2/19/2009

Ο τελευταλιος βαρώνος του μπαρόκ

Ο άνθρωπος που γνώρισε τη δόξα και τη χλιδή ανά τον κόσμο, στον ίδιο υπερθετικό βαθμό που γνώρισε τον ξυπασμό και την μικροπρέπεια στην Ελλάδα.



Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις μέσα σε λίγες αράδες τη ζωή ενός μαικήνα της τέχνης και μιας τόσο έντονης προσωπικότητας.
Και είναι εξίσου δύσκολο να καταγράψεις τα συναισθήματα όσων τον συνάντησαν, γιατί όσοι δεν τον λάτρεψαν, τον μίσησαν…

Το ταξίδι από την Αλεξάνδρεια…

Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, που μεταβαπτίσθηκε σε Αλέξανδρος Ιόλας το 1934 από την εγγονή του Ρούσβελτ, Θεοδώρα, εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι στην Αλεξάνδρεια και έρχεται στην Αθήνα με μοναδικό εφόδιο τρεις συστατικές επιστολές του Καβάφη προς τους: Άγγελο Σικελιανό, Κωστή Παλαμά και Δημήτρη Μητρόπουλο. Η Αθήνα του ’27 ήταν όμως πολύ μικρή για μια προσωπικότητα σαν τον Αλέξανδρο Ιόλα και όπως αποδείχθηκε αργότερα, ούτε οι μετέπειτα εποχές άντεξαν το ταμπεραμέντο και την ιδιοσυγκρασία του.
Ο Ιόλας ξεκίνησε την καριέρα του πρώτα ως χορευτής, μετέπειτα ως διευθυντής μπαλέτου και τελικά ως γκαλερίστας με αφετηρία τη Νέα Υόρκη και επόμενους σταθμούς το Παρίσι, τη Γενεύη, το Μιλάνο, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη, τη Ζυρίχη, τη Βηρυτό, τη Θεσσαλονίκη. Ο Ιόλας έζησε τη ζωή του με ένταση και πάθος και κατέληξε να ζει στο περιθώριο με κόστος την ίδια του τη ζωή για έναν και μόνο λόγο: την αγάπη του για την Ελλάδα. Γνώρισε τη δόξα, την αποδοχή, τη χλιδή, τον ξυπασμό και την μικροπρέπεια και το όνομά του συνδέθηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του κόσμου. Όταν του έλεγαν πως μεταχειρίζεται την τέχνη και εκμεταλλεύεται τους καλλιτέχνες για να πλουτίζει, εκείνος απαντούσε: «εκμεταλλεύομαι την τέχνη για να μη χαθεί». Μα ο Ιόλας δεν αγαπούσε απλά την τέχνη, ζούσε και ανάσαινε μέσα από αυτήν και ευεργετούσε τους καλλιτέχνες του. Τους αγαπούσε και πάντα τους έκοβε ένα τσεκ με το τριπλάσιο ποσό από αυτό που περίμεναν ως αμοιβή.

Οι καλλιτέχνες της ζωής του

Πολλά από τα ηχηρά ονόματα της τέχνης οφείλουν την αναγνώρισή τους στον Αλέξανδρο Ιόλα. Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Μαξ ΄Ερνστ, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Νταλί, ο Άντυ Γουόρχολ, ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Τσαρούχης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Πανιάρας και ακόμη πολλά ονόματα, τόσο του εξωτερικού όσο και της Ελλάδας, χρωστάνε πολλά σε αυτόν τον μαικήνα. Η σχέση του Ιόλα με τους καλλιτέχνες του ήταν κάτι παραπάνω από μια επαγγελματική σχέση. Δενόταν μαζί τους με μια σχέση σχεδόν γονική.
Όταν συναντήθηκα με τον Νίκο Σταθούλη, βιογράφο του Αλέξανδρου Ιόλα, μου έκανε εντύπωση ένα γράμμα του Ακριθάκη προς τον Ιόλα που μου διάβασε, που εξηγούσε την οικονομική του κατάσταση και του ζητούσε απεγνωσμένα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Δεν ζητούσε από έναν εργοδότη κάποια χρήματα. Μέσα στο γράμμα σκιαγραφείται η σχέση που είχε αναπτύξει ο Ιόλας με τους καλλιτέχνες του. Μια σχέση που υπερέβαινε τους δεσμούς της συνεργασίας και της φιλίας. Ήταν μια σχέση αλληλοεξάρτησης.
Βέβαια, σε αυτές τις σχέσεις με τις δυνατές συγκινήσεις, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Ο Κώστας Τσόκλης ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που κάποια στιγμή απηύδησε από την προσωπικότητα του Ιόλα. «Έχω μέσα μου κάτι μεταξύ θυμού και αηδίας για τον Ιόλα», εξομολογείται στον Ν. Σταθούλη. «Ήθελε όλους τους καλλιτέχνες σαν παιδιά της παρέας του...τους χρησιμοποίησε ανενδοίαστα». Και φυσικά το γεγονός αυτό δεν ήταν μοναδικό στα χρόνια που μεσουρανούσε ο Ιόλας. Ο Ιόλας όμως ήταν Ιόλας, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Τσόκλης: «Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου ‘λεγε –Κώστα, έχεις λεφτά παιδί μου; Έλα να σου δώσω 10.000 δολάρια- Αυτά δεν τα κάνει άλλος άνθρωπος». Αυτός ήταν ο Ιόλας, δεν ήταν ένας μέσος άνθρωπος. Άλλωστε δεν θα άντεχε κάτι τέτοιο, ο Ιόλας ήταν Ιόλας.

Ψάχνοντας κομμάτι Ελλάδας…στην Ελλάδα

Η δεκαετία του ’60 βρίσκει τον Ιόλα να επισκέπτεται με μεγαλύτερη συχνότητα την Ελλάδα. Ο κρυφός του πόθος για την ιδιαίτερη πατρίδα του δεν έλεγε να σβήσει. Ο Ιόλας δεν γνώρισε ποτέ την πραγματική Ελλάδα. Έζησε με την ιδέα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Περικλή. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο λάθος του. Δεν πίστεψε ποτέ πως η χώρα του Σωκράτη δεν είχε καμία σχέση με την αίγλη που διάβαζε στα αρχαία βιβλία και αποστρέφεται οτιδήποτε τείνει να ξεχωρίσει.
Σε ένα από τα ταξίδια του, στο σπίτι του Κριστιάν Ζερβός, γνωρίζει ένα γεροντάκι, τον Δημήτρη Πικιώνη και γίνονται καλοί φίλοι. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση να κτίσει το σπίτι στην Ελλάδα, με σκοπό κάποια στιγμή να εγκατασταθεί μόνιμα. Η πρώτη περιοχή που του πρότειναν για το σπίτι ήταν η Γλυφάδα. Η Γλυφάδα του ’60, χωρίς ίχνος από μπουζουξίδικα, χωρίς τίποτα να θυμίζει τη σημερινή της εικόνα. Εν τέλει, αγόρασε ένα οικόπεδο, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει δει την περιοχή και στη συνέχεια το χάρισε σε ένα φίλο του γιατί δεν του άρεσε διόλου. Μετά τον πήγαν σε ένα κτίριο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. «Ω, Θεέ μου» αναφώνησε, «τι απαίσιο μέρος, σακαράκα σκέτη». Στη συνέχεια του έδειξαν την Κηφισιά. Φευ! Ο Ιόλας ήθελε απεγνωσμένα κάτι που να θυμίζει Ελλάδα και όχι μια ρεπλίκα της εξευρωπαϊσμένης κουλτούρας.
Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σπίτι του Λεβίδη με το αυτοκίνητό του, βρέθηκε έπειτα από ένα ατυχές γεγονός με τον υπασπιστή του βασιλιά στην ιδανική τοποθεσία για να κτίσει επιτέλους το πολυπόθητο σπίτι. Η Αγία Παρασκευή, ερημική, γεμάτη αμπέλια. «Εδώ θέλω να κάμω το σπίτι μου» είπε ο Ιόλας. Αγόρασε τότε από τον Βρετό λίγα στρέμματα γης και αργότερα πήρε άλλα εικοσιπέντε στρέμματα. Το μεγάλο του όνειρο είχε ήδη μπει σε τροχιά, δυστυχώς ξέφρενη και απρόβλεπτη.

Ένα ανάκτορο στην Αγία Παρασκευή

Η Αγία Παρασκευή τότε δεν είχε ούτε νερό, ούτε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν δρόμους. Δίνοντας στο δήμο ένα κομμάτι από το οικόπεδό του, ανοίχτηκε εν τέλει ο δρόμος που περνάει μπροστά από το σπίτι.
Αρχιτέκτονας του σπιτιού ήταν ο Πικιώνης με βοηθό του τον Τσαρούχη και ήθελε να κάνει το σπίτι σε μακεδονικό ρυθμό. Ο Ιόλας και μόνο στη σκέψη πως θα καθόταν σε ξύλινους καναπέδες, τον έπιανε πανικός. Έτσι, είπε στον Πικιώνη να κτίσει το εξωτερικό μέρος και τους εσωτερικούς χώρους θα τους διαμόρφωνε ο ίδιος. Την σκυτάλη από τον Πικιώνη πήρε ο ζωγράφος Μετζελόπουλος, ο οποίος έκανε τα αρχικά σχέδια και το πλακόστρωτο. Ο Ιόλας είχε ήδη φέρει τις κολόνες από τη Ραβένα, το λιοντάρι και τον κρυό, που είχε στο πλακόστρωτο από την Άνω Ιταλία. Στο χώρο αυτό ήθελε να φτιάξει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, όπου τα νέα παιδιά θα έρχονταν σε επαφή με την τέχνη.
Το σπίτι σιγά - σιγά έπαιρνε τη μορφή ενός παλατιού. Ο Ιόλας έφερνε μετά μανίας τα καλύτερα έργα των καλλιτεχνών του για να κοσμήσουν τους τοίχους του σπιτιού. Ο μουσειακός του χαρακτήρας γινόταν αντιληπτός από το κατώφλι κιόλας. Μια μεγαλεπήβολη πόρτα, φτιαγμένη από χρυσάφι και μπρούντζο, χτυπημένη από τον Καρδαμάτη, σφράγιζε την είσοδο του σπιτιού.
Το εσωτερικό, επενδυμένο με πάλλευκο πεντελικό μάρμαρο, θύμιζε πραγματικά αρχαιοελληνικό ανάκτορο. Ήταν αδιανόητο να συνδυάσει ο ανθρώπινος νους τόσο αρμονικά τα έργα των μοντέρνων καλλιτεχνών με αγάλματα της αρχαιοελληνικής περιόδου. Τα δωμάτια χωρισμένα σε ρυθμούς και αφιερωμένα σε καλλιτέχνες ήταν σαν αίθουσες μουσείου τέχνης. Στα παράθυρα, κουρτίνες καμωμένες από λυωνέζικο μετάξι και αρχαία βασιλικά έπιπλα με ελληνικά βάζα, τοποθετημένα και εναρμονισμένα με περίσσια τέχνη. Ήταν ένα θαύμα, που μόνο ο Ιόλας μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Το υπνοδωμάτιό του ήταν διακοσμημένο με ελληνικά και ρωμαϊκά αγάλματα. Εκεί είχε και το πέτρινο άγαλμα του Ραμσή, το πιο όμορφο απόκτημα που είχε. Κοιμόταν πάντοτε μαζί του και δε μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό. Κάθε πρωί στεκόταν μπροστά από τον κορμό του, του έδινε ένα φιλί και ξεκινούσε τη μέρα του.
Στις τριάντα μαρμάρινες αίθουσες του σπιτιού, ο Ιόλας φιλοξενούσε τα 10.000 έργα τέχνης που είχε αποκτήσει. Για να γυρίσεις αυτό το σπίτι και να κατανοήσεις την αισθητική του χρειαζόσουν οπωσδήποτε ξεναγό. Το ρόλο του ξεναγού λοιπόν, έπαιρνε η κυρία Σούλα, η οικονόμος και μοναδική συντροφιά του Αλέξανδρου σε αυτή την έπαυλη. Από την αντίδραση του Νίκου Σταθούλη την πρώτη φορά που βρέθηκε στο σπίτι του Ιόλα, μπορεί να καταλάβει κάποιος την επιβολή που σου δημιουργούσε ο χώρος. «Είχα καθυστερήσει στο ραντεβού με τον Ιόλα. Όταν έφτασα μου άνοιξε η κ. Σούλα και ο Ιόλας είπε με μια πραότητα –Πού ήσουν παιδί μου; Άργησες. Η κ. Σούλα έπειτα από παράκληση του Ιόλα με ξενάγησε στο σπίτι. Οι πόρτες διαδέχονταν η μία την άλλη, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε σκάλες ανάμεσα σε πίνακες και γλυπτά μοναδικής αξίας. Στο τέλος, με οδήγησε στην υπόγεια γκαρνταρόμπα. Ένα δωμάτιο με ντουλάπια σε όλους τους τοίχους, με εκατοντάδες πουκάμισα, πουλόβερ, αμέτρητα κουστούμια, εντυπωσιακές γούνες και παπούτσια σε όλα τα χρώματα και σχέδια. Εκεί αγανάκτησα, ένιωσα έναν κορεσμό, τρόμαξα κατά έναν τρόπο. Αναφώνησα -Σκατά!- και έφυγα τρέχοντας, πηδώντας τα κάγκελα.» Το σπίτι ήταν ένας ζωντανός μύθος, ένα παλάτι που θα ζήλευαν ακόμα και βασιλείς.

Η αντίστροφη μέτρηση

Δυστυχώς, το πάθος και η αγάπη του για την Ελλάδα δεν ήταν αρκετά για να τον κάνουν αποδεκτό και αρεστό στους Έλληνες. Η παραμικρή αφορμή ήταν αρκετή για να ξεσπάσει όλεθρος. Η αφορμή δεν άργησε να έλθει. Άλλωστε ο Ιόλας ήταν απρόβλεπτος, υπερβολικός και είχε ένα αμερικάνικο, ιδιαίτερο χιούμορ που σε ξάφνιαζε. Ένα χιούμορ που δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν οι Έλληνες.
Ο Ιόλας είχε περιμαζέψει έναν τραβεστί, που είχε διώξει ο Τσαρούχης, με το ψευδώνυμο «Μαρία Κάλλας», για να κάνει θελήματα στο σπίτι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνης Νικολάου και όπως έλεγε ο Ιόλας ήταν η προσωποποίηση της ελληνικής δυστυχίας. Όλα ξεκίνησαν όταν άρχισαν να εξαφανίζονται αντικείμενα από το σπίτι, με κορύφωση την εξαφάνιση ενός πανάκριβου βυζαντινού σταυρού. Ο Ιόλας πανικοβλήθηκε και τον συμβούλεψαν να στείλει ανθρώπους να ψάξουν τα σπίτια αυτών που ερχόντουσαν σε συχνή επαφή μαζί του. Όλα τα κλοπιμαία βρέθηκαν στο σπίτι της «Κάλλας». Ο Ιόλας τον έδιωξε και η «Κάλλας» άρχισε να απειλεί πως θα διαδώσει στον τύπο ότι είναι αρχαιοκάπηλος και πως στη βίλλα του γίνονται όργια με ναρκωτικά. Με τον καιρό οι απειλές γίνονταν όλο και πιο επίμονες. Σε λίγο, άρχισαν και τα τηλεφωνήματα από τους δημοσιογράφους. Το πρώτο σκάνδαλο είδε το φως της δημοσιότητας την ημέρα των γενεθλίων του Ιόλα στον Ελεύθερο Τύπο. Το δημοσίευμα ήταν ανώνυμο και δεν δόθηκαν περαιτέρω προεκτάσεις, αλλά στη συνέχεια τα πράγματα έγιναν πιο σκληρά και το ένα δημοσίευμα διαδέχονταν το άλλο. Η Αυριανή φιλοξενούσε στα πρωτοσέλιδά της τους πιο χυδαίους χαρακτηρισμούς, δημοσίευσαν ακόμη και το τηλέφωνό του προτρέποντας τον κόσμο να πάρει και να τον βρίσει. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Στρατής προειδοποιούσε τον Ιόλα ότι θα τον κηρύξουν ανεπιθύμητο πρόσωπο για την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Ιόλας εξομολογείται στον Νίκο Σταθούλη, τον Ιούλιο του 1985, όταν η Αυριανή είχε αρχίσει να γράφει τις «ροζ» ιστορίες: «Ζω το θάνατό μου». Δεν έπεσε έξω, η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει.

Οι τελευταίες στιγμές

Την ίδια περίοδο η Ευρώπη παρακολουθούσε παγωμένη το διασυρμό του μαικήνα. Οι βολές είχαν στραφεί εκτός του Ιόλα και κατά του Μάνου Χατζιδάκι και του Τσαρούχη. Αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση ώθησε τον Κώστα Γαβρά να συντάξει μία έκκληση, η οποία θα απευθυνόταν στη συνείδηση των Ελλήνων. Το κείμενο υπέγραψαν εκατόν πενήντα περίπου προσωπικότητες της οικονομίας, της πολιτικής, των τεχνών, ακόμη και ο ίδιος ο Μιτεράν υπέγραψε. Το κείμενο βέβαια δεν φιλοξενήθηκε από καμία εφημερίδα του ελληνικού τύπου, με εξαίρεση την Καθημερινή, την ίδια στιγμή που οι μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης αποκήρυτταν τον διασυρμό.
Οι «αποκαλύψεις» και οι κατηγορίες της «Μαρίας Κάλλας» οδήγησαν τον Εισαγγελέα να κάνει αγωγή στον Αλέξανδρο Ιόλα. Στα ογδόντα του χρόνια ο Αλέξανδρος Ιόλας γνώρισε τον διασυρμό και το μίσος των ανθρώπων. Η τραγική ειρωνεία είναι πως γνώρισε το διασυρμό από έναν λαό που είχε εξιδανικεύσει. Ένα διασυρμό που κλόνισε ανεπανόρθωτα τη υγεία του. «Ήταν ένα είδος σκύλου, ο οποίος αφού έκανε τη βόλτα του στον κόσμο, ήρθε στον τόπο του να πεθάνει», λέει ο Κώστας Τσόκλης.
Την Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου του 1987 ο Ιόλας αναχώρησε με τη συνοδεία της αδελφής του για να κάνει εξετάσεις στο Μιλάνο. Στις 24 Φεβρουαρίου βγήκε το πόρισμα, έπασχε από ΕΪΤΖ. Ο θάνατος του Άντυ Γουόρχολ συνθλίβει ακόμη περισσότερο τον Ιόλα. Στις 8 Απριλίου, η αδελφή του Νίκη Στάιφελ, παράφορα ερωτευμένη μαζί του, υπέβαλε αίτηση στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου, προκειμένου να διορισθεί επίτροπος της περιουσίας του Ιόλα. Η αίτηση έγινε δεκτή.
Στις 21 Απριλίου ο Ιόλας μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη όπου και τον απομονώνουν. Είχε καταρρεύσει εντελώς. Τρεφόταν μόνο με τοματόζουμο και είχε μείνει 50 κιλά.
Στις αρχές Ιουνίου του 1987 η συλλογή από το σπίτι είχε εξαφανισθεί. Τα πάντα είχαν λεηλατηθεί. Στις 8 Ιουνίου, στις 6:20 το πρωί ο Αλέξανδρος Ιόλας άφησε την τελευταία του πνοή. Στην κηδεία του δεν παρευρέθηκε κανείς.

Σήμερα

Το σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα, που φιλοξένησε πέραν των αμύθητων έργων τέχνης, κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας ελίτ, το μουσείο που δεν πρόλαβε ποτέ να δωρίσει στην Ελλάδα, βεβηλώθηκε πολλάκις και λεηλατήθηκε από τη φιλαργυρία των κληρονόμων.
Το οίκημα πουλήθηκε αργότερα από τους κληρονόμους σε μία κατασκευαστική εταιρεία. Το 1994 ξεκινούν οι διαδικασίες για την προστασία του, με πρωτοστάτες το Δήμο Αγίας Παρασκευής και τον Νίκο Σταθούλη. Ο Δήμος τοποθετεί συμβολικά ένα λουκέτο στην είσοδο. Οι βεβιασμένες ενέργειες εν τέλει γλιτώνουν το σπίτι από βέβαιη κατεδάφιση. Το 1998 η οικεία Αλέξανδρου Ιόλα κρίνεται διατηρητέα, επομένως χάνει πάσαν αξία για την κατασκευαστική εταιρεία. Το σπίτι, βέβαια, τελεί υπό πλήρη εγκατάλειψη και η βεβήλωση συνεχίζεται αδιακρίτως.
Το 2002, μία προσπάθεια του Δήμου Αγ. Παρασκευής απαλλοτρίωσης του οικήματος έπεσε στο κενό. Αυτό γιατί η απαλλοτρίωση θα γινόταν για να χρησιμοποιηθεί το κτίριο από την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, χρήση η οποία δεν προχώρησε κι έτσι την ίδια χρονιά έγινε ανάκληση της απαλλοτρίωσης. Σύμφωνα με τον Νίκο Σταθούλη, διακόσια έργα τέχνης έχουν κατασχεθεί και φυλάσσονται σε μία αποθήκη στον Πειραιά. Αυτή ίσως είναι και η μοναδική ελπίδα για τη δημιουργία του μουσείου «Αλέξανδρος Ιόλας». Αυτή είναι άλλωστε και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του ο Νίκος Σταθούλης, μετά το θάνατο του Αλέξανδρο Ιόλα.

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε*

*δανεισμένο από τον Αλ. Καμύ

Ευχαριστώ τον Νίκο Σταθούλη για την πολύτιμη βοήθειά του και για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού και τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: