3/03/2008

Να γκρεμισθούν οι πολυκατοικ'ιες της Αρεοπαγίτου

Το διάβασα,μου άρεσε, συμφώνησα και το ανέβασα.




Μπορώ να τα έχω όλα χωρίς να χαθεί τίποτα; (Μουσείο Ακρόπολης)

Πρόσφατα διάβαζα για ακόμα μια φορά κάτι που αναφερόταν στο θέμα του Μουσείου της Ακρόπολης και των νεοκλασικών. Αρχικά και όταν ξεκίνησε η αντιπαράθεση είχα πάρει την απόφαση να μη συμμετέχω για πολλούς λόγους. Κυρίως ήταν η άποψη ότι δεν είμαι ειδικότερος των ειδικών και ότι γνωρίζω το θέμα αποσπασματικά. Καθώς όμως το θέμα πήρε διαστάσεις και οι απόψεις άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερες και το επίπεδο του διαλόγου και των επιχειρημάτων να πέφτει όλο και πιο χαμηλά πήρα την απόφαση να γράψω την άποψη μου παρά το γεγονός ότι το crazy cows δεν είναι ένα αρχιτεκτονικό blog και δεν θέλω να γίνει.

Ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι δεν έχω παρακολουθήσει την υπόθεση σε βάθος καθώς ζω στο εξωτερικό. Σίγουρα όμως την παρακολούθησα πιο βαθιά από ότι οι περισσότεροι που εκφέρουν άποψη καθώς είναι σχετική με το αντικείμενο μου και επιπλέον η ιστορία του μουσείου έχει ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν όταν ακόμα ήμουν στην Ελλάδα. Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω είναι ότι θεωρώ το γεγονός πολύ λιγότερο σημαντικό απ’ όσο παρουσιάζεται και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι είναι ένα μεγάλο ζήτημα ικανό να δικαιολογήσει τον θόρυβο που έχει δημιουργηθεί. Πριν συνεχίσω πρέπει να διευκρινίσω ότι είμαι κατά της κατεδάφισης των δύο νεοκλασικών σε περίπτωση που αυτή μπορεί να αποφευχθεί. Διαφωνώ όμως κάθετα με την κουβέντα που έχει αναπτυχθεί τον τελευταίο καιρό γύρω από μια σειρά ζητημάτων σχετικά με το μουσείο, όπως επίσης και με το ύφος και την προσέγγιση κάποιων οι οποίοι είναι προφανές ότι στερούνται βασικών γνώσεων και ενημέρωσης αλλά παρόλα αυτά επιμένουν να διεκδικούν να έχουν άποψη με ιδιαίτερη βαρύτητα.

Επιπλέον, ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι ενώ ο διάλογος ξεκίνησε από τα νεοκλασικά μοιάζει να ολισθαίνει προς μια κριτική του μουσείου και μάλιστα με όρους “αισθητικής”. Η λέξη είναι τουλάχιστον αστεία και ένα πράγμα που πρέπει να κρατηθεί σαν παραδοχή είναι ότι η αντιπαράθεση για τα νεοκλασικά δεν έχει, και δεν πρέπει να έχει, σχέση με την “αισθητική αξία” του κτιρίου που είναι άλλωστε υποκειμενική και γι’αυτό η οποιαδήποτε απόπειρα συζήτησης είναι καταδικασμένη σε μη παραγωγικό διάλογο επιπέδου “μου αρέσει” / “δεν μου αρέσει”. Η αντιπαράθεση πρέπει να έχει να κάνει το τι στόχο έχει μια ενδεχόμενη κατεδάφιση και αν μια τέτοια πρακτική έχει λόγο να λάβει χώρα. Πάνω σε αυτό λοιπόν αναπτύχθηκε η γνωστή φημολογία για το εστιατόριο η οποία κατά την άποψη μου είναι τουλάχιστον αβάσιμη.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν δεν πιστεύω ότι η κατεδάφιση έχει να κάνει με το εστιατόριο και όσο πιο πολύ το σκέφτομαι τόσο πιο απίθανος μου φαίνεται ο λόγος για να μην πω αστείος. Αυτή η αιτιολόγηση περισσότερο μου μοιάζει σαν δημοσιογραφικό κατασκεύασμα ή σαν αυθαίρετη υπόθεση κάποιου η οποία πήρε διαστάσεις γενικευμένης άποψης όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα. Όσο αδιάφορη κι αν είναι στον Bernard Tschumi η αρχιτεκτονική μας “κληρονομιά” (αν τα δυο νεοκλασικά μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι) δεν θα έκανε κάτι τέτοιο απλά για την θέα από το εστιατόριο διακινδυνεύοντας να έρθει σε αντιπαράθεση. Επιπλέον, θεωρώ ότι αυτός ο λόγος δεν είναι αρκετός για να οδηγήσει στην απόφαση της κατεδάφισης με την οποία μπορεί να διαφωνώ αλλά την ψήφισαν οι μισοί της επιτροπής και δεν νομίζω να είναι όλοι τους λαμόγια ή άσχετοι. Επιπλέον, η επιτροπή εκτός από αρχιτέκτονες απαρτίζεται και από αρχαιολόγους (αν δεν είχαν αναμειχθεί οι αρχαιολόγοι θα είχε κερδίσει τον διαγωνισμό Libeskind) οι οποίοι είναι υπερπροστατευτικοί και συντηρητικοί, δεν θα επέτρεπαν παρεμβάσεις στον αστικό ιστό χωρίς να θεωρούν ότι υπάρχει ουσιαστικός λόγος και το εστιατόριο δεν είναι ουσιαστικός λόγος. Αυτό που με ξενίζει ακόμα περισσότερο είναι ότι σε κανένα δημοσίευμα, σε blogs ή εφημερίδες, δεν έχω δει κάποια αναφορά για το ποια είναι η επίσημη αιτιολόγηση της επιτροπής, του υπουργείου πολιτισμού και του γραφείου του Tschumi για την ενδεχόμενη κατεδάφιση. Αυτό που βλέπω είναι μόνο φωνές κατά της κατεδάφισης σαν αυτό να είναι a priori κακό ενώ η άλλη άποψη δεν παρουσιάζεται πουθενά παρόλο που είμαι σίγουρος ότι υπάρχει (όχι απλά είμαι σίγουρος, ξέρω ότι υπάρχει αλλά δεν την έχω ακούσει). Κοινώς υπάρχει η δεδομένη “αντίθεση” αλλά δεν υπάρχει πουθενά η αρχική “θέση” και γι αυτό δεν μπορεί να γίνει σύνθεση. Μια αντιπαράθεση γίνεται πάνω σε επιχειρήματα και προσωπικά η υποκειμενική αυτοδιάθεση του καθένα δεν με πείθει εύκολα και δεν με ενδιαφέρει. Επιχειρήματα λοιπόν δεν έχω δει και όλα κινούνται στη σφαίρα του αυτονόητου της “προστασίας” κάτι το οποίο στο πεδίο αρχιτεκτονικής, όπως και σε αυτό της αρχαιολόγίας, δεν είναι κάτι αυτονόητο αλλά περνάει μέσα από αξιολογήσεις και διαρκή σύνθεση. Και για να είμαι σαφής ξεκαθαρίζω ότι μιλάω για το επίπεδο της αντιπαράθεσης και δεν εννοώ με τα παραπάνω ότι η πράξη της κατεδάφισης είναι σωστή. Λέω όμως ότι αν ακούσω την επίσημη αιτιολόγηση ίσως να την θεωρήσω λιγότερο λάθος από αυτό που προσπαθούν κάποιοι να με πείσουν ότι είναι.

Αυτό που θεωρώ πιθανότερο είναι ότι η πρόθεση του Tschumi να κατεδαφιστούν τα κτίρια έχει να κάνει με την θέση του μουσείου σε σχέση με την Ακρόπολη και με το γεγονός ότι τα δυο κτίρια στέκονται ανάμεσα στο παλιό και σε αυτό που φιλοδοξεί να αποτελέσει “νέο μνημείο”… Δεν είναι παράλογο να θέλει ο Tschumi το μουσείο να φαίνεται χωρίς να υπάρχουν εμπόδια, όσο παλιοκαιρισμένη κι αν είναι σήμερα μια τέτοια αρχιτεκτονική θέση, γιατί μιλάμε για ένα κτίριο που η ιδέα της “θέασης” παίζει κομβικό ρόλο, ειδικά αν αυτή η θέαση είναι από και προς την Ακρόπολη. Και επειδή μιλάμε για ένα κτίριο που θα δημοσιευθεί παντού και και θα γραφούν πολλά γι’αυτό παγκοσμίως και όχι απλά σε εθνικό επίπεδο (ήδη γράφονται), ο Tschumi θέλει το concept του να δουλέψει “καλά” και το κτίριο να λειτουργεί ως μνημείο με την μοντέρνα έννοια του όρου, δηλαδή “γυμνό” γύρω γύρω και ορατό σχεδόν από παντού. Δεν τον πολυνοιάζει τον Tschumi το τι θα βλέπουν και αν θα βλέπουν οι τουρίστες και οι νεοέλληνες από το εστιατόριο. Είναι πολύ μικρό κάτι τέτοιο για να καθίσει να ασχοληθεί και να έρθει σε αντιπαράθεση, τον νοιάζει πως θα φαίνεται το μουσείο από απόσταση, τον νοιάζει το concept του και πώς θα εξυπηρετείται αυτό, τον νοιάζει να λειτουργήσουν καλά οι δημοσιεύσεις του και να διαφημίσει το όνομα του και το μουσείο. Αυτό δεν είναι παράλογο γιατί μαζί με τον Tschumi και το μουσείο θα διαφημιστεί και η Αθήνα και η Ελλάδα. Η αντίθετη άποψη που λέει ότι η Ελλάδα και η Αθήνα δεν χρειάζονται διαφήμιση είναι πολύ γλυκιά και ρομαντική αλλά καθόλου ρεαλιστική, Ίσως η Αθήνα δεν θα έπρεπε να χρειάζεται διαφήμιση γιατί είναι η Αθήνα, αλλά από την άλλη κανείς δεν θα έρθει να αφήσει τα ωραία του λεφτά στην χώρα μας επειδή είμαστε μάγκας λαός και τρώμε πίτα-γύρο και έχουμε για παππού μας τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, χρειάζονται σύγχρονες υποδομές και καλή διαφήμιση, όχι προγονοπληξία και υπερβολική υπερηφάνεια

Άλλωστε για την ιστορία με τα νεοκλασικά το τελευταίο που δικαιούμαστε να είμαστε είναι υπερήφανοι ως λαός κι αυτό γιατί δεν μας φταίει ούτε ο Tschumi, ούτε το νέο μουσείο ούτε οι τουρίστες, ούτε το εστιατόριο που τα δυο νεοκλασικά είναι από τα τελευταία. Φταίει το ξερό μας/σας το κεφάλι, γιατί φταίμε κι εμείς που δεν έμεινε τίποτα όρθιο γιατί κι εμείς γκρεμίζαμε τόσα χρόνια για να χτίσουμε αυτό το πράγμα που μοιάζει με πόλη αλλά ουσιαστικά είναι μια τεράστια τσιμεντένια φαβέλα. Ο θείος Καραμανλής έφτιαξε την αντιπαροχή και ο Ελληνικός λαός την επικύρωσε με αστυφιλία και ανάποδα, ο λαός έφτιαξε την αστυφιλία και ο Καραμανλής την επικύρωσε με αντιπαροχή ενώ αλλού μεταπολεμικά το ίδιο ακριβώς πρόβλημα το οποίο ήταν παγκόσμιο φαινόμενο αντιμετωπίστηκε με οργανωμένη πολεοδόμηση. Ο τωρινός παραλογισμός λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνέπεια και τη συνέχεια ενός διαρκούς παραλογισμού που κόστισε στην Αθήνα την απώλεια του αρχιτεκτονικού της πλούτου. Όταν έγινε στο Παρίσι το Pompidou ξηλώθηκε μια ολόκληρη γειτονιά από παλιά κτίρια (ίσως πιο σπουδαία από τα 2 της ιστορίας μας) όμως η διαφορά είναι ότι εκεί υπήρχε η δυνατότητα να γίνει κάτι τέτοιο γιατί το Παρίσι είναι γεμάτο από τέτοια κτίρια καθώς στο παρελθόν υπήρξε μέριμνα και σχεδιασμός για οργανωμένη αστική και προαστιακή ανάπτυξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκω σωστή την κατεδάφιση, απλά αναφέρω τα παραπάνω για να καταδείξω πόσο υποκριτική είναι η στάση μας όταν καταγγέλλουμε όπως καταγγέλλουμε αποκρύπτοντας την ολότητα της ιστορίας και εστιάζοντας σε ένα μόνο απόσπασμα της. Η στάση μας είναι ακόμα πιο υποκριτική όσο σκέφτομαι ότι οι περισσότεροι από αυτούς που φωνάζουν τώρα σιωπούσαν όταν γκρεμιζόταν το Φιξ, δεν έχουν πει κουβέντα για την εγκατάλειψη των Ξενία, δεν έχουν ιδέα για την αρχιτεκτονική ιστορία της Ελλάδας και παρόλα αυτά επιθυμούν σε αυτό το ζήτημα να παρουσιαστούν ως θεματοφύλακες της “αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς”.

Για τον λόγο αυτό, όσο επιφυλακτικός είμαι απέναντι στο μουσείο, τόσο οφείλω να είμαι, και είμαι, απέναντι σε αυτούς που φωνάζουν ενάντια σε αυτό. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που το μουσείο γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης. Στο παρελθόν το έργο καταγγέλθηκε επανειλημμένα, και μάλιστα από ανθρώπους οι οποίοι σήμερα εμπλέκονται στην υλοποίηση του και πιθανόν μελλοντικά να το διαφημίζουν ως δικό τους έργο. Πρόσφατα περιπλανήθηκα σε διάφορα links σχετικά με την υπόθεση, διάβασα σχόλια και άρθρα για και προς τον Tschumi και θυμήθηκα διάφορες ιστορίες και ρεπορτάζ, τις περισσότερες φορές πολύ αποσπασματικά και μάλλον άδικα. Θεωρώ πως η στάση μας και οι απαιτήσεις μας από αυτό είναι μάλλον εξ’ αρχής εντελώς λάθος και γι’αυτό υπερβολικές οι απόψεις και οι αντιδράσεις. Δεν είναι δυνατόν να θέλουμε και τα αρχαία του οικοπέδου και τα νεοκλασικά κτίρια και τη θέα προς την Ακρόπολη και το πράσινο και την εγγύτητα στον ιερό βράχο και το σούπερ γουάου μουσείο που θα γίνει κράχτης για να επιστραφούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, θα είναι φτηνό αλλά ταυτόχρονα κερδοφόρο και υπερσύγχρονο χωρίς όμως να γεννήσει μια βίαιη αντιπαράθεση όγκων που θα θίγει τον αστικό ιστό και χωρίς να χαθεί τίποτα (το διάβασα κι αυτό κάπου). Δεν γίνονται όλα αυτά μαζί ειδικά σε μια πόλη σαν την Αθήνα και πολύ περισσότερο σε ένα οικόπεδο όπως το συγκεκριμένο. Δεν έχω καμία διάθεση να υπερασπιστώ τον Tschumi ή το μουσείο σαν κτίριο, δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, επαναλαμβάνω ότι διαφωνώ με την κατεδάφιση αλλά οφείλω να υπερασπιστώ την ελευθερία του οποιουδήποτε σχεδιαστή, όπως και του κάθε ειδικού, να προτείνει σενάρια και αυτά είτε να γίνονται αποδεκτά ή να απορρίπτονται. Αυτή είναι η δουλεία των αρχιτέκτονων οι οποίοι δεν είναι ούτε απλοί καλλιτέχνες, ούτε κοινοί τεχνολόγοι - εκτελεστές κάποιων δεδομένων αιτημάτων όπως κάποιοι θέλουν να νομίζουν. Έχουν επιχειρήματα, θέσεις, απόψεις, προτείνουν λύσεις και ίσως κάνουν και λάθη αλλά γι’αυτά κρίνονται και οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονται πάντα από τους αναδόχους των έργων. Αυτό που εννοώ είναι ότι το βάρος και οι ευθύνες της απόφασης δεν πέφτουν σε αυτόν που κάνει την πρόταση άλλα σε αυτόν που την επικυρώνει και στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι μια συγκεκριμένη επιτροπή και το Υπουργείο Πολιτισμού.

Αν κάτι πρέπει να καταγγελθεί λοιπόν είναι οι θέσεις του Υπουργείου αλλά αυτό που βλέπω είναι μια γενικότερη επίθεση στο μουσείο με αφορμή τα νεοκλασικά. Το μόνο που θα θυμίσω κλείνοντας είναι ότι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, δεν έχει υπάρξει μεγάλο έργο ή σχέδιο για μεγάλο έργο, επιτυχές η μη, που να μην έχει γίνει δέκτης παρόμοιας κριτικής και να μην έχει καθυστερήσει ή τελικά εγκαταληφθεί για παρόμοιους λόγους.


1 σχόλιο:

harisheiz είπε...

Απορώ που το θυμήθηκες αυτό το άρθρο και επίσης πως το ανακάλυψες, είναι από τα παλια μου! Σε κάθε περίπτωση σε ευχαριστώ για την αναδημοσίευση!