3/13/2012
Μήλον της έριδος ο Παρθένης σε δικαστική διαμάχη…
της Μαρίας Τσιλιμιδού
Είναι από τις λίγες φορές που μία υπόθεση αμφισβήτησης της γνησιότητας έργων τέχνης όχι μόνο έρχεται στο φως της δημοσιότητας, αλλά καταλήγει στις δικαστικές αίθουσες.
Συνήθως τα θύματα, σοβαροί και επιτυχημένοι επιχειρηματίες, δεν θέλουν να γίνει γνωστό ότι εξαπατήθηκαν από κάποιον έμπορο που τους πούλησε… φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Αρκούνται σ’ έναν εν κρυπτώ συμβιβασμό, παίρνοντας τα χρήματά τους πίσω και επιστρέφοντας τα έργα στους πωλητές τους, χωρίς να προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη επιζητώντας την ποινική δίωξή τους.
Τα έξοδα και η πολυετής δικαστική διαμάχη που μπορεί να φθάσει τα 10 ή 15 χρόνια είναι επίσης σοβαροί αποτρεπτικοί παράγοντες.
Ε όχι κι απ’ τους Sotheby’s!
Όταν όμως θεωρούν πως εξαπατώνται από έναν διεθνούς φήμης, έγκριτο και ευυπόληπτο οίκο δημοπρασιών, όπως είναι οι Sotheby’s, τότε δεν διστάζουν να το τραβήξουν στα άκρα προκειμένου να δικαιωθούν.
Όπως και να το κάνουμε, η ηθική βλάβη που έχει υποστεί το γόητρό τους μετριάζεται από το κύρος και την πολύχρονη παρουσία ενός οίκου στο χώρο της δευτερογενούς αγοράς τέχνης. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που το δικαστήριο υποχρεώνει τη διευθύντρια των Συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης να εκδώσει πραγματογνωμοσύνη επί της πλαστότητας ή μη των επίδικων έργων, ενεργοποιώντας σχετικό νόμο του 2002, διότι πάγια πολιτική του μουσείου είναι να μην εμπλέκεται σε τέτοιες υποθέσεις.
Ας ξετυλίξουμε το νήμα
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Τον Νοέμβριο του 2006 ο εφοπλιστής Διαμαντής Διαμαντίδης αγόρασε από τους Sotheby’s το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη «Νεκρή φύση μπροστά από την Ακρόπολη» για 674.517 ευρώ και έναν χρόνο αργότερα τον πίνακα «Παναγία και Βρέφος» του ίδιου καλλιτέχνη για 950.875 ευρώ.
Το τελευταίο, μάλιστα, κοσμούσε και το εξώφυλλο του καταλόγου του συγκεκριμένου Greek Sale, ενώ παρουσιάζονταν ως έργα υψίστης σημασίας, χαρακτηριστικά της εικαστικής γραφής του ζωγράφου.
Έκπληκτος, λίγο καιρό αργότερα, ενώ επιδείκνυε με υπερηφάνεια κι ενθουσιασμό τα καινούργια του αποκτήματα σε κοινωνική συνάθροιση στο σπίτι του, πληροφορήθηκε από ανθρώπους του χώρου ότι πρόκειται για έργα πλαστά. Απευθύνθηκε σε ιστορικούς τέχνης -μεταξύ των οποίων και στην Θάλεια Οικονόμου- και εμπειρογνώμονες, τα πορίσματα των οποίων επιβεβαίωσαν τους φόβους του.
Στη συνέχεια ο επιχειρηματίας και συλλέκτης κατέθεσε αγωγή εναντίον των Sotheby’s και των εκπροσώπων του οίκου, Κωνσταντίνου Φράγκου και Alexander Russell, διεκδικώντας το σύνολο των χρημάτων που έδωσε και για τα δύο έργα συν μισό εκατομμύριο ευρώ για ηθική βλάβη.
Η συνολική αποζημίωση που αξιώνει αγγίζει τα 2.160.000 ευρώ. Και επειδή οι δικαστές δεν έχουν και μεγάλη εμπειρία σε ανάλογες υποθέσεις, διέταξαν τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ώστε ν’ αποφανθούν οι ειδικοί επί του θέματος.
Πλαστά λέει η Εθνική Πινακοθήκη
Υπέρ της πλαστότητας τάχθηκε σύσσωμο το επιτελείο της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ υπέρ της γνησιότητας ο ιστορικός τέχνης και επίκουρος καθηγητής Μάνος Στεφανίδης. Η υπόθεση εκδικάστηκε πριν από λίγες ημέρες (26.1) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και η απόφαση αναμένεται τους επόμενους έξι με οκτώ μήνες.
Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε σε κάποια απ’ όσα διαδραματίστηκαν εντός της δικαστικής αίθουσας κατά την πεντάωρη ακροαματική διαδικασία. Υπέρ λοιπόν της πλευράς Διαμαντίδη προσκομίστηκαν οι πραγματογνωμοσύνες της ερευνητικής ομάδας Artgnomon και της Εθνικής Πινακοθήκης, την οποία υπέγραφαν η διευθύντρια των συλλογών του μουσείου Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου, συνεπικουρούμενη από τις επιμελήτριες Έφη Αγαθονίκου, Ζήνα Καλούδη και στελέχη του τμήματος συντήρησης, υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Δουλγερίδη.
Σύμφωνα με την τεχνική ανάλυση των χρωμάτων που εκπόνησε η Artgnomon, οι αμφισβητούμενοι πίνακες φέρουν ρουτίλιο, τιτάνιο, λιθοπόνιο και μαγνήσιο, υλικά που ανακαλύφθηκαν και διαδόθηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά μετά τη δεκαετία του ’50, ενώ η αρχική χρονολόγηση της αντίδικης πλευράς τοποθετεί τα επίμαχα έργα στη δεκαετία του ’30.
Η άποψη του νομικού συμβούλου της Πινακοθήκης
Στην ογκωδέστατη πραγματογνωμοσύνη της, η κ. Μεντζαφού αναφέρει μία σειρά γεγονότων εκ των οποίων τεκμαίρεται, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία όπως υποστηρίζει, η πλαστότητά τους.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε κάποια εξ αυτών, όπως μας τα εξέθεσε ο νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης, Γιώργος Οικονομόπουλος, ο οποίος ανέλαβε και την νομική τεκμηρίωση της έκθεσης.
«Και τα δύο έργα που φέρονται ως δημιουργίες του Κωνσταντίνου Παρθένη είναι πλαστά κι έχουν γίνει κατ’ απομίμηση της γραφής του καλλιτέχνη. Είναι μάλιστα βασισμένα πάνω σε δύο έργα που ανήκουν στις συλλογές της Πινακοθήκης, αλλά με κάποιες παραλλαγές για να φαίνονται διαφορετικά.
Στο ημερολόγιο που είχε εκδώσει η Εθνική Πινακοθήκη το 2002 είχε δημοσιεύσει σε μεγέθυνση μια λεπτομέρεια του πίνακα «Παναγία με Χριστό», κάνοντας ζουμ στο ενδιαφέρον μέρος της σύνθεσης και κόβοντας κυρίως το κάτω μέρος.
Οι πλαστογράφοι, όπως συμπεραίνει η Πινακοθήκη, αντέγραψαν τη λεπτομέρεια αυτή, γι’ αυτό και το πλαστό έχει αφύσικο αποτέλεσμα, δηλαδή ο Χριστός εμφανίζεται χωρίς πόδια, η Παναγία χωρίς μπούστο κ.λπ.
Επιπλέον, το 2002, ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε στο φως το συγκεκριμένο έργο, καθώς ποτέ μέχρι τότε δεν είχε εκτεθεί, αλλά παρέμενε στις αποθήκες του Ιδρύματος.
Ο πίνακας «Νεκρή φύση μπροστά από την Ακρόπολη» εμφανίστηκε για πρώτη φορά, το 1999, στο πλαίσιο του εορτασμού για τα 100 χρόνια λειτουργίας του μουσείου.
Το δεύτερο μέρος της έρευνας αφορά την προέλευσή τους. Και τα δύο έργα της Πινακοθήκης ανήκαν στην κόρη του Κωνσταντίνου Παρθένη, Σοφία, η οποία τα είχε δωρίσει στο μουσείο το 1982 μαζί με όλο το μερίδιό της από την κληρονομιά του πατέρα της (σ.σ.: όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Παρθένης, το 1967, το σπίτι του σφραγίστηκε. Η αποσφράγιση και η απογραφή έγινε τον επόμενο χρόνο από τη συμβολαιογράφο Παναγιώτα Γιαννακάκου. Τα μισά έργα πήρε η κόρη του Σοφία και τα άλλα μισά ο γιος του Νικόλαος.]
Τι ισχυρίζεται ο Μάνος Στεφανίδης
Στην πραγματογνωμοσύνη του, ο Μάνος Στεφανίδης αναφέρει ότι διαπίστωσε από πλευράς ιδιοκτησίας πως τα έργα ανήκαν στην κληρονομιά Νικολάου Παρθένη, και από εκεί κατέληξαν στους Sotheby’s μέσα από δύο ενδιάμεσους ιδιοκτήτες, τον γκαλερίστα Στράτο Φωτόπουλο και τον εκτιμητή έργων τέχνης και σύμβουλο επενδύσεων Δημήτρη Παλαιοκρασσά.
Σε καμία όμως από τις απογραφές -οι οποίες ως συμβολαιογραφικές κατατεθειμένες πράξεις δεν επιδέχονται καμίας αλλοίωσης ή αμφισβήτησης- δεν αναφέρονται.
Ούτε του ’68, ούτε του ’99, όταν πέθανε πια ο Νίκος Παρθένης και περιήλθαν στην κατοχή των τεσσάρων κληρονόμων του. Μία εξ αυτών ήταν η Φιλιππινέζα Έλμα Ερλάνο που φέρεται να πούλησε στον συλλέκτη Βασίλη Παπαθανασίου, από τον οποίο αργότερα τα αγόρασαν οι κ. Φωτόπουλος και Παλαιοκρασσάς».
Το Σωματείο Αρχαιοπωλών
Πριν από μερικά χρόνια, το Σωματείο Αρχαιοπωλών είχε επιβάλει στον γκαλερίστα Στράτο Φωτόπουλο ποινή παύσης τριών μηνών για διακίνηση πλαστών πινάκων του Αλέξη Ακριθάκη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος είχαν παραιτηθεί τότε αρκετά έγκριτα μέλη του σωματείου.
Όπως συνεχίζει ο κ. Οικονομόπουλος: «Η κ. Ερλάνο αναφέρει ότι πλήρωσε και φόρο κληρονομιάς. Στην έρευνα που έκανα στην εφορία, ζητώντας τα σχετικά αντίγραφα, ούτε εκεί υπάρχει καμία αναφορά.
Αντιθέτως, τα δύο έργα που έχει στην κατοχή της η Πινακοθήκη έχουν μια παρουσία μέσα στον χρόνο, είχαν εκτεθεί στην αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη που διοργανώθηκε το 1938 από την ελληνική κυβέρνηση στην 21η Μπιενάλε της Βενετίας, υπάρχει φωτογραφικό ντοκουμέντο που εικονίζει τον ζωγράφο στο εργαστήριό του μπροστά από τα δύο αναρτημένα στον τοίχο έργα, έχουν δημοσιευθεί σε εγκυκλοπαιδικά λεξικά και φυσικά αναφέρονται στην απογραφή του 1968».
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της κ. Μεντζαφού: «Στην έρευνα που διεξήγαγα για την τεκμηρίωση των έργων της συλλογής Διαμαντίδη, δεν βρήκα καμία αναφορά ή κάποια στοιχείο που να πιστοποιεί την ύπαρξή τους σε καλλιτεχνική δραστηριότητα του ζωγράφου, ούτε σε κάποια γνωστή συλλογή. Τα έργα του Παρθένη, τα οποία πουλούσε πάντα ακριβά, τα αγόραζαν συλλέκτες που ανήκαν στη μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας και του εξωτερικού, επομένως η προέλευση ενός έργου χωρίς από μόνη της να τεκμηριώνει την αυθεντικότητά του ή μη λαμβάνεται εντούτοις σοβαρά υπόψη από τον ιστορικό τέχνης».
Υπήρχαν άφαντα έργα;
«Τα έργα πουλήθηκαν από τους Sotheby’s ως δημιουργίες της δεκαετίας του ’30. Μα υπάρχουν επί 80 χρόνια άφαντα έργα;», αναρωτιέται ο κ. Οικονομόπουλος, ο οποίος μας επισημαίνει και κάτι ακόμη.
«Ο Μάνος Στεφανίδης επικαλείται την υπογραφή της Παναγιώτας Γιαννακάκου, την οποία όμως αναφέρει ως Γ. Πεππά. Τι σημαίνει αυτό; Ότι προφανώς δεν γνώριζε καν το όνομά της και έτσι ερμήνευσε την υπογραφή της. Για να φανταστείτε επιπολαιότητα…
Ισχυρίζεται, επίσης, ότι το έργο με την Παναγία που δημοπράτησαν οι Sotheby’s είναι σαφώς εικαστικά πληρέστερο και αρτιότερο από εκείνο της Πινακοθήκης. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, μπορεί και ο οίκος να έχει εξαπατηθεί. Εισπράττει, όμως, τόσα χρήματα και δεν οφείλει να ερευνήσει την προέλευση; Το μοναδικό κριτήριο της αξίας ενός έργου είναι η γνησιότητά του. Στον κατάλογο δεν έλεγαν έργο που αποδίδεται στον Παρθένη. Έλεγαν έργο του Παρθένη και μάλιστα το συνόδευαν με εκτενή κείμενα και διθυραμβικά σχόλια».
Η επιστολή του Άγγελου Δεληβοριά
Τη δική της σημασία έχει η φιλική επιστολή που είχε στείλει ο ιστορικός τέχνης και διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβοριάς στον Διαμαντή Διαμαντίδη, σε ανύποπτο χρόνο, το 2010. Σε αυτήν ο έμπειρος γνώστης της νεοελληνικής τέχνης αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η “Παναγία με το Θείο Βρέφος” είναι ούτως ή άλλως μία αδύναμη, μέτρια και από κάθε άποψη ύποπτη δημιουργία. Μία δημιουργία που δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συγκριθεί με κάποια από τις γνωστές, ανάλογες συνθέσεις του ζωγράφου (…).
Δυστυχώς στο έργο “Νεκρή Φύση μπροστά από την Ακρόπολη” γίνεται προσπάθεια μίμησης του καλλιτεχνικού ιδιώματος του Παρθένη με συρραφή ζωγραφικών στοιχείων από άλλα έργα του και ιδιαίτερα από το έργο του “Νεκρή φύση με Ακρόπολη στο βάθος», που ανήκει στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Θα υποχρεωθώ επομένως να επαναλάβω και σε σας κάτι που έχω τονίσει επανειλημμένα με άλλες αφορμές, ότι ο Παρθένης ανήκει στους ζωγράφους εκείνους που μαγνήτισαν από νωρίς το ενδιαφέρον της αγοράς όπως μαγνήτισαν εξάλλου και όσους φροντίζουν συστηματικά να την τροφοδοτούν με πλαστά έργα. Θα ήταν δηλαδή προτιμότερο να είχατε προσφύγει στις απόψεις μου πριν καταλήξετε οριστικά στην απόφαση ν’ αποκτήσετε οπωσδήποτε τους δύο πίνακες. Θα σας συμβούλευα επιπλέον όποτε μελλοντικά αποφασίσετε εκ νέου την απόκτηση κάποιου έργου είτε με άμεση αγορά είτε από δημοπρασία, να προσφύγετε εγκαίρως στην έγκριτη γνώμη ενός ειδικού, στις αναμφίβολα αυθεντικές δημιουργίες της Εθνικής Πινακοθήκης και στον υπεύθυνο εξαντλητικό έλεγχο των ληξιαρχικών πράξεων της προέλευσής του».
Στα χέρια της Δικαιοσύνης
Από την πλευρά του ο Μάνος Στεφανίδης δεν επιθυμεί να μας μιλήσει εκτενώς για την υπόθεση, από τη στιγμή που, όπως λέει, βρίσκεται στα χέρια της Δικαιοσύνης.
«Προσωπικά, έχω επανειλημμένα συγκρουστεί με τους πλαστογράφους κι έχω προβεί σε ουκ ολίγες καταγγελίες πλαστών έργων Παρθένη, Τσαρούχη, Τέτση κ.ά. Για τα δύο επίδικα έργα δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Τα είδα, τα εξέτασα, ερεύνησα το ιστορικό τους και έχω περιγράψει αναλυτικά τα συμπεράσματά μου στη πραγματογνωμοσύνη που μου ανέθεσε το δικαστήριο. Προς το παρόν το κείμενο είναι απόρρητο. Κακώς δίνει κομμάτια η άλλη πλευρά. Λένε, μεταξύ άλλων, ότι τα καινούργια καρφιά πρόδωσαν τον πλαστογράφο. Αφού τα έργα μεταφέρθηκαν πρόσφατα σε καινούργιο καμβά και νέο πλαίσιο από τον καθηγητή συντήρησης κ. Κουτσουρή προκειμένου να πωληθούν…
Θα ήθελα, όμως, να ξέρω οι άλλοι, που έχουν άποψη, ποιο πλαστό έργο έχουν καταγγείλει στη ζωή τους; Μήπως τους πλαστούς Πανταζήδες, που τους συμπεριέλαβαν στην έκθεση και τη μεγάλη έκδοση του Πανταζή; Τον Διαμαντίδη δεν τον γνωρίζω, εκτιμώ ότι είναι συλλέκτης και αγαπά την τέχνη αλλά πριν αγοράσει θα έπρεπε να είχε ελέγξει, ειδικά αφού ήταν διατεθειμένος να δώσει ένα τόσο υψηλό χρηματικό ποσό.
«Πλακάκια» με τους Sotheby’s;
Εν πάση περιπτώσει, αφού έχει αμφιβολίες έκανε πολύ καλά που προσέφυγε στην ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία έχει τους τρόπους και τα μέσα να βγάλει μια απόφαση. Με κατηγορούν ότι μαζί με τους Sotheby’s έχουμε κάνει συμμορία. Μα εγώ έχω ζητήσει περαιτέρω ανάλυση των έργων και γραφολογική εξέταση της υπογραφής, κάτι που η πλευρά Διαμαντίδη δεν το θέλει και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. Αν τα έργα είναι πλαστά, τότε και η υπογραφή θ’ αποδειχθεί πλαστή. Για ποιο λόγο, λοιπόν, όλη αυτή η φασαρία και η δημοσιότητα; Γίνεται μία κατευθυνόμενη εκστρατεία να προβληθούν τα έργα ως πλαστά για να επηρεαστεί η Δικαιοσύνη, η οποία όμως απρόσκοπτα και αμερόληπτα πρέπει να κάνει τη δουλειά της.
Ίσως ο συλλέκτης να μετάνιωσε για τα χρήματα που έδωσε, αντιλαμβανόμενος ότι με 1,7 εκατ. ευρώ αγόραζε Πικάσο. Πάντως, και τα δύο έργα είναι καταγεγραμμένα στην απογραφή του υιού Παρθένη και αυτό φαίνεται από τα έγγραφα που έχω εντοπίσει και υποβάλει. Μην προτρέχουμε της Δικαιοσύνης. Το δικό μου κριτήριο, προκειμένου ν’ αποφανθώ για τη γνησιότητα ή μη ενός έργου, είναι πάνω απ’ όλα αισθητικό, καλλιτεχνικό. Για μένα, λοιπόν, οι δύο συγκεκριμένοι πίνακες είναι πολύ καλά ζωγραφισμένοι κι έχουν σαφέστατα στοιχεία παλαιότητας. Δεν υπάρχουν πλαστογράφοι που να κάνουν τέτοια έργα».
Η ιστορικός τέχνης Νίκη Πατσουράκη
Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας εξετάστηκε και η ιστορικός τέχνης Νίκη Πατσουράκη, η οποία επίσης κατέθεσε υπέρ της πλαστότητας των έργων. Οι Sotheby’s υποστήριξαν ενώπιον του δικαστηρίου πως ο οίκος δεν έχει την υποχρέωση να ελέγχει τη γνησιότητα του έργου και επομένως δεν τη βεβαιώνει. Σε επικοινωνία μας με τον Matthew Weigman, όταν ρωτήσαμε εάν τέτοιες υποθέσεις, εφόσον δημοσιοποιούνται, μπορούν να πλήξουν το κύρος ενός οίκου, αρκέστηκε να μας πει πως δεν απαντά σε… υποθετικές ερωτήσεις. Την ίδια (μη) απάντηση λάβαμε και στην ερώτηση εάν το δικαστήριο αποφανθεί ότι οι πίνακες δεν είναι γνήσιοι, πώς προτίθεται να κινηθεί ο οίκος, αν π.χ. ασκήσει έφεση ή προτιμήσει ν’ αποζημιώσει τον κ. Διαμαντίδη. Τουλάχιστον αυτή ήταν, πράγματι, υποθετική ερώτηση αλλά για μια όχι τόσο υποθετική έκβαση…
Όπως καθόλου υποθετικά δεν είναι και τα χρήματα που εισπράττει ως προμήθεια ο οίκος από τις αγοραπωλησίες των έργων. «Εσείς γνωρίζετε κάποιον που θα έδινε 1,7 εκατ. ευρώ για ν’ αγοράσει κάτι που μπορεί να είναι πλαστό;», ρωτά ο Γιώργος Οικονομόπουλος.
Στη σχεδόν τριαντάχρονη επαγγελματική του διαδρομή έχει χειριστεί εκατοντάδες υποθέσεις πλαστογραφίας, για ποσά από 3.000 έως 500.000 ευρώ. Στην πλειοψηφία τους αφορούν καλλιτέχνες που δεν ζουν πια και το έργο τους δεν υποστηρίζεται από κάποιο ίδρυμα.
Ανάμεσα στους πιο εμπορικούς άρα και στους πιο συχνά πλαστογραφημένους είναι οι Γύζης, Λύτρας, Ιακωβίδης, Παρθένης, Βολανάκης, Μαλέας, Παπαλουκάς, Γκίκας, Μόραλης, Βασιλείου, Γαΐτης, Εγγονόπουλος. Από τον ύποπτο κατάλογο, όμως, δεν λείπουν και ονόματα ζώντων, όπως ο Φασιανός, ο Μυταράς, ο Τέτσης. Σύμφωνα με τον έμπειρο δικηγόρο: «Τα πλαστά έργα που διακινούνται είναι περισσότερα από τα γνήσια και όσο πιο μεγάλη είναι η άγνοια του αγοραστή τόσο πιο απύθμενο είναι και το θράσος του πωλητή».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου