Η περιθωριακή Αθήνα στην πρόσφατη λογοτεχνία
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
Η ανάδυση της περιθωριακής Αθήνας συμπίμπτει με την ανάδειξή της σε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους το 1832. Η εξαθλίωση, η προσφυγιά, η εγκληματικότητα δίνουν από την πρώτη στιγμή το παρόν στην πόλη που ονειρεύτηκε την επανασύνδεση με τη λαμπρή αρχαιότητα. Ο,τι ακολουθήσει κατόπιν ελάχιστα θα αλλάξει την αρχική εκείνη εικόνα. Τα δημοσιεύματα της εποχής, από εφημερίδες ώς λογοτεχνία, μας επιτρέπουν τέτοιας υφής ματιές προς τα πίσω. Από τους Αθλιους του Κονδυλάκη έως τα Αθηναϊκά Διηγήματα του Παπαδιαμάντη ο νατουραλισμός και η γραφικότητα θα αποτελέσουν τα γνώριμα πλαίσια αναφοράς για τα σχετικά φαινόμενα. Αλλωστε οι νοοτροπίες δεν πρόκειται να αλλάξουν ιδιαίτερα: το περιθώριο παραμένει σε μεγάλο βαθμό κρυφό, ηθελημένα αόρατο. Η σύνθετη δαιμονική και αγγελική του υπόσταση θα περιγράφεται με απέχθεια είτε με συμπαθητική ανοχή -κυρίως ως κάτι παράδοξο, κάτι που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Το «εκεί» όμως είναι κάτι εντελώς απροσδιόριστο. Πού; Διάχυτο στο δημόσιο χώρο της πόλης, άρα θανάσιμα επικίνδυνο, ή θαμμένο σε ιδιωτικούς χώρους, πίσω από κλειστά πορτοπαράθυρα, απ' όπου όμως μπορεί να εξέρχεται κατά βούληση κατακτητικά; Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή έχει εντοπιστεί η δυσκολία ορισμού του, με ή χωρικούς ταξικούς όρους.
Οι χώροι όπου κινούνται και δρουν οι περιθωριακοί κάτοικοι της πόλης είναι απροσδιόριστοι. Τις περισσότερες φορές είναι ανώνυμοι, σε αντιστοιχία με την αφανή ή στιγμιαία παρουσία τους μεταξύ μας. Εύλογα περιμένει κανείς να τους συναντήσει στο «φυσικό» τους περιβάλλον, στις λεγόμενες «υποβαθμισμένες» περιοχές, το βασίλειό τους. Τυπική ήταν η περίπτωση του Ασύρματου (Πετράλωνα) που περιέγραψε ο Ν. Μάτσας στο Κλειστοί Ουρανοί (1963) ή της φτωχογειτονιάς του φιλμ Συνοικία το Ονειρο του Α. Αλεξανδράκη. Η εκεί παρουσία σου περνά απαρατήρητη, καθώς εκείνοι είναι απορροφημένοι στους εσωτερικούς τους δαίμονες. Με τον καιρό, πάντως, οι τοπικές διαφορές ανάμεσα σε προνομιακές και μη ζώνες της Αθήνας δείχνουν πως αμβλύνονται ή παύουν γενικότερα να έχουν τόση σημασία. Θα επιχειρήσουμε μια ανίχνευση της σύγχρονης παρουσίας του αθηναϊκού περιθωρίου σε τρία ζεύγη λογοτεχνημάτων της τελευταίας πενταετίας.
Οι πρωταγωνιστές στη συλλογή διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου Η φλέβα του Λαιμού (1998) ζούνε μια επίτηδες μοναχική ζωή, σαν «ξεχασμένοι» αλαφροΐσκιωτοι, ακόμα και αν βρίσκονται ανάμεσα σε συντρόφους στη δουλειά. Ο τόπος συχνότερα είναι απροσδιόριστος, αλλά και όταν ονοματίζεται δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τις «καταραμένες» γειτονιές της πόλης. Οπως, για παράδειγμα, ο γύφτος Στέλιος, εργάτης σε συνεργείο στο Κουκάκι, «μ' ένα πρόσωπο πλαγιά ανθισμένη» («Το πέρασμά του»), που ζούσε μια «άλλη» ζωή, απρόσιτη στους υπόλοιπους. Συχνά-πυκνά τα πρόσωπα είναι παγιδευμένα σε εσωτερικά αδιέξοδα, απ όπου δεν μπορούν να ξεφύγουν -ίσως γι' αυτό ο τόπος διατηρεί την ανωνυμία του. Στο «Χαλασμένο χωριό» η «μελαχρινή... καλοπλασμένη» με τα «άδολα» μάτια Βασιλέ, πολιτική πρόσφυγας από την Τουρκία, δοκιμάζει να ξεπεράσει την ψυχολογική απομόνωση του οδοκαθαριστή Γιάννη, που δουλεύει σε κάποια λαϊκή συνοικία, αλλά θα χάσει τη μάχη.
Ο συμβιβασμός με τη «μοίρα» θα συντελεστεί κάποτε ειρηνικά. Ο βασανισμένος εκείνος άντρας στο διήγημα «Ως κόρην οφθαλμού» τελικά θα γίνει «ένα με τη γειτονιά». Μια τέτοια ταύτιση μπορεί πάλι να πάρει άλλη μορφή, όπου ως «γειτονιά» -δηλαδή, ο νοερός κόσμος- νοείται μια πολυκατοικία στο διήγημα «Κατά τις πεντέμισι». Εκεί μέσα ο ήρωας θα χτίσει μια ατελέσφορη σχέση με κάποια ένοικο, με σημείο επαφής τη μουσική που εκείνη ακούει ξεσηκώνοντας τον κόσμο. Αλλοτε το ξεπέρασμα του αδιέξοδου συντελείται εκρηκτικά: στο διήγημα «Γλύκα στο στόμα» η άρνηση της ζωής από τη μεριά της χήρας θα ξυπνήσει τον πόθο σε νεαρό υπάλληλο του νεκροταφείου -τόπος σύγκλισης της ύπαρξής τους- ο οποίος «τρομαγμένος... από την απουσία της έβαλε τα κλάματα μπροστά της», για να καταλήξουν με λυτρωτική λύσσα στο κρεβάτι, βρίσκοντας επιτέλους τη «γαλήνη». Ακόμα αγριότερη θα είναι η κατάληξη στο διήγημα «Η φλέβα του λαιμού». Η ατμόσφαιρα προετοιμάζεται με την πρώτη φράση: «Πώς να κρυφτεί η λύπη;» ενώ η εύθραυστη σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι θα ακυρωθεί με «σιωπηρή συμφωνία», όταν εκείνος ανακαλύψει την παρουσία της τερατόμορφης κόρης της, «ένα πλάσμα κάτασπρο, με απισχνασμένα στρεβλά πόδια και χέρια».
Τίποτα δεν εμποδίζει το περιθώριο όμως να κάνει την εμφάνισή του οπουδήποτε αλλού, στο δημόσιο χώρο της πόλης μεταμορφωμένο σε ζητιάνους που έρπουν και προκαλούν ζητώντας τον οίκτο μας -γιατί μόνον έτσι γίνονται αποδεκτοί. Το πρότυπο στην ακρότητά του βρίσκεται, εννοείται, στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα. Στην επόμενη συλλογή διηγμάτων του Σωτηρίου, Η Βραδυπορία του Καλού (2001), διαφαίνεται η ίδια απαισιόδοξη ματιά του συγγραφέα. Ζητούμενο είναι η λύτρωση. Αυτή θα αποδειχθεί εφιαλτικά ανύπαρκτη στο διήγημα «Προσωποληψία», που εκτυλίσσεται μπροστά στην πολυκατοικία όπου μένει η Γιάννα, αρχικά γνωστή του Δημήτρη. Οταν εκείνη θα αρνηθεί κατόπιν εκδικητικά την ύπαρξή του, αυτός θα καταρρεύσει. Το ίδιο λείπει η γεύση της ελπίδας στο «Χαρούμενα νερά», με τον δήθεν μετανοημένο ομοφυλόφιλο που κάνει κήρυγμα στη λαϊκή αγορά της οδού Δοϊράνης. 'Η πάλι η λύση θα δείξει αινιγματική στο «Διπλός», με το παιδάκι που στο τέλος θα αγκαλιάσει τον παραληρηματικό νεαρό στο Πεδίον του Αρεως. Στο «Γονείς και Κηδεμόνες» ένας μοναχικός περιπατητής στο Φάληρο περνά τον καιρό του διαβάζοντας τις διαφημίσεις στο δρόμο, ώσπου σε μια διασταύρωση της παραλιακής συναντιέται με μια εξίσου αδέσποτη σκυλίτσα που τον παίρνει στο κατόπι ψάχνοντας για λίγη στοργή. Ενοχλημένος θα θελήσει να απαλλαγεί από το ζώο μπαίνοντας στη θάλασσα, αλλά εκείνο θα τον ακολουθήσει συμβάλλοντας στον πνιγμό του.
Στο «Μπακότερμα στον Αλιμο όμως ένας άλλος, πάλι περιπλανώμενος, Φαληριώτης θα συναντήσει τυχαία μια μαύρη άστεγη, την οποία «η βαθιά λύπη την είχε κάνει απόκοσμη», θα της προσφέρει γενναία ελεημοσύνη που θα τον κάνει μετά να μετανιώσει, κι έτσι θα εγκλωβιστεί ανεξήγητα σε μια έμμονη ιδέα -ώσπου να βρει «ανάπαυση η ψυχή του» όταν ο ίδιος μεταμορφώνεται σε ζητιάνο. Στο διήγημα «Αχ Ικαρία, Ικαρία» περιγράφεται η σύγχρονη Αθήνα μέσα από μια διαδρομή τρόλεϊ στο κέντρο. Εκεί «μια γριά που τα είχε λίγο χαμένα» διασκεδάζει αθέλητα τους συνεπιβάτες της με τη νοσταλγική επίκληση του νησιού της, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα «σαν να πέρασε ένας άγγελος».
Στα διηγήματά του Από το Ιδιο Ποτήρι και Αλλες Ιστορίες (1999) ο Φάις παίζει με διάφορα είδη γραφής, που μερικές φορές αγγίζουν το περιθώριο. Ισως οι πυκνότερες αναφορές του βρίσκονται στις ψηφίδες του τελευταίου διηγήματος Εμποδισμένη ζωή. Εκεί το περιθώριο κάνει την εμφάνισή του αναπάντεχα και στιγμιαία, όπως στη σύγκρουση των πανκ με ένα αγόρι «ανάμεσα σε λυκάνθρωπο και καρτούν» σε μια διαδρομή του ηλεκτρικού από τη Βικτώρια στον Αγιο Ελευθέριο. Η πανκ παρέα θα τρομάξει όταν διαπιστώσει «την άβυσσο που χωρίζει τη μόδα της φρίκης από το κύτταρό της». Σε μια άλλη σκηνή, η «αναίτια βία» εκφράζεται από δύο «εξαθλιωμένους Αλβανούς» στου Ψυρρή που κλοτσάνε ένα κουτσό σκυλί στο δρόμο. Πιο κάτω, το βλέμμα σταματά πότε σε μια ρακοσυλλέκτρια στη Βουκουρεστίου που ψάχνει μεθοδικά μέσα στα σκουπίδια, πότε σε έναν «ρικνοπρόσωπο με καταξεσκισμένα ρούχα» μπροστά σε κάποιο θέατρο, ή σε ένα ζευγάρι που αγαλιάζεται με ζωώδη τρόπο μέσα στα σκουπίδια της λαχαναγοράς. Η «πινακοθήκη» αυτή περιέχει και άλλους: έναν επαίτη, έναν ανυπόδητο κι ένα πρεζόνι, εξαθλιωμένους αλλοδαπούς, έναν σαλό ή έναν «μαυριδερό τύπο». Ολοι αυτοί συμπεριφέρονται σαν μοναχικοί υπνοβάτες μέσα στην πόλη. Χαρακτηριστική είναι η αγωνία ενός «ανώνυμου» γέρου: «τρέμει στην ιδέα μπας και πάρει τη θέση των πεσμένων πραγμάτων του και δεν υπάρχει κανένας να τον περιμαζέψει». Τέτοιες φευγαλέες σκηνές γίνονται αισθητές στο δημόσιο χώρο -περίεργη μείξη «καθώς πρέπει» σημείων της πόλης με περιθωριακές σκιές. Αλλωστε δεν είναι λίγοι εκείνοι που εισπράτουν αυτές τις πρατηρήσεις, καθώς κινούνται άσκοπα μέσα στην πόλη. Στο διήγημα «Τέσσερις ώμοι για τον Σάκη» ένας χαρακτήρας συνηθίζει να «οργώνει την Αθήνα με κάθε μέσο μεταφοράς... ένας επιβάτης χωρίς προορισμό», ενώ στο «Από Τυρινή Δεκαπενταύγουστος;» ο Χαρίλαος «παίρνει στο κατόπι» έναν άγνωστό του γέρο που έχει έναν «καβγά με το εγώ του». Η νυχτερινή παρακολούθηση του γέρου «στη στροφή της Λήθης» θα καταλήξει κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, καθώς ο Χαρίλαος αγωνιά αν θα καταφέρει να ξεφύγει από την ανεξήγητη έλξη που του προκαλεί αυτός ο άγνωστος.
Αλλη περίπτωση είναι όταν, αντιστρέφοντας τους όρους του παιχνιδιού, οι περιθωριακοί επιλέγουν οι ίδιοι να γίνουν αόρατοι, ανατρέφοντας το βλέμμα προς τα μέσα. Εκεί ακριβώς θα τους συναντήσει ένας «λυσσαλέος περιπατητής», ο Μισέλ Φάις στο Η πόλη στα Γόνατα (2002). Τους φωτογραφίζει και παράλληλα συνθέτει το παραλήρημά τους ως μυθιστορηματικό «ανάλογο». Οι επινοημένοι μονόλογοι που καταγράφει αποτελούν εκείνο που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ουρλιαχτό ενός σεραφείμ των σκουπιδιών». Μέρος του είναι η διάπυρη φαντασία: «οδήγησε σ' έναν στενό δρόμο στην Ομόνοια που δεν υπήρχε». Αλλο συστατικό είναι το αναποδογύρισμα της λογικής: «Αν μιλάς στο θεό, προσεύχεσαι. Αν σου μιλάει ο θεός, είσαι σχιζοφρενής». 'Η η παραδοξολογία: «Μετά την αυτοκτονία είμαι αποθέωση». Πάντα η αναπάντεχη ευθύτητα: «Ζούσαμε με σβηστά φώτα. Τι Big Brother και μαλακίες. Ελα στην γκαρσονιέρα μου να με δεις με τα φάρμακα και την τρελή» και «Εχει κρυώσει η καρδιά μου από μέσα».
Ο Θανάσης Χειμωνάς στο Σπασμένα Ελληνικά (2000) περιφέρεται σε μια πολύ γνώριμη Αθήνα, ξεκινώντας από ένα internet cafe στην Αχαρνών και καταλήγοντας στο φλεγόμενο κέντρο από τις συνεχείς διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Κόσοβο.
Οι μοντέρνοι περιθωριακοί, εκείνοι που ζωντανεύουν μέσα στην «αστυνομική» υπόθεση του βιβλίου, συχνά απροσδιόριστης προέλευσης, που μπορεί να κρύβουν την πραγματική τους ταυτότητα, κινούνται ανάμεσα στο κέντρο, τα στενά και επικίνδυνα αδιέξοδα της Θεμιστοκλέους, στην «αλβανογειτονιά» στο ψηλότερο σημείο της Κυψέλης, τα δικαστήρια της Ευελπίδων, όπου ισχύει το «καλός αλλοδαπός - φυλακισμένος αλλοδαπός». Το «ανάλογό» τους, η τόσο ετερόκλητη ντόπια κοινωνία που μπορεί εξίσου εύκολα να γλιστρήσει στο έγκλημα, μοιράζεται παντού ελεύθερα -από τα ακριβά προστάστια στο «GB Corner» και το «Χίλτον», από αριστοκρατικές λέσχες και ραντεβού στο «Ideal» ώς τα φτηνά ξενοδοχεία και τα κακόφημα «ουζερί-μπαρ», όπου «γύρω γύρω αναβόσβηναν κόκκινα και μπλε φωτάκια». Η πολυμορφία της εκφράζεται στη «σχεδόν ανοιξιάτικη πόλη» με τις «παράταιρες μουσικές από τους διάφορους σταθμούς κι από κασετόφωνα» που ξεχύνονται από τα ακινητοποιημένα «πολύχρωμα» αυτοκίνητα μιας Παρασκευής βράδυ. Αυτή η κατανομή ρόλων στο χώρο, η «ανθρωπογεωγραφία» κατά τον Χειμωνά, εξηγεί και το πώς οι δύο κοινωνικές ομάδες μπλέκονται μεταξύ τους, καταργώντας τα σαφή όρια ανάμεσά τους. Ετσι, από τη μια μεριά του αινίγματος βρίσκονται «το ουζερί-μπαρ, ο Εκτορας, το παράξενο ζευγάρι στην Κυψέλη, ο ξανθός μπάτσος» και από την άλλη, η πόλη στο σύνολό της, καθωσπρέπει και μη, ανάκατα.
Οι δύο αυτές ομάδες όμως συναντιούνται και με άλλο τρόπο, αφού η πόλη δεν είναι (πια) μόνον ό,τι φαίνεται, αλλά η παραμορφωτική αναπαράστασή της από τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης: «Τον τελευταίο καιρό παράγινε το πράγμα. Ανοίγεις την τηλεόραση και δεν βλέπεις παρά ανθρώπους με χειροπέδες... να τους σέρνουν οι μπάτσοι κι εξαγριωμένα πλήθη να επιχειρούν να τους λιντσάρουν». Εκεί οι μεν παρατηρούν τους δε. Ετσι άλλωστε θα πληροφορηθεί ο πρωταγωνιστής, ο Μιχάλης Παπανικολάου, για την τύχη της μυστηριώδους Αλβανίδας, της Σελίν (Νετζμίε) Λεστένι, που εκείνος αναζητά: «Φρικιαστικό έγκλημα... Νεαρή Αλβανίδα κατακρεούργησε ογδοντάχρονη... στην Εκάλη».
Με κάποιον τρόπο συντελείται έτσι μια «επιστροφή» στην ατμόσφαιρα των Αθλίων του Ουγκό: «Αυτό έχουμε καταντήσει στην Ελλάδα».
Στο Ανεξιχνίαστη Ψυχή (2003) ο Θ. Χειμωνάς συνεχίζει να δένει τη μοίρα των «από πάνω» με τους «από κάτω». Η ηρωίδα Μαρία θέλει να ξεφύγει «για πάντα από τα λασπόνερα όπου κολυμπούσε σ' όλη της τη ζωή... να ξεφύγει για πάντα από τη φτώχεια». Ως τότε ζούσαν -η μητέρα της, ο «βρεσιμιός» αδελφός της κι εκείνη- σε μια «υποβαθμισμένη περιοχή». Η μητέρα εκπαιδεύει τον αδελφό να ζητιανεύει: «Ενα πράγμα που σιχαίνονται οι άνθρωποι στους ζητιάνους είναι η βρωμιά τους και γι' αυτό τους αποφεύγουν. Θα τους πλησιάζεις με χαμηλωμένα μάτια, αλλά θα κρατάς μια μικρή απόσταση -δεν θα τους κολλάς- ...». Ο αδελφός μαθαίνει τέλεια την τέχνη και επωμίζεται έτσι τα τρέχοντα έξοδα της οικογένειας.
Η Μαρία θα το σκάσει κρυφά από το ταπεινό αυτό περιβάλλον και θα εγκατασταθεί αλλού, «στην άλλη άκρη της πόλης.. με θέα την Ακρόπολη». Σβήνει έτσι τα ίχνη της, και βρίσκει στο πρόσωπο του γιατρού Χαρίση εκείνον «που θα την τραβούσε για πάντα από τα λασπόνερα όπου κολυμπούσε σ' όλη της τη ζωή κι αγωνιζόταν να κρατήσει το κεφάλι της απ' έξω». Τον παντρεύεται, βολεύεται στη Φιλοθέη -το σχέδιο πέτυχε απολύτως, ώστε να ξεφύγει «για πάντα από τη φτώχεια». Ομως θα τιμωρηθεί γι' αυτή την ύβρι. Ο άλλοτε εραστής της μάνας της, τώρα φυλακισμένος, αλλά παντοτινό αντικείμενο πόθου για τη Μαρία, σε αθέλητο συνδυασμό με τον εκβιαστή Διαμαντή, που πληρώνεται από τη Μαρία πάνω στον πανικό της για να σκοτώσει το ζητιάνο αδελφό της, θα φέρουν το τέλος.
Η «λάσπη» ήταν τελικά πολύ πιο κοντά απ' ό,τι θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Στις σπασμωδικές κινήσεις της για να σωθεί, η Μαρία θα βρεθεί κάποια στιγμή κάτω από την Ομόνοια, σε μια τυπική περιοχή της «άλλης όχθης»: «μικρογκρεμισμένα σπιτάκια, με χορταριασμένες αυλές, θεοσκότεινα, και από δίπλα κάποιο νεόχτιστο...». Εκεί, «Δύο αλλόκοτοι τύποι την πλησίασαν και στάθηκαν μπροστά της... Πρεζόνια το δίχως άλλο...». Παρ' όλο που εκείνοι απλώς την κοιτούσαν, η άφοβη Μαρία νιώθει τα χέρια της να τρέμουν. «"Οχι τώρα", είπε από μέσα της, "όχι τώρα"». Οι αντιδράσεις της μαρτυρούν ότι δικαιωματικά πλέον ανήκει στον καθωσπρέπει κόσμο όπου ζήτησε να ενταχθεί.
Οι χώροι όπου κινούνται και δρουν οι περιθωριακοί κάτοικοι της πόλης είναι απροσδιόριστοι. Τις περισσότερες φορές είναι ανώνυμοι, σε αντιστοιχία με την αφανή ή στιγμιαία παρουσία τους μεταξύ μας. Εύλογα περιμένει κανείς να τους συναντήσει στο «φυσικό» τους περιβάλλον, στις λεγόμενες «υποβαθμισμένες» περιοχές, το βασίλειό τους. Τυπική ήταν η περίπτωση του Ασύρματου (Πετράλωνα) που περιέγραψε ο Ν. Μάτσας στο Κλειστοί Ουρανοί (1963) ή της φτωχογειτονιάς του φιλμ Συνοικία το Ονειρο του Α. Αλεξανδράκη. Η εκεί παρουσία σου περνά απαρατήρητη, καθώς εκείνοι είναι απορροφημένοι στους εσωτερικούς τους δαίμονες. Με τον καιρό, πάντως, οι τοπικές διαφορές ανάμεσα σε προνομιακές και μη ζώνες της Αθήνας δείχνουν πως αμβλύνονται ή παύουν γενικότερα να έχουν τόση σημασία. Θα επιχειρήσουμε μια ανίχνευση της σύγχρονης παρουσίας του αθηναϊκού περιθωρίου σε τρία ζεύγη λογοτεχνημάτων της τελευταίας πενταετίας.
Οι πρωταγωνιστές στη συλλογή διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου Η φλέβα του Λαιμού (1998) ζούνε μια επίτηδες μοναχική ζωή, σαν «ξεχασμένοι» αλαφροΐσκιωτοι, ακόμα και αν βρίσκονται ανάμεσα σε συντρόφους στη δουλειά. Ο τόπος συχνότερα είναι απροσδιόριστος, αλλά και όταν ονοματίζεται δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τις «καταραμένες» γειτονιές της πόλης. Οπως, για παράδειγμα, ο γύφτος Στέλιος, εργάτης σε συνεργείο στο Κουκάκι, «μ' ένα πρόσωπο πλαγιά ανθισμένη» («Το πέρασμά του»), που ζούσε μια «άλλη» ζωή, απρόσιτη στους υπόλοιπους. Συχνά-πυκνά τα πρόσωπα είναι παγιδευμένα σε εσωτερικά αδιέξοδα, απ όπου δεν μπορούν να ξεφύγουν -ίσως γι' αυτό ο τόπος διατηρεί την ανωνυμία του. Στο «Χαλασμένο χωριό» η «μελαχρινή... καλοπλασμένη» με τα «άδολα» μάτια Βασιλέ, πολιτική πρόσφυγας από την Τουρκία, δοκιμάζει να ξεπεράσει την ψυχολογική απομόνωση του οδοκαθαριστή Γιάννη, που δουλεύει σε κάποια λαϊκή συνοικία, αλλά θα χάσει τη μάχη.
Ο συμβιβασμός με τη «μοίρα» θα συντελεστεί κάποτε ειρηνικά. Ο βασανισμένος εκείνος άντρας στο διήγημα «Ως κόρην οφθαλμού» τελικά θα γίνει «ένα με τη γειτονιά». Μια τέτοια ταύτιση μπορεί πάλι να πάρει άλλη μορφή, όπου ως «γειτονιά» -δηλαδή, ο νοερός κόσμος- νοείται μια πολυκατοικία στο διήγημα «Κατά τις πεντέμισι». Εκεί μέσα ο ήρωας θα χτίσει μια ατελέσφορη σχέση με κάποια ένοικο, με σημείο επαφής τη μουσική που εκείνη ακούει ξεσηκώνοντας τον κόσμο. Αλλοτε το ξεπέρασμα του αδιέξοδου συντελείται εκρηκτικά: στο διήγημα «Γλύκα στο στόμα» η άρνηση της ζωής από τη μεριά της χήρας θα ξυπνήσει τον πόθο σε νεαρό υπάλληλο του νεκροταφείου -τόπος σύγκλισης της ύπαρξής τους- ο οποίος «τρομαγμένος... από την απουσία της έβαλε τα κλάματα μπροστά της», για να καταλήξουν με λυτρωτική λύσσα στο κρεβάτι, βρίσκοντας επιτέλους τη «γαλήνη». Ακόμα αγριότερη θα είναι η κατάληξη στο διήγημα «Η φλέβα του λαιμού». Η ατμόσφαιρα προετοιμάζεται με την πρώτη φράση: «Πώς να κρυφτεί η λύπη;» ενώ η εύθραυστη σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι θα ακυρωθεί με «σιωπηρή συμφωνία», όταν εκείνος ανακαλύψει την παρουσία της τερατόμορφης κόρης της, «ένα πλάσμα κάτασπρο, με απισχνασμένα στρεβλά πόδια και χέρια».
Τίποτα δεν εμποδίζει το περιθώριο όμως να κάνει την εμφάνισή του οπουδήποτε αλλού, στο δημόσιο χώρο της πόλης μεταμορφωμένο σε ζητιάνους που έρπουν και προκαλούν ζητώντας τον οίκτο μας -γιατί μόνον έτσι γίνονται αποδεκτοί. Το πρότυπο στην ακρότητά του βρίσκεται, εννοείται, στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα. Στην επόμενη συλλογή διηγμάτων του Σωτηρίου, Η Βραδυπορία του Καλού (2001), διαφαίνεται η ίδια απαισιόδοξη ματιά του συγγραφέα. Ζητούμενο είναι η λύτρωση. Αυτή θα αποδειχθεί εφιαλτικά ανύπαρκτη στο διήγημα «Προσωποληψία», που εκτυλίσσεται μπροστά στην πολυκατοικία όπου μένει η Γιάννα, αρχικά γνωστή του Δημήτρη. Οταν εκείνη θα αρνηθεί κατόπιν εκδικητικά την ύπαρξή του, αυτός θα καταρρεύσει. Το ίδιο λείπει η γεύση της ελπίδας στο «Χαρούμενα νερά», με τον δήθεν μετανοημένο ομοφυλόφιλο που κάνει κήρυγμα στη λαϊκή αγορά της οδού Δοϊράνης. 'Η πάλι η λύση θα δείξει αινιγματική στο «Διπλός», με το παιδάκι που στο τέλος θα αγκαλιάσει τον παραληρηματικό νεαρό στο Πεδίον του Αρεως. Στο «Γονείς και Κηδεμόνες» ένας μοναχικός περιπατητής στο Φάληρο περνά τον καιρό του διαβάζοντας τις διαφημίσεις στο δρόμο, ώσπου σε μια διασταύρωση της παραλιακής συναντιέται με μια εξίσου αδέσποτη σκυλίτσα που τον παίρνει στο κατόπι ψάχνοντας για λίγη στοργή. Ενοχλημένος θα θελήσει να απαλλαγεί από το ζώο μπαίνοντας στη θάλασσα, αλλά εκείνο θα τον ακολουθήσει συμβάλλοντας στον πνιγμό του.
Στο «Μπακότερμα στον Αλιμο όμως ένας άλλος, πάλι περιπλανώμενος, Φαληριώτης θα συναντήσει τυχαία μια μαύρη άστεγη, την οποία «η βαθιά λύπη την είχε κάνει απόκοσμη», θα της προσφέρει γενναία ελεημοσύνη που θα τον κάνει μετά να μετανιώσει, κι έτσι θα εγκλωβιστεί ανεξήγητα σε μια έμμονη ιδέα -ώσπου να βρει «ανάπαυση η ψυχή του» όταν ο ίδιος μεταμορφώνεται σε ζητιάνο. Στο διήγημα «Αχ Ικαρία, Ικαρία» περιγράφεται η σύγχρονη Αθήνα μέσα από μια διαδρομή τρόλεϊ στο κέντρο. Εκεί «μια γριά που τα είχε λίγο χαμένα» διασκεδάζει αθέλητα τους συνεπιβάτες της με τη νοσταλγική επίκληση του νησιού της, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα «σαν να πέρασε ένας άγγελος».
Στα διηγήματά του Από το Ιδιο Ποτήρι και Αλλες Ιστορίες (1999) ο Φάις παίζει με διάφορα είδη γραφής, που μερικές φορές αγγίζουν το περιθώριο. Ισως οι πυκνότερες αναφορές του βρίσκονται στις ψηφίδες του τελευταίου διηγήματος Εμποδισμένη ζωή. Εκεί το περιθώριο κάνει την εμφάνισή του αναπάντεχα και στιγμιαία, όπως στη σύγκρουση των πανκ με ένα αγόρι «ανάμεσα σε λυκάνθρωπο και καρτούν» σε μια διαδρομή του ηλεκτρικού από τη Βικτώρια στον Αγιο Ελευθέριο. Η πανκ παρέα θα τρομάξει όταν διαπιστώσει «την άβυσσο που χωρίζει τη μόδα της φρίκης από το κύτταρό της». Σε μια άλλη σκηνή, η «αναίτια βία» εκφράζεται από δύο «εξαθλιωμένους Αλβανούς» στου Ψυρρή που κλοτσάνε ένα κουτσό σκυλί στο δρόμο. Πιο κάτω, το βλέμμα σταματά πότε σε μια ρακοσυλλέκτρια στη Βουκουρεστίου που ψάχνει μεθοδικά μέσα στα σκουπίδια, πότε σε έναν «ρικνοπρόσωπο με καταξεσκισμένα ρούχα» μπροστά σε κάποιο θέατρο, ή σε ένα ζευγάρι που αγαλιάζεται με ζωώδη τρόπο μέσα στα σκουπίδια της λαχαναγοράς. Η «πινακοθήκη» αυτή περιέχει και άλλους: έναν επαίτη, έναν ανυπόδητο κι ένα πρεζόνι, εξαθλιωμένους αλλοδαπούς, έναν σαλό ή έναν «μαυριδερό τύπο». Ολοι αυτοί συμπεριφέρονται σαν μοναχικοί υπνοβάτες μέσα στην πόλη. Χαρακτηριστική είναι η αγωνία ενός «ανώνυμου» γέρου: «τρέμει στην ιδέα μπας και πάρει τη θέση των πεσμένων πραγμάτων του και δεν υπάρχει κανένας να τον περιμαζέψει». Τέτοιες φευγαλέες σκηνές γίνονται αισθητές στο δημόσιο χώρο -περίεργη μείξη «καθώς πρέπει» σημείων της πόλης με περιθωριακές σκιές. Αλλωστε δεν είναι λίγοι εκείνοι που εισπράτουν αυτές τις πρατηρήσεις, καθώς κινούνται άσκοπα μέσα στην πόλη. Στο διήγημα «Τέσσερις ώμοι για τον Σάκη» ένας χαρακτήρας συνηθίζει να «οργώνει την Αθήνα με κάθε μέσο μεταφοράς... ένας επιβάτης χωρίς προορισμό», ενώ στο «Από Τυρινή Δεκαπενταύγουστος;» ο Χαρίλαος «παίρνει στο κατόπι» έναν άγνωστό του γέρο που έχει έναν «καβγά με το εγώ του». Η νυχτερινή παρακολούθηση του γέρου «στη στροφή της Λήθης» θα καταλήξει κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, καθώς ο Χαρίλαος αγωνιά αν θα καταφέρει να ξεφύγει από την ανεξήγητη έλξη που του προκαλεί αυτός ο άγνωστος.
Αλλη περίπτωση είναι όταν, αντιστρέφοντας τους όρους του παιχνιδιού, οι περιθωριακοί επιλέγουν οι ίδιοι να γίνουν αόρατοι, ανατρέφοντας το βλέμμα προς τα μέσα. Εκεί ακριβώς θα τους συναντήσει ένας «λυσσαλέος περιπατητής», ο Μισέλ Φάις στο Η πόλη στα Γόνατα (2002). Τους φωτογραφίζει και παράλληλα συνθέτει το παραλήρημά τους ως μυθιστορηματικό «ανάλογο». Οι επινοημένοι μονόλογοι που καταγράφει αποτελούν εκείνο που ο ίδιος χαρακτηρίζει «ουρλιαχτό ενός σεραφείμ των σκουπιδιών». Μέρος του είναι η διάπυρη φαντασία: «οδήγησε σ' έναν στενό δρόμο στην Ομόνοια που δεν υπήρχε». Αλλο συστατικό είναι το αναποδογύρισμα της λογικής: «Αν μιλάς στο θεό, προσεύχεσαι. Αν σου μιλάει ο θεός, είσαι σχιζοφρενής». 'Η η παραδοξολογία: «Μετά την αυτοκτονία είμαι αποθέωση». Πάντα η αναπάντεχη ευθύτητα: «Ζούσαμε με σβηστά φώτα. Τι Big Brother και μαλακίες. Ελα στην γκαρσονιέρα μου να με δεις με τα φάρμακα και την τρελή» και «Εχει κρυώσει η καρδιά μου από μέσα».
Ο Θανάσης Χειμωνάς στο Σπασμένα Ελληνικά (2000) περιφέρεται σε μια πολύ γνώριμη Αθήνα, ξεκινώντας από ένα internet cafe στην Αχαρνών και καταλήγοντας στο φλεγόμενο κέντρο από τις συνεχείς διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Κόσοβο.
Οι μοντέρνοι περιθωριακοί, εκείνοι που ζωντανεύουν μέσα στην «αστυνομική» υπόθεση του βιβλίου, συχνά απροσδιόριστης προέλευσης, που μπορεί να κρύβουν την πραγματική τους ταυτότητα, κινούνται ανάμεσα στο κέντρο, τα στενά και επικίνδυνα αδιέξοδα της Θεμιστοκλέους, στην «αλβανογειτονιά» στο ψηλότερο σημείο της Κυψέλης, τα δικαστήρια της Ευελπίδων, όπου ισχύει το «καλός αλλοδαπός - φυλακισμένος αλλοδαπός». Το «ανάλογό» τους, η τόσο ετερόκλητη ντόπια κοινωνία που μπορεί εξίσου εύκολα να γλιστρήσει στο έγκλημα, μοιράζεται παντού ελεύθερα -από τα ακριβά προστάστια στο «GB Corner» και το «Χίλτον», από αριστοκρατικές λέσχες και ραντεβού στο «Ideal» ώς τα φτηνά ξενοδοχεία και τα κακόφημα «ουζερί-μπαρ», όπου «γύρω γύρω αναβόσβηναν κόκκινα και μπλε φωτάκια». Η πολυμορφία της εκφράζεται στη «σχεδόν ανοιξιάτικη πόλη» με τις «παράταιρες μουσικές από τους διάφορους σταθμούς κι από κασετόφωνα» που ξεχύνονται από τα ακινητοποιημένα «πολύχρωμα» αυτοκίνητα μιας Παρασκευής βράδυ. Αυτή η κατανομή ρόλων στο χώρο, η «ανθρωπογεωγραφία» κατά τον Χειμωνά, εξηγεί και το πώς οι δύο κοινωνικές ομάδες μπλέκονται μεταξύ τους, καταργώντας τα σαφή όρια ανάμεσά τους. Ετσι, από τη μια μεριά του αινίγματος βρίσκονται «το ουζερί-μπαρ, ο Εκτορας, το παράξενο ζευγάρι στην Κυψέλη, ο ξανθός μπάτσος» και από την άλλη, η πόλη στο σύνολό της, καθωσπρέπει και μη, ανάκατα.
Οι δύο αυτές ομάδες όμως συναντιούνται και με άλλο τρόπο, αφού η πόλη δεν είναι (πια) μόνον ό,τι φαίνεται, αλλά η παραμορφωτική αναπαράστασή της από τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης: «Τον τελευταίο καιρό παράγινε το πράγμα. Ανοίγεις την τηλεόραση και δεν βλέπεις παρά ανθρώπους με χειροπέδες... να τους σέρνουν οι μπάτσοι κι εξαγριωμένα πλήθη να επιχειρούν να τους λιντσάρουν». Εκεί οι μεν παρατηρούν τους δε. Ετσι άλλωστε θα πληροφορηθεί ο πρωταγωνιστής, ο Μιχάλης Παπανικολάου, για την τύχη της μυστηριώδους Αλβανίδας, της Σελίν (Νετζμίε) Λεστένι, που εκείνος αναζητά: «Φρικιαστικό έγκλημα... Νεαρή Αλβανίδα κατακρεούργησε ογδοντάχρονη... στην Εκάλη».
Με κάποιον τρόπο συντελείται έτσι μια «επιστροφή» στην ατμόσφαιρα των Αθλίων του Ουγκό: «Αυτό έχουμε καταντήσει στην Ελλάδα».
Στο Ανεξιχνίαστη Ψυχή (2003) ο Θ. Χειμωνάς συνεχίζει να δένει τη μοίρα των «από πάνω» με τους «από κάτω». Η ηρωίδα Μαρία θέλει να ξεφύγει «για πάντα από τα λασπόνερα όπου κολυμπούσε σ' όλη της τη ζωή... να ξεφύγει για πάντα από τη φτώχεια». Ως τότε ζούσαν -η μητέρα της, ο «βρεσιμιός» αδελφός της κι εκείνη- σε μια «υποβαθμισμένη περιοχή». Η μητέρα εκπαιδεύει τον αδελφό να ζητιανεύει: «Ενα πράγμα που σιχαίνονται οι άνθρωποι στους ζητιάνους είναι η βρωμιά τους και γι' αυτό τους αποφεύγουν. Θα τους πλησιάζεις με χαμηλωμένα μάτια, αλλά θα κρατάς μια μικρή απόσταση -δεν θα τους κολλάς- ...». Ο αδελφός μαθαίνει τέλεια την τέχνη και επωμίζεται έτσι τα τρέχοντα έξοδα της οικογένειας.
Η Μαρία θα το σκάσει κρυφά από το ταπεινό αυτό περιβάλλον και θα εγκατασταθεί αλλού, «στην άλλη άκρη της πόλης.. με θέα την Ακρόπολη». Σβήνει έτσι τα ίχνη της, και βρίσκει στο πρόσωπο του γιατρού Χαρίση εκείνον «που θα την τραβούσε για πάντα από τα λασπόνερα όπου κολυμπούσε σ' όλη της τη ζωή κι αγωνιζόταν να κρατήσει το κεφάλι της απ' έξω». Τον παντρεύεται, βολεύεται στη Φιλοθέη -το σχέδιο πέτυχε απολύτως, ώστε να ξεφύγει «για πάντα από τη φτώχεια». Ομως θα τιμωρηθεί γι' αυτή την ύβρι. Ο άλλοτε εραστής της μάνας της, τώρα φυλακισμένος, αλλά παντοτινό αντικείμενο πόθου για τη Μαρία, σε αθέλητο συνδυασμό με τον εκβιαστή Διαμαντή, που πληρώνεται από τη Μαρία πάνω στον πανικό της για να σκοτώσει το ζητιάνο αδελφό της, θα φέρουν το τέλος.
Η «λάσπη» ήταν τελικά πολύ πιο κοντά απ' ό,τι θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Στις σπασμωδικές κινήσεις της για να σωθεί, η Μαρία θα βρεθεί κάποια στιγμή κάτω από την Ομόνοια, σε μια τυπική περιοχή της «άλλης όχθης»: «μικρογκρεμισμένα σπιτάκια, με χορταριασμένες αυλές, θεοσκότεινα, και από δίπλα κάποιο νεόχτιστο...». Εκεί, «Δύο αλλόκοτοι τύποι την πλησίασαν και στάθηκαν μπροστά της... Πρεζόνια το δίχως άλλο...». Παρ' όλο που εκείνοι απλώς την κοιτούσαν, η άφοβη Μαρία νιώθει τα χέρια της να τρέμουν. «"Οχι τώρα", είπε από μέσα της, "όχι τώρα"». Οι αντιδράσεις της μαρτυρούν ότι δικαιωματικά πλέον ανήκει στον καθωσπρέπει κόσμο όπου ζήτησε να ενταχθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου