11/21/2010

Ησυχία, δουλεύει ο μπαρμπα-Γιώργης...
Το Σπίτι - Μουσείο Μπουζιάνη, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, διηγείται τη μυθιστορηματική ζωή ενός σπουδαίου Ελληνα καλλιτέχνη

Της Γιουλης Eπτακοιλη

Ανεβαίνοντας την οδό Μπουζιάνη, πρώην Σουλίου, στη Δάφνη, Κατσιπόδι για τους παλιούς, φαντάζεσαι ότι θα δεις τον μπαρμπα-Γιώργη να καπνίζει στο κατώφλι του σπιτιού του. Υπάρχουν ακόμη δυο–τρεις άνθρωποι στη γειτονιά που τον θυμούνται να βγαίνει από το σπιτάκι του, με ένα τσιγάρο στο στόμα, και να κατηφορίζει το δρόμο προς τη μονίμως μποτιλιαρισμένη σήμερα Βουλιαγμένης. Μια κυρία θυμάται τον πατέρα της να τη μαλώνει: «Κάνε ησυχία, δουλεύει ο μπαρμπα-Γιώργης».

Η γειτονιά του Γιώργου Μπουζιάνη έχει αλλάξει πολύ, αλλά ευτυχώς, δεν έχει χάσει την ανθρώπινη κλίμακα. Ούτε το «Σπίτι - Μουσείο Μπουζιάνη», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, έπειτα από επίμονη δουλειά της δημαρχιακής αρχής της Δάφνης, θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό το μέτρο. Γι’ αυτό και δίπλα στο σύγχρονο κτίριο του μουσείου, υπάρχει το σπίτι του ζωγράφου –μόνο μια αυλή τα χωρίζει, με μια λεμονιά και ένα κουμ κουάτ στη μέση–, μέρος κι αυτό του μουσείου. Το σπίτι διηγείται τη μυθιστορηματική ζωή ενός σπουδαίου Ελληνα καλλιτέχνη, ο οποίος διέθετε αυτό που είπε κάποτε ο Μποντλέρ για τον Ντελακρουά: «Είναι όπως όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι, ένα θαυμαστό μείγμα ικανότητας, που δείχνει τον τέλειο ζωγράφο, και αφέλειας, που δείχνει τον τέλειο άνθρωπο».

Σχολή του Μονάχου

Γιος οικονομικά εύρωστου εμπόρου κρασιών, ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885–1959) είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στη Γερμανία σε μια εποχή μεγάλων και βίαιων αλλαγών. Επηρεάστηκε από τους εξπρεσιονιστές, από τον Εγκον Σίλε, τον Αουγκουστ Μάκε, τη Σχολή του Μονάχου. Μέσα από διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη διαμόρφωσε τη δική του προσωπική έκφραση, αναγνωρίστηκε στη Γερμανία, έκανε καριέρα, είχε τον δικό του γκαλερίστα, ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε πετυχημένος καλλιτέχνης. Η πορεία του διεκόπη απότομα. 1934: άνοδος του φασισμού και ο, εκτός κομματικών στεγανών αλλά αριστερός στη φιλοσοφία της ζωής, Μπουζιάνης πουλάει το σπίτι του στο Aϊχενάου τoυ Μονάχου και επιστρέφει στην Ελλάδα. Στην απόφασή του αυτή βαραίνει και το γεγονός ότι του είχαν επισήμως υποσχεθεί θέση καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία ποτέ δεν πήρε. Εγκαθίσταται στο ταπεινό σπιτάκι στη Δάφνη.

Τα επόμενα χρόνια της ζωής του είναι τα πιο δύσκολα. Ζει στα όρια της εξαθλίωσης, με τρομερές στερήσεις, ειδικά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η σωτηρία του ήταν κάποιοι άνθρωποι, στενοί του φίλοι, που τον στήριξαν οικονομικά και, κυρίως, ηθικά: ο Φαίδωνας Μίχος, τότε διοικητής της ΕΤΒΑ, ο αρχαιολόγος Γιάννης Μηλιάδης, ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς, ο ιστορικός τέχνης Αγγελος Προκοπίου, ο καθηγητής Γιώργος Μουρέλος κ.ά. Συχνά έβρισκε κάτω από την πόρτα του σπιτιού του κάποιον φάκελο με λίγα χρήματα και από τον γραφικό χαρακτήρα αναγνώριζε τον «ευεργέτη» του και ανταπέδιδε με κάποια ακουαρέλα. Δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα.

Χαρακτηριστική της κατάστασής του είναι η μαρτυρία φιλικού ζευγαριού που είχε καλέσει τον Μπουζιάνη και τη σύζυγό του Maria Imholz για φαγητό. Οταν η οικοδέσποινα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και είδε να στέκεται απ’ έξω μόνο ο Μπουζιάνης, ρώτησε πού είναι η γυναίκα του, για να πάρει την απάντηση: «Δεν είχαμε λεφτά για δεύτερο εισιτήριο».

Μπορεί να είχε καλούς και πιστούς φίλους, ανάμεσά τους οι ποιητές Νίκος Καρούζος, Μίλτος Σαχτούρης και Μιχάλης Κατσαρός, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος, αλλά δεν ήταν εύκολο να τον πλησιάσει κανείς. Κάθε φορά που κάποιος ξένος χτυπούσε την πόρτα του, έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση σε σπασμένα ελληνικά από τη Γερμανίδα σύζυγό του: «Ο Μπουζιάνης ντεν είναι εντό». Μόνο όταν ο Μπουζιάνης πέθανε και, μετά την κηδεία, οι στενοί συγγενείς και φίλοι επέστρεψαν στο σπίτι για την εθιμοτυπική συγκέντρωση, η Maria Imholz Μπουζιάνη είχε ανάψει όλα τα φώτα σαν να ’ταν γιορτή και φώναζε: «Μπουζιάνης ντεν πέθανε, είναι εντό».

Ταπεινός, μετριόφρων, ανυπόκριτος και ευθύς, ο Μπουζιάνης ήταν ακούραστος εργάτης της ζωγραφικής, ζούσε γι’ αυτήν, αλλά δεν έκανε ποτέ την παραμικρή έκπτωση στο υψηλό του ήθος, για πρόσκαιρη δόξα και χρήμα.

Το «όχι» στον Ιόλα

Σε μια έκθεσή του, τον ειδοποίησαν να σπεύσει στην είσοδο να υποδεχθεί έναν εκπρόσωπο της Πολιτείας. «Αν ενδιαφέρεται πραγματικά για την τέχνη μου, να έρθει να με βρει», απάντησε εκείνος. Επειτα από επιμονή φίλου του, δέχθηκε κάποια στιγμή στο σπίτι του τον Αλέξανδρο Ιόλα. Η δεύτερη συνάντηση μαζί του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, επειδή ο γκαλερίστας καθυστέρησε στο ραντεβού. Ετσι, ο Μπουζιάνης κλώτσησε την ευκαιρία για μια μεγάλη έκθεση έργων του στην Αμερική τη δεκαετία του ’50. «Με τα έργα του τον έδενε μια συγγένεια αίματος», έγραψε κάποτε ο στενός του φίλος Φαίδωνας Μίχος, ένας από τους ανθρώπους που προστάτεψαν και ανέδειξαν το έργο του. «Τα θεωρούσε παιδιά του. Πριν πουλήσει οτιδήποτε, ρωτούσε ποιος ήταν ο αγοραστής και αν καταλάβαινε την τέχνη του. Αν είχε αμφιβολία, δεν έδινε τα έργα του, όση ανάγκη χρημάτων και αν είχε...».

Σπιτική έκθεση που βγάζει ατμόσφαιρα

«Η έκθεση αυτή δίνει μεγάλο βάρος στον ζωγράφο αλλά και στον άνθρωπο», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, Ελένη Κυπραίου. «Είναι μια έκθεση σπιτική, που βγάζει την ατμόσφαιρα του έργου και της ζωής του Μπουζιάνη. Εκθέτουμε δεκαπέντε έργα, επτά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, φωτογραφίες, γράμματα, το σημειωματάριο, δελτίο ταυτότητας που περιλαμβάνει έργα, σχόλια, ονόματα και οικογενειακή κατάσταση, όλα αποσπάσματα από τον βίο του Μπουζιάνη. Ο ζωγράφος Μπουζιάνης έχει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα. Δεν μοιάζει με κανέναν. Ενα έργο του μπορεί να μη σ’ αρέσει, σίγουρα όμως θα το θυμάσαι. Είναι μοναδικός. Γι’ αυτό και δεν έχει συνεχιστές, απόστολους. Αλλωστε, είχε μόλις τρεις μαθητές· τον Νίκο Χρονόπουλο, την Κούλα Μαραγκοπούλου και την Κατερίνα Χαριάτη. Στο έργο του φαίνεται πόσο αγαπούσε τις γυναίκες, πόσο τρυφερός ήταν με τα παιδιά. Εχει απίστευτη δύναμη έκφρασης και αδιάκοπη εσωτερική ένταση. Κύριο μέλημά του είναι ο άνθρωπος, ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Η ζωγραφική του κοιτάζει τον μέσα κόσμο. Είναι “καθαρή” ζωγραφική με κύριο στοιχείο το χρώμα. Ενα στοιχείο μοναδικό στον Μπουζιάνη, που τον διαφοροποιεί από τους άλλους Ελληνες είναι η χρήση του μαύρου χρώματος. Είχε δέκα διαφορετικά μαύρα. Και την εποχή της έκρηξης της ελληνικότητας στη ζωγραφική, με το φως και το χρώμα, εκείνος έκανε την αντίστροφη πορεία, πήγε κόντρα στην εποχή. Γύρω από κάθε έργο του υπάρχει μια δίνη – συναισθηματική, πνευματική, εικαστική. Στον Μπουζιάνη υπάρχει η αίσθηση του μεγάλου έργου, που τη βρίσκει κανείς μόνο στους μεγάλους καλλιτέχνες».

Γιαννης Καρδαματης-Ενας κοσμοπολίτης της Υδρας...

Σπανίζει στις ημέρες μας το να παρατηρεί κανείς στο έργο δύο φίλων καλλιτεχνών, την ανέφελη σύμπνοια και συγχρόνως την αλληλοσυμπλήρωση που ενυπάρχει ανάμεσα στον Ιωάννη Καρδαμάτη και στον Αμερικανό Timothy Hennessy που μοιράζονταν, μάλιστα, το επιβλητικό σπίτι της Ύδρας. Σπίτι στο οποίο είχαν θεσπίσει από κοινού εργαστήρι και κέντρο διανόησης και σκέψης. Σπίτι που, πάνω απ’ όλα, ακτινοβολεί τις όντως χαρισματικές προσωπικότητες των δύο καλλιτεχνών που ξεχωρίζουν για τη βαθιά ανθρωπιστική –κατά τα αναγεννησιακά πρότυπα– παιδεία και τον τρόπο σκέψης.

Φίλοι του Αλεξάνδρου Ιόλα και της Peggy Guggenheim, με ατομικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και των ΗΠΑ –συχνά μάλιστα στις ίδιες γκαλερί– δεν χαρακτηρίζονταν από την ανταγωνιστικότητα και τα συναφή σύνδρομα που παρατηρούμε σε διάφορες περιπτώσεις δημιουργών.

Γεννημένος στο Βερολίνο το 1915, ο Ιωάννης Καρδαμάτης είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα και στην Αυστραλία και πέθανε πέρσι στην Αβινιόν. Κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος – είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στις Ινδίες και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο Καρδαμάτης ένιωθε μεγάλη έλξη για την Ανατολή και ειδικότερα για το Βυζάντιο, έλξη που επηρέασε βαθιά και τη δουλειά του. Είχα την τύχη να τον πρωτογνωρίσω όταν φιλοτεχνούσε τις αξέχαστες χρυσές πόρτες στο σπίτι του Αλέξανδρου Ιόλα στην Αγία Παρασκευή και να τον δω ξανά το χειμώνα του 2009 στο Ξενοδοχείο Saint George Lycabettus λίγους μήνες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αβινιόν.

Στη διάρκεια της φιλικότατης συζήτησης που είχα μαζί του, τίποτε δεν άφηνε να διαφανεί το επαπειλούμενο τέλος. Μου έλεγε ότι θα πήγαινε στο βενετσιάνικο Palazzo του, όπου περνούσε μερικούς μήνες κάθε χρόνο, και ότι είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει μερικά από τα σχέδιά του σε μια έκδοση. Εντύπωση μου έκανε και πάλι η αυτοφυής ευγένειά του και, κυρίως, η μεγαλοπρέπεια αυτού του ανθρώπου που ήταν εμφανής ακόμη και στον τρόπο που μιλούσε στο προσωπικό του ξενοδοχείου. Είχε τη γαλήνη και την πραότητα του γνήσια σκεπτόμενου ανθρώπου, σε συνδυασμό με τους τρόπους του αυθεντικού αριστοκράτη. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι ήταν περίφροντις για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, καθώς την ημέρα που τον επισκέφθηκα είχε κλείσει το κέντρο από ταραχές και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από τα δακρυγόνα. Με την ολύμπια ηρεμία του, μου εκδήλωνε με πολλούς τρόπους τη βαθιά αγάπη του για την Ελλάδα αλλά και την ανησυχία που ένιωθε για τις μελλούμενες εξελίξεις. Όμως, σύντομα, η συζήτησή μας επικεντρώθηκε στη μεγάλη γοητεία που ασκούσε επάνω του το φως της Ελλάδας και ο «μοναδικός» της ήλιος. Ακριβώς αυτό τον ήλιο αποκρυπτογράφησε –όσο είναι ανθρώπινα, δηλαδή υλικά δυνατόν– στις πόρτες που έφτιαξε με μια χαρακτηριστική ενάργεια για το σπίτι του Ιόλα αλλά και για άλλα βαρυσήμαντα μέρη. Γοητευμένος από την Ανατολή και ειδικότερα, από την ατμόσφαιρα του Βυζαντίου και τις διάφορες τεχνικές που επεξεργάστηκαν οι Βυζαντινοί, προσπάθησε και το επέτυχε να αναπλάσει μια ανάλογη ατμόσφαιρα μέσ’ από τα έργα του. Ατμόσφαιρα που λάμπρυνε όλα τα σπίτια που διέθετε ή που διακοσμούσε ο Καρδαμάτης.

Ειδικότερα, στις ζωγραφικές του συνθέσεις, κυρίως με μεικτή τεχνική και σκόνες σε ύφασμα, σε νοβοπάν κ.α., ο Καρδαμάτης, επικεντρωμένος στην εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία ανθρώπινη μορφή, περιβάλλει την τελευταία με μια ατμόσφαιρα εκπάγλου λάμψης, που λες και είναι ενορχηστρωμένη μέσ’ από αυτή καθεαυτή την ηλιακή ενέργεια. Εδώ οι κίτρινες, υποκίτρινες ή και χρυσαφιές αποχρώσεις συνθέτουν, κάθε φορά, ένα διαχρονικό –εκτός τόπου και χρόνου– έργο. Έργο που υπερσκελίζει τις όποιες εντάξεις σε κινήματα και σε μανιέρες, όπως συμβολισμός, προ-ραφαηλιτισμός κ.ά., για να διαμηνύσει αποκλειστικά την ξεχωριστή οντότητα του δημιουργού του.

Οντότητα σφαιρικά εννοημένη, καθώς ο Καρδαμάτης όπως άλλωστε και ο Hennessy, βίωναν και λάμβαναν υπόψη σφαιρικά όλο το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργούσαν. Αποκαλυπτικό σε αυτό το σημείο είναι, όπως θα δούμε, το σπίτι της Ύδρας στη διευθέτηση και στο διάκοσμο του οποίου δούλεψαν και οι δύο και όπου –καθώς εκτελούσε και χρέη κατοικίας και εργαστηρίου– φιλοτεχνούσαν και τα προσωπικά τους έργα στα οποία συχνά δούλευαν διαδοχικά.

Δουλεύοντας και οι δύο συχνά το ύφασμα –αν και περισσότερο ο Hennessy και λιγότερο ο Καρδαμάτης–, κατόρθωναν να καταστήσουν το έργο του περίοπτο, δηλαδή να «φέρει» από μια σύνθεση στην καθεμιά από τις δύο όψεις.

Ακόμη, στις ζωγραφικές συνθέσεις του Καρδαμάτη διαπιστώνουμε μια τελείως προσωπική ονειρική διάθεση που ενθαρρύνει τη φαντασία μας να διανύσει τις δικές της διαδρομές. Διαδρομές, που σε κάθε περίπτωση εμπλουτίζουν τον ψυχισμό μας, καθώς τον εξωραΐζουν από την πεζή καθημερινότητα.

Ονειρική διάθεση που εκδηλώνεται με ένα διαφορετικό τρόπο στον –κατά δέκα χρόνια νεότερο– Hennessy, καθώς τα όποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του διακατέχονται από έναν ονειρικό σε παλμό ρυθμό. Ένα ρυθμό στον οποίο τα παραστατικά στοιχεία σε μια εμπνευσμένη συνύπαρξη με τα συμβολικά – διακοσμητικά πείθουν ότι έχουν απορροφήσει κάτι το ουσιαστικό από την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα, π.χ., το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού στην Ύδρα. Kι αυτό, ώστε να αναμεταδώσουν το βαθύτερο πνεύμα που διέπει την εικαστική γραφή του καλλιτέχνη και σε εμάς.

Μαθητής του André Lhote στο Παρίσι και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, ο Hennessy, που τώρα ζει και εργάζεται κυρίως στην Αβινιόν, έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο χρώμα και μια σαφή προτίμηση να δημιουργεί περίοπτα έργα είτε σε μη τελαρωμένους καμβάδες είτε σε υφάσματα που ράβει ο ίδιος. Εκτός από τα ζωγραφικά έργα φιλοτεχνεί γλυπτά και κοστούμια για happenings. Σημαδιακά, η Peggy Guggenheim είχε ισχυριστεί για τον Hennessy «ότι ήταν ο τελευταίος καλός καλλιτέχνης που είχε ανακαλύψει».

Οπωσδήποτε χαρισματικός καλλιτέχνης, ο Hennessy κατορθώνει να πλάσει μέσ’ από ένα συγκερασμό θραυσμάτων από διακοσμητικά και παραστατικά μοτίβα ένα απολύτως προσωπικό εικονογραφικό ρεπερτόριο χάρη στο οποίο μας αναμεταδίδει, πάντοτε στο ακέραιο, την πεμπτουσία του εκάστοτε ερεθίσματός του. Έτσι, έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά με την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού νησιού ή ακόμη με την ανατολίζουσα ιερατικότητα μιας καθ’ όλα υποβλητικής μορφής. Υπάρχει, όντως, σε όλα σχεδόν τα έργα του μια βαθιά ποιητική διάσταση. Διάσταση που, αντιδραστική σε μια όποια πεζή περιγραφή, πολλαπλασιάζει σε βάθος και ανεξάντλητα τους συνειρμούς που προκαλεί μέσ’ από την ορατή εικόνα. Σε κάθε περίπτωση πάντως ,έχει αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας διακοσμητικότητας ή και επιδερμικής κατάστασης χάρη στο ταλέντο του δημιουργού.

Κομβικό οπωσδήποτε σημείο στην πορεία των δύο καλλιτεχνών –πέρα από τις όποιες συνεργασίες και τα κοινά σχέδια– είναι το σπίτι στην Ύδρα: Ολοζώντανο παράδειγμα του καθαρά ποιητικού τρόπου με τον οποίο βίωναν και έβλεπαν την κάθε δημιουργία σαν ένα αναπόσπαστο μέλος ενός αδιαίρετου συνόλου. Τα χρώματα και οι συμβολισμοί των συνθέσεων που κοσμούν το σπίτι της Ύδρας, τα διάσπαρτα κολάζ από κείμενα του Πλάτωνα και του Προυστ, ώστε, π.χ., να τεκμηριωθεί η πνευματική τους αξία έναντι της υλικής, στοχεύουν στο να προβάλλει το όλο οικοδόμημα: κυψέλη νοημάτων και αισθητικής γραφής που άπτεται της καθολικής, σφαιρικά εννοημένης, «παιδείας» και δημιουργίας.

Ντροπή στον Γερουλάνο....

Ειναι Υπουργος Πολιτισμου και δεν νρεπεται...
Ειναι γονος συλλεκτων και δωρητων... και δεν εχει τσιπα....
Κι όσο για το ΚΑΣ.... αφήστε... εκει τα χάλια τους ειναι μνημειώδη.... Οι μισοι απο αυτούς που απαρτιζουν το ΚΑΣ δε κάνουν ούτε για τις υπηρεσίες εντομοκτονίας του Δήμου....
Στην κληρονόμο τού Ιόλα κυρία Ελένη Κουτσούδη αποδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο 64 αρχαία έργα και εικόνες τα οποία ανήκαν στον συλλέκτη και είχαν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό και στο Βυζαντινό Μουσείο προς φύλαξη. Αλλα τρία έργα, συγκεκριμένα το άγαλμα ενός σατύρου, μια κεφαλή αγαλματίου του Τραϊανού και ένα ανάγλυφο που παριστά ανδρική μορφή, αποφασίστηκε να αγοραστούν και να περιέλθουν στις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού. Η απόφαση ελήφθη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ύστερα από αίτημα που υπέβαλε η κυρία Κουτσούδη-Ιόλα, μία εκ των κληρονόμων τού συλλέκτη, ενώ η δεύτερη, η κυρία Σίλβια Μαρία ντε Κουέβας (κόρη της Νίκης Στάιφελ, που ήταν αδερφή του Ιόλα) δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον. Σημειώνεται ότι τα έργα που αποδίδονται δεν είναι τα κατασχεθέντα στην οικία της Νίκης Στάιφελ μετά από δύο κλοπές που είχαν γίνει στο σπίτι του Ιόλα. Η αποζημίωση για τα τρία αρχαία ανέρχεται σε 6 000 Ευρω...

Αντι Γουόρχολ: Ο Πρωτοπόρος

Απο το ALLOTINO jazz rock cafe
Τον Aντι Γουόρχολ είτε τον λατρεύεις είτε τον μισείς. Eνας μάγος της ανατροπής, ένα ευφυές μυαλό αποφασισμένο να βλέπει την πραγματικότητα ανάποδα.....
Γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ το 1928 από Σλοβάκους γονείς και τα παιδικά του χρόνια, παγιδευμένα σε ένα τυπικά καθολικό περιβάλλον, συνέπεσαν με τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30, γεγονός που τον ανάγκασε να αποκωδικοποιήσει από μικρή ηλικία το πώς λειτουργούσε ο κόσμος προκειμένου να επιβιώσει. Tα αποτελέσματα αυτής της γνώσης μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην τέχνη του, γιατί έτσι ο Γουόρχολ ανακάλυψε την εικόνα του εαυτού του, «πλάσμα της φαντασίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, ένα έξυπνο «κατασκεύασμα» που περιφερόταν από ντισκοτέκ σε κινηματογραφικές λέσχες, επιδείξεις μόδας και γκαλερί.

Ξεκίνησε ως «δόκιμος» στον Aφηρημένο Eξπρεσιονισμό, τον οποίο γρήγορα απέρριψε και η μεγάλη του εξόρμηση στον κόσμο της τέχνης γίνεται το 1961 όταν άρχισε να ζωγραφίζει κονσέρβες σούπας, μπουκάλια Coca-Cola και εξώφυλλα περιοδικών. Τα εμπορικά σήματα ή τα πορτρέτα της Tζάκι ήταν σύμβολα της ποπ. Tο γεγονός ότι θα συνεπαγόταν και την απόλυτη εμπορευματοποίηση της τέχνης (μαζί με ένα πλήθος εύκολων πλαστογραφιών) ίσως και να διασκέδαζε τον καλλιτέχνη.
Ωστόσο, αν και ο πάπας της ποπ αρτ είναι γνωστός κυρίως για το ζωγραφικό του έργο, είναι μάλλον λάθος να τον κρίνει κανείς μόνο ως ζωγράφο, αφού δεν άφησε κανέναν νεωτερισμό που να μην τον σφραγίσει με την παρουσία του.

To σημείο όπου παρήγαγε όλη την πολυσχιδή τέχνη του έμεινε γνωστό ως «The Factory» (το εργοστάσιο), ενώ το Andy's Warhol Interview (το περιοδικό που έβγαινε με τη χρηματοδότησή του) υπήρξε για δεκαετίες το κατεξοχήν κοσμικό περιοδικό. Tο Factory ήταν ένα παλιό εργοστάσιο κατασκευής καπέλων στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον αριθμό 231 της Aνατολικής 47ης οδού στη Nέα Yόρκη. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να πάρεις ένα βιομηχανικό ασανσέρ, το οποίο σε έφερνε σε έναν ενιαίο χώρο με παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο μιας γειτονιάς. Tο ενοίκιο ήταν μόνο εκατό δολάρια. Ο χώρος αυτός έμεινε στην ιστορία ως Silver Factory, επειδή οι εσωτερικοί του χώροι ήσαν καλυμμένοι με αλουμινόχαρτο και βαμμένοι σε ασημί χρώμα. Tο είχε διακοσμήσει ο φίλος του, Mπίλι Nέιμ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη επίσημου φωτογράφου του Factory. Aπό την πρώτη στιγμή στον χώρο εκτός από τον Γουόρχολ και τους βοηθούς του άρχιζαν να μαζεύονται τα πιο ταλαντούχα και κακομαθημένα παιδιά της Nέας Yόρκης και να γίνονται τα πιο προχωρημένα πάρτι όπου καλλιτέχνες, διασημότητες, αστέρια της underground σκηνής, όμορφα αγόρια και κορίτσια, μοντέλα και γκαλερίστες, τραβεστί και έμποροι ναρκωτικών, φιλότεχνοι και Mαικήνες, χρηματιστές και συλλέκτες επιδίδονταν σε συζητήσεις, περιπτύξεις και κατανάλωση ουσιών υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής.

To 1965 o Γουόρχολ είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης. Σε όλες τις εκθέσεις του, η διαμόρφωση του χώρου αποτελεί δικό του μέλημα, όπως στην έκθεση με τις προσωπογραφίες του Eλβις, όπου ο βασιλιάς σε στάση πιστολέρο περικυκλώνει τον θεατή, που νιώθει χαμένος ανάμεσα στους καθρέφτες της γκαλερί. Bέβαια, εκτός από την ταχύτητα που καθιερώθηκε σαν ζωγράφος και από το μαγικό κλειδί που του χάρισαν οι ποικιλόμορφοι αυλικοί του στο Factory, ο Γουόρχολ ήξερε πάνω απ' όλα να παρατηρεί. Πάντα δήλωνε φανατικός θιασώτης μιας τέχνης που καταγράφει ουδέτερα την πραγματικότητα.

H δεκαετία του '70 είναι σημαδεμένη από την κεντρική ιδέα του θανάτου. Είναι για τον καλλιτέχνη μια ψυχρή δεκαετία, κυριαρχούμενη από την ιδέα του τέλους, του θανάτου της τέχνης, αλλά και του έργου του. Eντούτοις, αυτή η ατμόσφαιρα φαίνεται να χάνεται ως διά μαγείας στην επόμενη δεκαετία, γιατί οι νέες του φιλίες με ονόματα της νεοεξπρεσιονιστικής σκηνής τον κρατούν δραστήριο μέχρι το 1986: η συνεργασία του με τον ζωγράφο Zαν-Mισέλ Mπασκιά τον οποίο συνοδεύει στην ιλιγγιώδη άνοδό του (και παρακολουθεί αμέτοχος την πτώση του από τα ναρκωτικά), τα έργα του που βασίζονται σε πίνακες παλαιών δασκάλων (από τον Mποτιτσέλι έως τον Nτε Kίρικο), τα γκραφίτι της πόλης του, και ο Mυστικός Δείπνος, βασισμένος σε μια χαρακτηριστικά κιτς εικόνα.

O Γουόρχολ πέθανε στη Nέα Yόρκη, στις 22 Φεβρουαρίου του 1987. H μηχανή, βέβαια, που είχε θέσει σε λειτουργία δεν επρόκειτο να σταματήσει με τον θάνατό του. Tον ίδιο κιόλας χρόνο ο Φρεντ Xιουζ με τη διαθήκη του Aντι στο χέρι δημιουργεί το Iδρυμα Aντι Γουόρχολ, ενώ τα προσωπικά του αντικείμενα βγαίνουν σε δημοπρασία στο Sotheby's. Bέβαια, λίγα χρόνια πιο πριν δήλωνε, «όταν πεθάνω δεν θέλω να μείνει κανένα ίχνος μου. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα πίσω. Θέλω ο "μηχανισμός" μου να σβήσει». Oσο κι αν ακούγεται ειρωνική η σκέψη του που δημοσιεύθηκε το 1975 στη «Φιλοσοφία του», το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ίχνη του βρίσκονται παντού. Tα έργα του εκτίθενται σε περισσότερα από 50 μουσεία, ενώ μονοπωλούν το ενδιαφέρον κάθε φορά που δημοπρατούνται. Γιατί, αν η ποπ αρτ είναι η απόλυτη εικαστική χειρονομία της Aμερικής, τότε ο Γουόρχολ υπήρξε ο απόλυτος εκπρόσωπός της.1gaz3a.jpg

Ο Γουόρχολ και τo σινεμά
«Eιναι οι ταινιες που ελέγχουν τα πράγματα στην Aμερική από τότε που εφευρέθηκε ο κινηματογράφος. Σου δείχνουν τι να κάνεις, πώς να το κάνεις, πότε να το κάνεις, πώς να νιώσεις γι' αυτό και πώς να δείχνεις ότι νιώθεις γι' αυτό». Aυτό δήλωσε ο Γουόρχολ και από το 1963 μέχρι το 1968 βρήκε χρόνο και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 ταινίες. Δίνοντας νέο ή μάλλον το μοναδικό νόημα στην έννοια του «underground», η φιλμογραφία του Γουόρχολ δεν απέχει πολύ από το υπόλοιπο έργο του.

Aποσπασματική, βασισμένη στην ιδέα της επανάληψης, γεμάτη από όμορφα αγόρια, κατεστραμμένες ντίβες, εφήμερες πόζες και ακόμη πιο εφήμερες φιλοδοξίες δεν υπάρχει καμία ταινία του που να μην μπορεί να ιδωθεί ως σινεμά, video art, παραλήρημα ενός ευφυούς καλλιτέχνη που τελικά έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για ταινίες φιλικές προς τον θεατή ή για την οποιαδήποτε επαφή του βλέμματός του με τον εμπορικό, λαϊκό κινηματογράφο των τριών προβολών. Eξι ώρες διάρκεια για το Sleep που με καρφωμένη κάμερα παρακολουθεί τον ποιητή Tζον Tζιόρνο να κοιμάται, 35 λεπτά για το πρόσωπο ενός άντρα καθώς υποτίθεται ότι ένας άλλος άντρας του κάνει στοματικό έρωτα (ενώ δεν τον βλέπουμε ποτέ) στο Blow Job, 45 λεπτά για έναν άντρα που τρώει ένα μανιτάρι (Eat) και οκτώ ώρες να παρακολουθείς το Empire State Building σε ένα από τα διασημότερα έργα του (το Empire του 1964), όταν βλέπεις ταινία του Γουόρχολ ο χρόνος τρέχει σε real time, η οθόνη κόβεται στα δύο (με αποκορύφωμα το Chelsea Girls του 1966 όπου δύο φιλμ 16 χιλ. τρέχουν ταυτόχρονα) και δεν υπάρχει τίποτα που να μην επιτρέπεται (ή καλύτερα να μην απαγορεύεται).

Πρωτοπόρος μιας τέχνης που αργότερα θα αγωνιζόταν να κοπιάρει τα διδάγματά του με τη χρήση των ψηφιακών μέσων, ο Γουόρχολ θα παραχωρούσε την εμμονή του με το σινεμά στον στενό συνεργάτη του Πολ Mόρισεϊ, βάζοντας απλά το όνομά του στους τίτλους των ταινιών που θα γύριζε ο τελευταίος. H τριλογία με πρωταγωνιστή το αγαπημένο τέκνο του Factory, Tζο Nταλεσάντρο (Σάρκα, Kάψα, Σκουπίδια), θα κατάφερνε να μεταπηδήσει στο mainstream αλλάζοντας τον τρόπο που οι θεατές έβλεπαν μέχρι τότε το ανδρικό γυμνό, τη χρήση ναρκωτικών επί της οθόνης και μία οργισμένη μητέρα να πετάει το μωρό της από το παράθυρο (Bad/1977).

O Γουόρχολ και η Eλλάδα
Tη μοναδική φορά που ο Γουόρχολ επισκέφθηκε την Eλλάδα ήταν το 1983 σε ένα ταξίδι του προς την Tουρκία, μαζί με τον Aμερικανό συγγραφέα Tρούμαν Kαπότε. Tο δίδυμο Γουόρχολ-Kαπότε φιλοξενήθηκε για τέσσερις ημέρες στη βίλα του Iόλα στην Aγία Παρασκευή.
H σχέση του Γουόρχολ με τον Iόλα ήταν μάλλον το σημαντικότερο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ζωής του πάπα της ποπ αρτ. Ο Mέγας Aλέξανδρος, μπήκε στο πάνθεον των πορτρέτων του Γουόρχολ, μαζί με του Mάο Tσε Τουνγκ, αλλά και της θρυλικής Mέριλιν Mονρόε ή της Eλίζαμπεθ Tέιλορ. Ο Mέγας Aλέξανδρος και ο Mάο ήταν παραγγελίες του Iόλα.

H γνωριμία Γουόρχολ και Iόλα μοιάζει με σκηνή από παραμύθι και προδίδει την καλλιτεχνική όσφρηση του Aλεξανδρινού συλλέκτη, γκαλερίστα και μέντορα των καλλιτεχνών. Bρισκόμαστε στα 1952, όταν ο Iόλας έχει ανοίξει στη Nέα Yόρκη την πρώτη του γκαλερί, «Hugo». Δεν έχει ακόμη την αμερικανική υπηκοότητα και συνεργάζεται με τον ανιψιό του Bικτόρ Oυγκό. Aπό τη γκαλερί έβλεπε κάθε μέρα έναν αδύνατο ξανθό νεαρό να μπαίνει το πρωί σε μια βιοτεχνία παπουτσιών και να βγαίνει το απόγευμα. Kάποια μέρα τον ρώτησε πώς τον λένε και πού πάει. «Σχεδιάζω παπούτσια για μια βιοτεχνία», του απάντησε ο 24χρονος νεαρός. «Mπορείτε να μου φέρετε μερικά σχέδιά σας να δω;», τον ρώτησε. Oταν την επομένη μέρα είδε τα ντοσιέ με τα γοβάκια, ο Iόλας αναφώνησε «Tι θαύμα! Aυτά τα σχέδια είναι υπέροχα. Aγαπητέ μου, σας κάνω έκθεση». Tη σκηνή περιγράφει ο Iόλας στον Nίκο Σταθούλη για τη βιογραφία «Aλέξανδρος Iόλας» (εκδ. Λιβάνη, 1994). Eτσι, ο καλλιτέχνης που κατέρριψε τον μύθο του μοναδικού έργου, με τις επαναλαμβανόμενες εικόνες, έστησε την ίδια χρονιά την πρώτη του έκθεση με «Παπούτσια» και σχέδια βασισμένα σε κείμενα του Tρούμαν Kαπότε.

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στην πρώτη έκθεση του Aντι», συνεχίζει στη διήγηση ο Iόλας. Oι κριτικοί είχαν διχαστεί, οι εφημερίδες το ίδιο. «Πώς είναι δυνατόν να μας δείχνει τα ιερά τέρατα της τέχνης ο κ. Iόλας και από την άλλη να μας δείχνει τα παλιόπαιδα;» «Tότε ήταν που διακήρυξε τις απόψεις του ο Aντι για την ποπ αρτ και εγώ είδα ότι μονάχα ένα τέτοιο κίνημα ήταν ικανό να ξεστραβώσει επιτέλους την αλλήθωρη Aμερική».

H σχέση τους στην τέχνη και στη φρενήρη ζωή τους, κράτησε ως το τέλος. Aφησαν τα εγκόσμια την ίδια χρονιά, το 1987. Tο κύκνειο άσμα ήταν ίδιο και για τους δύο. O «Mυστικός Δείπνος» ήταν η τελευταία έκθεση του Γουόρχολ στην τελευταία γκαλερί του Iόλα στο Mιλάνο, στο Παλάτσο Στελίνε. O «Mυστικός Δείπνος», παραγγελία του Iόλα, ήταν έργο ζωής και για τους δύο. Oλα πήγαν στραβά. H ημέρα των εγκαινίων (21/1/87) βρήκε τον Iόλα στο νοσοκομείο, υπό περίεργες συνθήκες (είχε ήδη διαγνωστεί το AIDS), ενώ ο διασυρμός του στην Eλλάδα ήταν στη κορύφωσή του. O Αντι Γουόρχολ πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου και ο Αλέξανδρος Iόλας στις 6 Iουνίου.

Oι Eλληνίδες του Aντι

Ο Αλέξανδρος Iόλας μεσολάβησε ώστε κάποιες Eλληνίδες να περάσουν το κατώφλι του «Factory», για ένα πορτρέτο από τα χέρια του. Οι «εκλεκτές» ήταν η Mαριάννα Bαρδινογιάννη, η Aλίκη Περρωτή και η Mανίτα Xατζηφωτίου. H Nτόντα Bορίδη, το γένος Γουλανδρή, είχε κι εκείνη την τύχη να γνωρίσει τον Γουόρχολ μέσω κοσμικών κύκλων στη Nέα Yόρκη. Oπως είχε δηλώσει στις «Eικόνες», σε ένα αφιέρωμα στις Eλληνίδες που ζωγράφισε ο «πάπας» (Iούνιος 1993), με αφορμή την έκθεση Γουόρχολ στην Eθνική Πινακοθήκη, της είχε φτιάξει τρεις προσωπογραφίες από λάδι. Διάλεξε το «Nτόντα. Πορτρέτο 1», αντί του ποσού των 20.000 δολαρίων, το οποίο εκτέθηκε το 1977 στο Whitney Museum, δίπλα στα πορτρέτα της Mινέλι, του Λιχτενστάιν, του Iβ Σεν Λοράν κ.ά. H κ. Bορίδη διατήρησε την επικοινωνία της με το Γουόρχολ και απέκτησε κι άλλα έργα του. Ποια εντύπωση της είχε κάνει; «Hταν μάλλον μελαγχολικός, αδιάφορος και απόμακρος. Mερικές φορές ευχάριστος και διασκεδαστικός». Δεν διαφέρει πολύ και η αίσθηση της κ. Xατζηφωτίου: «Eίχε μια αδύναμη προσωπικότητα. Eπηρεαζόταν πολύ... Hταν όμως δεκτικός, απόμακρος και προσιτός μαζί. Tαυτοχρόνως, απλός και γλυκός». Συνήθιζε, όπως θυμούνται, πριν δημιουργήσει ένα πορτρέτο, να τραβά πολλές Πολαρόιντ. Eργα του κατέχουν αρκετοί Eλληνες συλλέκτες ανάμεσά τους και ο Zαχαρίας Πορταλάκης στον οποίο ανήκει ο κίτρινος «Mυστικός Δείπνος».

Tα ρεκόρ του Γουόρχολ

Aποφασισμενος να αφήσει το έργο του να περιπλανιέται στους αιώνες ως υπενθύμιση του περάσματός του από αυτό τον κόσμο, ο Γουόρχολ θα έφτιαχνε περισσότερα έργα απ' όσα θα άντεχε η Iστορία της Tέχνης, υπογράφοντας ακόμη και τις απομιμήσεις που ήδη όσο ζούσε γέμιζαν αυτοσχέδιες συλλογές και εκθέσεις. Πίνακες, φωτογραφίες, κομμάτια φιλμ, γλυπτά, ηχογραφήσεις, φορέματα και πρώιμο ψηφιακό υλικό κυκλοφορούν πια ελεύθερα προς πώληση, ανεβάζοντας χρόνο με τον χρόνο τις μετοχές του πάπα της Ποπ και επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικότητα της (όπως ήθελε ο ίδιος) εφήμερης τέχνης του. Kαταχωρισμένος ήδη ως ο best seller καλλιτέχνης της μεταπολεμικής εποχής, ο Γουόρχολ (και δη η προσωπογραφία του Mάο που ζωγράφισε το 1972) θα έφτανε τον Nοέμβριο του 2006 να πωληθεί σε δημοπρασία των Christie's στην τιμή των 17,1 εκ. δολαρίων σε έναν μεγιστάνα από το Xονγκ Kονγκ. Tον Mάιο, του 2007, το σημαντικότερο κομμάτι από τη συλλογή έργων Death & Disaster που φιλοτέχνησε το 1963, το Green Car Crash, θα δημοπρατούνταν από τα Christie's για να φτάσει τα 71,7 εκ. δολ. από έναν άγνωστο που πολλοί υποπτεύονται πως είναι ο ίδιος που αγόρασε τον Mάο. Aυτή είναι μέχρι στιγμής η υψηλότερη τιμή στην οποία δημοπρατήθηκε ποτέ έργο του Γουόρχολ, με πιο μετριοπαθείς στιγμές το πορτρέτο (ένα από τα πολλά) της Mέριλιν Mονρόε (το Lemon Marilyn) που δημοπρατήθηκε για 28 εκ. δολ. και μια τετραπλή αυτοπροσωπογραφία του που άγγιξε τα 8 εκ. δολ. Iσως η διάσημη ρήση του πως «ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγει έργα που οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να έχουν» να αξίζει, ωστόσο, περισσότερα...

11/10/2010

Το Βωλάξ μέσα από τον Ελληνικό Τύπο κατά την τελευταία 25ετία

Τα τελευταία χρόνια έχουμε εντοπίσει πλήθος εντύπων που αναφέρονται, ή συνδέονται με κάποιο τρόπο, με το χωριό. Και φυσικά, δεν μιλάμε μόνο για την απλή αναγραφή του ονόματος Βωλάξ σε κάποια ταξιδιωτικά άρθρα (έστω και αν αυτό ήταν αρκετό, κάποτε, για να μας χαροποιήσει) αλλά για μεγαλύτερες ή ουσιαστικότερες αναφορές. Θα δοκιμάσουμε εδώ, σε ένα μόνο άρθρο, να φέρουμε στο φως, συγκεντρωμένες, όλες αυτές τις αναφορές μαζί.

Αξίζει να διαβάσετε τα κείμενα με τη σειρά, όπως ένα διήγημα, και να παρατηρήσετε την αξιοζήλευτη εξέλιξη του χωριού μέσα στον χρόνο. Από την εγκατάλειψή του και τους ελάχιστους γέροντες κατοίκους του, μέχρι σήμερα, με τις ορδές αυτών που το επισκέπτονται για τα βράχια, τα καλάθια και τις εκδηλώσεις του. Από την εποχή που ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή του μέχρι τις μέρες μας που αποτελεί σημείο αναφοράς ολόκληρης της Τήνου. Και τέλος –γιατί αυτό έχει σημασία– να προσέξετε πως κάποιοι κάτοικοι γύρω στα 65, κατά τα μέσα της δεκαετίας του '80, ένιωθαν απομονωμένοι και ζούσαν δύσκολα, ενώ σήμερα οι ίδιοι, στα 80 τους πλέον, δηλώνουν: «Εδώ περνάμε μεγαλείο»!

Να προσθέσουμε μόνο, ότι δεν θα αναφερθούμε ούτε στον τοπικό Τύπο αλλά ούτε και στον ξένο. Και για τα δύο αυτά, θα επανέρθουμε, με επιλεκτικές αναφορές, κάποια στιγμή. Το άρθρο καταγράφει το Βωλάξ μέσα από εφημερίδες και περιοδικά πανελλήνιας κυκλοφορίας.

1986

01. Ένα [#26, έτος 4ο, 26 Ιουνίου 1986, σελ. 102]
«Βώλαξ: Το Μεξικό της Τήνου»,
κειμ: Νίκος Σταθούλης, φωτ: Βαγγέλης Ρασσιάς


Η πρώτη ουσιαστική αναφορά της Βωλάξ που (επαν)έφερε το χωριό στον χάρτη.

«Κάπου στις Κυκλάδες, πίσω από την αστραφτερή τουριστική βιτρίνα του νησιού της Παναγίας, ένα χωριό μοναδικής ομορφιάς αργοπεθαίνει. Ο Βώλαξ, το Μεξικό της Τήνου, είναι περήφανο που απόκτησε φέτος τα δύο πρώτα του... τηλέφωνα. Οι γέροντες κάτοικοί του πάντως δεν το βάζουν κάτω: συνεχίζουν να πλέκουν τα μοναδικά καλάθια τους και να ζουν κάτω από τον καυτό αιγαιοπελαγίτικο ήλιο, δίπλα στους γρανιτένιους "βόλους" που στολίζουν το χωριό τους...

Λέγεται Βώλαξ, ένα από τα εξήντα χωριά της Τήνου. Κάτοικοι 19... Εννιά γέροντες καλαθοποιοί και δέκα γερόντισσες που ακόμα δεν το 'χουν βάλει κάτω. Το έδαφός του, θυμίζει Μεξικό: γιγάντιοι γρανιτένιοι όγκοι καλύπτουν τα πάντα, τεράστιες μπάλες που "πέσανε από τον ουρανό" καθώς λένε οι κάτοικοι, "βόλια" που έδωσαν και το όνομα στο μικρό χωριό. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Οι επιστήμονες λένε ότι είναι ηφαιστειογενές. Οι γεωλόγοι ότι υπήρξε πρώτα θάλασσα, και οι Τηνιακοί πιστεύουν ότι τα υλικά αυτά είναι... μετεωρίτες.

Το έδαφος του Βώλακα άνυδρο, άγονο και αμμώδες. "Τίποτα δεν πιάνει σε τούτο τον ξερότοπο. Μήτε χορτάρια για τα ζωντανά, μήτε καλαμιές για τα καλάθια... καταραμένη γη γιε μου..." λέει η κυρά-Λένη, που ζώστηκε τα φρύγανα για τη φωτιά. Κατέβασε το κεφάλι και συνέχισε να προχωράει.

[...] Χρόνο με το χρόνο καταρρέει το χωριό. Τα σπίτια κυλάνε κάθε τόσο και λίγο πιο κάτω, η κοιλάδα έχει γεμίσει με βόλια. [...] Φωτογραφίσαμε το ρημαγμένο χωριό. Τα σπίτια που κυλήσαν και έπεσε η σκεπή και οι τοίχοι τους, οι αποθήκες με τα ζωντανά και τα γκρεμισμένα εργαστήρια. Σωριασμένοι βόλοι γρανιτένιοι, αλλού φαινόντουσαν οι εσωτερικοί χώροι των σπιτιών κι αλλού, μέσα στα ερείπια, σπασμένα και σκοροφαγωμένα τα έπιπλα, σωροί άχυρα και κουρελιασμένα από το χρόνο τα καλάθια.

Το ψάξιμο στα ερείπια αποκάλυψε στο φακό του "Ένα" το προσωπικό αρχείο ενός ιερέα του χωριού με ημερομηνία 1927. Σκισμένα χαρτιά και συμφωνητικά, αγορά γης, δελτία τροφίμων της Κατοχής και κάρτες που έγραφαν επάνω "Κομάντο Μιλιτάρε Τήνο", στοιχεία μιας εποχής που είχε ξεκινήσει η ερήμωση του χωριού, η εγκατάλειψή του. "Τότε ήμασταν εξήντα κάτοικοι και τώρα απομείναμε δεκαεννιά... και γέροντες", λένε με πίκρα οι Βωλαξιανοί. [...] Ο μικρότερος κάτοικος του χωριού είναι πενήντα χρονών και ανύπαντρος. Σε λίγα χρόνια το χωριό δεν θα υπάρχει πια. Θα υπάρχουν μόνο αναμνήσεις, το σκληρό τοπίο και τα καλάθια –όσο αντέξουν κι αυτά».

1987

02. Ένα [#5, έτος 5ο, 29 Ιανουαρίου 1987, σελ. 73]
Ρουμπρίκα: Ματιές, «Ρακί για τους ξένους...»,
κειμ: Κ. Μπόντζου, φωτ: Ν. Σταθούλης (;)

«Το ανακάλυψε ο Νίκος Σταθούλης εκείνο το Σαββατοκύριακο της κακοκαιρίας όπου δραπέτευσε στην Τήνο και φυσικά αποκλείστηκε... Είναι ένα μπαράκι με το όνομα "Κατώι" [βλ. τα καταστήματα του χωριού] στο χωριό Βώλαξ, δημιούργημα δυο Γερμανών, του Χανς, μάλλον Γιάννη όπως απαιτεί να τον φωνάζουν, και της Ελίζαμπεθ, που προσφέρουν ρακί και μάλιστα μουρόρακο δωρεάν. Όσο για το χώρο που λειτουργεί, είναι το ισόγειο του σπιτιού τους και που σεβάστηκαν όχι μόνο την αρχιτεκτονική αλλά και την εσωτερική του διακόσμηση. [...]»

03. Ένα [#5, έτος 5ο, 29 Ιανουαρίου 1987, σελ. 92]
«Αποκλεισμένη Παναγιά»,
κειμ: Νίκος Σταθούλης, φωτ: Αλέκος Αβραάμ

«Τώρα το χειμώνα τα χωριά του νησιού που προσφέρονται για εκδρομές: Κτικάδος, Πύργος, Βώλαξ, Καλλονή, Στενιές (σσ. Στενή), Πάνορμος. [...] Να σηκώνεται η θάλασσα... 11 μποφώρ, να σαρώνει τα Κιόνια, τα παιδιά της Τήνου να μπαίνουν μέχρι τα γόνατα στο θαλασσινό νερό, στο δρόμο για τα μπαράκια και στο Βώλαξ ο Γιάννης να προσφέρει "μουρόρακο" (φωτ). [...] Δυο μέρες μείναμε αποκλεισμένοι στο νησί της Παναγίας, μέχρι που το απαγορευτικό έπαψε να ισχύει, μέχρι που το "Επτάνησος" έφτασε από Μύκονο με προορισμό Ραφήνα και ταξιδέψαμε με 8 μποφώρ».

04.Ταχυδρόμος [Ιούλιος 1987, σελ. 76]
«Τήνος: Ένα νησί για λίγους»,
κειμ: Φρίντα Μπιούμπι, φωτ: Τάσος Βρεττός

«Θα ομολογήσω ότι εδώ κι εφτά χρόνια που είχα την ευτυχία να πρωτογνωρίσω την Τήνο, μπήκα πολλές φορές στον πειρασμό να γράψω γι' αυτήν την "άλλη όψη" της, την άγνωστη κι εξαιρετικά γοητευτική στους λίγους και "ιδιαίτερους" ανθρώπους που μπορούν να την εκτιμήσουν.

[...] Χτισμένο με ολοστρόγγυλες πέτρες, χωμένο μέσα στ' άγρια βουνά και λείους (από αιώνες περάσματος νερού;) βράχους, το χωριό Βόλαξ (σαν βόλος) μοιάζει να ξεπήδησε μετά από μια κοσμογονία».

1990

05. Playboy [Ιούλιος 1990]
«69 Τρόποι»,
κειμ: Συλλογική δουλειά

Φωτογραφία βράχου της Βωλάξ (ο λεγόμενος "Χοντρός Γκρεμνός") και λεζάντα από κάτω: «Η Τήνος είναι ένα νησί που λίγο - πολύ το ξέρουμε ή νομίζουμε ότι το ξέρουμε όλοι. Αυτό το μέρος του νησιού, όμως, το ξέρατε;»

06. Elle [#26, Νοέμβριος 1990]
«Μαυρόασπρη Καταγραφή»,
κειμ: Μελίνα Αδαμοπούλου-Κωστάκη

Αφιέρωμα στην φωτογράφο Όλγα Καλούση. Ο φωτογραφικός της φακός αποτυπώνει τα βράχια της Βωλάξ: «Με τη δουλειά μου, προσπαθώ να αιχμαλωτίσω τη μαγεία των εξωτερικών παραστάσεων και να αποκαλύψω την κρυμμένη εσωτερική τους πραγματικότητα. Με τη φωτογραφική μου μηχανή, απλοποιώ, αφαιρώ και αποδίδω το ουσιαστικό στην εικόνα».

1991

07. Elle [#33, Iούνιος 1991, σελ.182]
«Η «άλλη» Τήνος - Στην αγκαλιά του Αιγαίου»,
κειμ: αδιευκρίνιστο, φωτ: Ανδρόνικος Χατζηκωστής

«Έχετε φάει την Ελλάδα με το κουτάλι, δεν έχετε αφήσει την παραμικρή γωνίτσα γης και θάλασσας ανεξερεύνητη και νομίζετε πως δεν υπάρχει πια τίποτε άλλο να δείτε σ' αυτό τον τόπο. Κι όμως, μόλις 4.30' ώρες από τον Πειραιά [...] ένα κομμάτι γης συνολικής έκτασης 194 τ. χλμ. μπορεί να σας κάνει ν' αλλάξετε γνώμη και να υιοθετήσετε μια λιγότερο απόλυτη στάση.

[...] Αφήνοντας αριστερά σας τον Κουμάρο κι ακολουθώντας έναν χωματόδρομο ενός περίπου χιλιομέτρου, φτάνετε στο Βόλακα, που βρίσκεται στη μέση ενός απόκοσμου, σχεδόν σεληνιακού τοπίου, με πλαγιές κατάσπαρτες από τεράστια ολοστρόγγυλα σταχτόχρωμα βράχια. Εδώ θα συναντήσετε τον 86χρονο Αντρέα Σιγάλα (φωτ) με την καλόκαρδη συμβία του Λουκία και θ' αγοράσετε ωραία πανεράκια και νταμιτζανάκια. Επίσης θα δείτε τη σεμνή και... τρίχρωμη καθολική εκκλησία της Κοιμήσεως (το εσωτερικό της είναι βαμμένο σε κόκκινο, πράσινο και λουλακί)».

08. Ένα [Αύγουστος 1991, σελ.30]
«Η... «άλλη» Τήνος - Το νησί της Μεγαλόχαρης, όπως δεν είναι το Δεκαπενταύγουστο»,
κειμ-φωτ: Ν. Αποστολόπουλος, Π. Δενδρινός / Focal Press

«Αν ανήκετε στους χιλιάδες τουρίστες και προσκυνητές που κατακλύζουν το νησί κάθε Δεκαπενταύγουστο για δυο - τρεις μέρες και ξαναφεύγουν [...] Αν φέτος θέλετε να γνωρίσετε κάτι διαφορετικό... Καιρός να δείτε το νησί με άλλο μάτι. Καιρός να γνωρίσετε την «άλλη Τήνο».

[...] Μερικά ακόμη μέρη που αξίζουν πραγματικά τον κόπο να επισκεφτεί κανείς είναι τα χωριά Αγάπη, Φαλατάδος, Βώλακας και Ξυνάρα. Έτσι κι αλλιώς, οι αποστάσεις στην Τήνο δεν είναι μεγάλες και δεν είναι δύσκολο να δει κανείς και να απολαύσει την ομορφιά όλου του νησιού».

09. Ελευθεροτυπία [Παρασκευή 30 Αυγούστου 1991, σελ.13]
«Τήνος - Το νησί του Νίκου Γαϊτη, του Αγιογράφου».
κειμ-φωτ: Δ. Δ.

Παρουσίαση της προσωπικότητας και του έργου του Νίκου Γαϊτη, από τον Βεναρδάδο. Υπάρχει έργο του που απεικονίζει το χωριό Βωλάξ [βλ. περισσότερα στο Εικαστικά και Βωλάξ]. Η λεζάντα γράφει: «Ο Βόλακας. Οι συμπληγάδες πέτρες προσθέτουν στο εκκλησάκι – δεν το γκρεμίζουν.»

10. Ελεύθερος Τύπος [Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 1991, σελ. 29]
«Άγρια Δύση στο Βώλακα»,
κειμ-φωτ: Αγγελική Δαμίγου

«Ο Βώλαξ είναι το χωριό που φτιάχνει τα ωραιότερα καλάθια και πανέρια της Ελλάδας. Την πρώτη ύλη –τα καλάμια και τις λυγαριές– τη μαζεύουν από τον υγροβιότοπο του Κάμπου. Το μάζεμα των καλαμιών γίνεται μια φορά το χρόνο. Τη νύχτα του Γεννάρη, που έχει πανσέληνο. Αυτή τη νύχτα, λένε, φεύγει το νερό από τη ρίζα και απλώνεται σ' ολόκληρο τον κορμό του καλαμιού. Έτσι, αν κοπεί τότε, δεν σαπίζει ποτέ.

Στο χωριό έχουν απομείνει οι γέροντες, οι μεσήλικοι... Έφυγαν τα παιδιά και τα εγγόνια. Απόλυτη ησυχία. "Ερημιά τώρα", μας λέει ο 86χρονος καλαθοποιός Ανδρέας Σιγάλας. "Μείναμε οι 25 ζαβλακωμένοι. Έτσι είναι η ζωή. Εμείς ριζώσαμε εδώ, μαζί με τζι βράχοι. Έκαμα 11 παιδιά, πήρε ο Θεός το μερτικό του, μ' άφησε με 7 –δόξα να'χει–κι όλοι μακριά από το χωριό. Κάλλιο το'χω στο σανίδι του χωριού παρά στα πούπουλα τζι Χώρας. Για να περνάμε την ώρα καθώς φτιάχνουμε τζι καλαθούνες τραγουδάμε και... ποιητεύουμε. Να σου πω ένα ποίημα: Σαν πέρδικα πατείς τη γη και σαν ελάφι τρέχεις, κι όλες τις χάρες του Θεού, επάνω σου τις έχεις"

[...] Η 83χρονη κυρά Λουκία, μας δείχνει το άλμπουμ με τα παιδιά και τα εγγόνια της. "Φύγανε! Πάνε στις δουλειές τους, την ευχή μου νά 'χουν. [...] Ο Θεός πήρε μακριά μας τα παιδιά κι άνθισε γύρω μας ροζ κρινάκια για να μας θυμίζουν τα τρυφερά μαγουλάκια τους. Κι οι βράχοι μας κάνουν παρέα. Προικιό του Θεού και τούτοι".

[...] –Σε κούρασαν οι σκάλες κυρά Μαρία;
–Μαθημένα τα βουνά στα χιόνια! Δέκα φορές την ημέρα τις ανεβοκατεβαίνω.
–Σου κάθονται οι βράχοι στην καρδιά κι αγκομαχάς;
– Καλό να'χουνε! Τα συνήθισα τα βράχια. Παρέα κάνουμε. Τ' αρθριτικά δεν μπορώ να συνηθίσω. Έχουμε νοτιάδες, τούτες τις μέρες και λιώσανε τα κόκαλά μου.

[...] Σ' ένα μικρό μπαξεδάκι, ο Γιάννης Πιπέρης φτιάχνει τσίπουρο με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Με τον πολυχρονίτικο αποστακτήρα. "Όπως τα βρήκαμε τα συνεχίζουμε. Δεν ξέρουμε εμείς άλλα μηχανήματα κι άλλα ποτά. Τι σόι πράγματα είναι το ουίσκι; Το τσιπουράκι ανασταίνει και νεκρούς. Κι η γη μας δίνει τα... ποτήρια να το πιούμε. (σσ. αναφέρεται στα φλασκιά που γίνονται από τις αποξηραµένες νεροκολοκύθες) Κάθησε να παρεώσουμε, να πιούμε και κανένα να τραγουδήσουμε και λίγο".»

1992

11. Cosmopolitan [Iούλιος 1992]
«Τήνος»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

«... Αλλά ο Θεός των Χριστιανών είναι ορατός στην Τήνο. Όχι το Δεκαπενταύγουστο κατ' ανάγκην, όπου το λιβάνι μπερδεύεται με το άρωμα των πουλερικών που εκθέτουν οι πλάνητες σκουρόχρωμοι έμποροι. Λίγο πριν ή λίγο μετά, η Τήνος, πατρίδα του Χαλεπά, του Λύτρα και του Γύζη, με τους κεντητούς περιστερώνες και τις εκατοντάδες εκκλησίες, βρίσκεται στα καλύτερά της. Το σμιλεμένο μάρμαρο σε αντιπαράθεση με το εξωγήινο τοπίο του Βώλακα».

1993

12. Ταχυδρόμος [#21 (2037), 26 Μαϊου 1993, σελ. 72]
«Τήνος δεν είναι μόνο η Μαγαλόχαρη»,
κειμ-φωτ: Ντίνος Σιώτης

Άλλο ένα σημείο αναφοράς στην βιβλιογραφία του χωριού. Μεστό και ουσιαστικό. Σωστές πληροφορίες σε ένα μεγάλο ελληνικό έντυπο από ένα σημαντικό άνθρωπο των γραμμάτων.

«Βώλαξ - το πιο παραδοσιακό χωριό: Τα λιγοστά σπίτια του Βώλακα είναι ριζωμένα σε ένα μικρό οροπέδιο με υψόμετρο 300 μέτρα που περιτριγυρίζεται από πελώριους, λείους γρανιτόλιθους. Αντικρίζοντας το χωριό Βώλαξ από μακριά έχεις την αίσθηση ότι είσαι σε ένα σεληνιακό τοπίο, καθώς τα στρογγυλά βράχια με τα δραματικά τους σχήματα σου θυμίζουν τα βράχια stonehenge της Αγγλίας. Άλλα σου υπενθυμίζουν υπερμεγέθη αβγά, άλλα στέγες ή κουβούκλια και άλλα έχουν πάρει τις μορφές μιας κουκουβάγιας, ενός αητού ή μιας χελώνας. Επειδή τα βράχια είναι από γρανίτη όχι πολύ καλής ποιότητας και φθείρονται, οι μορφές και τα σχήματα των βράχων με τα χρόνια αλλάζουν. Πάντως, όπως και να τα δει κανείς, θα μπορούσαν να είναι δείγματα μοντέρνας γλυπτικής.

Την περιοχή του χωριού Βώλαξ διασχίζουν φουντωτές λαγκαδιές γεμάτες περιβόλια και λεμονιές, αλλά τα βουνά ολόγυρα είναι άγονα –μόνο θυμάρια, φρύγανα, αγκάθια και βούρλα βλέπει το μάτι του επισκέπτη.

Τον χειμώνα οι κάτοικοι του χωριού Βώλαξ είναι δεκαπέντε, ενώ το καλοκαίρι τριπλασιάζονται. Το χωριό τα τελευταία πέντε χρόνια άρχισε να γνωρίζει μια καινούργια ζωή –δεν θα την έλεγα τουριστική ανάπτυξη– με τον χωματόδρομο, με νερό, ρεύμα και τηλέφωνο στα σπίτια. Το επανακάλυψαν ήδη Βωλαξιανοί από τον Καναδά και την Αθήνα –που επισκευάζουν τα σπίτια τους ή φτιάχνουν καινούργια– και επαναπατρίστηκαν, γιατί «η ζωή στο χωριό είναι πιο ήρεμη, πιο απλοϊκή». Αξίζει τον κόπο να το επισκεφθείτε, γιατί μόλις την Πρωτομαγιά άνοιξε και το μοναδικό κέντρο-εστιατόριο του χωριού, στην πλατεία, με έναν τεράστιο γρανιτόλιθο στο κέντρο, σήμα κατατεθέν του χωριού Βώλαξ.

[...] Καλαθοπλέκτες: Τα καλάθια, τα κοφίνια, τα πανέρια, τα παραγάδια και οι νταμιτζάνες σκοπό έχουν να καλύπτουν τις ανάγκες των γεωργών, των ψαράδων και των μεταφορέων. Καλαθοπλέκτες είναι όλοι οι κάτοικοι του χωριού Βώλαξ και τα καλάθια τα πλέκουν με βέργες από λυγαριές ή σταβαριές και με σχισμένα καλάμια που τα κόβουν από τα λαγκάδια. Τις βέργες τις καθαρίζουν πρώτα από τα φύλλα και τις αφήνουν στο νερό για να μαλακώσουν και να δουλεύονται. Αφού μαλακώσουν τις αποφλοιώνουν και τις φυλάνε στα υγρά κατώγια τους για να είναι εύχρηστες.

Για να γίνει το καλάθι πρώτα πλέκεται ο πάτος, μετά μπαίνουν οι βέργες σταυρωτά και κάνουν το πλέξιμο με άλλες βέργες καθώς περνούν η μία πάνω στην άλλη. Κατόπιν ο καλαθοπλέκτης λυγίζει προς τα πάνω τις βέργες σχηματίζοντας τον σκελετό και από εκεί και πέρα χρησιμοποιεί σχιστές φέτες από καλάμια που περικυκλώνουν τις βέργες. Αφού τελειώσει το καλάθι, μπαίνει το καπάκι ή σκέπασμα πλεγμένο κοτσίδα με βέργες λυγαριάς. Το χερούλι γίνεται χωριστά και τοποθετείται στο τέλος.

Αν και όλοι οι δεκαπέντε κάτοικοι του χωριού Βωλάξ είναι οι καλαθοπλέκτες, εν τούτοις δύο από αυτούς είναι γνωστοί όχι μόνο εκτός Τήνου αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αφού έχουν κινηματογραφηθεί και βιντεοσκοπηθεί επί το έργον από τηλεοπτικά συνεργεία και έχει γράψει γι' αυτούς ο ξένος Τύπος. Είναι ο 88χρονος γέροντας Ανδρέας Σιγάλας και το "παλικάρι", ο 60χρονος γέροντας Αλέκος Φυρίγος. Ο κυρ Αντρέας πλέκει καλάθια "γιατί δεν έχει τι να κάνει με τα χέρια του", ενώ ο κυρ Αλέκος, που ασχολείται με την καλοθοπλεχτική από δέκα χρονών, πλέκει "δια τα προς το ζην". Ό,τι πλέκουν είναι αριστουργήματα, έργα λαϊκής τέχνης, κομψά καλαθάκια, στερεά κοφίνια ή "ντυμένες" νταμιζάνες για το κρασί και το ρακί εγχώριας παραγωγής».

13. Ένα [#22, 26 Μαϊου 1993]
Ρουμπρίκα: «Τα θετικά»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

«...πήγαμε και στο Βώλαξ, το χωριό που είναι χτισμένο σε ένα απίστευτο, στολισμένο με εκατομμύρια βράχους στρογγυλούς, πέτρες που τις έριξε μια νύχτα πριν χιλιάδες χρόνια ο ουρανός χωρίς προφανή αιτία.»

14. Elle [#59, Αύγουστος 1993]
Μόδα: «Εσώρουχα: Δοσερά εμπριμέ»,
φωτ: Francois Pomepui

Φωτογράφηση μόδας στην Τήνο και τη Βωλάξ. Μοντέλα η Azucena (Glamour) και η Eden (City).

15. Ελεύθερος Τύπος [Τετάρτη 4 Αυγούστου 1993]
«Σφηνάκια σε γκρίζο φόντο»,
κειμ: Αγγελική Δαμίγου

«Ο Ελεύθερος Τύπος σ' ένα χωριό με 25 κατοίκους που ζουν ανάμεσα σε προϊστορικούς μετεωρίτες και λευκά κρίνα της Παναγίας - Περνούν την ώρα τους φτιάχνοντας τσίπουρο.

[...] Τι άλλο θέλουμε; Μονιασμένοι είμαστε. Το ψωμί το βγάζουμε με τη δούλεψη στα καλάθια, το τραγούδι το'χουμε στην άκρη των χειλών. Στη δικοί μας την καρδιά οι βράχοι είναι σύντροφοι που τους έστειλε ο ουρανός. Καλοδεχούμενοι».

16. H Kαθημερινή [Κυριακή 15 Αυγούστου 1993]
Ένθετο της εφημερίδας για την Τήνο. Αναφέρουμε το άρθρο: «Ο Καθολικισμός στην Τήνο»,
κειμ: π. Μάρκος Φώσκολος, φωτ: Α. Αλεξανδρής, Σ. Φιλιππότης

Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε όλες τις καθολικές ενορίες της Τήνου (συνεπώς και της Βωλάξ) αφού, ιστορεί τον Καθολικισμό στο νησί από την εποχή της βενετσιάνικης κυριαρχίας έως τις μέρες μας.

17. Diners World Travel [#3, Καλοκαίρι 1993]
«Τήνος: Πασίγνωστη και όμως άγνωστη»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

«Μακριά από τον συνωστισμό του λιμανιού, μακριά από το πανελλήνιο προσκύνημα, κάτι αλλιώτικο ανταμείβει τους ταξιδιώτες που πρωτοκοιτάζουν την άγρια ομορφιά της τηνιακής περιπέτειας.

[...] Σας συνιστούμε να πάρετε μαζί σας αυτοκίνητο στη σύντομη θαλασσινή διαδρομή από τη Ραφήνα ή να νοικιάσετε κάποιο επί τόπου. Μόνο έτσι θα μπορέσετε να εξερευνήσετε τα ουρανόβρεχτα μεγαλιθικά «βόλια» στον διαστημικό Βόλακα. [...] Μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο. Μια τεράστια έκταση έξω από το χωριό κατάσπαρτη με γιγαντιαίους βοτσαλωτούς γρανίτες. Τοπίο σεληνιακό, που εντυπωσιάζει και προσκαλεί σε έναν μοναδικό περίπατο».

18. Odyssey (The World of Greece) [#1, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1993]
«Tinos is not just the Panagia»,
κειμ: Ντίνος Σιώτης, φωτ: Ευγενία Κουμαντάρου

«The Basket-Weavers of Volax: Tinos's other major craft is basket-weaving. All 15 residents of Volax, the island's most picturesque village, are basket-weavers. Two of them are known not only in Greece, but throughout Europe. One Andreas Sigalas, is 88 years old, and the "youngster" is 66-year-old Alekos Firigos.

Andreas weaves baskets because he has "nothing to do with his hands", while Alekos, a 10-year veteran of the art, weaves just "to make a living". Their products –elegant baskets, solid hampers, or "dressed" demijohns for the local wine and raki –are masterful examples of folk art.

The few houses in Volax are situated in a small plateau 1,000 feet high, surrounded by huge, smooth granite deposits. From afar, Volax has the look of a moonscape. Up close, the dramatic forms topping the round cliffs resemble Stonehenge.

[...] In the summer, the village's population triples. In the last five years, Volax has started living a new life –if not quite yet a tourist resort– with a dirt road, running water, and telephone communications. Canadians and Athenians of Volaxian descent have restored their homes or built new ones because "life in the village is calmer, simpler". Volax is worth a visit, now more than ever, since May Day saw opening of its first restaurant– located in the square with the large granite slab in the center, Volax's trademark.

19. Colt [#10, Σεπτέμβριος 1993]
ρουμπρίκα: Garb, «Η Παναγιά μαζί σου!..»,
κειμ: Mερόπη Κοκκίνη, φωτ: L. D.

«Το χωριό που έμενα λεγόταν Βωλάξ. Εύχομαι να μην πάτε ποτέ εκεί, γιατί πράγματι θα 'ταν κρίμα να χάσει την μοναξιά του. [...] Σκαρφάλωνα με το χάραμα τις πλαγιές του και το βραδάκι ανάβαμε το τζάκι μέσα στο κατακαλόκαιρο. Κόβαμε φρούτα απ' τα δέντρα που υπήρχαν κοντά στην πηγή του χωριού και μπαίναμε στα κρυφά μέσα σε σπίτια ερειπωμένα απ' τον χρόνο.

Ο αέρας φύσαγε δυνατά και φαίνεται πως πάντα έτσι φυσάει εκεί γιατί τα δέντρα είχαν όλα μια συγκεκριμένη κλίση. Τα σύννεφα βάραιναν τόσο πολύ τον ουρανό που η μοναδική μουσική που θα μπορούσε να ακουστεί ήταν το soundtrack του "The Sheltering Sky". H μέρα εκεί αρχίζει από νωρίς και ο ύπνος έρχεται επίσης νωρίς. Μακάρι η επιστροφή μου να μην ήταν τόσο άγουρη».

20. Διπλό Τηλέραμα [#863, 18-24 Σεπτεμβρίου 1993]
«Τήνος: Η αρχόντισσα των Κυκλάδων»,
κειμ: Νίκη Μηταρέα, φωτ: Άρης Σπυρόπουλος

«Περπατήστε στο φιδωτό δρόμο του και γνωρίστε τα αδιέξοδα δρομάκια του. Εκεί κοντά θα ανακαλύψετε το χωριό Βώλακας, που ξεχωρίζει από τους τεράστιους ολοστρόγγυλους βράχους του από γρανίτη. Κανείς δεν γνωρίζει πως δημιουργήθηκαν. Λένε από κάποιο παλαιό ηφαίστειο».

1995

21. Cosmos [#11, Vol. 2, Απρίλιος 1995, σ. 120]
«Τήνος: Η Ελληνίς Φλωρεντία»,
κειμ: Μένης Σκαμνιώτου, φωτ: Roberto Meazza

«Κάπου κρυμμένη πίσω από τους θάμνους η ξύλινη ταμπέλα του χωριού Βωλάξ. Τη βλέπουμε τελευταία στιγμή και μπαίνουμε στον χωματόδρομο. Το υψόμετρο μεγάλο. Χανόμαστε στα μικρά δρομάκια χωρίς να συναντήσουμε ούτε έναν άνθρωπο. Ε, δεν έχουν απομείνει και πολλοί. Όσοι απέμειναν είναι κλεισμένοι στα εργαστήριά τους και πλέκουν καλάθια για να ζήσουν. Κοιτάμε με περιέργεια τη δεξιοτεχνία τους. Μας προσκαλούν και μας προσφέρουν ντόπιο τσίπουρο και για μεζέ ξερά σύκα. Η συζήτηση δεν αργεί να φουντώσει καθώς το σπιτικό ποτό λύνει τη γλώσσα. Είναι μια μοναδική εμπειρία να γνωρίζει κανείς αυτούς τους απλούς, φιλόξενους ανθρώπους που είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. "Ζούμε στη μοναξιά μας", λένε, "όμως είναι όμορφα εδώ. Μόνο τα καλοκαίρια μας επισκέπτονται τουρίστες, έλληνες και ξένοι. Οι χειμώνες είναι δύσκολοι και κρατούν πολύ"».

22. Απογευματινή [Δευτέρα 3 Ιουλίου 1995]
ρουμπρίκα: Εκτός Αθηνών, «Τήνος δεν είναι μόνον η Μεγαλόχαρη»,
κειμ: Βαγγέλης Παπαδόπουλος, εικ: Αρχείο Απογευματινής

«Ο Βώλαξ και οι περιστεριώνες: Ο Βώλαξ θα έπρεπε εδώ και χρόνια να είναι ο μαγνήτης για την προσέλκυση τουριστών και επιστημόνων απ' όλο τον κόσμο. Μπορεί όμως, να γίνει τώρα αν το αποφασίσουν οι τοπικοί παράγοντες και φυσικά η πολιτεία και ειδικότερα ο ΕΟΤ.

Έχουμε την γνώμη ότι ο Βώλαξ, ως φυσικό φαινόμενο, τοποθεσία και περιβάλλον, μπορεί να γίνει πόλος έλξης πολλών επιστημόνων και πολλών τουριστών, που προτιμούν να εξερευνούν τόπους μυστηρίου και φυσικών εξελίξεων. Και ο Βώλαξ μπορεί να γίνει διεθνές κέντρο επιστημονικού ενδιαφέροντος και μελετών, αν δημιουργηθεί εκεί συνεδριακό κέντρο, πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές, τουριστικά συγκροτήματα και εργαστήρια για ερευνητές κι σπουδαστές.

Ο Βώλαξ βρίσκεται ένα χιλιόμετρο από τον Κουμάρο. Η περιοχή βρίθει από φυσικούς ογκόλιθους, πολλοί από τους οποίους σχηματίζουν διάφορες μορφές. Κάτι ανάλογο με το Νησί του Πάσχα. Τέτοια τοπία συναντά κανείς μόνο στο Μεξικό, στην περιοχή των Ίνκας και στη Ν. Αμερική. Πρόκειται, δηλαδή, για τοπίο μοναδικό, παγκόσμιας φυσικής εξωτικής ομορφιάς που σαγηνεύει τον επισκέπτη με την ιδιομορφία του».

23. Αθηνόραμα [#987, Σεπτέμβριος 1995]
«Τήνος»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

«Επιστροφή στο ξενοδοχείο για ξεκούραση. Απόγευμα, και φεύγουμε για Βώλαξ. Παρκάρουμε στο χωριό και κάνουμε μια μεγάλη βόλτα σ' αυτό το εξωγήινο, ανεξήγητο επιστημονικά τοπίο».

1996

24. Μετρό [#8 Ιούνιος 1996, ειδικό ένθετο για τους μοτοσυκλετιστές, σελ. 21]
ρουμπρίκα: Διακοπές με μηχανή «Μια ατέλειωτη εντουράδα!»

25. Men [#43, περίοδος Γ', Ιούλιος-Αύγουστος 1996]
«Τήνος»,
κειμ: Μόνικα Τσιλιμπέρδη

«Μην ξεχάσετε να περάσετε από το χωριό του "γειά σας", τον Βόλακα, όπου πρέπει να χαιρετήσετε όλους όσους συναντήσετε στον δρόμο σας. Ακόμα μπορείτε να αγοράσετε καλάθια, να πιείτε ρακί ή να επισκεφθείτε το Λαογραφικό Μουσείο».

26. Τα Νέα [Παρασκευή 2 Αυγούστου 1996]
«Η Τήνος δεν είναι μόνο το νησί της Μεγαλόχαρης»,
κειμ: Γιάννης Ντρενογιάννης

«Αριστερά, το πρώτο εντυπωσιακό σημείο στον χάρτη είναι το χωριό Βώλαξ. Εκεί νομίζεις ότι κάποιος έχει σπείρει τον τόπο με καλοσχηματισμένους στρογγυλούς (δίχως γωνίες δηλαδή) γρανιτένιους ογκόλιθους. Σύμφωνα με μια εκδοχή, πρόκειται για βροχή μετεωριτών στην προϊστορική περίοδο.

Σ' αυτό το σεληνιακό σχεδόν τοπίο της βροχής από πέτρες, οι άσπρες κουκίδες των σπιτιών ανάμεσα στο λιγοστό πράσινο ξεχωρίζουν μαγευτικά και καθώς αποφασίζεις να κάνεις βόλτα στο χωριό, βλέπεις ότι πολλά από τα σπίτια έχουν ως βάση τους ή χρησιμοποιούν ως κομμάτι του τοίχου τους αυτούς τους γρανιτένιους όγκους.

Στα στενά δρομάκια στο Βωλάξ, η γειτονιά ακόμα λειτουργεί και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι ζωντανές. Η κυρά Τασία είναι πάντοτε πρόθυμη να ανοίξει το μικρό, αλλά πολύ γλυκό και ενδιαφέρον λαογραφικό μουσείο του χωριού, ενώ η παλιά πηγή με τις γούρνες με περίμενε πιο κάτω, για να μου δημιουργήσει όχι τελικά αναπάντητα ερωτηματικά. Οι βέργες που έβλεπα να μουλιάζουν το νερό ήταν λυγαριές και ιτιές και οι μάστορες που πλέκουν μόνοι τους και πωλούν, στη συνέχεια, τα πανέμορφα καλάθια, τις βάζουν εκεί τουλάχιστον 8 ημέρες να μαλακώσουν».

27. Τήνος '96 [Διαφημιστικός οδηγός των εκδόσεων Κλειδί, Καλοκαίρι 1996]
«Βωλάξ ή Βώλαξ»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

«Είναι μικρό πανέμορφο χωριό με λίγους κατοίκους και πολύ μεγάλη τουριστική κίνηση. Βρίσκεται σε μια περιοχή γεμάτη φυσικούς ογκόλιθους σε διάφορες μορφές. Αυτό το σπάνιο σεληνιακό τοπίο ελκύει πλήθος τουριστών».

28. Τηλέραμα [5 Οκτωβρίου 1996]
ρουμπρίκα: Για παιδιά από 10 έως 15 ετών, στήλη:Τι μου άρεσε, «Το νησί της Μεγαλόχαρης»,
κειμ: (της 12χρονης) Δέσποινας Δουλαβέρη

1997

29. Diva [#3, περίοδος Β', Μάιος 1997]
«Sheer Bible»,
φωτ: Μάρα Δεσύπρη

Φωτογράφηση μόδας στα βράχια της Βωλάξ. Μοντέλα οι Κάτια Ζυγούλη (Prestige), Alicia (Agence Unique) και Κωνσταντίνα Καμιλάκη (Agence Unique).

30. Διακοπές '97 [ένθετη έκδοση Διακοπές Plus, Καλοκαίρι 1997]
«Δεν είναι μόνο η Παναγία...»,
κειμ - φωτ: αδιευκρίνιστο

31. Τηλεκοντρόλ [#293, 11 Οκτωβρίου 1997]
«Τήνος: Φιλόξενη και το χειμώνα»,
κειμ: Δημήτρης Τζάνης

1998

32. Κλικ [#136, Αύγουστος 1998, έξτρα ένθετη έκδοση]
«Τήνος: Πίσω από τη σκιά της Μεγαλόχαρης»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

33. Nitro [#34, Αύγουστος 1998, έξτρα ένθετη έκδοση]
«Τήνος»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

34. Αθηνόραμα [#1143, 3-10 Σεπτεμβρίου 1998, σελ. 64]
«Τήνος»,
κειμ: Έλλη Μπουρμπουρή

1999

35. Ιδέες & Λύσεις για το Σπίτι [Απρίλιος 1999, extra ένθετη έκδοση "Εξοχικό Σπίτι & Κήπος", σελ. 13]
κειμ-φωτ: αδιευκρίνιστα

36. Γυναίκα [#1145, Αύγουστος 1999]
«Σαφάρι»,
φωτ: Χρήστος Καρατζόλας

Φωτογράφηση μόδας στα βράχια της Βωλάξ. Μοντέλα οι Wiorika (Prestige), Kellie (Agence Unique).

37. Τηλεθεατής [#544, 11 Σεπτεμβρίου 1999, σελ. 128]
«Στο Ρυθμό της Παράδοσης»,
κειμ: Αντωνία Βακέλλη

2000

38. Γυναίκα [#1179, Ιούνιος 2000, σελ. 44]
«Στο βάθος Τήνος»,
κειμ: Γιώργος Ευσταθίου, φωτ: Άγγελος Μίχας

«Κατηφορίζοντας περάσαμε από τον Βώλακα, ένα μικρό χωριό με εικοσιπέντε μόλις, μόνιμους κατοίκους. Τα λιγοστά κατάλευκα σπίτια περιβάλλονται από τεράστιους στρογγυλούς βράχους, χάρη στους οποίους έχει αυτό το όνομα (βώλος γης - βώλαξ - βώλακας στη διάλεκτο του χωριού). Σύμφωνα με τους γεωλόγους, οι γρανίτες αυτοί, που με τη διάβρωση έχουν αποκτήσει περίεργες μορφές ζώων ή πουλιών, είναι ηφαιστειογενές πέτρωμα ηλικίας είκοσι χιλιάδων χρόνων.

Περπατώντας στα δρομάκια του, είδαμε τον μπαρμπα-Γιακουμή, μέσα από την ανοιχτή πόρτα μιας κάμαρας, να πλέκει τα περίτεχνα καλάθια του. Η καλαθοπλεκτική, που έκανε φημισμένο το χωριό σε όλο το νησί, τείνει να εξαφανιστεί. Τον καλημερίσαμε και μας έκανε το "ορίστε". Έφερε ρακή με στραγάλια, επιμένοντας να "δευτερώσουμε" και μετά να κεραστεί ο ίδιος. Κοφίνια με καλάθια για τα φρούτα και πανέρια για τα αυγά, όλα τους δουλεμένα με μεράκι».

39. Το Βήμα [Κυριακή 4 Ιουνίου 2000, σελ. 40]
«Τήνος: η Μεγαλόχαρη έβαλε το χέρι Της»,
κειμ: Κωσταντής Μιζαράς, φωτ: Στεφανία Μιζαρά

40. Γεώ (ένθετο έντυπο της Ελευθεροτυπίας) [Σάββατο 10 Ιουνίου 2000, σελ. 52]
«Το οπλοστάσιο της κοσμογονίας»,
κειμ: Νίκος Δελλατόλας, φωτ: Σπύρος Τσακίρης

Κείμενο που δίνει έμφαση στον μύθο ό,τι οι ογκόλιθοι που υπάρχουν στο χωριό είναι από την μάχη Τιτάνων και Γιγάντων. Ακόμη, (μεταφρασμένη από τα φραγκοχιώτικα) η πρώτη χρονικά γραπτή αναφορά για το χωριό Βωλάξ (1700) που υπάρχει σε αρχείο της Ελλάδας – οι παλαιότερες χρονικά βρίσκονται σε αρχεία της Ιταλίας.

«Τα τελευταία απομεινάρια της προαιώνιας μάχης μεταξύ Γιγάντων και Τιτάνων εξακολουθούν να βρίσκονται απιθωμένα στην ανεμοδαρμένη πλαγιά ενός σβησμένου ηφαιστείου, στο Βόλακα της Τήνου. Όσοι κατοικούν πλάι στους εκατοντάδες γρανιτένιους μονόλιθους, παίρνουν όρκο πως κάθε βράδυ ο αέρας φέρνει μαζί του τα τραγούδια από τις αγγελούδες και τα ξωτικά που φωλιάζουν κάτω από τους βράχους...»

41. Eλευθεροτυπία [Τετάρτη 28 Ιουλίου 2000, σελ. 30]
«Η Τήνος μέσα στο χρόνο»,
κειμ: Γιώργος Κιούσης

Παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος του Αριστείδη Κοντογεώργη, με συγκριτικές φωτογραφίες της Βωλάξ, του 1907 και του 2000.

2001

42. Kλικ [#35, περίοδος Β', Ιούλιος 2001, extra έκδοση "Summer '01"]
«Τήνος»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

43. Playboy [#67, περίοδος Β', Ιούλιος 2001, extra έκδοση "Summer girls"]
«Τήνος»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

44. Voyager [Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2001, σελ. 80]
«Aegean Landscape»,
κειμ: Mάρθα Κορινθίου, φωτ: Ζέττα Ντεκοπούλου

«Αναζητώ το δρόμο για το χωριό Βωλάξ. [...] Εκεί που παρκάρω έχει άμμο, παρόλο που βρίσκομαι αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την παραλία. Στενά δρομάκια, όμορφα σπίτια, λουλούδια. Σε μια ξύλινη χειροποίητη ταμπέλα γράφει: "Τα άνθη τα αγαπάμε, δεν τα κόβουμε". Είναι μεσημέρι και κάνει ζέστη. Όπως σε όλα τα χωριά, έτσι κι εδώ τηρείται αυστηρά η σιέστα. Μπαίνω στο μοναδικό ανοιχτό κατάστημα με τουριστικά είδη και ψωνίζω αποξηραμένες ντομάτες κι ένα χειροποίητο καλάθι».

2002

45. Ταχυδρόμος (ένθετο στην εφημερίδα Τα Νέα) [27 Απριλίου 2002, σελ. 66]
«Φως εκ δωτός»,
κειμ-φωτ: Γιάννης Ντρενογιάννης

«Άνοιξη στην Τήνο: [...] Το τοπίο στον Βώλακα δεν είναι τόσο σεληνιακό (σσ. Το πολύ πράσινο και τα δέντρα που έχουν φυτευτεί εδώ και χρόνια ακυρώνουν πλέον την παλιά εικόνα...) και οι θεόρατοι βράχοι, που έπεσαν σαν βροχή μετεωριτών είτε από ηφαίστειο της Σαντορίνης, φωλιάζουν κι αυτοί σαν υπερφυσικά αβγά σε πράσινο φόντο».

46. Explore the Blue (περιοδικό της Blue Star Ferries) [#1 Ιούλιος 2002, σελ. 14]
«Τήνος, ένα "χειροποίητο" νησί»,
κειμ: Σοφία Σπανέλη, φωτ: Κώστας Βλαχόπουλος

47. Επενδυτής [17-18 Αυγούστου 2002]
«Εκδρομή: Τήνος»,
κειμ-φωτ: Κώστας Κατσίγιαννης

48. Views of Greece [Καλοκαίρι 2002 (;), σελ. 32]
«Τήνος: Κρυφή γοητεία»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

49. Vita [Σεπτέμβριος 2002, σελ. 168]
«Τήνος: Το θαύμα των Κυκλάδων»,
κειμ-φωτ: Θοδωρής Αθανασιάδης, Ζερμαίν Αλεξάκη

«Από αυτό το σημείο εύκολα μπορούμε να επισκεφτούμε το χωριό Βώλακας, που βρίσκεται "εγκλωβισμένο" σε έναν τόπο απογυμνωμένο και διάσπαρτο από γκριζωπούς ογκόλιθους. Αξίζει να δείτε εδώ το ενδιαφέρον λαογραφικό μουσείο, αλλά και τους ντόπιους καλαθοπλέκτες, που επιμένουν σε πείσμα των σύγχρονων καιρών να διατηρούν ακόμα ζωντανή την τέχνη τους».

2003

50. Η Καθημερινή [Κυριακή 4 Μαϊου 2003, σελ. 5, ένθετη έκδοση "Τουρισμός"]
«Η άγνωστη Τήνος»,
κειμ: Ηλέκτρα Σαμοϊλη

«Αν ακολουθήσετε την αριστερή κατεύθυνση της ίδιας διασταύρωσης, παίρνετε το δρόμο προς το χωριό Βωλάξ. Πρόκειται για ένα από τα πλέον διάσημα χωριά της Τήνου. [...] Δυστυχώς, όταν επισκέφθηκα εγώ το χωριό, δεν ήταν εργάσιμη μέρα και δεν μπόρεσα να δω τους παραδοσιακούς καλαθοπλέκτες επί το έργον, στα εργαστήριά τους.

Μπράβο στους τοπικούς συλλόγους που απ' ό,τι έμαθα βρίσκονται πίσω από την προσεγμένη αξιοποίηση του χωριού (οι καλαίσθητες πινακίδες μέσα στα δρομάκια, αλλά και η φροντίδα του μικρού θεάτρου είναι δικό τους έργο)».

51. Αθηνόραμα [28 Αυγούστου - 4 Σεπτεμβρίου 2003, σελ. 152]
«Τήνος: Τα καλύτερά της»,

«Αφήστε τη φαντασία σας να οργιάσει στο Βωλάξ, ένα σχεδόν εξωπραγματικό χωριό, λες και εδώ κάποτε έβρεξε πέτρες. Ολοστρόγγυλοι ογκόλιθοι έχουν συνθέσει ένα εδαφολογικώς sui generis τοπίο –και σχεδόν πάνω σε αυτούς, οι άνθρωποι "στρίμωξαν" τα σπίτια τους. Κανείς δεν έχει έχει δώσει μέχρι σήμερα πειστική απάντηση για αυτό το ξάφνιασμα που σε περιμένει στο Βώλαξ. Οι κάτοικοι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να πλέκουν τα καλάθια τους και να αγναντεύουν τις πέτρες –έχουν πάψει από χρόνια να αναρωτιούνται.»

2004

52. Voyager [Aύγουστος 2004]
«Τήνος - Always more»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

2005

53. Τα Νέα [Σαββατοκύριακο 2-3 Απριλίου 2005, σελ. 48]
«"Φωνή" για την καταστροφή του Αιγαίου»,
κειμ: Παύλος Θ. Κάγιος

«"Είναι όντως "αγριευτικό" να βλέπεις το Αιγαίο που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, με τις παρθένες ακρογιαλιές, τις σκληροτράχηλες πλαγιές και τα χωριά τα σμιλεμένα στα βράχια, να εξαφανίζεται με γοργούς ρυθμούς και στη θέση του να αναδύεται ένα ατελείωτο... γιαπί χωρίς αμπέλια, χωρίς αλώνια [...]"».

54. Athens Voice [19-25 Μαϊου 2005, σελ. 54]
«Τήνος: Μεγάλη η χάρη της»,
κειμ: Αριστείδης Ζήνδρος

55. FHM [#3, Aύγουστος 2005, έξτρα έκδοση "Smart Guide Καλοκαίρι '05"]
«Κυκλάδες - Τήνος»,
κειμ: αδιευκρίνιστο

56. Ο Κόσμος του Επενδυτή [#11, 13 Αυγούστου 2005, ένθετη έκδοση "Ταξιδευτές του Κόσμου"]
«Ο περιστερώνας του Αιγαίου»,
κειμ: Γ. Κοκόλη

2008

57. Η Καθημερινή [Σάββατο 28 Ιουνίου 2008, σελ. 7]
«Κρυφές ομορφιές της Τήνου»,
κειμ: Ντίνος Κιούσης

58. Πρώτο Θέμα [Τρίτη 8 Ιουλίου 2008]
«Αλλο... τηνό θαύμα»,
κειμ: Νίκη Κουλτούκη, φωτ: Παναγιώτης Σαρρής

«[...] θέλοντας να μάθουμε τα μυστικά της καλαθοπλεκτικής από τους expert παππούδες στη Βωλάξ. Προστατευμένη από στρογγυλούς, μεσαίου μεγέθους ως επί το πλείστον, γρανιτένιους βράχους, η μυθολογία μοιάζει με πραγματικότητα, καθώς λέγεται ότι η σημερινή τοποθεσία του χωριού ήταν το πεδίο όπου έλαβε χώρα η μάχη των Τιτάνων. Οι Τήνιοι δεν πτοήθηκαν, με αποτέλεσμα να χτίσουν τα σπίτια τους ανάμεσά τους. Αυτού του είδους η πρωτοτυπία προσέλκυσε πλήθος τουριστών, οι οποίοι δεν περιορίστηκαν σε απλές διακοπές, αλλά αγόρασαν σπίτια και έμαθαν ελληνικά και καθημερινά επιβεβαιώνουν ότι το νησί είναι ένα από τα πιο όμορφα και ανόθευτα μέρη της πατρίδας μας».

2009

59. Explore Nature [Oκτώβριος 2009]
Κυκλοφόρησε με την Εφημερίδα Έθνος (24.10.2009) και στη συνέχεια «κανονικά» στα περίπτερα.
«Βωλάξ: Σεληνιακή Τήνος»
κειμ: Γιάννης Φώσκολος, φωτ: Ηρακλής Μήλας


Πολυσέλιδη (12 + εξώφυλλο) και πληρέστερη παρουσίαση του χωριού Βωλάξ από έναν άνθρωπο που γνωρίζει και αγαπάει το νησί! Γεμάτο πληροφορίες, ιστορικές αναφορές και όμορφες φωτογραφίες. Χορταστικό!

«Ο κ. Φυρίγος πλέκει σήμερα γύρω στα δύο καλάθια την ημέρα, που δεν τα αγοράζουν πια αγρότες, αλλά κυρίως οι τουρίστες. Κι εντάξει το καλοκαίρι. Αλλά μετά; Ρωτάμε τον 79χρονο καλαθοπλέκτη αν ο χειμώνας είναι δύσκολος και μοναχικός εκεί στα ορεινά της Τήνου. Η απάντηση που θα πάρουμε θα είναι αποστομωτική: "Καθόλου. Εδώ περνάμε μεγαλείο"...»

2010

60. Passport [Μάρτιος - Απρίλιος 2010]
«Τήνος: Πίσω από τη σκιά της Μεγαλόχαρης»,
κειμ: Ηλέκτρα Σαμοΐλη, φωτ: Άννα Χρυσοστομίδου

«Με αφετηρία πάντα τη Χώρα και ακολουθώντας την ίδια διαδρομή προς Πύργο, αν στη διακλάδωση του Τριπόταμου ακολουθήσετε την αριστερή κατεύθυνση θα φτάσετε στον Βόλακα. Αν ο Πύργος είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του νησιού, ο Βολάξ είναι ένα από τα γραφικότερα! Πολλοί επισκέπτες φτάνουν εδώ, εξαιτίας των παράξενων –σχεδόν σεληνιακών– βράχων που ξεπηδούν σε διάφορα σημεία ανάμεσα στο πράσινο της πεδιάδας. Οι δύο επικρατέστερες ερμηνείες υποστηρίζουν πως είτε πρόκειται για βροχή μετεωριτών είτε για θαλάσσια βράχια. Αφού χαζέψετε τους βράχους, προχωρήστε στα δρομάκια του χωριού, παρατηρήστε προσεκτικά τους καλαθοπλέκτες στα εργαστήριά τους και αγοράστε από εκεί τα σουβενίρ σας».

61. Lifo [#210, 8 Ιουλίου 2010]
«Τήνος: Το θαύμα του Δεκαπενταύγουστου»,
κειμ: Νίκος Δαββέτας, εικ: Γιώργος Γούσης

«Αξιοθέατα: Μια επίσκεψη στο χωριό Βώλαξ επιβάλλεται, αφού θα έχετε την ευκαιρία να δείτε ένα εξωπραγματικό τοπίο, που μοιάζει λες και έβρεξε πέτρες. [...] Secret island: Ο παράδεισος της αναρρίχησης. Ακόμα κι αν δεν είστε φαν της αναρρίχησης, αν σας τρομάζουν οι γκρεμοί αλλά γουστάρετε το σκαρφάλωμα, εδώ, στην Τήνο, γύρω από το χωριό Βώλαξ, υπάρχουν χιλιάδες σπαρμένοι βράχοι μικρού ύψους, όπου μπορείτε να δοκιμάσετε να σκαρφαλώσετε χωρίς σκοινιά ή άλλο τεχνικό εξοπλισμό. Αν πάλι είστε αναρριχητής επιδόσεων και απαιτήσεων, υπάρχει ένα θαυμάσια οργανωμένο αναρριχητικό πεδίο στο Ξώμπουργκο.»

62. Athens Voice[Ιούλιος 2010]
«Η παγκόσμια λογοτεχνία στην Τήνο»
κειμ: αδιευκρίνιστο

«Το 1ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου διοργανώνεται από τις 29 έως τις 31 Ιουλίου. [...] 17 ποιητές και 11 πεζογράφοι, μεταξύ των οποίων οι Ορχάν Παμούκ, Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Κική Δημουλά, Ζυράννα Ζατέλη, Τίτος Πατρίκιος, ΈÏρση Σωτηροπούλου, Θανάσης Βαλτινός και άλλοι διαβάζουν και μιλούν για τα έργα τους [...]»

63. Athens Voice [Ειδική έκδοση "Summer Guide '10", Iούλιος - Αύγουστος 2010, Vol. 7, σελ. 124]
«Τήνος»,
κειμ: Etten

«Η Βωλάξ είναι ένα άλλο εντυπωσιακό και ιδιαίτερο μέρος στο νησί. Βρίσκεται σε ένα οροπέδιο και περιτριγυρίζεται από πέτρες και τεράστιους σφαιρικούς γρανιτένιους βράχους ηφαιστειογενούς προέλευσης. Κάποιοι λένε ότι είναι απομεινάρια μάχης γιγάντων...»

64. Τα Νέα [Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010, σελ. 6]
«Χαμένοι τη μετάφραση»
κειμ: Μικέλα Χαρτουλάρη

«Γεμάτο το θεατράκι του χωριού Βωλάξ τη δεύτερη μέρα του Διεθνούς Λογοτεχνικού Φεστιβάλ Τήνου. [...] Η υπάλληλος της Πολεοδομίας, η ζαχαροπλάστρια, ο δάσκαλος, ο φέρελπις και ταλαντούχος μουσικοσυνθέτης, η ανήσυχη νεολαία, οι αναγνώστριες της Ζατέλη, κόσμος πολύς της περιφέρειας, έσπευσαν δίπλα στους κουλτουριάρηδες που "ξέρουν από τέτοια", δίπλα και στον Κώστα Τσόκλη που εμφανίζεται ως γκουρού του νησιού. Πήγαν "όλοι", αλλά πόσα κατάλαβαν αφού τόσο οι ελληνόγλωσσοι όσο και οι ξενόγλωσσοι χάθηκαν στη μετάφραση;».
Αλέξανδρος Ιόλας: Ο ιδιοφυής μαικήνας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΪΛΑΚΗΣ (ethnos.gr)
Γνώρισε τη λατρεία και την κατακραυγή, τη δόξα και την απέχθεια, την αποθέωση και τη μικροπρέπεια. Ενας μαικήνας με παγκόσμια αναγνώριση και επιβολή, ένας πολίτης του κόσμου με αλάνθαστο καλλιτεχνικό αισθητήριο και -πάνω απ’ όλα- ένας διορατικός συλλέκτης, ο οποίος ήταν -ταυτόχρονα- ασυνήθιστα ευφυής ως έμπορος.
Πολλά από τα μεγάλα ονόματα της τέχνης οφείλουν -λίγο ή πολύ- την καθιέρωσή τους σε εκείνον: Ο Μαξ Ερνστ, ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Αντι Γουόρχολ, ο Ιβ Κλάιν, ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Μία ιδιαίτερα έντονη και αντιφατική προσωπικότητα που συνδύαζε μοναδικά όλες εκείνες τις ιδιότητες που θα του επέτρεπαν να πετύχει: Οξυδερκής και τολμηρός, αδίστακτος και εκρηκτικός, είρων και στοργικός, ραδιούργος και τυχοδιωκτικός, αλλά και γοητευτικός, απρόβλεπτος, υπερβολικός, εκκεντρικός, σίγουρα πολυτάλαντος και -εν τέλει- αξεπέραστος
Ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν αρχικά το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1908 και ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας εμπόρων βαμβακιού. Εκείνη την εποχή η ανατροφή μέσα σε ένα «αυστηρών αρχών» οικογενειακό περιβάλλον σήμαινε ξύλο, τιμωρία, επιβολή της τάξης από τον πατέρα, μία δυσβάσταχτη και συχνά αποτρόπαιη πειθαρχία. Κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες το νεαρό αγόρι διαβάζει συνεχώς, μαθαίνει πιάνο και δείχνει έγκαιρα μία μεγάλη ευχέρεια στην εκμάθηση ξένων γλωσσών- μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και αραβικά.
Ηταν ήδη εμφανές ότι επρόκειτο για μία -δίχως άλλο- ξεχωριστή περίπτωση: Ενα παράξενο μείγμα ρεαλισμού και ονειροπολήσεων, που ενώ οι συμμαθητές του μπροστά στην πυραμίδα του Χέοπα θαύμαζαν την κορυφή της, αυτός φανταζόταν τους αμύθητους θησαυρούς τέχνης και χλιδής οι οποίοι κρύβονταν στους ανήλιαγους βασιλικούς τάφους.
Ο πατέρας του, ωστόσο, επιθυμούσε ο γιος του να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, αλλά εκείνος από πολύ νωρίς ανακάλυψε ότι ο προορισμός του ήταν διαφορετικός: Είχε έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Βέβαια, αργότερα θα διαπίστωνε ότι ήταν γεννημένος και για τα δύο -με τα γνωστά εντυπωσιακά αποτελέσματα. «Θυμάμαι σαν τώρα», είχε πει κάποτε, «όταν σκαστός από το σπίτι μου είδα τη Μαρίκα Κοτοπούλη που ήρθε στην Αλεξάνδρεια και έπαιζε την Κλυταιμνήστρα. Οχι μόνο μαγεύτηκα, άλλαξε η ζωή μου. Κατάλαβα ότι ήμουν γεννημένος για την τέχνη».
Κάπως έτσι, ακολουθώντας μία βαθύτερη εσωτερική παρόρμηση και με βαρύτιμο εφόδιο τρεις συστατικές επιστολές του Καβάφη προς τους Σικελιανό, Παλαμά και Μητρόπουλο, ο μικρός τυχοδιώκτης εγκαταλείπει το σπίτι του και με τις λιγοστές οικονομίες του μεταβαίνει, τον Νοέμβριο του 1927, στην Αθήνα. Μένει σε ένα δωμάτιο στην οδό Αριστοτέλους, επισκέπτεται συχνά την Ακρόπολη όπου του αρέσει να χορεύει, ενώ κάποια στιγμή τον φωτογραφίζει εκεί η Nelly’s.
Είναι από εκείνη την εποχή που -ανάμεσα στις άλλες του ικανότητες- ξεχωρίζει μία: Η κοσμοπολίτικη, περισσή -θα έλεγε κανείς- άνεση με την οποία θα κινείται σε όλη του τη ζωή στους καλλιτεχνικούς κύκλους ανά τον κόσμο.
Πάντως, αν και ο Ιόλας είχε καλλιτεχνικές τάσεις, δεν διέθετε κάποιο εμφανές ταλέντο και όλο αυτό το απόθεμα ευαισθησίας που είχε μέσα του δεν είχε βρει ακόμα μία διέξοδο. Επειτα από παρότρυνση του Αγγελου Σικελιανού, φεύγει τελικά για την Ευρώπη και επειδή τον βοηθούσε το καλοσχηματισμένο, ανάλαφρο σώμα του, στρέφεται πιο σοβαρά στον χορό.
Σύντομα, η ευκολία με την οποία γνώριζε τους «κατάλληλους» ανθρώπους αποδίδει καρπούς και -ακολούθως- συνεργάζεται με το Θέατρο Σάλτσμπουργκ, με την Οπερα του Βερολίνου και την Κίρα Νιζίνσκι- την κόρη του διάσημου χορευτή. Ολα έδειχναν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους χορευτές του κόσμου. Αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1933, υποχρεώνεται λόγω της ανόδου του ναζισμού να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Μετακομίζει, λοιπόν, στο Παρίσι, όπου συνεχίζει τη χορευτική του καριέρα, ενώ -παράλληλα- έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες και ποζάρει ως μοντέλο για τον ντε Κίρικο και τον Χέρμπερτ Λιστ.
Ενα απρόσμενο γεγονός, όμως, θα σταθεί η αφορμή να εγκαταλείψει για πάντα τον χορό και να ασχοληθεί με τη συλλογή έργων τέχνης. «Μια μέρα εκεί που περπατούσα στον δρόμο, είδα σε μια βιτρίνα έναν πίνακα και χωρίς να ξέρω γιατί σταμάτησα μπροστά του σα μαγεμένος», θα εξηγήσει χρόνια αργότερα, με την αλήθεια -ωστόσο- να είναι λίγο διαφορετική.
Στην πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον χορό εξαιτίας ενός τραυματισμού στο πόδι. Απ’ την άλλη, η συναναστροφή του με τους Παριζιάνους σουρεαλιστές τον ενθουσιάζει και του δίνει την ιδέα: να ασχοληθεί με το εμπόριο έργων τέχνης. Και εδώ ακριβώς είναι που διαφαίνεται η ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου Ιόλα: Σε καιρούς πραγματικά ανυποψίαστους, αντιλαμβάνεται έγκαιρα ότι οι μεταπολεμικές Η.Π.Α. ήταν έτοιμες να υποδεχθούν την ανήσυχη Ευρώπη.
Η τέχνη πλέον όχι μόνο αποκτούσε την αγορά της, αλλά και τη δική της χρηματιστηριακή αξία, με τον Ιόλα να πρωτοστατεί σε αυτό. Βασίζεται αποκλειστικά στο ένστικτό και στις γνώσεις του και το έμπειρο μάτι του διακρίνει τα πάντα- αναξιοποίητα ταλέντα, παραγνωρισμένους καλλιτέχνες, νέες τάσεις: πατρονάρει, επιλέγει, αναθέτει, αγοράζει, προωθεί.
Ωσπου, το 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στην 55η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, την περίφημη Hugo Gallery. Αν και δεν είχε ο ίδιος την οικονομική δυνατότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα κατάφερε χάρη στις φιλίες του με καλλιτέχνες και συλλέκτες, αλλά και στη γνωριμία του με τη δούκισσα Maria Hugo, να βρει το απαραίτητο κεφάλαιο. Από εδώ και πέρα, η ζωή του γίνεται ένα συνεχές ταξίδι μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Μία περίοδος στην οποία τα έχει όλα: Νιάτα, ταλέντο, πάθος για δουλειά, επιτυχία, αναγνώριση.
Δουλεύει πυρετωδώς, οργανώνει εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ανοίγει τη μία γκαλερί πίσω απ’ την άλλη και -πρωτίστως- συμβάλλει καίρια στην καθιέρωση στην Αμερική των εξόριστων -εξαιτίας του πολέμου- σουρεαλιστών, οι οποίοι βρίσκουν, επιτέλους, ένα ευρύ κοινό. Ο Ιόλας, διαβλέποντας την προοπτική αυτής της νέας -και με εξαιρετικές προοπτικές- αγοράς, δραστηριοποιείται δυναμικά και γίνεται από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης-δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί: Το 1963 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Γενεύη, το ’64 στο Παρίσι, το ’65 στο Μιλάνο και λίγο αργότερα στη Μαδρίτη.
Είναι, πια, πολλοί οι καλλιτέχνες που πηγαίνουν στην Αμερική, αναζητώντας την επιτυχία και ο «δαιμόνιος» Ιόλας -σχεδόν πάντα- τους την εξασφαλίζει: Τους δίνει χρήματα με τον μήνα ώστε να τους κάνει να δουλεύουν μόνο γι’ αυτόν, ενώ τους κλείνει αποκλειστικά συμβόλαια. Μάλιστα, θα παραμείνει ο αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ -στις Η.Π.Α.- μέχρι τον θάνατο τους, ενώ το 1953 διοργανώνει την πρώτη ατομική έκθεση του Αντι Γουόρχολ και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ.
Μερικοί ακόμη από τους καλλιτέχνες με τους οποίους θα συνεργαστεί -όλα αυτά τα χρόνια- είναι οι Μαν Ρέι, Ζαν Κοκτό, Ντε Κίρικο, Μπράουνερ, Ρενό, Φινότι, Κουνέλλης, Μόραλης, ενώ -σταδιακά- εστιάζει και στη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις, Καρέτσου, Ακριθάκης, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει καριέρα στο εξωτερικό.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 περνάει περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα, συνεργάζεται με διάφορες γκαλερί και χτίζει, στην Αγία Παρασκευή Αττικής, ένα σπίτι -ακριβέστερα, ένα ανάκτορο- όπου μεταφέρει τη σπουδαία προσωπική του συλλογή: έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Τέχνης, τεράστιας καλλιτεχνικής και χρηματικής αξίας. Ομως, αυτή η επάνοδος στην ιδιαίτερη πατρίδα του σε συνδυασμό με τον εκκεντρικό και επιδεικτικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του, θα συνοδευτεί -τελικά- με την πτώση του.
Ο Ιόλας δεν δίστασε ποτέ να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, αλλά αυτή του η ειλικρίνεια θα αντιμετωπιστεί με κακεντρέχεια από μερίδα του ελληνικού τύπου που -το 1983- θα διασύρει ανεπανόρθωτα το όνομά του. Τα πρωτοσέλιδα της εποχής έγραφαν για «ρωμαϊκά όργια στο σπίτι του ανώμαλου συλλέκτη» και το θέμα δεν θα αργήσει να πάρει διαστάσεις σκανδάλου και να φτάσει μέχρι τα δικαστήρια, με τον Ιόλα να κατηγορείται για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών, ακολασία με νεαρούς άντρες και παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουνίου 1987, πτοημένος, εξαντλημένος και εξευτελισμένος από έναν λαό που ο ίδιος -σε όλη του τη ζωή- τον είχε στο μυαλό του εξιδανικεύσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του, η επιθυμία του να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο ελληνικό κράτος δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά του και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του χάθηκε!
Οσο για το όνειρό του να δημιουργήσει ένα «Μουσείο Ιόλα» στη Θεσσαλονίκη, έμεινε μόνο στα προσχέδια- τον πρόλαβε το ανάξιο τέλος του. Εάν, πάντως, κάτι μένει από την ιστορία του Ιόλα δεν είναι τόσο το παράδειγμα ενός ανθρώπου που ήξερε -στο μέτρο του δυνατού- να καταφέρνει ό,τι ήθελε. Αλλά, κυρίως, ότι αυτή η -άνευ όρων και ορίων- επιτυχία συνήθως δεν συγχωρείται από κανέναν. Κάτι που στην περίπτωσή του είναι όχι μόνο προφανές, αλλά και ανησυχητικά θλιβερό...