Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, γιος του Ανδρέα έμπορου βαμβακιού από τη Χίο και της Περσεφόνης μιας όμορφης γυναίκας, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το Μάρτιο του 1908. Νονός του γίνεται ο Κων/νος Τσαλδάρης. Από νωρίς βιώνει μέσα στο σπίτι του το ξύλο, την τιμωρία και τη επιβολή της τάξης από τον πατέρα του και τη γιαγιά του. Τον πρωτότοκο γιό της οικογένειας ακολουθούν η Νίκη, ο Δημήτρης και η Ηρώ. Μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον αγοράζει και μελετάει βιβλία, ενώ μαθαίνει πιάνο. Μια παράσταση της Κοτοπούλη τον επηρέασε θετικά για την Ελλάδα, την οποία θέλει να επισκεφτεί πάση θυσία. Γνωρίζει τον Καβάφη, ο οποίος του δίνει τρεις συστατικές επιστολές, για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο. Με τις λιγοστές του οικονομίες και τις επιστολές στην τσέπη το σκάει από το σπίτι του και έρχεται στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1927. Μένει σε ένα δωμάτιο στην οδό Αριστοτέλους, το ενοίκιο του οποίου πληρώνει η Ναυσικά Παλαμά. Ανεβαίνει συχνά στην Ακρόπολη, όπου του αρέσει να χορεύει, ενώ κάποια στιγμή τον φωτογραφίζει εκεί η Νέλλυ. Ο Μητρόπουλος του δίνει συστατική επιστολή για τον Πάνο Αραβαντινό στη Γερμανία, ενώ ο Σικελιανός τον βοηθάει να πάει στη ρομαντική Ιταλία όπου και παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα. Είναι η αρχή της εποχής του Μουσολίνι. Επόμενος σταθμός το κοσμικό και σικ Βερολίνο, όπου αρχίζει περισσότερο να ασχολείται με το χορό. Μετά από οντισιόν γίνεται κορυφαίος χορευτής στην όπερα του Σάλτσμπουργκ στο έργο Ορφέας και Ευρυδίκη. Επιστρέφει στο Βερολίνο και φοιτά στη σχολή χορού του ρώσου Γκσόβκσι. Το 1933, παραμονές Χριστουγέννων, φτάνει στο Παρίσι και γράφεται στη σχολή χορού της Εγκόροβα, όπου σπουδάζει με υποτροφία. Είναι ιδιαίτερα κοινωνικός, συναναστρέφεται την καλή κοινωνία του Παρισιού, πoζάρει ως μοντέλο στον Ραούλ Ντιφί, δίνει τις τρίχες του στον Αντουάν να τις κάνει βλεφαρίδες για την Γκάρμπο, κλπ. Αγοράζει τον πρώτο του πίνακα από τον ίδιο τον Ντε Κίρικο, ο οποίος διατηρούσε την γκαλερί «4 δρόμοι». Γνωρίζει τον Ζαν Κοκτώ, τον οποίο και ερωτεύεται. Το 1935 φτάνει στη Νέα Υόρκη μετά από πρόσκληση της Φλώρας Μέγιερ και παίρνει αμερικάνικο διαβατήριο. Πηγαίνει για λίγο καιρό στην όπερα του Άμστερνταμ και ξαναγυρίζει στην Αμερική αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση των μπαλέτων του μαρκήσιου ντε Κουέβας, ντεπουτάρει με το Μπαλασίν και προτείνει τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Μιρό και του Ντιφί. Το 1940 χορεύει για τελευταία φορά.
Η συναναστροφή του με τους παριζιάνους σουρεαλιστές τον ωθούν να ασχοληθεί με την τέχνη. Ο χορός τον έχει κουράσει, η τέχνη τον έχει πλέον συνεπάρει. Φεύγει από τη Ν. Υόρκη και επιστρέφει στο Παρίσι για να γνωρίσει τον Βόλς και τον Φοτριέ. Η ζωή του από εδώ και πέρα είναι ένα συνεχές ταξίδι, κυρίως μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Με τη βοήθεια της δούκισσας ντε Γκραμόν, ανοίγει το 1944την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης με το όνομα «Hugo Gallery». Η Θεοδώρα Ρούσβελτ, επηρεασμένη από τους μύθους του Ηρακλή, του αλλάζει το όνομα από Κων/νος Κουτσούδης σε Αλέξανδρος Ιόλας. Εξαιτίας του πολέμου πολλοί καλλιτέχνες πηγαίνουν στην Αμερική. Δίνει χρήματα με το μήνα στους καλλιτέχνες του ώστε να τους κάνει να δουλεύουν γι αυτόν, ενώ τους κλείνει συμβόλαια που αργότερα γίνονται και ετήσια. Ανήκει σε αυτούς που σε μεγάλο βαθμό επέβαλαν το σουρεαλισμό στην Αμερική και αργότερα σε όλο τον κόσμο.
Μερικοί από τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκε είναι: Ρενέ Μαγκρίτ, Μαν Ρέι, Μαξ Έρνστ, Δοροθέα Τάνινγκ, Φερνάν Λεζέ, Κόπλει, Ζαν Κοκτώ, Ντε Κίρικο, Ιβ Κλάιν, Μάτα, Φερνάντεζ, Βίκτωρ Μπράουνερ, Μάρσιαλ Ράις, Άντυ Γουόρχολ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μάρα Καρέτσου, Λεονόρ Φίνι, Αρμάν, Πασκάλι, Λαλάν, Κρίπα, Φασιανός, Παύλος, Γουναρόπουλος, Τάκις, Μαρίνα Καρέλα, Αλέξης Ακριθάκης, Λαζόγκας, Τσόκλης και Κώστας Πανιάρας.
Με το πέρας του πολέμου πολλοί από τους συνεργάτες του καλλιτέχνες επιστρέφουν στην Ευρώπη. Έτσι, αναγκάζεται να ανοίξει γκαλερί αρχικά στη Γενεύη και μετά στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, το Μιλάνο, τη Μαδρίτη, τη Ρώμη, την Αθήνα (κατά τη διάρκεια της δικτατορίας σε συνεργασία με τον Τάσο Ζουμπουλάκη), το Λονδίνο (1981) και τη Βηρυτό. Ο ίδιος έλεγε για τους καλλιτέχνες του πως «άλλοι κουράζονται και σπάνε τα συμβόλαια και άλλοι δεν τα “σπασαν” και μπαίνουν σε μουσεία». Ανεβάζει τις τιμές των έργων από 100 σε 100.000 δολάρια. Οι κριτικοί πολλές φορές τον κατηγορούν ότι συμπεριφέρεται σκληρά απέναντι στους καλλιτέχνες του. Το 1943 παίρνει την αμερικάνικη υπηκοότητα. Η οικογένεια του τον έχει ήδη ξεγράψει. Σχέσεις διατηρεί μόνο με την αδερφή του Νίκη, η οποία τον ζηλεύει, φιλονικεί με τους συνεργάτες και τους φίλους του, γίνεται ένα μεγάλο εμπόδιο στη ζωή του από το οποίο όμως δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί, ενώ εκείνη παντρεύεται τον Αρθούρο Στάιφελ, ο οποίος βοηθάει οικονομικά όποτε χρειαστεί τον Ιόλα. Η σχέση του με την αδερφή του Νίκη θα μπορούσε να διαβαστεί και ως σχέση εξάρτησης.
Οργανώνει τις συλλογές της Ντομινίκ ντε Μενίλ (σήμερα βρίσκεται στο Χιούστον του Τέξας), Σαλμπερζέ, Τζιάνι Ανιέλλι, του Σάχη της Περσίας, μέρος της Συλλογής Ροκφέλερ, ενώ βοηθάει με τις δωρεές του το Μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης και το Μπομπούρ στο Παρίσι. Το 1984 δώρισε 47 έργα του στο Μακεδονικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Το γαλλικό κράτος του απένειμε το «παράσημο της λεγεώνας της τιμής».
Το 1965 αγοράζει ένα οικόπεδο 25 στρεμμάτων (καλυμμένο με αμπέλια τότε) από κάποιον Βρεττό και ξεκινάει να φτιάχνει το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή με αρχιτέκτονα τον Πικιώνη, που πήρε για βοηθό του τον Γ. Τσαρούχη. Ο ίδιος λέει: «πάντα ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, να βοηθήσω τον τόπο που ξεστράβωσε τον κόσμο, ήταν η υπόσχεση μου που είχα δώσει στο Σικελιανό και στο Μητρόπουλο». Θέλει να κάνει το σπίτι του ένα είδος ινστιτούτου για τη σύγχρονη τέχνη. Δεν συμφωνεί απόλυτα με τα σχέδια του Πικιώνη και το εσωτερικό του σπιτιού αναλαμβάνει να το διαμορφώσει ο ίδιος. Φέρνει κολόνες για τον κήπο από τη Ραβέννα, καθώς επίσης το λιοντάρι και το κριάρι που διακοσμούν την είσοδο, η οποία είναι από χρυσάφι και μπρούντζο χτυπημένη από τον Καρδαμάτη και κουρτίνες από Λυωνέζικο μετάξι. Έρχονται και οι γονείς του από την Αίγυπτο και ο πατέρας του αναλαμβάνει να είναι αρχικά ο επιστάτης του σπιτιού. Στη συνέχεια ο Μεντζελόπουλος αντικαθιστά τον Πικιώνη. Ονειρεύεται τη Βίλλα ως ένα από τα λίγα μνημεία σύγχρονης τέχνης. Μέρος του κτήματος το παραχωρεί για να γίνει δρόμος. Αρχίζει και κλείνει τις γκαλερί του. Αυτή της Ν. Υόρκης την χαρίζει στον πρώην εραστή του Μπρους Τζάκσον. ΄Ολη η κοσμική Αθήνα περνάει από το σπίτι του. Καλλιτέχνες και άλλοι καταφτάνουν συνέχεια στη βίλλα, που την αναπροσαρμόζει συνεχώς ανάλογα με τους επισκέπτες του. Έχει το σχέδιο να χαρίσει το υπόλοιπο των στρεμμάτων του στους καλλιτέχνες του για να είναι κοντά του. Πρώτος ο Παύλος αποκτάει το μέρισμα. Το 1981 παθαίνει το πρώτο έμφραγμα, χειρουργείται και στη συνέχεια μένει οριστικά στην Ελλάδα. Για την οριστική εκτέλεση του ονείρου του, την δημιουργία ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έρχεται σε επαφή με τον αρχιτέκτονα Ναμ Γιού Πέι. Αρχίζει να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα για να φύγει από την Ελλάδα. Το 1983 δίνει μια συνέντευξη στη δημοσιογράφο Όλγα Μπακομάρου για λογαριασμό του περιοδικού Γυναίκα, γεγονός που στέκεται μοιραίο για τον ίδιο. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεκινάει ο πόλεμος των μέσων εναντίον του και η σπίλωσή του, πράγμα που τον εξουθενώνει (τον κατηγορούν μεταξύ άλλων για αρχαιοκαπηλία, πορνεία, ναρκωτικά). Ένας τραβεστί, ο Αντώνης Νικολάου, επονομαζόμενος και «Μαρία Κάλλας», σκορπίζει στον ελληνικό τύπο κακές φήμες για τον Ιόλα. Παραχωρεί τρία στρέμματα από το οικόπεδό του στο δήμο της Αγίας Παρασκευής προκειμένου να γίνει «Πλατεία της Τέχνης», ώστε να παίζουν τα μικρά παιδιά ανάμεσα στα σύγχρονα γλυπτά. Οι Έλληνες καλλιτέχνες από το φόβο του τύπου τον αποφεύγουν. Ο Κώστας Γαβράς από τη Γαλλία αναλαμβάνει πρωτοβουλία να συντάξει μια έκκληση που θα απευθύνεται στη συνείδηση των ελλήνων. Το κείμενο υπογράφεται από 150 προσωπικότητες (καλλιτέχνες, υπουργούς πολιτισμού, διευθυντές μουσείων, ακόμη και από τον ίδιο τον Μιτεράν) και αποστέλλεται στις ελληνικές εφημερίδες. Καμία -με εξαίρεση την Καθημερινή- δεν το δημοσιεύει. Ο Ιόλας ανακαλύπτει ότι πάσχει από Αids. Αυτή την περίοδο (1985), ο Άντι Γουόρχολ ετοιμάζει το Μυστικό Δείπνο μετά από προτροπή του Ιόλα. Θα τον εκθέσει στον καινούριο «αντιγκαλερί» χώρο στο Μιλάνο, στο παλλάτσο Στελλίνε. Την επομένη των εγκαινίων ανακαλύπτει την ύπαρξη μιας μαφιόζικης εταιρείας με το όνομα «General Trade Alexander Iolas» που είχε συσταθεί προκειμένου να κερδίσει χρήματα εκμεταλλευόμενη το όνομά του και κινείται νομικά απέναντί της. Το Φεβρουάριο του 1987, μετά την περαιτέρω επιδείνωση της υγείας του Ιόλα, η Νίκη απαγορεύει τις επισκέψεις στο σπίτι του. Ο Ιόλας φεύγει για την Ιταλία προκειμένου να κάνει εξετάσεις και στη συνέχεια εισάγεται σε νοσοκομείο στη Ν. Υόρκη. Στις 10 Μαρτίου η αδελφή του Νίκη προσφεύγει με αίτησή της στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου ζητώντας να διαταχθεί η σφράγιση των πραγμάτων στο σπίτι του Ιόλα, ενώ στις 8 Απριλίου κάνει αίτηση να διοριστούν επίτροποι η ίδια και η κόρη της, όπως και γίνεται. Ο Ιόλας επιστρέφει στην Αθήνα αλλά διαμένει στο σπίτι της αδερφής του. Από την ημέρα που η Νίκη γίνεται επίτροπος, η Βίλα Ιόλα αρχίζει να αδειάζει, τα έργα μεταφέρονται σπίτι της και άλλα συσκευάζονται προκειμένου να φυγαδευτούν στο εξωτερικό. Στις 21 Απριλίου εισάγεται ξανά σε νοσοκομείο της Ν. Υόρκης και στις 8 Ιουνίου πεθαίνει. Η σωρός του κάηκε και η στάχτη του έφτασε λίγες μέρες αργότερα και ετάφη στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής, σε ειδικό τάφο που είχε παραχωρήσει ο Δήμος για τους ευεργέτες.
Η συναναστροφή του με τους παριζιάνους σουρεαλιστές τον ωθούν να ασχοληθεί με την τέχνη. Ο χορός τον έχει κουράσει, η τέχνη τον έχει πλέον συνεπάρει. Φεύγει από τη Ν. Υόρκη και επιστρέφει στο Παρίσι για να γνωρίσει τον Βόλς και τον Φοτριέ. Η ζωή του από εδώ και πέρα είναι ένα συνεχές ταξίδι, κυρίως μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Με τη βοήθεια της δούκισσας ντε Γκραμόν, ανοίγει το 1944την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης με το όνομα «Hugo Gallery». Η Θεοδώρα Ρούσβελτ, επηρεασμένη από τους μύθους του Ηρακλή, του αλλάζει το όνομα από Κων/νος Κουτσούδης σε Αλέξανδρος Ιόλας. Εξαιτίας του πολέμου πολλοί καλλιτέχνες πηγαίνουν στην Αμερική. Δίνει χρήματα με το μήνα στους καλλιτέχνες του ώστε να τους κάνει να δουλεύουν γι αυτόν, ενώ τους κλείνει συμβόλαια που αργότερα γίνονται και ετήσια. Ανήκει σε αυτούς που σε μεγάλο βαθμό επέβαλαν το σουρεαλισμό στην Αμερική και αργότερα σε όλο τον κόσμο.
Μερικοί από τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκε είναι: Ρενέ Μαγκρίτ, Μαν Ρέι, Μαξ Έρνστ, Δοροθέα Τάνινγκ, Φερνάν Λεζέ, Κόπλει, Ζαν Κοκτώ, Ντε Κίρικο, Ιβ Κλάιν, Μάτα, Φερνάντεζ, Βίκτωρ Μπράουνερ, Μάρσιαλ Ράις, Άντυ Γουόρχολ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μάρα Καρέτσου, Λεονόρ Φίνι, Αρμάν, Πασκάλι, Λαλάν, Κρίπα, Φασιανός, Παύλος, Γουναρόπουλος, Τάκις, Μαρίνα Καρέλα, Αλέξης Ακριθάκης, Λαζόγκας, Τσόκλης και Κώστας Πανιάρας.
Με το πέρας του πολέμου πολλοί από τους συνεργάτες του καλλιτέχνες επιστρέφουν στην Ευρώπη. Έτσι, αναγκάζεται να ανοίξει γκαλερί αρχικά στη Γενεύη και μετά στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, το Μιλάνο, τη Μαδρίτη, τη Ρώμη, την Αθήνα (κατά τη διάρκεια της δικτατορίας σε συνεργασία με τον Τάσο Ζουμπουλάκη), το Λονδίνο (1981) και τη Βηρυτό. Ο ίδιος έλεγε για τους καλλιτέχνες του πως «άλλοι κουράζονται και σπάνε τα συμβόλαια και άλλοι δεν τα “σπασαν” και μπαίνουν σε μουσεία». Ανεβάζει τις τιμές των έργων από 100 σε 100.000 δολάρια. Οι κριτικοί πολλές φορές τον κατηγορούν ότι συμπεριφέρεται σκληρά απέναντι στους καλλιτέχνες του. Το 1943 παίρνει την αμερικάνικη υπηκοότητα. Η οικογένεια του τον έχει ήδη ξεγράψει. Σχέσεις διατηρεί μόνο με την αδερφή του Νίκη, η οποία τον ζηλεύει, φιλονικεί με τους συνεργάτες και τους φίλους του, γίνεται ένα μεγάλο εμπόδιο στη ζωή του από το οποίο όμως δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί, ενώ εκείνη παντρεύεται τον Αρθούρο Στάιφελ, ο οποίος βοηθάει οικονομικά όποτε χρειαστεί τον Ιόλα. Η σχέση του με την αδερφή του Νίκη θα μπορούσε να διαβαστεί και ως σχέση εξάρτησης.
Οργανώνει τις συλλογές της Ντομινίκ ντε Μενίλ (σήμερα βρίσκεται στο Χιούστον του Τέξας), Σαλμπερζέ, Τζιάνι Ανιέλλι, του Σάχη της Περσίας, μέρος της Συλλογής Ροκφέλερ, ενώ βοηθάει με τις δωρεές του το Μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης και το Μπομπούρ στο Παρίσι. Το 1984 δώρισε 47 έργα του στο Μακεδονικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Το γαλλικό κράτος του απένειμε το «παράσημο της λεγεώνας της τιμής».
Το 1965 αγοράζει ένα οικόπεδο 25 στρεμμάτων (καλυμμένο με αμπέλια τότε) από κάποιον Βρεττό και ξεκινάει να φτιάχνει το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή με αρχιτέκτονα τον Πικιώνη, που πήρε για βοηθό του τον Γ. Τσαρούχη. Ο ίδιος λέει: «πάντα ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, να βοηθήσω τον τόπο που ξεστράβωσε τον κόσμο, ήταν η υπόσχεση μου που είχα δώσει στο Σικελιανό και στο Μητρόπουλο». Θέλει να κάνει το σπίτι του ένα είδος ινστιτούτου για τη σύγχρονη τέχνη. Δεν συμφωνεί απόλυτα με τα σχέδια του Πικιώνη και το εσωτερικό του σπιτιού αναλαμβάνει να το διαμορφώσει ο ίδιος. Φέρνει κολόνες για τον κήπο από τη Ραβέννα, καθώς επίσης το λιοντάρι και το κριάρι που διακοσμούν την είσοδο, η οποία είναι από χρυσάφι και μπρούντζο χτυπημένη από τον Καρδαμάτη και κουρτίνες από Λυωνέζικο μετάξι. Έρχονται και οι γονείς του από την Αίγυπτο και ο πατέρας του αναλαμβάνει να είναι αρχικά ο επιστάτης του σπιτιού. Στη συνέχεια ο Μεντζελόπουλος αντικαθιστά τον Πικιώνη. Ονειρεύεται τη Βίλλα ως ένα από τα λίγα μνημεία σύγχρονης τέχνης. Μέρος του κτήματος το παραχωρεί για να γίνει δρόμος. Αρχίζει και κλείνει τις γκαλερί του. Αυτή της Ν. Υόρκης την χαρίζει στον πρώην εραστή του Μπρους Τζάκσον. ΄Ολη η κοσμική Αθήνα περνάει από το σπίτι του. Καλλιτέχνες και άλλοι καταφτάνουν συνέχεια στη βίλλα, που την αναπροσαρμόζει συνεχώς ανάλογα με τους επισκέπτες του. Έχει το σχέδιο να χαρίσει το υπόλοιπο των στρεμμάτων του στους καλλιτέχνες του για να είναι κοντά του. Πρώτος ο Παύλος αποκτάει το μέρισμα. Το 1981 παθαίνει το πρώτο έμφραγμα, χειρουργείται και στη συνέχεια μένει οριστικά στην Ελλάδα. Για την οριστική εκτέλεση του ονείρου του, την δημιουργία ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έρχεται σε επαφή με τον αρχιτέκτονα Ναμ Γιού Πέι. Αρχίζει να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα για να φύγει από την Ελλάδα. Το 1983 δίνει μια συνέντευξη στη δημοσιογράφο Όλγα Μπακομάρου για λογαριασμό του περιοδικού Γυναίκα, γεγονός που στέκεται μοιραίο για τον ίδιο. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεκινάει ο πόλεμος των μέσων εναντίον του και η σπίλωσή του, πράγμα που τον εξουθενώνει (τον κατηγορούν μεταξύ άλλων για αρχαιοκαπηλία, πορνεία, ναρκωτικά). Ένας τραβεστί, ο Αντώνης Νικολάου, επονομαζόμενος και «Μαρία Κάλλας», σκορπίζει στον ελληνικό τύπο κακές φήμες για τον Ιόλα. Παραχωρεί τρία στρέμματα από το οικόπεδό του στο δήμο της Αγίας Παρασκευής προκειμένου να γίνει «Πλατεία της Τέχνης», ώστε να παίζουν τα μικρά παιδιά ανάμεσα στα σύγχρονα γλυπτά. Οι Έλληνες καλλιτέχνες από το φόβο του τύπου τον αποφεύγουν. Ο Κώστας Γαβράς από τη Γαλλία αναλαμβάνει πρωτοβουλία να συντάξει μια έκκληση που θα απευθύνεται στη συνείδηση των ελλήνων. Το κείμενο υπογράφεται από 150 προσωπικότητες (καλλιτέχνες, υπουργούς πολιτισμού, διευθυντές μουσείων, ακόμη και από τον ίδιο τον Μιτεράν) και αποστέλλεται στις ελληνικές εφημερίδες. Καμία -με εξαίρεση την Καθημερινή- δεν το δημοσιεύει. Ο Ιόλας ανακαλύπτει ότι πάσχει από Αids. Αυτή την περίοδο (1985), ο Άντι Γουόρχολ ετοιμάζει το Μυστικό Δείπνο μετά από προτροπή του Ιόλα. Θα τον εκθέσει στον καινούριο «αντιγκαλερί» χώρο στο Μιλάνο, στο παλλάτσο Στελλίνε. Την επομένη των εγκαινίων ανακαλύπτει την ύπαρξη μιας μαφιόζικης εταιρείας με το όνομα «General Trade Alexander Iolas» που είχε συσταθεί προκειμένου να κερδίσει χρήματα εκμεταλλευόμενη το όνομά του και κινείται νομικά απέναντί της. Το Φεβρουάριο του 1987, μετά την περαιτέρω επιδείνωση της υγείας του Ιόλα, η Νίκη απαγορεύει τις επισκέψεις στο σπίτι του. Ο Ιόλας φεύγει για την Ιταλία προκειμένου να κάνει εξετάσεις και στη συνέχεια εισάγεται σε νοσοκομείο στη Ν. Υόρκη. Στις 10 Μαρτίου η αδελφή του Νίκη προσφεύγει με αίτησή της στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου ζητώντας να διαταχθεί η σφράγιση των πραγμάτων στο σπίτι του Ιόλα, ενώ στις 8 Απριλίου κάνει αίτηση να διοριστούν επίτροποι η ίδια και η κόρη της, όπως και γίνεται. Ο Ιόλας επιστρέφει στην Αθήνα αλλά διαμένει στο σπίτι της αδερφής του. Από την ημέρα που η Νίκη γίνεται επίτροπος, η Βίλα Ιόλα αρχίζει να αδειάζει, τα έργα μεταφέρονται σπίτι της και άλλα συσκευάζονται προκειμένου να φυγαδευτούν στο εξωτερικό. Στις 21 Απριλίου εισάγεται ξανά σε νοσοκομείο της Ν. Υόρκης και στις 8 Ιουνίου πεθαίνει. Η σωρός του κάηκε και η στάχτη του έφτασε λίγες μέρες αργότερα και ετάφη στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής, σε ειδικό τάφο που είχε παραχωρήσει ο Δήμος για τους ευεργέτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου