Και... θέλω την παλιά μου γειτονιά
της Γεωργίας Μπάστα
Σάββατο, 30 Ιανουαρίου 2010
Αντίστροφα μετρά εδώ και πολύ καιρό -από το 2004 και μετά- ο χρόνος για την αναβάθμιση του Ιστορικού Κέντρου, καθώς οι «πληγές» του είναι πιο πολύπλοκες από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα γενικότερα. Εγκαταλελειμμένα κτίρια, δραματική έλλειψη ελεύθερων χώρων, υψηλά επίπεδα αέριας ρύπανσης και ηχορύπανσης, επικράτηση του ιδιωτικού χώρου έναντι του δημόσιου, υπερβολική συγκέντρωση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος («βιομηχανία διασκέδασης»), απομάκρυνση δημόσιων υπηρεσιών, μείωση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση του παρεμπορίου, αλλαγές χρήσεων γης που οδηγούν σε αισθητική και κοινωνική υποβάθμιση, αυξημένη συγκέντρωση μεταναστών χωρίς όμως τις αντίστοιχες υποδομές ή τα αναγκαία μέσα ενσωμάτωσης, αυξημένη παραβατικότητα, είναι κάποια από τα «φλέγοντα» θέματα που ζητούν λύση. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι καταγγελίες (ακόμη και από το δήμαρχο της Αθήνας κ. Ν. Κακλαμάνη) για κερδοσκόπους γης και ακινήτων που επενδύουν στην «υποβάθμιση» και εκμεταλλεύονται την πρόθεση των παλαιών κατοίκων να φύγουν από το Ιστορικό Κέντρο εκποιώντας σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές τις περιουσίες τους.
Αλλοίωση του αστικού ιστού
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Κέντρο επιχειρεί να αναδείξει η Επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής, ανοίγοντας, μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, το θέμα «Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» που πολύ σύντομα αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο και της υπουργού Περιβάλλοντος, κ. Τίνας Μπιρμπίλη.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, κ. Κώστα Καρτάλη, η υποβάθμιση της πόλης ξεκίνησε κυρίως μετά το 2004 και επιδεινώθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δημόσιες επενδύσεις για έργα ανάπλασης περιορίστηκαν δραματικά και ανήλθαν σε λιγότερο από 15 εκατ. ευρώ την εξαετία 2004-2009, έναντι 120 εκατ. ευρώ την πενταετία 2000-2004.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, περισσότερα από 500 κτίρια στο κέντρο της Αθήνας είναι εγκαταλελειμμένα. Στο Μεταξουργείο έχουν καταγραφεί 211 εγκαταλελειμμένα κτίρια και 110 στου Ψυρρή.
Οπως ανέφερε ο κ. Καρτάλης, παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν με το ΠΔ «Περί καθορισμού χρήσεων γης και ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης στην περιοχή Ψυρρή-Κέντρου» δεν καθορίστηκαν ζώνες αμιγούς κατοικίας, με αποτέλεσμα την αλλοίωση του αστικού ιστού.
Το 1994 υπήρχαν έξι εστιατόρια και τέσσερα θέατρα, ενώ μόλις οκτώ χρόνια αργότερα υπήρχαν 107 καταστήματα εκ των οποίων τα 57 εστιατόρια και τα 15 μπαρ!
Τα ποσοστά κατοικίας αγγίζουν μόλις το 3-4% και με εξαίρεση τις γκαλερί και τα θέατρα, οι επιχειρήσεις που χωροθετούνται στην καρδιά της πόλης ακολουθούν το νέο πρότυπο διασκέδασης (νεο-ταβέρνες).
Υπολογίζεται μάλιστα από τις 1.300 βιοτεχνίες που υπήρχαν στην Αθήνα μέχρι το 1990 σήμερα σώζονται μόνο 300.
Χαμηλή βαθμολογία στην ποιότητα ζωής
Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2008), η Αθήνα μαζί με το Αμβούργο και την Μπρατισλάβα είναι οι ευρωπαϊκές πόλεις στις οποίες αναπτύσσονται με ανησυχητικό ρυθμό περιοχές-γκέτο, με σημαντικά ποσοστά ανεργίας.
Σε ό,τι αφορά στις περιβαλλοντικές επιδόσεις, η Αθήνα κατατάσσεται 22η στο σύνολο των 30 πόλεων που περιλαμβάνονται στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Πράσινης Πόλης, με βαθμολογία 53,09 στα 100. Σε σύγκριση με άλλες πόλεις που βρίσκονται σε θερμά κλίματα, η Αθήνα βρίσκεται χαμηλότερα από τη Μαδρίτη, τη Ρώμη και τη Λισσαβώνα, αλλά υψηλότερα από την Κωνσταντινούπολη και το Βελιγράδι. Η γενική βαθμολογία της πόλης είναι χαμηλή, εξαιτίας της ποιότητας του αέρα, των προβλημάτων ως προς τη διαχείριση απορριμμάτων και τις χρήσεις γης, καθώς και της έλλειψης ενεργειακά αποδοτικών κτιρίων.
Η θερμοκρασία του αέρα στην πυκνά δομημένη αστική περιοχή του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας είναι υψηλότερη από αυτήν της περιβάλλουσας περιοχής κατά 3-4 βαθμούς Κελσίου.
Σύμφωνα με έρευνα της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών (ΕΞΑ, 2009), καταγράφεται χαμηλή αξιολόγηση από τους αλλοδαπούς επισκέπτες στον παράγοντα “value for money” σε ό,τι αφορά στη χρήση των ξενοδοχείων και την προσφορά όλων των υπολοίπων τομέων παροχής υπηρεσιών στο Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας.
Διαπιστώνεται σταδιακή αύξηση της διαθεσιμότητας εμπορικών χώρων στο Κέντρο (πρόκειται για χώρους που παραμένουν χωρίς μίσθωση). Ειδικότερα ο δείκτης διαθεσιμότητας εμπορικών χώρων Αθήνας (2009) ανέρχεται σε 18,8% (έρευνα ΕΣΑ, 2009), με τη διαθεσιμότητα να αγγίζει το 25% στα Εξάρχεια - Νεάπολη, το 5% στο Κολωνάκι, το 16,4% στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους και το 17% στο Ιστορικό Τρίγωνο. Με βάση την ετήσια έρευνα του οίκου Cushman & Wakefield για το 2009 και για την ιεράρχηση των ευρωπαϊκών πόλεων με βάση τις επιδόσεις τους σε κρίσιμες παραμέτρους του επιχειρηματικού «γίγνεσθαι», η Αθήνα καταλαμβάνει την τελευταία θέση, τα τελευταία δύο χρόνια, σε σύνολο 34 ευρωπαϊκών πόλεων.
3/10/2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου