1/22/2011

Το εγχειρίδιο του καλού συλλέκτη

H τέχνη κάνει τα καθημερινά πράγματα να μοιάζουν καινούργια και ελκυστικά» αποφάνθηκε ο Νίτσε. Μόδα, καταξίωση ή εσωτερική ανάγκη, όποιος κι αν είναι ο λόγος που μας ωθεί να ασχοληθούμε με αυτήν, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι θετικό, σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο. Η τέχνη δίνει τροφή στο πνεύμα και, ευτυχώς, αποτελεί πλέον κομμάτι του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής. Σε μια πρόσφατη συζήτηση στο περιοδικό, σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα θέμα για την τέχνη, ανιχνεύοντας, όμως, τις νέες διαστάσεις που έχει πάρει, μετά την οικονομική κρίση και δίνοντας παράλληλα χρήσιμες συμβουλές σε όσους ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε αυτήν. Oι αντιδράσεις των ειδικών, από τους οποίους ζητήσαμε βοήθεια, ήταν απρόσμενα θετικές. Όχι τόσο γιατί θα μιλούσαν για το αντικείμενο της επαγγελματικής τους ενασχόλησης, αλλά κυρίως γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να συμβουλέψουν υποψήφιους αλλά και εν δυνάμει «εραστές της τέχνης». Κι έτσι το προχωρήσαμε.

Art in crisis?

Με τους κραδασμούς της οικονομικής κρίσης να κλυδωνίζουν το χρηματιστήριο της τέχνης, εύλογα αναρωτιέται κανείς αν ο καιρός είναι κατάλληλος για επενδύσεις σε έναν τομέα πολυτέλειας. Τα πρώτα μηνύματα είναι διφορούμενα. Από τη μία, η οικονομική θύελλα έχει οδηγήσει σε μειώσεις των τιμών στις δημοπρασίες, όπου πολλά έργα, ακόμη και διάσημων καλλιτεχνών, έμειναν στα αζήτητα. Στις δημοπρασίες σύγχρονης τέχνης του περασμένου Φλεβάρη, στους δύο μεγάλους οίκους του Λονδίνου, «Sotheby’s» και «Christie’s», παρατηρήθηκε μείωση κατά 30% - 50% στις τιμές εκτίμησης των έργων, σε σχέση με εκείνες προ έξι μηνών. Στον οίκο «Christie’s», τα δύο πιο ακριβά έργα του Francis Bacon («Man in Blue») και του Mark Rothko («Green, Blue, Green on Blue») δεν βρήκαν αγοραστή. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στη Νέα Υόρκη. Oι τιμές στη δημοπρασία των «Sotheby’s» υποχώρησαν κατά 25 - 40%, ενώ τα περισσότερα έργα του διάσημου καλλιτέχνη, Damien Hirst, έμειναν απούλητα. Στους υπόλοιπους χώρους τέχνης, μουσεία, γκαλερί και αίθουσες, οι διευθυντές προχωρούν σε περικοπές, ακόμη και απολύσεις, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στη νέα πραγματικότητα. Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη βλέπει φως στο βάθος του τούνελ, καθώς η μείωση των τιμών έδωσε ώθηση στην αγορά και κίνητρα σε νέους αγοραστές. Η κρίση έχει και τα καλά της. Τα οικονομικότερα έργα αύξησαν τις πωλήσεις τους, και οι παράλογα αυξημένες τιμές σε έργα «εμπορικών» καλλιτεχνών «διορθώθηκαν». Ίσως, λοιπόν, η αξία της νέας εποχής να μιλά για ρεκόρ πωλήσεων και όχι για ρεκόρ εξωφρενικών τιμών σε υπερτιμημένα έργα τέχνης - προϊόντα. Και σε αυτά που όλοι οι ειδικοί συμφωνούν είναι ότι α) η τέχνη ήταν και θα είναι μια πολύ ασφαλής επένδυση για όσους επιλέγουν με σύνεση και β) οι νέες υντεταγμένες βοηθούν στο να ξεχωρίσει κανείς «την ήρα από το στάρι» και να κάνει τις σωστές επιλογές.

Ξεκινώντας μια συλλογή

«Το κυριότερο κριτήριο για την αγορά ενός έργου τέχνης και το οποίο παραμένει αναλλοίωτο, ανεξαρτήτως της περιόδου που διανύουμε, πρέπει να είναι η αγάπη για την τέχνη» επισημαίνει η οικονομολόγος - σύμβουλος τέχνης, Έλια Πορταλάκη. Πώς μπορεί, όμως, ένας νέος συλλέκτης να επιλέξει έργα; O Παντελής Τσάτσης, ιδιοκτήτης του χώρου «Tsatsis Projects - Artforum», συμβουλεύει: «Ξεκινήστε, πραγματοποιώντας επισκέψεις στις αίθουσες Τέχνης και στα μουσεία. Ενημερωθείτε από διαδυκτιακούς τόπους, διαβάστε εξειδικευμένα περιοδικά τέχνης, επισκεφθείτε μια κλαδική έκθεση, όπως π.χ. «Art Athina» και «Art Fair». Πολύτιμη είναι και η βοήθεια των ειδικών, ιδιοκτητών γκαλερί, επιμελητών, συμβούλων Τέχνης. «Χτίζοντας μια συλλογή, υποβοηθούμενος από τους ειδικούς, ο συλλέκτης βγαίνει πάντα κερδισμένος. Η διαρκής παρουσία σε εκθέσεις και η καλλιέργεια ενός προσωπικού κριτηρίου είναι ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες» επισημαίνει η γκαλερίστα, Ζήνα Αθανασιάδου. «Όσο για το τι κάνει μια συλλογή αξιόλογη, πιστεύω, η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης “γραμμής”· είναι προτιμότερο ένας συλλέκτης να αγοράζει λιγότερους καλλιτέχνες, αλλά με περισσότερα αντιπροσωπευτικά τους έργα» συμπληρώνει.

Watch out!

«Oι μεγαλύτερες “παγίδες” είναι από τη μία τα πλαστά και από την άλλη τα υπερτιμημένα έργα» επισημαίνει ο ιδιοκτήτης της αίθουσας «Ειρμός», Γεράσιμος Τόλης, συμβουλεύοντας ακόμη και τους σχετικά ενημερωμένους αγοραστές να αποφεύγουν το κυνήγι της «ευκαιρίας». Oι αγορές θα πρέπει να γίνονται από σοβαρές γκαλερί και, ακόμη καλύτερα, από καλλιτέχνες που ζουν και δημιουργούν. Για το κατά πόσο είναι ασφαλής η αγορά έργων τέχνης από το διαδίκτυο, ο έμπορος τέχνης, Ρουπέν Καλφαγιάν, εξηγεί: «Εξαρτάται από την προέλευση του έργου. Όταν πρόκειται για γκαλερί και οργανωμένη επιχείρηση, σίγουρα η πηγή είναι ασφαλής. Πολλές φορές, όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι τα έργα πρέπει να τα βλέπει κανείς “ζωντανά”». Τέλος, στο ερώτημα, ποια είναι η σωστή στιγμή, για να επενδύσει κανείς στο έργο ενός καλλιτέχνη, η γκαλερίστα, Λόλα Νικολάου, απαντά: «Όταν αυτός βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του, σε λογικές, όμως, ακόμη τιμές. Εδώ, το ρίσκο είναι ελάχιστο, σε αντίθεση με την επένδυση σε νέους, που μπορεί να μην καρποφορήσει ποτέ. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν από την πρώτη στιγμή και φαίνεται πού μπορούν να φτάσουν, αρκεί να έχεις “το μάτι” να το δεις».

For the Love of Art

Φαίνεται πως οι «ηλιόλουστες μέρες» πέρασαν ακόμη και για τον αμφιλεγόμενο βρετανό καλλιτέχνη - σταρ, Damien Hirst, που κατόρθωσε τον περσινό Σεπτέμβρη στον οίκο «Sotheby’s» να σημειώσει ρεκόρ πωλήσεων (200 εκατ. δολάρια). Την ίδια μέρα, η γνωστή επενδυτική τράπεζα - κολοσσός, Lehman Brothers, είχε υποβάλει αίτηση πτώχευσης. Σχολιάζοντας το πρωτοφανές sold out των έργων του σε ένα τόσο ταραγμένο οικονομικά τοπίο, ο εικαστικός δήλωσε προκλητικά στους δημοσιογράφους: «Τελικά, καλύτερα να επενδύει κανείς τα χρήματά του σε πεταλούδες, παρά στις τράπεζες», αναφερόμενος στους γνωστούς πίνακές του με τις νεκρές πεταλούδες. Πόση αλήθεια μπορεί να κρύβει μια τέτοια δήλωση, έξι μήνες μετά; Η άποψη που επικρατεί στους ειδικούς του χώρου (οίκους δημοπρασιών και επενδυτικές εταιρείες) είναι ότι η τέχνη εξακολουθεί να αποτελεί asset (σ.σ. περιουσιακό στοιχείο) με μεγαλύτερη υπεραξία από τον χρυσό, προς το παρόν. Και όντως υφίστανται υπερτιμημένοι «εμπορικοί» - «επώνυμοι» καλλιτέχνες, αλλά, μεταξύ αυτών, υπάρχουν και κάποιοι ποιοτικοί. Και οι πραγματικά ποιοτικοί είναι οι διαχρονικοί». Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δύναμη του μάρκετινγκ, ειδικά στο κάπως πιο απαίδευτο αγοραστικό κοινό – λαμπρό παράδειγμα αποτελεί και ο Hirst. Δημιούργημα του μαικήνα της Τέχνης, Charles Saatchi, κατόρθωσε μέσα σε μια δεκαετία να εκτοξεύσει την αξία του ονόματός του σε επίπεδο αντίστοιχο με αυτό του Andy Warhol. Και, μολονότι η αισθητική του αμφισβητείται από μια μεγάλη μερίδα κριτικών (ποιος θέλει έναν νεκρό καρχαρία στο σαλόνι του;), το αφτί του δεν ιδρώνει και πολύ, καθώς οι τάξεις των νεόπλουτων αγοραστών, όπως οι Ρώσοι, Άραβες, Ινδοί και Κινέζοι, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στα μακάβρια έργα του: μοσχάρια στη φορμόλη και διαμαντένιες νεκροκεφαλές. Γι’ αυτού του είδους το αγοραστικό κοινό η τέχνη δεν είναι παρά μια καινούργια μόδα, ένα ακόμη status symbol που «πάει πακέτο» με τις πανάκριβες λιμουζίνες και τις τσάντες «Louis Vuitton», τις οποίες αγοράζουν κατά δεκάδες στις chic συζύγους τους. Ωστόσο, το μάρκετινγκ που ασκείται σε νέους καλλιτέχνες ή νέες, αναδυόμενες αγορές ενίοτε λειτουργεί και ως «φούσκα». Όπως σημειώνει και η οικονομολόγος - σύμβουλος Τέχνης, Έλια Πορταλάκη, «Το “ράλι των τιμών” που παρατηρήθηκε στην αναδυόμενη αγορά της σύγχρονης τέχνης της Κίνας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά από υπερβολή, που η ίδια η αγορά, η οποία την δημιούργησε, την έχει βάλει πλέον στο περιθώριο, με ανάλογη προσαρμογή των τιμών». Κοντολογίς, ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

New kids in town

Ποια η θέση των νέων καλλιτεχνών, στο ζοφερό τοπίο της κρίσης; O Βαγγέλης Μητσάκης της «Dodo Gallery Architects» απαντά: «Είναι αναμενόμενο οι αγοραστές να στρέφονται στα “σίγουρα χαρτιά”, σε κλασικά έργα τέχνης και αναγνωρισμένους δημιουργούς και να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τους νέους. Πιστεύω, όμως, πως σταδιακά θα κινηθεί η αγορά, γενικότερα, και ίσως πρώτα αυτή της τέχνης, γιατί η εποχή χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιδεολογίας και η επένδυση στην τέχνη και σε νέους καλλιτέχνες μπορεί να είναι αποτέλεσμα αναζήτησης για μια νέα ιδεολογία». Ιδιαίτερα εύστοχη είναι και η παρατήρηση της Ιωάννας Ντονοπούλου, ιδιοκτήτριας της «Donopoulos International Fine Arts»: «O νέος καλλιτέχνης πρέπει να δοκιμαστεί σε αυτό ακριβώς που διακρίθηκε και ο αντίστοιχος του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα: να έχει δηλαδή μία κριτική θέση απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα, εικαστικούς προβληματισμούς και να συνδυάζει γνωρίσματα που τον καθιστούν ξεχωριστό και ευρηματικά επίκαιρο». Για έναν εκπαιδευμένο αγοραστή, η διαδικασία αξιολόγησης των προσόντων ενός νέου καλλιτέχνη είναι ευκολότερη απ’ ό,τι για έναν αρχάριο. Στην εξής περίπτωση, η Μάχη Πεσματζόγλου, ιδιοκτήτρια της γκαλερί «TinΤ», προτείνει: «Ασφαλής επιλογή για τους λιγότερο ριψοκίνδυνους είναι οι mid career καλλιτέχνες, που έχουν ήδη διαγράψει μια πορεία. Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια επιλογής είναι το βιογραφικό, οι συμμετοχές σε σημαντικές διοργανώσεις και το αν έχουν συμπεριληφθεί έργα τους σε μεγάλες ιδιωτικές ή δημόσιες συλλογές». Και, όπως ορθά επισημαίνει η Ρόζυ Oικονομίδου, από την αίθουσα Τέχνης «Έψιλον», «Στρατηγική είναι να αγοράσεις με την ελπίδα ότι η τιμή του έργου θα ανέβει, ακολουθώντας τους κανόνες της αγοράς».

Παπούτσι απο τον τόπο σου...

Τι συμβαίνει, όμως, με τους έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό; Όπως παρατηρεί η οικονομολόγος - σύμβουλος Τέχνης, Έλια Πορταλάκη: «Δυστυχώς, δεν είναι αναγνωρισμένοι όσο πρέπει. Μόνο μερικά ονόματα ξεχωρίζουν διεθνώς, όπως ο Τάκης, η Χρύσα, ο Μπάικας, ο Ακριθάκης, ο Φασιανός και ο Παύλος. Η Ελλάδα έχει πολύ καλής ποιότητας τέχνη να επιδείξει και υπάρχουν καλλιτέχνες με εικαστική αξία, που δυστυχώς δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την αντίστοιχη χρηματιστηριακή αξία. Είναι γεγονός ότι, όπως όλα τα πράγματα, έτσι και η τέχνη χρειάζεται το ανάλογο μάρκετινγκ, για να υπάρξει η δυνατότητα να εκτεθεί και να αναδειχτεί το έργο των καλλιτεχνών, ώστε με το πέρασμα του χρόνου η Ιστορία της Τέχνης να εκτιμήσει το έργο τους και αυτή η αναγνώριση να αποτυπωθεί στην τιμή τους». Από την άλλη, «πολλά έργα που έχουν “τοπικό” ενδιαφέρον φαντάζουν υπερτιμημένα μέσα στην παγκόσμια αγορά, όπως συμβαίνει σε πολλές τοπικές αγορές, π.χ. την ολλανδική, τη βελγική κ.ά.» επισημαίνει ο έμπορος έργων τέχνης, Ρουπέν Καλφαγιάν. Ελλείψει δομών και μάρκετινγκ, για τους ξένους η τέχνη στην Ελλάδα εξακολουθεί να ταυτίζεται με την Ακρόπολη και τα αρχαία. Από την άλλη, θετικό είναι το γεγονός πως, τελευταίως, μεγάλα μουσεία της χώρας «βγάζουν» τις συλλογές τους εκτός συνόρων, π.χ. η έκθεση «Rodchenko and Popova: Defining Constructivism», με έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας από τη συλλογή Κωστάκη του Κ.Μ.Σ.Τ. της Θεσσαλονίκης, που θα φιλοξενείται στην Tate Modern του Λονδίνου έως τις 17 Μαΐου. Φυσικά, ο καθένας μπορεί να κατανοήσει τη σπουδαιότητα τέτοιων “πρεσβευτών”, καθώς στο εξωτερικό υπάρχει μεγαλύτερη παιδεία σε θέματα τέχνης. Όπως επισημαίνει η Αλεξάνδρα Μαράτη από την γκαλερί «Artis Causa», «Εκεί έχει κανείς τη δυνατότητα να έρθει άμεσα σε επαφή με κολοσσούς της τέχνης, να δει πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, πολλά μουσεία και χώρους τέχνης».

Χορός δισεκατομμυρίων!

Ακριβώς 85.949.017 ευρώ κόστισε το πιο ακριβοπληρωμένο έργο που έχει πουληθεί ποτέ σε δημοπρασία του οίκου «Sotheby’s». Πρόκειται για πίνακα του Pablo Picasso, «Garçon àla Pipe» (Νέα Υόρκη, 5 Μαΐου 2004). Money talks, ειδικά όταν πρόκειται για τους κορυφαίους στον κόσμο συλλέκτες έργων τέχνης. Ζάπλουτοι επιχειρηματίες, μεγαλοεκδότες, διευθυντές μουσείων και ιδιοκτήτες γκαλερί, καθώς και διάσημοι καλλιτέχνες, μονοπωλούν τις πρώτες θέσεις της λίστας με τους τοπ δισεκατομμυριούχους συλλέκτες τέχνης στον κόσμο, του περιοδικού «Forbes». Κάποιοι από αυτούς εκθέτουν τις συλλογές τους στο ευρύ κοινό, όπως ο γάλλος François Pinault, «αφεντικό» των οίκων μόδας «Gucci», «Y.S.L.», «Bucheron», των δημοπρασιών «Christies» και της αλυσίδας «Fnac». Κάποιοι άλλοι τις κρατούν για τον εαυτό τους, όπως ο αμερικάνος «βασιλιάς» των ασφαλειών «Steven A. Cohen». Τέλος, κάποιοι, όπως ο βρετανός μεγαλοδιαφημιστής, Charles Saatchi, επιδιώκουν να δημιουργούν νέες τάσεις στην αγορά. Στην Ελλάδα, από τους κορυφαίους συλλέκτες είναι οι επιχειρηματίες, Γεώργιος Εμπειρίκος, Πρόδρομος Εμφιετζόγλου και Δάκης Ιωάννου. Το προφίλ τους έρχεται μάλλον σε αντίθεση με αυτό των πρώτων, μυθικών ελλήνων συλλεκτών (Αλέξανδρος Ιόλας, Γεώργιος Κωστάκης). Αναζητώντας έναν κοινό παρανομαστή, θα λέγαμε πως όλοι τους επενδύουν στην τέχνη γιατί την εκτιμούν, για να μάθουν, αλλά και για να κερδίσουν από αυτήν.

Το πρωτόκολλο μιας δημοπρασίας

O κ. Κωνσταντίνος Φράγκος, εκπρόσωπος του οίκου «Sotheby’s» στην Ελλάδα και υπεύθυνος για τα Greek Sales «Sotheby’s» (Λονδίνο & Αθήνα), εξηγεί: συμμετοχή στις δημοπρασίες του οίκου “Sotheby’s” είναι εφικτή με διάφορους τρόπους. Υπάρχει η δυνατότητα ενεργού συμμετοχής από κοντά, καθώς η είσοδος είναι ελεύθερη στο κοινό. Σε αυτήν την περίπτωση, ο συμμετέχων θα πρέπει να έχει κάνει εγγραφή από πριν, ώστε να λάβει το ειδικό καρτελάκι, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός που του δίνει το δικαίωμα συμμετοχής στη δημοπρασία. Πολλοί, όμως, είναι και εκείνοι που προτιμούν να “χτυπούν” τα έργα μέσω εκπροσώπων, δικών τους ή του οίκου, είτε γιατί βρίσκονται μακριά είτε γιατί επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Επιπλέον, υπάρχει και η δυνατότητα συμμετοχής μέσω τηλεφώνου για έργα των οποίων η εκτίμηση κυμαίνεται πάνω από 1.000 λίρες Αγγλίας, ενώ, τέλος, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αφήσουν γραπτώς τις προσφορές τους για κάποιο συγκεκριμένο έργο και μέσω του διαδικτύου – δυνατότητα που καθιέρωσε πρώτος ο οίκος “Sotheby’s”».

Δεν υπάρχουν σχόλια: