12/08/2009

Ενας πλαστογράφος εξομολογείται
Οι πελάτες, τα κυκλώματα, οι μόδες από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, με τα μάτια κάποιου που έφτιαξε χιλιάδες αντίγραφα

Της Μαργαριτας Πουρναρα

Σπάνια ένας δημοσιογράφος έχει την ευκαιρία να βρεθεί απέναντι σε έναν πλαστογράφο έργων τέχνης. Να μπορεί να θέσει ερωτήματα για τα τεχνάσματα των κυκλωμάτων, την κοινωνική σύνθεση του αγοραστικού κοινού, τους νεκρούς ή ζωντανούς καλλιτέχνες που έχουν μεγαλύτερη «πέραση» στην αγορά. Η συναρπαστική αφήγηση του ανθρώπου που καθόταν απέναντί μου -με την επιθυμία να διατηρήσει την ανωνυμία του- διήρκεσε δύο ώρες. Εκανε τη δουλειά του αντιγραφέα πάνω από δύο δεκαετίες, για να αποσυρθεί τελικά στα τέλη του ’90, έχοντας φτιάξει χιλιάδες αντίγραφα. Κάποια κρέμονται ακόμα σε «καλά» σπίτια.

Ο μίτος της ιστορίας που διηγήθηκε ξεκίνησε στη δεκαετία του ’70, με τους ευνοούμενους της στρατιωτικής κυβέρνησης να «χτυπούν» πλαστά έργα σε δημοπρασίες στο Κολωνάκι και την Ερμού. Διέτρεξε τη μεταπολίτευση και τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, όπου νεόπλουτοι αγόραζαν πίνακες για τις νεόδμητες βίλες τους. Εφτασε στις ημέρες μας, με τους κερδισμένους του χρηματιστηρίου να καυχώνται στις παρέες τους ότι απέκτησαν σε τιμή ευκαιρίας ένα σπουδαίο έργο ενός καλλιτέχνη, του οποίου δεν ξέρουν το μικρό όνομα.

Το συμπέρασμα είναι πικρό: Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη βιομηχανία πλαστών στην Ελλάδα. Οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης από την επταετία μέχρι τις ημέρες μας, άλλαξαν πολλές φορές. Ομως ο νεοπλουτισμός και η αμάθεια επιβίωσαν, οδηγώντας τις εκάστοτε ελίτ του χρήματος σε αγορές έργων τέχνης χωρίς κριτήρια ποιότητας και αυθεντικότητας. Η κατάρα μιας χώρας που έχει έλλειμμα παιδείας συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. Το ίδιο και η βιομηχανία πλαστών, με την ανοχή του κράτους, των θεσμών του και των ιστορικών τέχνης, που ενίοτε αποτελούν μέρος του προβλήματος.

— Πώς αναμειχθήκατε στο κύκλωμα της πλαστογραφίας;

— Μπήκα στη δουλειά τη δεκαετία του ’70 για λόγους βιοπορισμού. Εμαθα την τέχνη του αντιγραφέα προτού σπουδάσω ζωγραφική. Εργάστηκα ως πλαστογράφος από 18 έως 45 ετών. Εχω κάνει χιλιάδες πλαστά. Μου άρεσε να αντιγράφω τον Βικάτο για τη θερμότητα των συναισθημάτων του. Ο Βολανάκης με δυσκόλευε. Ημουν ανθρωποκεντρικός ζωγράφος και ήταν κοπιαστικό να κάνω θάλασσες και λεπτομέρειες σκαφών.

— Ποιοι αγόραζαν πλαστά επί Χούντας;

— Η δεκαετία του ’60 και του ’70 κινήθηκαν στην Ελλάδα σε έναν αδέξιο ευρωπαϊσμό όπου όλοι ήθελαν να αποκτήσουν ακριβούς πίνακες. Πίστευαν ότι θα ανεβεί η κοινωνική τους θέση και τα χρήματα που έδωσαν για την αγορά, θα αβγάτιζαν. Ηταν μια συνομοταξία ανθρώπων που είχαν βγάλει εύκολα λεφτά με διαγωνισμούς δοσμένους από την στρατιωτική κυβέρνηση, την ώρα που οι αριστεροί διώκονταν. Κάποιοι από αυτούς ήταν μαυραγορίτες στην Κατοχή ή τον Εμφύλιο. Δεν ήταν αστοί καθότι μια εθνική αστική τάξη έχει συνήθως πολιτισμό και παιδεία, αλλά άτομα που καμώνονταν τους αστούς. Οταν λοιπόν αυτοί ζητούσαν να βάλουν στο σπίτι τους Τσαρούχη, Παρθένη, Μπουζιάνη, βρίσκονταν αμέσως πλαστογράφοι που έκαναν αντίγραφα αυτών των καλλιτεχνών. Ηταν μια σάπια κατάσταση νεόπλουτων, από τα μπουζούκια μέχρι τα αντικάδικα. Η ανάγκη τους για επώνυμα έργα διαμόρφωσε την αγορά των πλαστών και στη συνέχεια την ποδηγέτησε. Στις δημοπρασίες που γίνονταν τότε στη χούντα πωλήθηκαν πολλά αντίγραφα. Οταν οι αγοραστές το έπαιρναν χαμπάρι, πήγαιναν στον έμπορο να διαμαρτυρηθούν. Τότε δεν δίδονταν πίσω τα χρήματα και στο τέλος οι πελάτες έφευγαν με άλλη «παντόφλα»: κάτι παρηγορητικό που ήταν κατά κανόνα κι αυτό ψεύτικο. Ετσι εγκλωβίζονταν σε μια αλυσίδα πλαστών πινάκων.

— Ποιους καλλιτέχνες αντέγραφαν τότε οι πλαστογράφοι;

— Βολανάκη, Γύζη, Ιακωβίδη, Λύτρα, Μαλέα, ακόμα και ζωγράφους που ήταν τότε εν ζωή. Τα αντίγραφα κυμαίνονταν από κακέκτυπα μέχρι αρκετά καλά. Οι πλαστογράφοι δεν έφταναν την ποιότητα του πρωτοτύπου αλλά θα μπορούσε να μοιάζει σε έργο μαθητών των ζωγράφων. Ορισμένα πλαστά έργα του Εγγονόπουλου ήταν τόσο άσχημα που η γυναίκα του είχε πει ότι οι πλαστογράφοι δεν σέβονται τη μνήμη του. Ο Τσαρούχης όταν έβλεπε δικά του πλαστά χαμογελούσε και έλεγε «Δεν είναι έργα μου, διότι είναι όμορφα», εννοώντας ότι ποτέ δεν έκανε στα έργα του επιτηδευμένη ομορφιά.

Η επιχείρηση

— Πώς ηταν οργανωμένη η επιχείρηση της αντιγραφής;

— Υπήρχαν δεκάδες ατελιέ και σπίτια όπου γινόταν η δουλειά... Συμμετείχαν και κάποιοι που είναι σήμερα αναγνωρισμένοι ζωγράφοι. Οι «οργανωτές» επέλεγαν παλιά σαρακοφαγωμένα τελάρα, παλιά πανιά που τα επιζωγράφιζαν, σκουριασμένες πρόκες. Εκαναν τα πάντα για να δείχνει το έργο την δήθεν παλαιότητά του. Το κίνητρο του πλαστογράφου ήταν το εύκολο μεροκάματο. Θυμάμαι τη δεκαετία του ’70 να έχω κάθε μέρα στην τσέπη δυο χιλιάδες δραχμές, δηλαδή εξήντα τον μήνα, που ήταν τρομερός μισθός. Για να τσιμπήσει ο αγοραστής, πολλές φορές στηνόταν ολόκληρο σκηνικό με ένα ενοικιασμένο σπίτι, μια δήθεν χήρα ναυάρχου, σπαθιά στους τοίχους και πλαστά έργα. Μόλις έφευγε το κορόιδο, τα ξηλώναν όλα και μετά από λίγο δεν υπήρχε τίποτα.

— Πώς εξελίχθηκε η υπόθεση της πλαστογραφίας την Μεταπολίτευση;

— Η πλαστογραφία παρουσίασε κάμψη όταν άρχισαν να καταξιώνονται ζωγράφοι, όπως λ.χ. οι Γαΐτης, Φασιανός, Μυταράς, Μαυροΐδης, Σπυρόπουλος. Ηταν άνθρωποι που δεν ανακατεύτηκαν ποτέ με την αντιγραφή και κέρδισαν με την αξιοσύνη τους τη φήμη τους. Η παρουσία τους μεταπολιτευτικά βοήθησε τους Ελληνες να αποκτήσουν παιδεία. Εβλεπαν ένα έργο που τους συγκινούσε και ήθελαν να το αποκτήσουν. Το κίνητρο ήταν η αισθητική συγκίνηση, όχι η επίδειξη του νεόπλουτου. Τότε άλλαξαν οι συναρμογές του κυκλώματος των αντιγραφέων. Εξακολούθησαν να υπάρχουν εργαστήρια όπου οι τεχνίτες αντέγραφαν τους παλιούς, αλλά σιγά σιγά έβαλαν και τους νέους καταξιωμένους ζωγράφους στο ρεπερτόριό τους. Βέβαια, τα έργα αυτά ήταν κακά, στο όριο του ανεκτού.

— Πώς άλλαξε η βιομηχανία των πλαστών το ’80;

— Τη δεκαετία του ’80 μειώθηκε ο αριθμός των πλαστών και ανέβηκε η ποιότητά τους. Επίσης άρχισε να μπαίνει στο παιχνίδι η τεχνολογία και πολλά γίνονταν με κομπιουτερίστικα κόλπα. Με τον καιρό έγινε καλύτερος επιμερισμός των εργασιών. Κάποιος έβαζε προπλάσματα, κάποιος πρώτο φως, ο τρίτος δεύτερο φως και ο πίνακας έβγαινε από πολλά χέρια. Εξελίχθηκε το σύστημα του ιμάντα, όπου ο καμβάς περνούσε από πέντε άτομα που έβαζαν ο καθένας άλλο χρώμα. Γίνονταν ευκολότερα και γρηγορότερα τα έργα. Υπήρχαν και αντιγραφείς που δούλευαν μόνοι τους παράλληλα με τα εργαστήρια

— Σε ποια κατηγορία πελατών στόχευαν τότε οι πλαστογράφοι;

— Το πελατολόγιο το ’80 άλλαξε. Ηρθαν οι εργολάβοι και άλλες συντεχνίες που ευνοήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και έβγαλαν γρήγορα λεφτά. Ηταν πιο προοδευτικοί από το αγοραστικό κοινό της χούντας. Νέο χρήμα με μεγάλη αυθάδεια. Ανθρωποι λαϊκοί, πανέτοιμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να επικρατήσουν κοινωνικά. Μέσα σε αυτόν τον τζόγο που πήγαιναν να παίξουν, «έφαγαν» πολλές παρτίδες από πλαστά, αφού δεν είχαν τις γνώσεις να ξεχωρίζουν το αληθινό από το ψεύτικο. Αγόραζαν πάλι γενιά του Μονάχου, καλλιτέχνες από τις αρχές του 20ού αλλά είχαν πλέον μπει στο παιχνίδι και αντίγραφα μεταπολεμικών ζωγράφων και συγχρόνων. Πιάνανε κάποια πλαστά αλλά όλοι παρίσταναν τα θύματα.

— Τι έγινε τη δεκαετία του ’90;

— Το ’90 αγοραστές ήταν πάλι οι μεγαλοπιασμένοι της κοινωνίας που έπαιρναν πίνακες όπως έπαιρναν τα κοστούμια από τον Γιαννέτο. Δέκα δέκα. Είχαν όμως κι αυτοί ανάγκη την τέχνη ως κοινωνικό διαβατήριο. Το καλό αμάξι και το καλό ρούχο δεν έφτανε. Η μαζικοποίηση της αγοράς των πλαστών περιορίστηκε αισθητά, διότι είχε δημιουργηθεί μια κάστα ανθρώπων που γνώριζαν περισσότερα γιατί συνέλεγαν έργα με κριτήρια. Δεν ήταν τόσο εύκολο να πασάρεις το ψεύτικο.

Χέρι με χέρι

— Σήμερα, πώς είναι η κατάσταση;

— Υπάρχουν και οι προχειροδουλειές στα πλαστά, αλλά σπανίζουν. Πολλοί πλαστογράφοι δεν φτιάχνουν έργα για να τα σπρώξουν στην αγορά και όπου καταλήξουν, αλλά ξέρουν εξαρχής πού πρέπει να στοχεύσουν. Τα έργα αυτά θα κυκλοφορήσουν χέρι με χέρι, συνωμοτικά, για να φτάσουν στους αγοραστές που έχει βάλει στο μάτι το κύκλωμα. Θα είναι εφοπλιστές, επιχειρηματίες, εκείνοι που έβγαλαν λεφτά στο χρηματιστήριο και τα ξοδεύουν χωρίς συναίσθηση. Λίγοι εξ αυτών σχημάτισαν συλλογές, έμαθαν πώς να κινούνται. Εχουν αποκτήσει παιδεία. Μπορεί να την πάτησαν διότι αγόρασαν πλαστά στο παρελθόν και είναι πιο προσεκτικοί. Ετσι δεν είναι σπάνιο, αν καταλήξουν με ένα αντίγραφο, να το επιστρέψουν ζητώντας τα λεφτά τους. Αν δεν θέλουν να εκτεθούν, θα ξαναρίξουν το πλαστό στην αγορά μετά 1 - 2 χρόνια για να το φάει άλλο κορόιδο.

— Ποιοι αγοράζουν πλαστά στις ημέρες μας;

— Μπορεί να την πατήσουν εφοπλιστές του εξωτερικού ή της Ελλάδας, χρηματιστές και πολλοί άλλοι που μπαίνουν στην αγορά της τέχνης για επένδυση, καθώς τα έργα τέχνης πάντα ανεβαίνουν. Αυτοί έχουν συμβούλους που τους σπρώχνουν έργα. Αν μέσα σε αυτά υπάρχει πλαστό, οι σύμβουλοι το προωθούν σε άλλους, καλυπτόμενοι από το γεγονός ότι ο προηγούμενος κάτοχος ήταν σπουδαίο όνομα στην αγορά

— Πώς δουλεύουν οι σύγχρονοι πλαστογράφοι;

— Τώρα πληρώνουν και Ρώσους, Αλβανούς και Ρουμάνους αντιγραφείς που είναι καλοί και έχουν κλασική παιδεία. Είναι «χεράδες» και τα καταφέρνουν καλά. Τα περισσότερα πάνε στην Ελλάδα αλλά υπάρχουν και μερικά που πάνε έξω.

— Στις δημοπρασίες βγαίνουν πλαστά;

— Σήμερα υπάρχουν λίγα και καλά οργανωμένα κυκλώματα που έχουν αναγάγει την πλαστογραφία σε επιστήμη και ενίοτε χρησιμοποιούν τους ξένους οίκους πολλών χωρών ως βιτρίνα. Εχουν σύγχρονα μηχανήματα και ανθρώπους που διαθέτουν γνώσεις συντήρησης. Στις δημοπρασίες της Ελλάδας και του εξωτερικού βγαίνουν ορισμένα πλαστά. Βέβαια, είναι πολύ πιο εύκολο να περνούν αυτοί οι πίνακες σε ιδιωτικές αγορές. Οσο και αν λένε οι ξένοι οίκοι ότι ψάχνουν εξονυχιστικά την αυθεντικότητα των έργων, δεν μπορεί κανείς να είναι 100% εξασφαλισμένος και έτσι έχουμε δει πολλά παρατράγουδα. Παντού ελλοχεύει ο κίνδυνος της εξαπάτησης. Από την άλλη, οι μεγάλοι οίκοι είναι πιο προσεκτικοί διότι διαχειρίζονται διεθνώς σπουδαία έργα και τεράστια ποσά. Υπάρχουν και άλλα κόλπα των επιτηδείων: βάζουν π.χ. ένα αντίγραφο σε έναν πλειστηριασμό σε υψηλή τιμή· το έργο δεν βρίσκει αγοραστή αλλά έχει πάρει το λούστρο ότι βγήκε στο σφυρί και ύστερα το πωλούν σε έναν ιδιώτη.

Εγκλωβισμένος στο κύκλωμα...

— Πώς αισθάνεται ένας πλαστογράφος;

— Είναι εγκλωβισμένος. Υποκύπτει στις παραγγελίες του εμπόρου που του αναθέτει τη δουλειά χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς. Οι έμποροι ξέρουν ότι ένα κορόιδο πεθαίνει στην Ελλάδα και δέκα γεννιούνται. Από την άλλη, οι πλαστογράφοι είναι ζωγράφοι που θα μπορούσαν αντί να κάνουν αντίγραφα να παρουσιάζουν δική τους δουλειά. Ομως εκμαυλίζονται από το εύκολο χρήμα. Υποχωρούν μπροστά στον Γολγοθά να αναδείξουν την δική τους υπογραφή. Πολλοί πλαστογράφοι παλιά αρνούνταν να υπογράψουν πλαστά. Ξέρουν ότι πρόκειται για την αντιποίηση έργου ενός νεκρού ή ζωντανού καλλιτέχνη. Ετσι, είναι πολύ συνηθισμένο να υπάρχει κάποιος του οποίου δουλειά του ήταν μόνο να βάζει τις υπογραφές.

— Πώς θα νιώθατε αν είχατε μπροστά σας ένα νεκρό ή ζωντανό καλλιτέχνη του οποίου έργα αντιγράψατε;

— Αν ένας νεκρός καλλιτέχνης σηκωνόταν από τον τάφο και γνώριζε τον αντιγραφέα του, θα μπορούσε να του σπάσει ένα καβαλέτο στο κεφάλι. Οχι μόνο για το γεγονός της αντιγραφής αλλά και για την κακή ποιότητα του έργου. Είναι σαν ένας αμόρφωτος μουσικά να υπογράφει παρτιτούρες με το όνομα Μότσαρτ. Αν είχα μπροστά μου ένα νεκρό ή ζωντανό καλλιτέχνη που αντέγραψα, θα ένιωθα πολύ άσχημα. Μόνο με τη σιωπή θα τα έβγαζα πέρα. Εκανα μια απόπειρα να πιάσω το μεγαλείο τους. Δεν έχω δικαιολογίες. Θα μπορούσα να είχα παλέψει για το δικό μου ταλέντο. Τύπτομαι. Ομως πλήρωσα το τίμημα διότι ως ζωγράφος άργησα πολύ να βρω τον εαυτό μου.

Η ζωγραφική είναι ψυχή

— Μετανιώσατε;

— Ναι. Η ζωγραφική είναι ψυχή. Ο πλαστογράφος αντιγράφοντας προσπαθεί να οικειοποιηθεί άλλες ψυχές. Ετσι δεν μπορεί να βρει ποτέ τη δική του. Αποπροσανατολίζεται. Ψάχνει στις κοντούρες του ενός ζωγράφου, στις φόρμες του άλλου, στο κιαροσκούρο του τρίτου να βρει τον εαυτό του και δεν τα καταφέρνει. Ετσι περνά ο καιρός. Αντί να ανακαλύψει τις δικές του δυνατότητες όσο είναι νέος και έχει κουράγιο, φτάνει να το κυνηγήσει όταν τα μάτια βλέπουν λιγότερο. Οταν δεν μπορεί να δώσει πολλά στην υπόθεση της ζωγραφικής και οι συμβάσεις της ζωής και της οικογένειας τον πιέζουν για εύκολο χρήμα. Στο τέλος αναγκάζεται να παραμείνει στη δουλειά.

— Γιατί αποσυρθήκατε;

— Αποφάσισα να φύγω από το κύκλωμα όταν διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα πια να ζωγραφίσω τίποτα δικό μου. Ξεπατίκωνα στοιχεία από τους καλλιτέχνες που αντέγραφα κάθε περίοδο. Τα έργα μου ήταν ένα κακό συνονθύλευμα δικών τους στοιχείων. Μου έβγαινε άθελά μου η εικαστική θωριά τους. Θυμάμαι λ.χ. ήθελα να κάνω το πορτρέτο της τότε φίλης μου και έβγαινε λίγο Παρθένης, Τσαρούχης, Μπουζιάνης. Οταν αποφάσισα να ξεκόψω, έκανα ατομική έκθεση ζωγραφικής. Εκεί διαπίστωσα πόσο δύσκολο ήταν να πουλήσω το δικό μου όνομα. Οι άνθρωποι του κυκλώματος ήρθαν, είδαν τα έργα μου, μου είπαν ότι ήταν κακά, δεν αγόρασαν τίποτα ώστε να με αναγκάσουν να γυρίσω στις αγκάλες τους. Οταν πια έφτασα να πουλάω πολλά δικά μου, κατάλαβα πόσο λάθος δρόμο είχα πάρει. Για να μπορέσω να αποτραβηχτώ έπρεπε να κόψω τις πολλές πολυτέλειες και να μάθω να ζω με τα λίγα. Από την άλλη, η χαρά της δικής μου δημιουργίας υπεραναπλήρωνε την οικονομική στενότητα.

Να αντισταθούν

— Τι συμβουλές θα δίνατε σε νέους πλαστογράφους;

— Θα έλεγα στα νέα παιδιά που έχουν μπει σε αυτήν τη δουλειά να αντισταθούν στο εύκολο χρήμα. Να φτάσουν με τις δικές τους δυνάμεις στην πεμπτουσία της εικαστικής δημιουργίας, σε όποια μανιέρα και σε όποια ματιέρα τους ταιριάζει τελικά.

— Πώς είναι τα πράγματα στο εξωτερικό;

— Είναι πιο διστακτικός ο αγοραστής και αναγκάζει τους αντιγραφείς να κάνουν πολύ πιο ποιοτική δουλειά από αυτήν που βλέπουμε στην Ελλάδα. Είναι σαφές ότι το κοινό θέτει τις προδιαγραφές στον πλαστογράφο. Εδώ πάνε όλοι στα τυφλά να πάρουν μια δήθεν ευκαιρία. Πόσες φορές δεν με έχουν φωνάξει σε σπίτια για να μου δείξουν με καμάρι τα σπουδαία έργα τους και αναγνωρίζω πίνακες που έχω κάνει εγώ στο παρελθόν.

— Ποιος είναι ο ρόλος των ιστορικών τέχνης;

— Υπάρχουν πάντα άνθρωποι που έχουν γνώση αλλά δεν έχουν τα κότσια να βγουν να πουν ότι κάτι είναι πλαστό. Η δειλία τους, η απροθυμία να αναλάβουν τις ευθύνες τους ή –ακόμα χειρότερα– η εν γνώσει συνεργασία τους αποτελεί ένα κρίκο στο κύκλωμα με τα πλαστά. Τα δίκτυα πλαστογραφίας δεν αποτελούνται μόνο από αντιγραφείς και εμπόρους. Υπήρχαν ειδικοί, ιστορικοί τέχνης κ.ά. που με το αζημίωτο γνωμοδοτούν ότι ένα πλαστό είναι αυθεντικό ή πελαγοδρομούν στις εκτιμήσεις και δεν λένε καθαρά τη γνώμη τους στον κάτοχο. Ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα μια οργανωμένη αντίδραση στο πλαστό από κανέναν κλάδο της τέχνης. Δεν έχει γίνει κάθαρση και όλα ξεθωριάζουν με τον χρόνο. Σπάνια κάποιος έχει κατηγορηθεί, ενώ πολλές εκδόσεις τέχνης και εγκυκλοπαίδειες έχουν πλαστά στις σελίδες τους.

Ολα καθαγιάζονται

— Ποια είναι ισχύς των κυκλωμάτων;

— Τα κυκλώματα είναι διαπλεκόμενα. Διαπερνούν πάντα όλες τις κοινωνικές ομάδες και συναπαρτίζονται από ανθρώπους κάθε λογής. Κάπως έτσι εξασφαλίζεται η ανοχή. Πόσες φορές δεν έχουμε δει άτομα που είναι αμφιβόλου ηθικής να βραβεύονται από την πολιτεία, να αναγνωρίζεται η προσφορά τους ως ταγοί και θεματοφύλακες της τέχνης. Ολα καθαγιάζονται στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει καμιά καταφυγή για τον αγοραστή.

— Τι πρέπει να γίνει;

— Ενας ανεξάρτητος θεσμός με άτομα που έχουν επιστημονική επάρκεια, κατάρτιση και άρτια υλικοτεχνική υποδομή. Θα το στελέχωνα με νέα παιδιά που έχουν διάθεση να δουλέψουν, τα οποία θα επέβλεπαν ειδικοί και καθηγητές. Οι ειδικοί αυτοί –απαραιτήτως εγνωσμένου κύρους και ήθους– θα έκαναν μια επιτροπή που να αποφασίζει αν ένα έργο είναι αληθινό με συλλογική ευθύνη. Οι ιδιώτες θα πρέπει να πλήρωναν ένα μικρό ποσό για την γνωμοδότηση. Να έφευγαν έχοντας στο χέρι μια έγγραφη απόφαση –όπως παίρνουμε τις ιατρικές μας εξετάσεις– χωρίς μισόλογα, υπονοούμενα και ασάφειες.

— Μπορεί να εξυγιανθεί το τοπίο;

— Οταν το σύνολο των θεσμών που αφορά την αγορά της τέχνης σε μια χώρα δουλεύει σωστά, υπάρχει η εξαίρεση που είναι τα πλαστά. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ισχύει το αντίθετο. Ολα δουλεύουν λάθος και η εξαίρεση είναι το σωστό και το τσεκαρισμένο. Ο Ελληνας αγοραστής για να προφυλαχθεί πρέπει να του αρέσει αυτό που αγοράζει και να ρωτάει πολλούς ειδικούς πριν βάλει το χέρι στην τσέπη. Αν είναι αντίγραφο, μετά την αγορά πολύ δύσκολα θα ξαναπάρει τα λεφτά του...

«Πινάκους έχετε;»

«Κάποιοι αδαείς την περίοδο της χούντας έμπαιναν σε γκαλερί και ρωτούσαν “Πινάκους έχετε;”. Ούτε τη λέξη δεν ήξεραν να πουν σωστά. Ορισμένοι από αυτούς ήθελαν να το παίξουν κοινωνικά. Προσπαθούσαν να αγοράσουν έναν αυθεντικό Παρθένη, λ.χ., σε τιμές εξευτελιστικές. Το πιο πιθανό ήταν να επρόκειτο για πλαστό έργο, για “Παρθενοραφή”, όπως διακωμωδούσαν τότε οι κύκλοι. Θυμάμαι άλλο ένα περιστατικό. Μια κυρία, σύζυγος κάποιου φτασμένου που είχε κρεαταγορά, επισκέφθηκε μια γκαλερί για να αγοράσει έργα για το σπίτι της, ζητώντας “κάτι καλό”. Ο έμπορος της πρότεινε να πάρει ένα έργο με κάρβουνο, πενάκι ή σινική. Η κυρία ήθελε “κάτι καλύτερο”. Της πρότεινε παστέλ, υδατογραφίες ή ελαιογραφίες, αλλά εκείνη πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη. Στο τέλος της υποσχέθηκε ότι από Δευτέρα θα της έχει έτοιμη μια “βουτυρογραφία” και έφυγε επιτέλους ευχαριστημένη».

Τα χαρίσματα του καλού πλαστογράφου

«Ενας καλός πλαστογράφος δεν αντιγράφει ποτέ μηχανικά. Δεν έχει τόση σημασία το θέμα του ζωγράφου, όσο το συναίσθημά του, η ψυχολογία του, η ανάσα του, ο λυρισμός του. Πρέπει ο αντιγραφέας να ψυχανεμιστεί τη ζωή του, τη φάση που περνούσε όταν έφτιαχνε το έργο. Αφού κάνει το έγκλημα ο πλαστογράφος, ας κριματιστεί με τον σωστό τρόπο, πλησιάζοντας την ψυχή του ζωγράφου, φτιάχνοντας το αντίγραφο με αγάπη. Να γίνει το πλαστό η καλύτερη δυνατή αποτίμηση του έργου ενός καλλιτέχνη. Να μην προσβάλει την μνήμη του νεκρού ζωγράφου, να μην υποκύψει στην ύβριν της κακής και εύκολης αποτύπωσης ενός ξένου έργου».

— Εσείς, με ποιον τρόπο δουλεύατε;

— Είχα πάντα καλό αρχείο με φωτογραφίες από εγκυκλοπαίδειες, καταλόγους κ.ά. Πρόσεχα τις λεπτομέρειες. Μελετούσα την πινελιά, τις αντιθέσεις του φωτός, τα ψυχρά και τα θερμά, τη γραμμή. Εστίαζα ακόμα και στη διάθεση που είχε όταν έκανε το έργο. Πολύ συχνά έκανα νέες συνθέσεις. Από ένα ή δύο πίνακες έπαιρνα τα πρόσωπα, από άλλον το φόντο σαν να πρόκειται για τρίτο έργο του ζωγράφου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: