. Προσεγγίζει φευγαλέα μεν (μερικά σχέδια, φωτογραφίες, μια θραυσματική ανάμνηση) αλλά με καθαρή ματιά την καθημερινότητα, την οικογενειακή ζωή του Ακριθάκη. Αυτές οι γήινες στιγμές ανάπαυλας του ζωγράφου στα ασπρόμαυρα καρέ της Μαραγκού μάς αφήνουν τουλάχιστον περιθώριο να αναλογιστούμε και πόσο σπουδαίος καλλιτέχνης υπήρξε.

Στην αναδρομική έκθεση του έργου του που οργανώθηκε το 2003 στην Nazional Galerie του Βερολίνου, παράλληλα με την έκθεση Πικάσο, ο διευθυντής του Μουσείου Πέτερ Κλάους Σούστερ το είχε επισημάνει χωρίς κανένα δισταγμό: «Μέσα από τη χάρη και την προσωπικότητα του έργου του, ο Ακριθάκης έρχεται να πάρει στην τέχνη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα τη θέση του Μοντιλιάνι». Μας το θυμίζει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος στη θαυμάσια μονογραφία του για τον ζωγράφο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αδάμ». Ο Αλέξης Ακριθάκης, γόνος γνωστής και ευκατάστατης αθηναϊκής οικογένειας, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1939. Γιος πρόσφυγα από τη Σμύρνη και μαχητικού κομμουνιστή και μιας γυναίκας γνωστής από την επιχείρησή της στο χώρο της υψηλής ραπτικής. Αποφάσισε να γίνει ζωγράφος το 1965, τη χρονιά που το μικρό βέλος, ένα από τα εμβληματικά σύμβολα που θα επαναλάβει μετέπειτα στους πίνακές του, θα κάνει την εμφάνισή του σ' ένα σχέδιο. Ακολούθησε η μαθητεία του στην Ακαδημία Grande Chaumière στο Παρίσι και η υποτροφία της DAAD που τον οδήγησε για τα καλά στο Βερολίνο, την πόλη που έζησε μέχρι και την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα το 1984.

Ο μαγικός εικαστικός κόσμος του θα κατοικηθεί μέσα στα χρόνια από ένα πρωτότυπο λεξιλόγιο χρωμάτων και συμβόλων: το Αεροπλάνο, η Ταξιδιάρικη Βαλίτσα, οι Γεωγραφίες και οι Γραφές, το Μαγικό Δέντρο, οι Ήλιοι, τα Θεατράκια, οι Φλόγες και οι Καρδιές. Και από τη σχεδόν μουσική ανάπτυξη του «τσίκι-τσίκι», της πυκνής, επαναληπτικής και μορφικά λαβυρινθώδους γραφής του, που εξαπλώνεται σε όλη την επιφάνεια του πίνακα και αποτελεί εμβληματικό χαρακτηριστικό του.

Η Νίκη Μαραγκού στο κομψό βιβλιαράκι της απομακρύνεται από την εποχή του Ακριθάκη στο Quartier Latin, από το κλίμα του υπαρξισμού και της ελευθεριότητας, την παρέα του με τον Τζιακομέτι, τον Τσίγκο, τον Μπέκετ και την Τζιν Σίμπεργκ, καθώς και από το θρυλικό βερολινέζικο μπάρ Fofi's της συντρόφου του. Στρέφει το φακό της στο σπίτι τους με τις τεράστιες τζαμόπορτες, τα αγάλματα στη στέγη και την εκπληκτική θέα στη λίμνη. Και ζωηρεύει άγνωστες εικόνες, σαν αυτή: «Ο Αλέξης καθόταν στο μεγάλο τραπέζι, τραπέζι ξυλουργείου, κάπνιζε, κοίταγε τη λίμνη και ζωγράφιζε, λες και αυτό γινόταν χωρίς δική του ανάμειξη, τσίκι-τσίκι γέμιζε τις επιφάνειες, φίλοι έμπαιναν κι έβγαιναν στο σπίτι, αυτός εκεί, στο τσίκι-τσίκι, κεριά της Ανάστασης, μέρες της δικτατορίας, το καλοκαίρι οι λεύκες πρασίνιζαν, η Φώφη έγκυος, γεννήθηκε η Χλόη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: