4/04/2012

Τετάρτη, 4 Απριλίου 2012 Περί Βίλας Ιόλα, μουσείων και πολιτιστικού τυχοδιωκτισμού Με αφορμή την βιογραφία του Αλέξανδρου Ιόλα που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πανός, διαβάζω για τη Βίλα Ιόλα και τα αμύθητα έργα τέχνης που έκαναν φτερά και φρίττω. Όχι επειδή το κράτος αρνήθηκε τη δωρεά και δεν μετέτρεψε το χώρο στο Ίδρυμα Τέχνης που ονειρευόταν ο Ιόλας, αλλά επειδή το μόνο που φαίνεται τις τελευταίες δεκαετίες να επικρατεί στην Ελλάδα όσον αφορά την τέχνη, είναι η πλήρης και παντελής απουσία οποιασδήποτε αγάπης και πολιτικής για αυτήν, παρά μόνο ψευδεπίγραφα και στο βαθμό που εξυπηρετεί τον πολιτιστικό τυχοδιωκτισμό των διαφόρων κυβερνήσεων, του κράτους και των παραγόντων που επηρεάζουν την διαμόρφωση της εκάστοτε πολιτικής. Έπρεπε να δεχτεί το Ελληνικό κράτος τη δωρεά; Και στο κάτω-κάτω της γραφής θέλουμε πραγματικά το Ελληνικό κράτος να αναλαμβάνει τέτοιες ευθύνες, όπως είναι η μόνιμη λειτουργία ενός τέτοιου κέντρου που θα επικεντρώνεται αποκλειστικά στο έργο ενός μόνο συλλέκτη τη στιγμή που είναι γνωστό πως το κράτος είναι ανίκανο να τις διαχειριστεί, αφού ό,τι δωρίζεται σε αυτό αργά ή γρήγορα καταλήγει είτε ερείπιο, είτε σε κάποιο μπουντρούμι; Είναι πραγματικά κρίμα που αυτή η συλλογή δεν δωρήθηκε σε κάποιο από τα υφιστάμενα ιδρύματα, όπως η Εθνική Πινακοθήκη ή το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που είχαν ήδη δεχτεί αξιολογότατες δωρεές από τον Αλέξανδρο Ιόλα. Από την άλλη, έχουμε Μουσείο Τσαρούχη, Μουσείο Μπουζιάνη, Ίδρυμα Σπυρόπουλου και πολλά άλλα. Παρόλο που είναι δεδομένο και αυτονόητο ότι αυτά τα ιδρύματα είναι πάρα πολύ ωραία (προσωπικά θα ήθελα ένα υπερμουσείο για κάθε έναν από αυτούς τους καλλιτέχνες με όλα τους τα έργα και πάσης φύσεως αρχειακό υλικό, βιβλιοθήκη κλπ.), δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί: αυτά τα μουσεία πώς καλύπτουν τα λειτουργικά τους έξοδα; Συμμετέχει το κράτος με οποιονδήποτε τρόπο; Και αν ναι, γιατί επιλέγουμε να έχουμε ιδρύματα τέχνης και μουσεία που λειτουργούν μεμονωμένα και τα οποία είναι αφιερωμένα στο έργο ενός μόνο καλλιτέχνη, τη στιγμή που θα μπορούσε να υπάρχει ένας υπερχώρος τέχνης ή έστω ένας ενιαίος φορέας για τη σύγχρονη Ελληνική τέχνη που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ευέλικτος, λειτουργώντας ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα, με πολλαπλές μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, υπερκαλύπτοντας έτσι τα έξοδά του και προωθώντας την ελληνική τέχνη, αλλά και τους νέους καλλιτέχνες με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους; Και ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο φορέας; Αν λάβουμε υπόψη ότι η Ελλάδα έχει πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες, πόσα μουσεία αυτού του είδους μπορούν να υπάρξουν και να λειτουργήσουν με κρατική υποστήριξη; Από την άλλη, μόλις πρόσφατα το Ελληνικό κράτος δαπάνησε τουλάχιστον 130.000.000 ευρώ για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το οποίο χρήζει ανακαίνισης εδώ και καιρό έχει γίνει στέκι για ναρκομανείς και το Μουσείο Μπενάκη -το ίδιο καρπός ιδιωτικής δωρεάς και πρωτοβουλίας με εξαιρετικό έργο- κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η δε Ακρόπολη των Αθηνών παρουσιάζει μια επιεικώς απαράδεκτη εικόνα, αφού αναστυλώνεται εδώ και τρεις δεκαετίες τουλάχιστον. Και όλοι αναρωτιόμαστε: αυτή η φοβερή καθυστέρηση οφείλεται στη φύση του έργου ή σε άλλους παράγοντες; Τελικά, υπάρχει κάποια πολιτική στην Ελλάδα για τον πολιτισμό και την τέχνη και ποια είναι αυτή; Και πώς μπορεί να υπάρξει μια γόνιμη και δημιουργική συνύπαρξη και αλληλεπίδραση ιδιωτικής πρωτοβουλίας και κρατικής υποστήριξης, χωρίς τις γνωστές κρατικές καθηλώσεις;

Δεν υπάρχουν σχόλια: