12/02/2010

Αλέξης Ακριθάκης

"Αγαπητέ Νίκο

Η φυσική μου κατάσταση είναι στα μαύρα της τα χάλια. Η πολιτική γύρω μου είναι σαν τα ερείπια ενός μεγάλου σεισμού. Κι εγώ μόνος έχω κλειστεί στο σπίτι μου και ζωγραφίζω με τον φόβο ενός ισορροπιστή στο σχοινί του τσίρκου. Γιατί η τέχνη έχει μια ευθύνη.
Η τέχνη έχει την δύναμη να ανατρέψει και κυβερνήσεις. Αυτός είναι και (ο ρόλος) της.
Ο ζωγράφος βλέπει πάντα εξωτερικά. Ο καλλιτέχνης βλέπει εσωτερικά-είναι κάτι σαν την φωτογραφία να αντιστρέφεις το είδωλο.
Η τέχνη έχει και μία υποχρέωση στον πολιτικό τομέα αλλά όχι πολιτικά ενταγμένη. Γιατί ανήκει σε όλους ακόμη και σε αυτούς που δεν την καταλαβαίνουν τέχνη είναι κάτι το σημερινό και το αέναο-όσοι έχουν αυτιά να βλέπουνε και όσοι έχουν μάτια να ακούνε.
Είναι ξημέρωμα. Έχω κουραστεί και εγώ δεν βλέπω-μόνο σκέπτομαι. Και είναι που πριν πολλά χρόνια στο Μιλάνο μου είχε πει ο Ιόλας…”Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι τυφλός.”
Φιλιά. Αλέξης 22/03/1993
Σίγουρα δεν ήταν από τα ευκολότερα πράγματα που μου ζήτησαν να κάνω : Να ασχοληθώ με τις αυτοκτονίες των φίλων του Αλέξη Ακριθάκη, αλλά και τον αυτοκτονικό τρόπο ζωής του ίδιου του φίλου μου.
Τον Μάρτιο σε μια συνάντησή μας με την γυναίκα της ζωής του και μητέρας της λατρεμένης κόρης τους Χλόης στο μουσείο Κυκλαδικής τέχνης, η Φώφη Ακριθάκη μου είπε ότι “Ο Αλέξης τον θάνατο δεν τον φοβήθηκε ποτέ. Είχε εξοικειωθεί μαζί του. Είχε συμφιλιωθεί.
Σκέφτομαι ότι ο θάνατος είναι το ποσοστό συνειδητής ζωής που αφήνει ο άνθρωπος αχρησιμοποίητο. Ειδικά όταν γεννιέται καλλιτέχνης όπως στην περίπτωση του Αλέξη Ακριθάκη το ποσοστό αυτό τον πνίγει… τον απειλεί.
Ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Είχε δημιουργήσει έναν ολόδικό του ηθικό δεκάλογο με τον οποίο ξόρκιζε ότι τον ενοχλούσε…ότι άσχημο άλλαζε την καθημερινότητά του.
Μέρα και νύχτα όταν η αδικία γύρω του ασχημονούσε εκείνος γύριζε στις δημιουργίες του. Ήταν μια πράξη καθαρότητας η ζωγραφική του. Ήταν μια πράξη αισθητική. Μα στο βάθος ήταν ηθική. Αφού από μικρό παιδί σχεδόν την αδικία είχε συνηθίσει να την βλέπει σαν μια πράξη ασχήμιας.
Είχα την χάρη να με τιμήσει με την φιλία του τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του. Μια φιλία έντονη η οποία μου επιτρέπει να ισχυριστώ πια σήμερα πως όταν επρόκειτο να θιγεί η ανθρωπιά του, ζητούσε να αντιδράσει σαν οργανισμός πια…να βρίσει…να δημιουργήσει πράγματα που ότι κι αν τους κάνεις δεν λερώνονται με τίποτα : ένα καράβι, μια βαλίτσα, μια σφήνα, ένα τόξο, μια καρδιά…μια μπόλικη δόση ηρωίνης η αλκοόλ στο αίμα του…”Αλέξη παράτα το…αυτοκτονείς…του είχα πει σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις για να εισπράξω την απάντηση…”Αυτή η πραγματικότητα μπορεί να είναι πιο σύμφωνη με την αλήθεια, μην προσπαθείς να αποδείξεις την αλήθεια…όποιος αποδεικνύει την αλήθεια της κάνει κακό…”
Ο Αλέξης μεταλαβαίνει την σοφία των γραμμών και των εικόνων δίνοντας τους την δύναμη των συμβόλων. Η διαφάνεια του ουρανού τον εμπνέει. Η ελευθερία του υγρού στοιχείου τον συγκλονίζει. Το ταξίδι και η φυγή ήταν νόμοι για τον καλλιτέχνη. Νόμοι που υπαγορεύουν πράξεις με ανάλογη σημασία. Το Φως και το Σκοτάδι είναι το ξεκίνημα και το τέλος της ζωής. Είναι ολόκληρος ο κόσμος “Είναι η επαναστροφή μου πάνω στις αμαρτίες μου που με κάνει καλλιτέχνη” θα μου πει σε μια από τις ατέλειωτες συζητήσεις μας.
Όταν η απελπισία του χτυπούσε το κουδούνι την δεχόταν. Και της αντέτασσε ένα τοξάκι, ένα κυματάκι, μια καρδιά…Δεν εθρήνησε ο Αλέξης στα δύσκολα. Ήξερε να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με την πιο διαυγή, καθαρή σύνθεση που το πνεύμα του μπορούσε να συλλάβει. Από το σύμβολο του ναυαγίου έβγαινε ένα υψηλό δίδαγμα φωτός…
Την έπαθε συχνά και αυτοτιμωρήθηκε αρκετά. Κράτησε όμως ακέραια την φυσιογνωμία του και έριξε στον κόσμο της τέχνης δυο-τρία πράγματα. Αυτή είναι η μεγαλοσύνη του και η τιμιότητά του.
Με τον Αλέξη γνωριστήκαμε το 1984. Μου είχε μιλήσει ο Αλέξανδρος Ιόλας με πάθος για τον Ακριθάκη. Τον θαύμαζε. Πίστευε ότι ήταν ο πλέον αυθεντικός καλλιτέχνης που είχε συναντήσει ποτέ…Την ώρα που κυλούσε η ηρωίνη ή το αλκοόλ στο αίμα του κατέγραφα τις σκέψεις του στο μαγνητόφωνο. Αυτές τις σκέψεις, αυτές τις συζητήσεις από τον “καταραμένο” της γενιάς του (που έβλεπε τους φίλους του να αυτοκτονούν) παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Ήταν τέχνη το βρίσιμο. Τέχνη η αστότητά του. Ήξερε να αυτοσαρκάζεται και παθιαζόταν στην αδυναμία του να μην μπορεί να πει τι είναι τέχνη…ήξερε όμως ότι το να είσαι καλλιτέχνης είναι πράξη φονική. “Το πληρώνεις πολύ ακριβά Νίκο…βάστα μην είσαι καλλιτέχνης…Το πληρώνεις πολύ ακριβά”.
Δεν γνωρίζει τι είναι τέχνη. Ξέρει όμως ότι είναι μια αρρώστια…πράξη φονική. Κι ακόμη ότι το πρόβλημα του καλλιτέχνη του ίδιου είναι αυτοκτονικό.
Είναι κατάρα. Αλλά είναι και χυδαίο να βγάζεις λεφτά από την τέχνη. Τα πράγματα είναι μέσα και όχι έξω.
Ο Αλέξης Ακριθάκης αγνοεί την αλήθεια. Όπως και την τέχνη. Είναι ο μόνος τρόπος να εξηγηθεί.

-Αλέξη…γεννήθηκες?
-Ε ναι γεννήθηκα δεν φυτρωσα! Με παιδικές μνήμες που καλύπτονται από στάχια.
-Τι ήταν αυτό που σε έκανε παιδί ακόμα να ανακατευθείς με τα χρώματα?
-Τα λαϊκά μπουρδελα.
-Σου άρεσαν τα μπουρδέλα από μικρός?
-Το τι ξύλο είχα φάει δεν λέγεται. Το’σκαγα από το σπίτι, όμως το γούσταρα (εν. το ξυλο).
-Και η αντίδραση των γονιών σου?
-Θέλανε να πάω στο εργοστάσιο που είχαν οι ίδιοι.
-Η σχέση σου με το εργοστάσιο ποια ήταν?
-Καμιά. Το μισούσα.
-Και η πρώτη σου επαφή πια πρόσωπο με πρόσωπο με πουτσα?
-Όταν έφυγα από το σπίτι. Πέρασα μια μεγάλη περίοδο στο καφενείο “Οι Τρελες Αδελφες”. Ήταν μαζεμένοι όλοι εκεί τότε. Εκεί γνώρισα τον Χατζιδάκι, τον Μακρή, τον Αργυράκη, την Σπεράντζα Βρανα, τον Ωνάση…όλοι μαζευόντουσαν εκεί τότε.
-Αυτοί ωστόσο είχαν μία ευθεία διαδρομή ενώ εσύ έκανες συνέχεια ένα σλάλομ.
-Ναι. Αλλά πήγαινα παράλληλα με αυτούς. Διαδρομές οι οποίες ήταν ατέρμονες.
-Αλήθεια, έχεις μαλώσει ποτέ με καλλιτέχνες? Γιατί ξέρω ότι πολλούς τους βρίζεις…
-Μπορεί να τους έχω βρίσει αλλά λίγοι καλλιτέχνες είναι κακοί άνθρωποι.
-Την ύβρη δηλαδή την χρησιμοποιείς μέσα από μια πατίνα χιουμοριστική?
-Πάντα. Γι’αυτό έχω αποτύχει.
-Ποιοι από τους καλλιτέχνες που έζησες κοντά τους είχαν χιούμορ?
-Χιούμορ είχε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο Κώστας Ταχτσής είχε επικίνδυνο χιούμορ, που σημαίνει ότι δεν ήξερες που βρισκόσουνα αν σε έπιανε στο στόμα του. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε κι αυτός επικίνδυνο χιούμορ. Άσε που με είχε καλέσει μα φορά να φάω σπίτι του και δεν έφαγα. Σιχάθηκα. Που δεν σιχαίνομαι, τρώω από κάτω. Πιο βρόμικος άνθρωπος δεν υπήρχε… πολύ βρόμικος…αλλά πολύ καθαρός στα χρώματά του.
-Τι είναι τέχνη Αλέξη?
-Δεν ξέρω
-Γιατί οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να πουν τι είναι τέχνη?
-Δεν ξέρω, ειλικρινά. Μια ανάγκη ζωής είναι…είναι μια αρρώστια…δεν έχει υπάρξει καλλιτέχνης που να έχει δώσει ορισμό της τέχνης. Ούτε θα υπάρξει. Έτσι είναι.
-Μήπως το να κινείσαι έξω από τα όρια είναι τέχνη?
-Ναι, αυτό είναι. Μόνο μην ξεχνάς ότι το πρόβλημα του καλλιτέχνη είναι αυτοκτονικό τελείως.
-Είναι λύτρωση να είναι κάποιος καλλιτέχνης?
-Δεν θα το’λεγα λύτρωση θα το’λεγα κατάρα.
-Το πληρώνει ακριβά?
-Ναι. Η φτηνά…αν είναι τίποτα
-Είσαι μποέμ Αλέξη?
-Ξέρω γω…
-Καταραμένο?
-Είμαι. Το έγραφα από πολλά χρόνια στο κουδούνι μου στο Παρίσι.
-Οι μποέμ καλλιτέχνες κυκλοφορούν με κάντιλακ?
-Όχι μωρέ, μια Άλφα Ρομέο έχω μεταχειρισμένη…έχω σπάσει 15 αυτοκίνητα.
-Με πόσα χιλιόμετρα τρέχει το μυαλό σου Αλέξη?
-Δεν κοιμάμαι όλη την νύχτα…και τρέχω με χίλια.
-Μίλησε μου για την παιδαγωγική σου? Τι έμαθες στους μαθητές σου σαν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου? Γιατί θέλησες να γίνεις καθηγητής?
-Τους έμαθα να βλέπουν τα πράγματα από μέσα τους και όχι να τα απεικονίζουν απέξω τους. Πώς να στο πω…να τα βλέπουνε μέσα τους. Θέλει πολύ δυνατή άσκηση αυτό. Ένα χάϊδεμα θέλει και το καταλάβανε οι μαθητές μου. Ένα άγγιγμα ότι μέσα είναι τα πράγματα δεν είναι έξω.
-Εσύ για να το καταφέρεις αυτό τι χρειάστηκες?
-Ξέρω γω…από 16 χρονών που έφυγα από το σπίτι. Τόσο χρειάστηκε.
-Μια απόφαση μόνο?
-Μια τόλμη θα έλεγα. Ή ένας βιασμός, όχι σε παρθένα…αλλά στον ίδιο μου τον εαυτό.
-Τι ψάχνεις να βρεις Αλέξη?
-Την ουσιαστική έννοια ψάχνω να βρω Νίκο. Γι’αυτό όποτε έχω διδάξει δεν έχω πει ποτέ στους μαθητές μου 10 πράγματα. Πάντα τους λέω ένα. Μόνον ένα. Για να μπορεί να γίνει αφομοιώσιμο μέσα τους, γιατί, αν τους πεις 10, δεν μαθαίνουνε καλά. Και αυτό το είχα ζήσει από την σχολή στο Παρίσι που, εντάξει, μας λέγανε πολλά, αλλά κάθε μέρα που έφευγα κράταγα μόνο ένα πράγμα.
-Είσαι πολύ φειδωλός στις εκθέσεις σου, είσαι πολύ φειδωλός στο έργο σου, δεν παρουσιάζεσαι συχνά, γιατί?
-Δεν έχω λόγο να μιλήσω. Για να βγω να μιλήσω, πρέπει να βρίζω από το πρωί έως το βράδυ. Έβρισα μία φορά, έβρισα δύο και για να βρίσω κάποιον πρέπει να με προκαλέσει.
-Να βρίσεις γιατί?
-Να τους χέσω γαμώτο. Γιατί σε αναγκάζουν να βρίσεις. Το φέρνουν από δω, το φέρνουν από κει, τάχας με μία ευγένεια, αλλά σε φέρνουν μέχρι το λαιμό…αυτοί δεν βρίζουνε, αλλά σε φέρνουνε σε θέση να τους βρίσεις. Σε ενοχλούν στα ίσια. Κοντράρεσαι. Η συμπεριφορά τους είναι χυδαία. Σε κοροϊδεύουν, σε αντιγράφουν. Όταν εσύ έχεις κάνει μια ολόκληρη διαδρομή, και έρχεσαι να βάλεις τρικλοποδιά σε μένα, εγώ δεν έχω τι να σου πω. Εγώ δεν έχω πόδι να σου βάλω τρικλοποδιά εκείνη την ώρα. Διότι εσύ λειτουργείς με ένα σύστημα από πίσω σου, που σε έχει καλύψει πλήρως και εγώ είμαι ένας φτωχός ξεβράκωτος καλλιτέχνης.
-Έχεις μια τρέλα Αλέξη.
-Εγώ έχω τρέλα?
-Την τρέλα του καλλιτέχνη.
-Πάρα πολλές φορές στην ζωή μου η τρέλα έχει λειτουργήσει και μου έχει ταράξει το μυαλό. Θυμάμαι ένα Σάββατο βράδυ που έφευγα και πήγαινα κάπου στην Ξενοκράτους στο Κολονάκι. Θυμάμαι τις αντιδράσεις των πλουσίων που με θέλανε και δεν με γαμήσανε. Ήταν και μια ηδονική θέση δική μου. Τρέλα δηλαδή.
-Είναι τρέλα και τώρα που τολμάς και το λες…
-Δεν ντρέπομαι, γιατί να ντραπώ για πράγματα που έχω κάνει. Εκείνο που με ενοχλεί σε πολλούς είναι ότι έχουν κάνει μύρια όσα και το κρύβουνε.
-Δεν φοβάσαι?
-Τι να φοβηθώ…για να τα πω αυτά δεν φοβάμαι πρώτα το παιδί μου. Γιατί να το πει άλλος στην κόρη μου και να μην της το πω εγώ.
-Έχεις απομονωθεί Αλέξη?
-Ναι για αρκετό καιρό.
-Ποια είναι η αφορμή?
-Δεν θέλω να πω.
Δημοσιεύω αυτή την συνομιλία σαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της σκέψης και της φιλοσοφίας του στην καθημερινότητά του.
Είχε υπόσταση η προσωπικότητά του και ας κινδύνευε. Δεν τον ένοιαζε τον Αλέξη πότε θα φύγει ήταν κάθε μέρα έτοιμος για το ταξίδι αυτό. Γιατί από πολύ νωρίς είχε ολοκληρώσει έναν κόσμο τον οποίο είχε διαμορφώσει μόνος του. Ήταν μια αντιμετώπιση του θανάτου αυτή. Όλοι αργά η γρήγορα κάτι αντιτάσσουν στον θάνατο. Άλλος την θρησκεία, άλλος το καθήκον, άλλος την οικογένεια…την θρησκεία…την πατρίδα…την επιστήμη…την επανάσταση…και όπως θα έλεγε ο ποιητής… “Πολλοί αντιτάσσουν στον θάνατο την επιπολαιότητά τους και μόνο, το κρασί η την μεγαλύτερη ηδονή.” Σε όλα μέσα ήταν ο Αλέξης. Αλλά προτιμούσε, λάτρευε το γράψιμο και την ζωγραφική του. Ένα ολόκληρο έργο-κόσμος που ήταν τόσο δεμένο με την ζωή του, τόσο ιερό και τόσο υπάκουο στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης του : “Ο θάνατος έχει αίσθηση και αμεσότητα…είναι μια αστραψιά στο σκοτάδι, έχει μια σπιρτάδα…δεν έχει κουβεντολόι”, θα παρατηρήσει στην εμμονή μου να μετριάσει το αλκοόλ που έβλεπα μέρα τη μέρα να τον σκοτώνει… “Εντάξει μωρέ Νίκο θα την βγάλουμε…”
Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, θεωρητικός τέχνης και φίλος του από τα χρόνια του Βερολίνου σημειώνει στο βιβλίο του : “Αλέξης Ακριθάκης” Εκδόσεις Αδάμ 2006 “Για πολλά χρόνια ο νεαρός Ακριθάκης δεν θα έχει ατελιέ, ούτε καν σπίτι. Ζει διάχυτα και σκόρπια από δω και από κει, αλλά κυρίως ζει δίπλα στον Μακρή, τον Ταχτσή, τον Εμπειρίκο, τον Βαλαωρίτη, τον Σχινά, τον Αραβαντίνου, τον Κουτρουμπούση, τον Πουλικάκο, τον Δενέγρη, τον Γονατά, τον Καρούζο, τον Σαχτούρη, τον Πετρόπουλο, τον Μειμάρη, τον Χέλμη, τη Λυμπεράκη, τον Βαλτινό. Όλοι τους συγγραφείς, και πρώτα απ’όλα ποιητές. Οι καλύτεροι της γενιάς τους, οι πιο αληθινοί.”
Η ζωή του Βερολίνου στα πρώτα χρόνια του ’70, συγκεντρώνει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλούσιες καλλιτεχνικές και πνευματικές κοινότητες στον κόσμο. Συναντήσεις, εκδηλώσεις, εργαστήρια, συζητήσεις, εμπειρίες, χάπενινγκ, εκθέσεις και περιπέτειες, συγκροτούν μια από τις πιο ελευθεριάζουσες, δημιουργικές, φιλελεύθερες και δυναμικές στιγμές στην καλλιτεχνική ιστορία του 20ου αιώνα. Το έργο και η προσωπικότητα του Ακριθάκη θα επέμβουν ριζοσπαστικά σ’αυτό το κλίμα και σύντομα θα δώσουν έναν ιδιαίτερο τόνο και μια λεπτή χροιά στον αυτοσχεδιασμό, την απόγνωση, την φαντασία, την ηδονή, την αυτοκαταστροφικότητα, την αφέλεια, την ανιδιοτέλεια, τον πόνο, το πάθος, τον αυτοσαρκασμό, την μέθη, το γκροτέσκο, το νέο-ντανταιστικό πνεύμα, το παράλογο, την γενναιοδωρία, την παιδικότητα, τη φάρσα, τον έρωτα, την αυτοκτονικότητα, τη φιλία, την αδρεναλίνη, την ατέλειωτη κατανάλωση ενέργειας και την πτώση. Και ι Ακριθάκης δεν προσποιείται. Πέφτει από ψηλά και ξανασηκώνεται, τσαλαπατημένος αλλά με το χαμόγελο, χωρίς δικαιολογίες, περήφανος, ευπροσήγορος μέχρι το τέλος.
Από την φάμπρικα μέχρι τη διαδήλωση, από το τσίρκο μέχρι την κηδεία, από το θέατρο μέχρι τον Καραγκιόζη, από την μέθη μέχρι το δημόσιο χάσιμο του εαυτού, η διάσταση που τον απασχολεί αδιάκοπα αγγίζει μία πρωτόγνωρη, αρχαϊκή δραστηριότητα, που συνιστά μια συνεχή γιορτή, πέρα από κάθε τυπικό και που, όπως κάθε πρωτόγονη και αρχέγονη γιορτή σέρνει το ζώο από μέσα μας στον βωμό της προσφοράς. Είναι, μ’αυτόν τον τρόπο, μοίρασμα της θυσίας και του δώρου που ενσαρκώνει παραδειγματικά και αυτόβουλα η τέχνη και η προσφορά της. “Τέχνη είναι ο βαθύς ο πόνος. Τέχνη είναι ο βαθύς ο έρωτας. Τέχνη είναι το προθανάτιο γέλιο. Τέχνη είμαστε ΕΜΕΙΣ με όλα τα ελαττώματα και τα πάθη. Δεν υπάρχει προτέρημα στη τέχνη.” Γράφει ο Ακριθάκης το 1977.
Ακόμα και αν ο Ακριθάκης έχει ήδη μπλέξει με τα ναρκωτικά από το 1971 στο Βερολίνο, δεν είναι τα ναρκωτικά που εννοεί όταν μιλάει για ελαττώματα και πάθη. Δεν χρειάζεται δικαιολογίες γι’αυτά που κάνει…Δεν είναι ο καλλιτέχνης που παίρνει ναρκωτικά. Ο Ακριθάκης τα χρειάζεται όταν δεν είναι συγκεντρωμένος στην γραφή του έργου του, όταν η καθημερινότητα τον φθείρει και νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, τις στιγμές που δεν είναι ένα με τον πόνο και τον έρωτα, όταν δεν θα ήθελε να ξέρει, αλλά δεν μπορεί να αγνοεί την μιζέρια που καραδοκεί σε κάθε γωνιά. Δεν τον φοβίζει ο θάνατος ούτε η αυτοκτονία, αλλά η ψυχική ένδεια, που καταλήγει στην αδυναμία να κρίνει κανείς με απόλυτα και αυστηρά μέτρα τον εαυτό του, στην αδυναμία να φτάσει ως το άκρο της αντοχής όπως ο ακροβάτης. “Φτάνω χαμηλά στον βυθό της ζωής μου με μια μάσκα κι ένα καλάμι”, γράφει σ’ένα σχέδιο στα τετράδιά του.
Η επιμελήτρια τέχνης Μαρία Κοτζαμάνη, με αφορμή την τελευταία του έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με τίτλο Α…όπως ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ γράφει για το “Εδώ” και το “Επέκεινα” : “Το ταξίδι που έχει μονίμως κατά νου ο καλλιτέχνης είναι το ταξίδι προς την αιώνια σιωπή, προς το άχρονο “Επέκεινα” του θανάτου.
Όλοι οι προβληματική του Ακριθάκη διαμορφώνεται γύρω από τον θανατερό αυτό άξονα. Για να ξορκίσει τις σκοτεινές δυνάμεις του εσωτερικού τρόμου, ο Ακριθάκης επιστρατεύει τον πιο αίθριο λυρισμό των εικόνων του, χρησιμοποιεί τις πιο τρυφερές μνήμες της αθωότητας και της παιδικής ηλικίας.
Έτσι η ωραιοποίηση του τρόμου καταλήγει σε μια συμπαιγνία με τον θάνατο. Τα αποτρόπαια σύμβολα του θανάτου μετατρέπονται σε χαρούμενα και ελκυστικά παιχνίδια : Οι πολύχρωμες βαρκούλες στο “Καρουσέλ” της χαράς μοιάζουν με παιδικά φερετράκια. Τα τρομερά μυστικά των παιδικών αναμνήσεων θάβονται κι αυτά προσεκτικά σε μια σειρά από κουτιά φερετράκια…ο καλλιτέχνης κερδίζει το δικαίωμα της ελευθερίας του, και χρεώνεται το τίμημα της νεκρικής μοναξιάς του. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο ο καλλιτέχνης έτσι όπως το εννοεί ο Ακριθάκης. Είναι ένας ζωντανός-νεκρός, καταδικασμένος να βιώνει ταυτόχρονα ο ίδιος την ζωή και τον θάνατό του.”
Είναι Φεβρουάριος του 1990. Ο Αλέξης βρίσκεται ακόμα στο ατελιέ του στην Φιλοθέη. Τον συναντώ με την ηρωίνη να κυλά στο αίμα του. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια σακούλα με 50 γραμμάρια. Δεν ήταν σε θέση να κάνουμε συνέντευξη. Ετοίμαζε την έκθεσή του, τα λουλούδια του, φόρο τιμής στους φίλους του που είχαν αυτοκτονήσει. Την επομένη μου στέλνει στο σπίτι ένα γράμμα ζωγραφισμένο με λουλούδια κι αυτό…ίδια λουλούδια των αυτόχειρων φίλων του.
“ Αγαπητέ Νίκο

Μου ζήτησες μια συνέντευξη για την έκθεση με τα λουλούδια στην γκαλερί “7”. Τα λουλούδια στην μνήμη των αυτόχειρων φίλων μου. Λοιπόν αντί για συνέντευξη προτιμώ να σου γράψω αυτό το γράμμα χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να το δημοσιεύσεις. Μην φανταστείς πως κι εγώ δεν έχω περάσει τέτοιες σκέψεις. Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα έχουν διαλυθεί.
Το 1960 στο Παρίσι ο Κώστας Μιχαλόπουλος έγραψε ένα ποίημα “ Πάμε να φύγουμε εαυτέ μου “
Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης σε κάποιο κείμενό του για τον Γιώργο Μακρή τελείωνε με την εξής φράση “…Η απελπισία θα πρέπει να τον σκότισε, κι έτσι ανέβηκε στην ταράτσα και από κει σκορπίστηκε στους ανέμους.”
Για τον Θάνο Ζευγολάτη δεν έχει γραφτεί τίποτα. Ήτανε φίλος μου και είχε και αυτός έναν ηρωικό θάνατο. Όσο για τον Σπύρο Κοντολέον, πήρε το υδροκυάνιο μέσα σε σουμάδα και είπε στην μάνα του “ Στην υγειά σου μάνα.”
Νίκο μου τα λουλούδια είναι μια καινούρια δουλειά μου. Κάποιο πρωί μόνος στο σπίτι έπινα το τσάι μου. Την προηγούμενη μια φίλη είχε φέρει γλαδιόλες. Τις αντιπαθώ. Αλλά δεν ξέρω πώς μου ήρθε η ιδέα να ζωγραφίσω λουλούδια που δεν αγαπώ. Έτσι άρχισα κάθε μέρα να πηγαίνω στο ανθοπωλείο της γειτονιάς μου να αγοράζω ένα λουλούδι αντιπαθητικό κατ’εμέ και να το ζωγραφίζω. Μέρα με την μέρα όμως κατάλαβα πως αυτά τα λουλούδια παίρνανε μια παραμόρφωση, και έβγαινε μια μοναξιά, κάτι υάκινθοι γίνονταν νεκρικοί.
Άρχισε ο μεγάλος προβληματισμός, που βρίσκομαι? ΤΙ κάνω? Γιατί ζωγραφίζω? Τα πρώτα λουλούδια τα έσκισα. Και θέλω να σου τελειώσω αυτό το γράμμα με μια φράση του Κώστα Καρυωτάκη “…που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά.”
Νίκο σε φιλώ. Αλέξης


Κατά καιρούς παρατηρώ τη σχέση που αναπτύσσουν τα νήπια με τα μπαλόνια. Τα κρατούν στα χέρια τους, τα πετάνε ψηλά και βλέπουν την αργή τους πτώση! Υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Μερικά από τα νήπια είναι σαν να βασανίζουν τα μπαλόνια. Τα πιέζουν από διάφορες μεριές! Τα ζουλάνε σαν να θέλουν να δοκιμάσουν τα όρια τους. Σαν να θέλουν να διακριβώσουν, οπωσδήποτε ,τις αντοχές τους. Μερικά από τα παιδιά επιμένουν τόσο πολύ που τα μπαλόνια δεν αντέχουν και σκάνε.

Δεν έχω δει νήπιο να μένει αδιάφορο στο σκάσιμο ενός μπαλονιού που είχε στην κατοχή του. Άλλα δυσφορούν και άλλα απογοητεύονται. Άλλα αισθάνονται μια χαιρέκακη ικανοποίηση από την επίτευξη του στόχου τους και άλλα κλαίνε. Αν ερμήνευα με όρους Ψυχανάλυσης θα έλεγα πως τα μπαλόνια είναι υποκατάστατα του μητρικού στήθους. Εκείνη τη στιγμή τα παιδιά χάνουν το γαλαντόμο μητρικό στήθος(Πάντως περίπτωση νηπίου που έχει δαγκώσει μπαλόνι δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη μου! Ίσως να φταίει και η επιφάνεια του μπαλονιού που δεν ενδείκνυται για δάγκωμα!).

Κάνω αυτήν την εισαγωγή για να την συνδέσω με μια αντίληψη που λέει πως ο άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του ,τον φέρνει στα όρια του. Μέσα από διαρκείς υπερβάσεις αναζητά το οριακό σημείο όπου ο εαυτός του δεν θα αντέξει και θα τον προδώσει. Κουβαλώντας ο άνθρωπος έναν προδομένο εαυτό νιώθει ανακούφιση! Μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον καθυβρίζει και αυτό το κάνει χωρίς να νιώθει ενοχές. Ίσως έτσι να εξηγείται η έλξη που ασκεί η παρακμή πάνω μας.

Από την άλλη ο άνθρωπος νιώθει φόβο που θα συναντήσει τα όρια του. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως θέλει να τα γνωρίζει. Προτιμά την άγνοια και αποβάλλει σαν ξένο σώμα εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που διψάει για περιπέτεια και γνωριμία με το άγνωστο.

Αυτή η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση της γνώσης των ορίων μας είναι μια ισχυρή αντίφαση που ανιχνεύεται στον ψυχισμό των ανθρώπων. Ειδικότερα ανιχνεύεται στους αληθινούς καλλιτέχνες που μετακυλύουν διαρκώς τα όρια των αντοχών τους. Ένας τέτοιος καλλιτέχνης ήταν και ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης.

Ο ζωγράφος Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαϊου του 1939.Διαπαιδαγωγήθηκε σε ένα περιβάλλον έντονων αντιφάσεων. Ο πατέρας του έζησε στην εξορία εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων ενώ η μητέρα του «έραβε φουστάνια για τις γυναίκες των μαυραγοριτών που πλούτιζαν από το σχέδιο Μάρσαλ»!Ο μικρός Αλέξης είδε εγκαίρως και τις δύο όψεις του νομίσματος. Μπορούσε να έχει πρόσβαση τόσο στην αριστοκρατία του Κολωνακίου όσο και στις φτωχοσυνοικίες των προσφύγων(ας μην ξεχνάμε πως η καταγωγή από τη μεριά του πατέρα του ήταν προσφυγική).Ο Ακριθάκης γινόταν δέκτης ισχυρών και αντιθετικών εικόνων που με τον καιρό έγιναν μέρος του ψυχισμού του. Αυτές οι ισχυρές αντιφάσεις, μάλλον ,σημάδεψαν και τις μεταγενέστερες αντιδράσεις του.Θα γινόταν εξαιρετικά βίαιος. Θα επιχειρούσε να κάψει την Λεόντειο και αυτό θα του στοίχιζε την αποβολή του από όλα τα σχολεία της χώρας.

Ο Ακριθάκης δείχνει μια έφεση στην αλητεία. Χτίζει σταδιακά την εικόνα του περιθωριακού και του απρόβλεπτου. Βρίσκει καταφύγιο στις ζεστές κουβέντες σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων ,σαν του Σαχτούρη, Εμπειρίκου, Βαλαωρίτη και Ταχτσή. Αυτός που τον εντυπωσιάζει πολύ είναι ο Γιώργος Μακρής! Σημαδεύει την πνευματική του εξέλιξη. Ο ίδιος λέει πως ο «Μακρής μου έμαθε να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω».Όλοι οι προαναφερόμενοι ενθαρρύνουν τον Ακριθάκη και αυτός κάνει στροφή στα πάθη του. Καταφέρνει να μετατοπίσει τον ενδιαφέρον του από τα ξενύχτια, τις γυναίκες και την ταχύτητα των γρήγορων αυτοκινήτων, στα σχέδια με μολύβι.

Ο εκκολαπτόμενος ζωγράφος αναζητά καινούριες εμπειρίες. Έτσι ανήσυχος και απρόβλεπτος που είναι κλέβει « τα χρήματα της οικογενειακής επιχείρησης». Με αυτά τα χρήματα αγοράζει μια μηχανή και με αυτήν ταξιδεύει στο Παρίσι που ,στα 1958, αποτελούσε το κέντρο της πνευματικής ζωής. Εκεί κάνει καινούριες γνωριμίες με σπουδαίους δημιουργούς σαν τον Τζιακομμέτι.

Στο διάστημα από το 1958 μέχρι το 1960 κάνει δύο γάμους που θα έχουν πολύ σύντομη διάρκεια. Η καριέρα του ως ζωγράφου ξεκινά στα 1965.Οι κριτικοί φαίνεται να τον αγνοούν. Μια κάποια αποδοχή φαίνεται να λαμβάνει ο νεοφώτιστος ζωγράφος στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Τα χρόνια που έρχονται είναι δύσκολα. Η χούντα καταλαμβάνει την εξουσία. Οι πρώτες εκκαθαρίσεις των πολιτικών αντιπάλων αρχίζουν να διαφαίνονται. Ο ζωγράφος ψυχανεμίζεται κάτι τέτοιο και διαφεύγει εκτός συνόρων. Μεταβαίνει στην Γερμανία. Προτού φύγει προλαβαίνει να ερωτευτεί την Φώφη Κουτσελίνη. Την παντρεύεται το 1968.Την ίδια χρονιά γίνεται πατέρας μιας κόρης που θα λάβει το όνομα Χλόη.

Φαίνεται πως ο Ακριθάκης διανύει την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Βρίσκεται εκτός Ελλάδος και έτσι μπορεί απρόσκοπτα να συνεχίζει το δημιουργικό του έργο. Έχει δίπλα του μια γυναίκα που είναι ερωτευμένος και μαζί μια όμορφη κορούλα. Φαίνεται γιατί στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει αυτό. Έρμαιο του πάθους της αέναης εσωτερικής αναζήτησης θα αρχίσει να κάνει συνειδητά χρήση ηρωίνης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ζωγραφίζει και φτιάχνει κατασκευές. Ο Ιόλας με τον οποίο έχει αναπτύξει μια δυνατή φιλική σχέση προσπαθεί να τον βοηθήσει. Διοργανώνει εκθέσεις για προώθηση του εικαστικού του έργου αλλά ο Ακριθάκης δεν θέλει να συμβιβαστεί με κανενός είδους συμβάσεις.

Το 1984 αφήνει το Βερολίνο και ξαναγυρνά στην Ελλάδα. Συνεχίζει την χρήση ηρωίνης. Είναι εξαρτημένος. Στο πρόσωπο της φαρμακοποιού Μαρίας Πελεκάνου βρίσκει μια σύντροφο που θα τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή που τον κάνει να υποφέρει από «τρομερούς εφιάλτες».Υπάρχει και το ποτό. Διοχετεύει ημερησίως στο αίμα του 2,5 μπουκάλια βότκα.
Σε μια θεραπεία αποτοξίνωσης στο Δαφνί, βγαίνει με τον ορό στο χέρι και αγοράζει μπύρες!

Ο Αλέξης Ακριθάκης καταστρέφει αργά και βασανιστικά τον εαυτό του. Το κάνει αυτό γιατί ποτέ δεν θα βρει το θάρρος να μιμηθεί το σάλτο του πνευματικού του πατέρα και αυτόχειρα, Γιώργου Μακρή. Έστω και έτσι ακολούθησε τα χνάρια αυτού που του έμαθε όχι να ζωγραφίζει αλλά να βλεπει


Κατά καιρούς παρατηρώ τη σχέση που αναπτύσσουν τα νήπια με τα μπαλόνια. Τα κρατούν στα χέρια τους, τα πετάνε ψηλά και βλέπουν την αργή τους πτώση! Υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Μερικά από τα νήπια είναι σαν να βασανίζουν τα μπαλόνια. Τα πιέζουν από διάφορες μεριές! Τα ζουλάνε σαν να θέλουν να δοκιμάσουν τα όρια τους. Σαν να θέλουν να διακριβώσουν, οπωσδήποτε ,τις αντοχές τους. Μερικά από τα παιδιά επιμένουν τόσο πολύ που τα μπαλόνια δεν αντέχουν και σκάνε.

Δεν έχω δει νήπιο να μένει αδιάφορο στο σκάσιμο ενός μπαλονιού που είχε στην κατοχή του. Άλλα δυσφορούν και άλλα απογοητεύονται. Άλλα αισθάνονται μια χαιρέκακη ικανοποίηση από την επίτευξη του στόχου τους και άλλα κλαίνε. Αν ερμήνευα με όρους Ψυχανάλυσης θα έλεγα πως τα μπαλόνια είναι υποκατάστατα του μητρικού στήθους. Εκείνη τη στιγμή τα παιδιά χάνουν το γαλαντόμο μητρικό στήθος(Πάντως περίπτωση νηπίου που έχει δαγκώσει μπαλόνι δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη μου! Ίσως να φταίει και η επιφάνεια του μπαλονιού που δεν ενδείκνυται για δάγκωμα!).

Κάνω αυτήν την εισαγωγή για να την συνδέσω με μια αντίληψη που λέει πως ο άνθρωπος που αγαπά τον εαυτό του ,τον φέρνει στα όρια του. Μέσα από διαρκείς υπερβάσεις αναζητά το οριακό σημείο όπου ο εαυτός του δεν θα αντέξει και θα τον προδώσει. Κουβαλώντας ο άνθρωπος έναν προδομένο εαυτό νιώθει ανακούφιση! Μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον καθυβρίζει και αυτό το κάνει χωρίς να νιώθει ενοχές. Ίσως έτσι να εξηγείται η έλξη που ασκεί η παρακμή πάνω μας.

Από την άλλη ο άνθρωπος νιώθει φόβο που θα συναντήσει τα όρια του. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως θέλει να τα γνωρίζει. Προτιμά την άγνοια και αποβάλλει σαν ξένο σώμα εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που διψάει για περιπέτεια και γνωριμία με το άγνωστο.

Αυτή η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση της γνώσης των ορίων μας είναι μια ισχυρή αντίφαση που ανιχνεύεται στον ψυχισμό των ανθρώπων. Ειδικότερα ανιχνεύεται στους αληθινούς καλλιτέχνες που μετακυλύουν διαρκώς τα όρια των αντοχών τους. Ένας τέτοιος καλλιτέχνης ήταν και ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης.

Ο ζωγράφος Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαϊου του 1939.Διαπαιδαγωγήθηκε σε ένα περιβάλλον έντονων αντιφάσεων. Ο πατέρας του έζησε στην εξορία εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων ενώ η μητέρα του «έραβε φουστάνια για τις γυναίκες των μαυραγοριτών που πλούτιζαν από το σχέδιο Μάρσαλ»!Ο μικρός Αλέξης είδε εγκαίρως και τις δύο όψεις του νομίσματος. Μπορούσε να έχει πρόσβαση τόσο στην αριστοκρατία του Κολωνακίου όσο και στις φτωχοσυνοικίες των προσφύγων(ας μην ξεχνάμε πως η καταγωγή από τη μεριά του πατέρα του ήταν προσφυγική).Ο Ακριθάκης γινόταν δέκτης ισχυρών και αντιθετικών εικόνων που με τον καιρό έγιναν μέρος του ψυχισμού του. Αυτές οι ισχυρές αντιφάσεις, μάλλον ,σημάδεψαν και τις μεταγενέστερες αντιδράσεις του.Θα γινόταν εξαιρετικά βίαιος. Θα επιχειρούσε να κάψει την Λεόντειο και αυτό θα του στοίχιζε την αποβολή του από όλα τα σχολεία της χώρας.

Ο Ακριθάκης δείχνει μια έφεση στην αλητεία. Χτίζει σταδιακά την εικόνα του περιθωριακού και του απρόβλεπτου. Βρίσκει καταφύγιο στις ζεστές κουβέντες σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων ,σαν του Σαχτούρη, Εμπειρίκου, Βαλαωρίτη και Ταχτσή. Αυτός που τον εντυπωσιάζει πολύ είναι ο Γιώργος Μακρής! Σημαδεύει την πνευματική του εξέλιξη. Ο ίδιος λέει πως ο «Μακρής μου έμαθε να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω».Όλοι οι προαναφερόμενοι ενθαρρύνουν τον Ακριθάκη και αυτός κάνει στροφή στα πάθη του. Καταφέρνει να μετατοπίσει τον ενδιαφέρον του από τα ξενύχτια, τις γυναίκες και την ταχύτητα των γρήγορων αυτοκινήτων, στα σχέδια με μολύβι.

Ο εκκολαπτόμενος ζωγράφος αναζητά καινούριες εμπειρίες. Έτσι ανήσυχος και απρόβλεπτος που είναι κλέβει « τα χρήματα της οικογενειακής επιχείρησης». Με αυτά τα χρήματα αγοράζει μια μηχανή και με αυτήν ταξιδεύει στο Παρίσι που ,στα 1958, αποτελούσε το κέντρο της πνευματικής ζωής. Εκεί κάνει καινούριες γνωριμίες με σπουδαίους δημιουργούς σαν τον Τζιακομμέτι.

Στο διάστημα από το 1958 μέχρι το 1960 κάνει δύο γάμους που θα έχουν πολύ σύντομη διάρκεια. Η καριέρα του ως ζωγράφου ξεκινά στα 1965.Οι κριτικοί φαίνεται να τον αγνοούν. Μια κάποια αποδοχή φαίνεται να λαμβάνει ο νεοφώτιστος ζωγράφος στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Τα χρόνια που έρχονται είναι δύσκολα. Η χούντα καταλαμβάνει την εξουσία. Οι πρώτες εκκαθαρίσεις των πολιτικών αντιπάλων αρχίζουν να διαφαίνονται. Ο ζωγράφος ψυχανεμίζεται κάτι τέτοιο και διαφεύγει εκτός συνόρων. Μεταβαίνει στην Γερμανία. Προτού φύγει προλαβαίνει να ερωτευτεί την Φώφη Κουτσελίνη. Την παντρεύεται το 1968.Την ίδια χρονιά γίνεται πατέρας μιας κόρης που θα λάβει το όνομα Χλόη.

Φαίνεται πως ο Ακριθάκης διανύει την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Βρίσκεται εκτός Ελλάδος και έτσι μπορεί απρόσκοπτα να συνεχίζει το δημιουργικό του έργο. Έχει δίπλα του μια γυναίκα που είναι ερωτευμένος και μαζί μια όμορφη κορούλα. Φαίνεται γιατί στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει αυτό. Έρμαιο του πάθους της αέναης εσωτερικής αναζήτησης θα αρχίσει να κάνει συνειδητά χρήση ηρωίνης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ζωγραφίζει και φτιάχνει κατασκευές. Ο Ιόλας με τον οποίο έχει αναπτύξει μια δυνατή φιλική σχέση προσπαθεί να τον βοηθήσει. Διοργανώνει εκθέσεις για προώθηση του εικαστικού του έργου αλλά ο Ακριθάκης δεν θέλει να συμβιβαστεί με κανενός είδους συμβάσεις.

Το 1984 αφήνει το Βερολίνο και ξαναγυρνά στην Ελλάδα. Συνεχίζει την χρήση ηρωίνης. Είναι εξαρτημένος. Στο πρόσωπο της φαρμακοποιού Μαρίας Πελεκάνου βρίσκει μια σύντροφο που θα τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή που τον κάνει να υποφέρει από «τρομερούς εφιάλτες».Υπάρχει και το ποτό. Διοχετεύει ημερησίως στο αίμα του 2,5 μπουκάλια βότκα.
Σε μια θεραπεία αποτοξίνωσης στο Δαφνί, βγαίνει με τον ορό στο χέρι και αγοράζει μπύρες!

Ο Αλέξης Ακριθάκης καταστρέφει αργά και βασανιστικά τον εαυτό του. Το κάνει αυτό γιατί ποτέ δεν θα βρει το θάρρος να μιμηθεί το σάλτο του πνευματικού του πατέρα και αυτόχειρα, Γιώργου Μακρή. Έστω και έτσι ακολούθησε τα χνάρια αυτού που του έμαθε όχι να ζωγραφίζει αλλά να βλέπει…

Αιωνία η μνήμη στις καρδιές εκείνων των ανθρώπων που παλεύουν να ορίσουν τη ζωή τους!


Στο φιλο μου Αλέξη Ακριθάκη... Στον οποίο με τίμησε με τη φιλία του...

Ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν ο πλέον ανατρεπτικός, ευάλωτος και απρόβλεπτος καλλιτέχνης που γνώρισα ποτέ. Η τέχνη ήταν η ζωή του και η ζωή του η ίδια ήταν η τέχνη του. Πάντοτε τον θυμάμαι να κινείται στην οριακή γραμμή του παιχνιδιού, ΄΄… γιατί μόνο τότε το έργο γίνεται πληθωρικό και παρουσιάζει μια εσωτερικότητα.΄΄
Για τον ίδιο τόσο η τέχνη όσο και η ζωή έχουν μια εγκληματικότητα. Γιατί το έγκλημα για τον ίδιο είναι μια τρυφερή ιστορία….΄΄ η τέχνη είναι ένα πολύ επικίνδυνο και ανθυγιεινό επάγγελμα. Τέχνη είναι η τραγική σου ζωή και η ασχήμια του κόσμου που κυκλοφορεί γύρω σου….οι καλλιτέχνες έχουνε μέσα τους τη φθορά. Ο ρόλος του καλλιτέχνη και όχι του ζωγράφου είναι να ανατρέπει τα πράγματα. Σήμερα δε σέβονται τη τέχνη. Σέβονται μόνο τους ζωγράφους τους κοσμικούς…τους έχω χεσμένους.
Ο Αλέξης Ακριθάκης πέρασε τη ζωή του…βλέποντας τους φίλους του να αυτοκτονούν. Ο ίδιος είχε επιλέξει έναν αυτοκτονικό τρόπο ζωής γιατί πίστευε πως αυτή πρέπει να είναι η συνεχής διαμαρτυρία στη ζωή του καλλιτέχνη…΄΄ η ζωγραφική είναι ένα επάγγελμα σαν τον ψιλικατζή. Η τέχνη έχει τα προβλήματα των ανθρώπων που πεθαίνουν μόνοι τους στο δρόμο….΄΄
Από το σπίτι του στην Αθήνα το έσκασε 16 χρονών. Η μητέρα του Γερμανίδα. Τελείωσε τη Λεόντειο. Το εργοστάσιο υφασμάτων της μητέρας του ήταν στο Γκάζι. Πίσω από το Πιλοποιείο του Πουλόπουλου. Διέρρηξε το χρηματοκιβώτιο και πήγε στη Θεσσαλονίκη όπου έκανε τις δραχμές μάρκα. Με μια μηχανή τετράχρονη έφυγε για το Παρίσι. Από τότε δεν ξαναείδε τους γονείς του. Στο Παρίσι σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Grand Chaumiere. Έκανε διδακτορικό με τον Γ Κανδύλη στο θέμα ΄΄Η ζωγραφική και η πολεοδομία. ΄΄ . Για να ζήσει δούλεψε ως δοκιμαστής αυτοκινήτων της Peugeot στην Αφρική. Ταξίδευσε στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης. Ο Τσίγκος ήταν φίλος του. Ακόμη και ο Keith Haring τον αναγνώρισε ως πρωτοπόρο του και ΄΄δανείστηκε΄΄ μερικά από τα σύμβολα του
Το σεργιάνι του στο κόσμο θα το κάνει με τη στήριξη της γυναίκας του Φωφης και του Μαικήνα της τέχνης τον οποίο λάτρευε, Αλέξανδρο Ιόλα. Η ζωή του ήταν ένας κραδασμός. Ένα σπιντάρισμα. Ητ5αν ένας πρωτόγονος άγριος λύκος και ταυτόχρονα τόσο τρυφερός…
Τον είπαν…΄παιδί..΄΄ Δεν ήταν. Τον είπαν τρελό. Δεν ήταν. Το ονόμασαν καταραμένο…. Ήταν. Γιατί έφερε το κλίμα των μπιτνικς στην Ελλάδα. Μαζί με τον Θόδωρο Μανωλίδη ήταν οι πρώτοι που φόρεσαν …μπλου τζιν. Και κάτι ακόμα…πολύ τον είχε ενοχλήσει που όντας ο ίδιος σουρεαλιστής , οι εδώ υπερρεαλιστές…, ενώ δανείστηκαν τις σκέψεις του και του την …έπεσαν…΄΄ ύστερα τον αγνόησαν….΄΄ Εγώ φταίω δηλαδή που δε τους άφησα να με γ…..σουν?΄΄.
Ένας- ένας οι φίλοι του άρχισαν να φεύγουν….να αυτοκτονούν. Ο Αλέξης τη βρίσκει ‘’βρίζοντας όσους δε καταλάβαιναν γιατί οι φίλοι του σκορπίστηκαν στους ανέμους…. Ακροβατεί στη παιδική του τόλμη. Φτιάχνει τη προσωπογραφία του μέσα από την άρνηση. Ήταν σεμνός. Ήταν μαθητευόμενος μπακάλης για τον εαυτό του. Πουλούσε τις ζωγραφιές του με βάση τις τότε συλλογικές συμβάσεις που εξασφάλιζε η ΓΣΕΕ για όλους τους εργαζόμενους. Αυτός ο ακατάδεκτος. Όταν τον ρωτούσες πόσο πάει το έργο σου τότε σου απαντούσε….΄΄ Για να γίνει αυτό το έργο, θέλει δύο μηνιάτικα ενοίκιο, τη ΔΕΗ, το νερό, οκτώ μακαρονάδες, 5 κιλά κρέας, 2000 δραχμές καπότες για το έιτζ, τόσο η βαζελίνη για τους κωλ……….δες, έτσι το βγάζω. Κάνω τη σούμα πόσο βγαίνει, τόσο.. Τόσο το πουλάω. Το έβγαλα το μεροκάματο.΄΄.
Λίγες μέρες πριν τη… κάνει ο Αλέξης τον είχα ρωτήσει πως θέλει να τον θυμόμαστε….’’ Σα μια σφήνα μπηγμένη σε μια καρδιά φίλε…΄΄ μου είχε πει αυτό το πλέον εξαίσιο πλάσμα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: