Τα ψεύτικα τα έργα τα μεγάλα
της Παρής Σπίνου
Πριν από λίγες μέρες διακεκριμένοι ιστορικοί τέχνης διασταύρωσαν τα ξίφη τους για τη γνησιότητα ή μη ενός έργου του Κωνσταντίνου Παρθένη, το εντυπωσιακό, είναι η αλήθεια, «Παγώνι με θέα», με αφορμή την παρουσίασή του πρώτη φορά στο κοινό από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
Τα ερωτήματα για την αυθεντικότητά του παραμένουν, ωστόσο το γεγονός είναι μόνο σταγόνα στη θάλασσα των πλαστών έργων τέχνης που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά. Ενα φαινόμενο που διογκώνεται τα τελευταία χρόνια και συνδέεται με την ανεξέλεγκτη δράση ενός παραεμπορίου τέχνης αλλά και με τη νεοπλουτίστικη μόδα που θέλει τα σαλόνια της ανερχόμενης καλής κοινωνίας να στολίζονται με πανάκριβους «σινιέ» πίνακες.
«Πολλές καινούριες βίλες στην Κηφισιά, στην Εκάλη, στα βόρεια προάστια έχουν πλαστούς πίνακες» μας λέει η γκαλερίστα Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Με καλούν να δω τους "Ακριθάκηδες", τους "Τσαρούχηδες", τον εκπληκτικό "Μόραλη" που έχουν και με λύπη μου διαπιστώνω ότι ο θησαυρός είναι άνθρακες. Οι ιδιοκτήτες είναι τόσο ικανοποιημένοι και περήφανοι για τα έργα που απέκτησαν, και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας, ώστε συχνά αρνούνται να παραδεχθούν πως έχουν εξαπατηθεί».
«Συνήθως την πατάνε όσοι έβγαλαν γρήγορα χρήματα και θέλουν να αποκτήσουν ένα έργο τέχνης ως πιστοποιητικό της περιουσίας τους, της κοινωνικής τους θέσης και κουλτούρας» τονίζει ο δικηγόρος Γιώργος Οικονομόπουλος, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης, από τα χέρια του οποίου έχουν περάσει πολλές υποθέσεις πλαστών έργων τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Ασφαλώς, η ιστορία της τέχνης βαδίζει παράλληλα με την ιστορία της πλαστογραφίας. Μόνο που παλαιότερα ασκούνταν νόμιμα μέσα στα εργαστήρια των κορυφαίων δασκάλων. «Είναι γνωστό ότι από την Αναγέννηση και έπειτα οι σπουδαίοι ζωγράφοι όπως ο Ρέμπραντ ενθάρρυναν τους μαθητές τους να τους αντιγράφουν ή απλώς υπέγραφαν τα έργα της "σχολής" τους» λέει ο ζωγράφος Δημήτρης Μυταράς. «Και ο Παρθένης είχε πολλούς μαθητές που τον μιμούνταν, οι οποίοι μάλιστα στη συνέχεια ίδρυσαν και σύλλογο».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «τα μεγάλα μουσεία σε όλο τον κόσμο έχουν πλαστούς πίνακες, αλλά δεν τους κατεβάζουν γιατί θα εκτεθούν». Κάθε τόσο έρχονται στη δημοσιότητα τέτοιες αμφιλεγόμενες υποθέσεις: από τα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ, που «χτυπήθηκαν» το 1987 στην αστρονομική τιμή των 240 εκατ. γαλλικών φράγκων και αργότερα αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, και το αντίγραφο της «Οδαλίσκης» του Ανρί Ματίς, που αποκαθηλώθηκε πρόπερσι από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Καράκας, ώς τους πλαστούς Νταλί που κατασχέθηκαν πέρυσι σε έκθεση στο Ελσίνκι. Από περίεργα έργα του Παρθένη που απέσυραν έπειτα από καταγγελίες οι Κρίστις της Νέας Υόρκης μέχρι την περιβόητη δημοπρασία του Γ. Τσαγκαράκη στη Βρετανία το 1996 με εξόφθαλμα πλαστά έργα των Μπουζιάνη, Σπυρόπουλου, Γύζη κ.ά. Τα σκάνδαλα πλήττουν και τις καλύτερες των οικογενειών: Μέχρι και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος των Σόθμπις στη Νέα Υόρκη βρέθηκαν μπλεγμένοι σε υποθέσεις πώλησης πλαστών έργων το 2000, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν.
Εκθέσεις με πλαστά!
Η πλαστογράφηση έργων τέχνης είναι στις μέρες μας μια «αναγνωρισμένη» διεθνής πρακτική, αφού μέχρι και εκθέσεις γίνονται στα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού με αριστουργηματικά αντίγραφα που συναγωνίζονται τα αυθεντικά έργα! Εν αντιθέσει προς τους δικούς μας, τους «ντροπαλούς», οι ξένοι πλαστογράφοι εφ' όσον αποκαλυφθούν απολαμβάνουν τη φήμη τους: όπως ο Κόνραντ Κουτζάου, που έδειξε σε έκθεση τα κατορθώματά του: 40 αντίγραφα γνωστών έργων του Πικάσο, του Γκογκέν, του Μονέ. Ο Τζον Μάιατ, ο επονομαζόμενος πάπας της πλαστογραφίας, άρχισε την καριέρα του βάζοντας αγγελία σε εφημερίδα «Κατασκευάζονται και πωλούνται αυθεντικά αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων», ο δε Ορί ειδικευόταν στον Μοντιλιάνι, σε σημείο τα αντίγραφά του να είναι... καλύτερα κι από τα γνήσια.
Η παραγωγή και διακίνηση έργων «μαϊμούδων» είναι μια επιχείρηση που αποδίδει εύκολα και γρήγορα χρήματα κατ' αναλογίαν με τη φήμη των καλλιτεχνών και το ύψος των τιμών των έργων τους. Οσο πιο αναγνωρισμένος και περιζήτητος είναι ο ζωγράφος τόσο πιο πολύ μπαίνει στο στόχαστρο. Στον χορό των κάλπικων στις πρώτες θέσεις συναγωνίζονται οι ζωγράφοι του 19ου αιώνα, όπως ο Βολανάκης, ο Παρθένης, ο Γύζης, ο Λύτρας. Ακολουθούν ο Εγγονόπουλος, ο Σπυρόπουλος, ο Μπουζιάνης, ο Βασιλείου, ο Φασιανός, ο Μυταράς. Από τη δεκαετία του '60 μέχρι σήμερα τα σκήπτρα κρατάει ο Γιάννης Τσαρούχης, που αντιγράφεται κατά κόρον.
«Τα πλαστά έρχονται σε φουρνιές κατά καιρούς. Καταλαβαίνουμε ότι είναι κάθε φορά από διαφορετικό αντιγραφέα, επειδή διαφέρει το ιδίωμα» μας λέει η Νίκη Γρυπάρη, ανιψιά του Γιάννη Τσαρούχη και πρόεδρος του μουσείου του, που βρίσκεται στο Μαρούσι. «Δεν τολμάει να βγει ένα λεύκωμά του κι αμέσως αρχίζουν οι αντιγραφές. Πιστεύουμε ότι έχουν γίνει απομιμήσεις στο 1/10 του συνόλου του έργου του και καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, αν υπολογίσουμε τα 5.000 λάδια που έχει φιλοτεχνήσει ο Τσαρούχης. Εχει αρχίσει να διαμορφώνει λάθος εικόνα ο κόσμος για το έργο του. Για να προστατευθούμε, καταρτίζουμε έναν κατάλογο με τα έργα του. Μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει με τα παστέλ, την τελευταία του δουλειά, που δεν έχει καταγραφεί».
Οσοι κινούνται στην παράνομη αγορά τέχνης και εξωφρενική φαντασία έχουν, και ασυναγώνιστη πειθώ. «Ενας παλαιοπώλης νοίκιαζε διαμερίσματα και... ηλικιωμένους, που τους δασκάλευε να λένε ότι θα πάνε στο γηροκομείο γι' αυτό πουλούν τα υπάρχοντά τους κι ανάμεσα σε αυτά και τον Τσαρούχη που είχαν» συνεχίζει η Νίκη Γρυπάρη. «Μετά πήγαινε αυτός που είχε αγοράσει το έργο και ήταν άδειο το διαμέρισμα. Κάποιος άλλος πάλι είχε αγοράσει μια παλιά τραπεζαρία και μια κρεβατοκάμαρα και του έκαναν... δώρο έναν Τσαρούχη».
Συνήθως οι πλαστογράφοι αντιγράφουν αυτούσιο έναν πίνακα του ζωγράφου που βάζουν στο στόχαστρο ή παραλλάσσουν ένα γνωστό θέμα του. «Αλλα είναι πολύ καλές αντιγραφές και άλλα είναι πανάθλια» επισημαίνει ο Δημήτρης Μυταράς, που βλέπει να εξελίσσονται οι μέθοδοι και με τη βοήθεια της τεχνολογίας. «Τώρα φωτογραφίζουν το έργο, το μεγεθύνουν και το τοποθετούν πάνω στον καμβά, όπου επεμβαίνουν με χρώμα, ώστε να δημιουργείται αληθοφανής ματιέρα. Σας πληροφορώ ότι η πιστότητα είναι πολύ μεγάλη· μέχρι κι εγώ κόντεψα να ξεγελαστώ μια φορά -νόμιζα ότι έβλεπα αυθεντικό "Μυταρά"».
Αλλοι πάλι παίρνουν ένα παλιό έργο τέχνης χωρίς υπογραφή και βάζουν πάνω σ' αυτό την υπογραφή ενός επώνυμου δημιουργού. «Εχουν αποθρασυνθεί» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Εχω δει πλαστή σφραγίδα με τα αρχικά του Γιάννη Μόραλη πίσω από έργο, όπου μιμούμενοι τη γραφή του πιστοποιούσαν: "Είναι γνήσιο έργο δικό μου". Ο Γιάννης Τσαρούχης πάλι έγραφε πίσω από τα πλαστά που του έφερναν "Δεν είναι δικό μου" και μετά από λίγον καιρό τού τα ξανάφερναν έχοντας σβήσει με μπλάνκο το "Δεν"!»
Πολλές είναι οι ιστορίες που μας διηγούνται, συχνά τραγελαφικές: «Πρόσφατα μας είχαν φέρει έναν πίνακα με πλαστή υπογραφή Γκίκα, που συνοδευόταν και από αποδεικτικά γνησιότητας» λέει η διευθύντρια του Μουσείου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Ιωάννα Προβίδη. «Ηταν μια επιστολή δήθεν δική του, όπου ο ζωγράφος έγραφε ότι πρόσφερε τον πίνακα στον τάδε ως αντάλλαγμα για την ευγενική φιλοξενία στο κτήμα του, το οποίο και απεικόνιζε στον πίνακα!»
Ποιοι είναι όμως αυτοί που επιδίδονται σε απομιμήσεις έργων και ποιοι τις διακινούν; «Είναι ζωγράφοι που ασκούνται πάνω στο ύφος αυτού που θέλουν να αντιγράψουν. Μπορεί μια ζωή, αν δεν τους ανακαλύψουν, να κάνουν αυτή τη δουλειά» μας λέει η Π. Ζουμπουλάκη.
«Τα έργα αυτά προωθούνται στην αγορά, μέσα από ένα κύκλωμα που αποτελείται από γκαλερί χωρίς κύρος κι από τους λεγόμενους private dealers, από παραεμπόρους δηλαδή τέχνης, καθώς και από άλλους που δηλώνουν, χωρίς να είναι, ειδήμονες. Δικτυώνονται σε κύκλους που έχουν χρήματα και εκμεταλλεύονται την άγνοια των αγοραστών. Μέχρι και πιστοποιητικά τους δίνουν, που γράφουν για παράδειγμα "φέρει υπογραφή Παρθένη" ή "αποδίδεται στον Γύζη". Οσο για τις τιμές, διαμορφώνονται αναλόγως. Αν είναι ευκολόπιστος ο πελάτης, μπορεί να πουλήσουν έναν πλαστό σχεδόν στην ίδια τιμή με τον αυθεντικό. Αλλιώς τους ρίχνουν με τη μαγική λέξη "ευκαιρία". Πώς όμως ένας πίνακας, ας πούμε του Ακριθάκη, που στη δημοπρασία εκτιμάται 40.000 ευρώ, μπορεί να πουληθεί για 4.000 ευρώ;» Λιγοστές υποθέσεις πλαστογραφίας βλέπουν το φως της δημοσιότητας και φτάνουν στα δικαστήρια. Αλλωστε, πολλοί που έχουν εξαπατηθεί δεν καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη, αφού έχουν αποκτήσει το έργο με μη νόμιμες διαδικασίες. Ούτως ή άλλως το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο αφήνει τα κυκλώματα να οργιάζουν. «Οσοι πιάστηκαν τελικά είναι γιατί το παράκαναν και δεν σταμάτησαν εγκαίρως, παρασυρόμενοι είτε από το εύκολο κέρδος είτε από την αλαζονεία απέναντι στα θύματά τους» επισημαίνει ο Γιώργος Οικονομόπουλος. «Το πρόβλημα είναι ότι οι ζωγράφοι, εάν πέσει στην αντίληψή τους ένα πλαστό έργο, απαγορεύεται να το καταστρέψουν. Μπορούν να κάνουν μήνυση εναντίον του κατόχου, αλλά οι περισσότεροι το αποφεύγουν, γιατί τότε έπρεπε να τρέχουν καθημερινά στα δικαστήρια» συνεχίζει.
Ακόμα κι όταν υπάρχει καταδικαστική απόφαση, το πλαστό δεν κατάσχεται ούτε καταστρέφεται. Οι δε ποινές που επιδικάζονται δεν είναι αποθαρρυντικές. «Εάν το πλαστό έργο έχει πουληθεί μέχρι 74.000 ευρώ, τότε το αδίκημα θεωρείται πλημμέλημα και η ποινή, πενταετής φυλάκιση, εξαγοράζεται με περίπου 7.800 ευρώ. Συνήθως οι ξύπνιοι έμποροι αποδίδουν τα χρήματα στο θύμα τους, παίρνουν το έργο πίσω και η υπόθεση δεν φτάνει στα δικαστήρια. Με την μπάζα δε που έχουν κάνει συνεχίζουν ανενόχλητοι το... έργο τους. Επίσης, εάν περάσουν πέντε χρόνια από τότε που έγινε το αδίκημα, αυτό παραγράφεται. Δυστυχώς, πολλοί αντιλαμβάνονται τυχαία και καθυστερημένα ότι έχουν εξαπατηθεί».
Ασφαλιστική δικλίδα
Οπως αποδεικνύεται, ασφαλιστική δικλίδα για κάποιον που θέλει να διαθέσει ένα ποσό -σημαντικό ούτως ή άλλως- για την αγορά έργου τέχνης είναι τα ατελιέ των καλλιτεχνών και οι έγκυροι, ελεγχόμενοι χώροι τέχνης. Αν πάλι θέλετε να ελέγξετε τη γνησιότητα του έργου, θα δυσκολευθείτε εάν ο ζωγράφος δεν ζει και δεν υπάρχει το αντίστοιχο ίδρυμα ή μουσείο που τον εκπροσωπεί, γιατί ο νόμος δένει τα χέρια των εμπειρογνωμόνων: «Απαγορεύεται σύμφωνα με πρόσφατο νόμο του 2000 στους ιστορικούς τέχνης που εργάζονται στην Εθνική Πινακοθήκη να γνωματεύσουν για έργα τέχνης. Επιτρέπεται μόνο για τις ανάγκες του Δημοσίου ή μόνο αν το διατάξει δημόσια αρχή. Ετσι, εάν δεν ζει ο ζωγράφος για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα, δημιουργούνται προβλήματα» συνεχίζει ο νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης, που προτείνει: «Μπορούμε να μιμηθούμε το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου έχουν τον επιτυχημένο θεσμό του ορκωτού εκτιμητή. Είναι εκτιμητές γνησιότητας που εκπαιδεύονται σε θέματα ιστορίας της τέχνης και συντήρησης για τρία χρόνια και στη συνέχεια διορίζονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Αμείβονται από τους ιδιώτες, όπως οι συμβολαιογράφοι, και ελέγχονται σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους από εισαγγελέα».
Ο γνωστός γκαλερίστας και συλλέκτης Αλέξανδρος Ιόλας παρομοίαζε την τέχνη με καρχαρία που καταβροχθίζει τους αμύητους στα ρηχά. Βεβαίως, ως περήφανοι έλληνες φιλότεχνοι οι περισσότεροι που έχουν εξαπατηθεί προτιμούν να πεθάνουν παρά να παραδεχθούν το λάθος τους. Κρεμάνε τον πλαστό πίνακα σε περίοπτη θέση, για να παραμυθιάζουν τους φίλους τους ότι έχουν μια αυθεντική, ακριβοπληρωμένη υπογραφή.
«Πολλές καινούριες βίλες στην Κηφισιά, στην Εκάλη, στα βόρεια προάστια έχουν πλαστούς πίνακες» μας λέει η γκαλερίστα Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Με καλούν να δω τους "Ακριθάκηδες", τους "Τσαρούχηδες", τον εκπληκτικό "Μόραλη" που έχουν και με λύπη μου διαπιστώνω ότι ο θησαυρός είναι άνθρακες. Οι ιδιοκτήτες είναι τόσο ικανοποιημένοι και περήφανοι για τα έργα που απέκτησαν, και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας, ώστε συχνά αρνούνται να παραδεχθούν πως έχουν εξαπατηθεί».
«Συνήθως την πατάνε όσοι έβγαλαν γρήγορα χρήματα και θέλουν να αποκτήσουν ένα έργο τέχνης ως πιστοποιητικό της περιουσίας τους, της κοινωνικής τους θέσης και κουλτούρας» τονίζει ο δικηγόρος Γιώργος Οικονομόπουλος, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης, από τα χέρια του οποίου έχουν περάσει πολλές υποθέσεις πλαστών έργων τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Ασφαλώς, η ιστορία της τέχνης βαδίζει παράλληλα με την ιστορία της πλαστογραφίας. Μόνο που παλαιότερα ασκούνταν νόμιμα μέσα στα εργαστήρια των κορυφαίων δασκάλων. «Είναι γνωστό ότι από την Αναγέννηση και έπειτα οι σπουδαίοι ζωγράφοι όπως ο Ρέμπραντ ενθάρρυναν τους μαθητές τους να τους αντιγράφουν ή απλώς υπέγραφαν τα έργα της "σχολής" τους» λέει ο ζωγράφος Δημήτρης Μυταράς. «Και ο Παρθένης είχε πολλούς μαθητές που τον μιμούνταν, οι οποίοι μάλιστα στη συνέχεια ίδρυσαν και σύλλογο».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «τα μεγάλα μουσεία σε όλο τον κόσμο έχουν πλαστούς πίνακες, αλλά δεν τους κατεβάζουν γιατί θα εκτεθούν». Κάθε τόσο έρχονται στη δημοσιότητα τέτοιες αμφιλεγόμενες υποθέσεις: από τα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ, που «χτυπήθηκαν» το 1987 στην αστρονομική τιμή των 240 εκατ. γαλλικών φράγκων και αργότερα αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, και το αντίγραφο της «Οδαλίσκης» του Ανρί Ματίς, που αποκαθηλώθηκε πρόπερσι από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Καράκας, ώς τους πλαστούς Νταλί που κατασχέθηκαν πέρυσι σε έκθεση στο Ελσίνκι. Από περίεργα έργα του Παρθένη που απέσυραν έπειτα από καταγγελίες οι Κρίστις της Νέας Υόρκης μέχρι την περιβόητη δημοπρασία του Γ. Τσαγκαράκη στη Βρετανία το 1996 με εξόφθαλμα πλαστά έργα των Μπουζιάνη, Σπυρόπουλου, Γύζη κ.ά. Τα σκάνδαλα πλήττουν και τις καλύτερες των οικογενειών: Μέχρι και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος των Σόθμπις στη Νέα Υόρκη βρέθηκαν μπλεγμένοι σε υποθέσεις πώλησης πλαστών έργων το 2000, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν.
Εκθέσεις με πλαστά!
Η πλαστογράφηση έργων τέχνης είναι στις μέρες μας μια «αναγνωρισμένη» διεθνής πρακτική, αφού μέχρι και εκθέσεις γίνονται στα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού με αριστουργηματικά αντίγραφα που συναγωνίζονται τα αυθεντικά έργα! Εν αντιθέσει προς τους δικούς μας, τους «ντροπαλούς», οι ξένοι πλαστογράφοι εφ' όσον αποκαλυφθούν απολαμβάνουν τη φήμη τους: όπως ο Κόνραντ Κουτζάου, που έδειξε σε έκθεση τα κατορθώματά του: 40 αντίγραφα γνωστών έργων του Πικάσο, του Γκογκέν, του Μονέ. Ο Τζον Μάιατ, ο επονομαζόμενος πάπας της πλαστογραφίας, άρχισε την καριέρα του βάζοντας αγγελία σε εφημερίδα «Κατασκευάζονται και πωλούνται αυθεντικά αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων», ο δε Ορί ειδικευόταν στον Μοντιλιάνι, σε σημείο τα αντίγραφά του να είναι... καλύτερα κι από τα γνήσια.
Η παραγωγή και διακίνηση έργων «μαϊμούδων» είναι μια επιχείρηση που αποδίδει εύκολα και γρήγορα χρήματα κατ' αναλογίαν με τη φήμη των καλλιτεχνών και το ύψος των τιμών των έργων τους. Οσο πιο αναγνωρισμένος και περιζήτητος είναι ο ζωγράφος τόσο πιο πολύ μπαίνει στο στόχαστρο. Στον χορό των κάλπικων στις πρώτες θέσεις συναγωνίζονται οι ζωγράφοι του 19ου αιώνα, όπως ο Βολανάκης, ο Παρθένης, ο Γύζης, ο Λύτρας. Ακολουθούν ο Εγγονόπουλος, ο Σπυρόπουλος, ο Μπουζιάνης, ο Βασιλείου, ο Φασιανός, ο Μυταράς. Από τη δεκαετία του '60 μέχρι σήμερα τα σκήπτρα κρατάει ο Γιάννης Τσαρούχης, που αντιγράφεται κατά κόρον.
«Τα πλαστά έρχονται σε φουρνιές κατά καιρούς. Καταλαβαίνουμε ότι είναι κάθε φορά από διαφορετικό αντιγραφέα, επειδή διαφέρει το ιδίωμα» μας λέει η Νίκη Γρυπάρη, ανιψιά του Γιάννη Τσαρούχη και πρόεδρος του μουσείου του, που βρίσκεται στο Μαρούσι. «Δεν τολμάει να βγει ένα λεύκωμά του κι αμέσως αρχίζουν οι αντιγραφές. Πιστεύουμε ότι έχουν γίνει απομιμήσεις στο 1/10 του συνόλου του έργου του και καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, αν υπολογίσουμε τα 5.000 λάδια που έχει φιλοτεχνήσει ο Τσαρούχης. Εχει αρχίσει να διαμορφώνει λάθος εικόνα ο κόσμος για το έργο του. Για να προστατευθούμε, καταρτίζουμε έναν κατάλογο με τα έργα του. Μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει με τα παστέλ, την τελευταία του δουλειά, που δεν έχει καταγραφεί».
Οσοι κινούνται στην παράνομη αγορά τέχνης και εξωφρενική φαντασία έχουν, και ασυναγώνιστη πειθώ. «Ενας παλαιοπώλης νοίκιαζε διαμερίσματα και... ηλικιωμένους, που τους δασκάλευε να λένε ότι θα πάνε στο γηροκομείο γι' αυτό πουλούν τα υπάρχοντά τους κι ανάμεσα σε αυτά και τον Τσαρούχη που είχαν» συνεχίζει η Νίκη Γρυπάρη. «Μετά πήγαινε αυτός που είχε αγοράσει το έργο και ήταν άδειο το διαμέρισμα. Κάποιος άλλος πάλι είχε αγοράσει μια παλιά τραπεζαρία και μια κρεβατοκάμαρα και του έκαναν... δώρο έναν Τσαρούχη».
Συνήθως οι πλαστογράφοι αντιγράφουν αυτούσιο έναν πίνακα του ζωγράφου που βάζουν στο στόχαστρο ή παραλλάσσουν ένα γνωστό θέμα του. «Αλλα είναι πολύ καλές αντιγραφές και άλλα είναι πανάθλια» επισημαίνει ο Δημήτρης Μυταράς, που βλέπει να εξελίσσονται οι μέθοδοι και με τη βοήθεια της τεχνολογίας. «Τώρα φωτογραφίζουν το έργο, το μεγεθύνουν και το τοποθετούν πάνω στον καμβά, όπου επεμβαίνουν με χρώμα, ώστε να δημιουργείται αληθοφανής ματιέρα. Σας πληροφορώ ότι η πιστότητα είναι πολύ μεγάλη· μέχρι κι εγώ κόντεψα να ξεγελαστώ μια φορά -νόμιζα ότι έβλεπα αυθεντικό "Μυταρά"».
Αλλοι πάλι παίρνουν ένα παλιό έργο τέχνης χωρίς υπογραφή και βάζουν πάνω σ' αυτό την υπογραφή ενός επώνυμου δημιουργού. «Εχουν αποθρασυνθεί» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Εχω δει πλαστή σφραγίδα με τα αρχικά του Γιάννη Μόραλη πίσω από έργο, όπου μιμούμενοι τη γραφή του πιστοποιούσαν: "Είναι γνήσιο έργο δικό μου". Ο Γιάννης Τσαρούχης πάλι έγραφε πίσω από τα πλαστά που του έφερναν "Δεν είναι δικό μου" και μετά από λίγον καιρό τού τα ξανάφερναν έχοντας σβήσει με μπλάνκο το "Δεν"!»
Πολλές είναι οι ιστορίες που μας διηγούνται, συχνά τραγελαφικές: «Πρόσφατα μας είχαν φέρει έναν πίνακα με πλαστή υπογραφή Γκίκα, που συνοδευόταν και από αποδεικτικά γνησιότητας» λέει η διευθύντρια του Μουσείου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Ιωάννα Προβίδη. «Ηταν μια επιστολή δήθεν δική του, όπου ο ζωγράφος έγραφε ότι πρόσφερε τον πίνακα στον τάδε ως αντάλλαγμα για την ευγενική φιλοξενία στο κτήμα του, το οποίο και απεικόνιζε στον πίνακα!»
Ποιοι είναι όμως αυτοί που επιδίδονται σε απομιμήσεις έργων και ποιοι τις διακινούν; «Είναι ζωγράφοι που ασκούνται πάνω στο ύφος αυτού που θέλουν να αντιγράψουν. Μπορεί μια ζωή, αν δεν τους ανακαλύψουν, να κάνουν αυτή τη δουλειά» μας λέει η Π. Ζουμπουλάκη.
«Τα έργα αυτά προωθούνται στην αγορά, μέσα από ένα κύκλωμα που αποτελείται από γκαλερί χωρίς κύρος κι από τους λεγόμενους private dealers, από παραεμπόρους δηλαδή τέχνης, καθώς και από άλλους που δηλώνουν, χωρίς να είναι, ειδήμονες. Δικτυώνονται σε κύκλους που έχουν χρήματα και εκμεταλλεύονται την άγνοια των αγοραστών. Μέχρι και πιστοποιητικά τους δίνουν, που γράφουν για παράδειγμα "φέρει υπογραφή Παρθένη" ή "αποδίδεται στον Γύζη". Οσο για τις τιμές, διαμορφώνονται αναλόγως. Αν είναι ευκολόπιστος ο πελάτης, μπορεί να πουλήσουν έναν πλαστό σχεδόν στην ίδια τιμή με τον αυθεντικό. Αλλιώς τους ρίχνουν με τη μαγική λέξη "ευκαιρία". Πώς όμως ένας πίνακας, ας πούμε του Ακριθάκη, που στη δημοπρασία εκτιμάται 40.000 ευρώ, μπορεί να πουληθεί για 4.000 ευρώ;» Λιγοστές υποθέσεις πλαστογραφίας βλέπουν το φως της δημοσιότητας και φτάνουν στα δικαστήρια. Αλλωστε, πολλοί που έχουν εξαπατηθεί δεν καταφεύγουν στη Δικαιοσύνη, αφού έχουν αποκτήσει το έργο με μη νόμιμες διαδικασίες. Ούτως ή άλλως το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο αφήνει τα κυκλώματα να οργιάζουν. «Οσοι πιάστηκαν τελικά είναι γιατί το παράκαναν και δεν σταμάτησαν εγκαίρως, παρασυρόμενοι είτε από το εύκολο κέρδος είτε από την αλαζονεία απέναντι στα θύματά τους» επισημαίνει ο Γιώργος Οικονομόπουλος. «Το πρόβλημα είναι ότι οι ζωγράφοι, εάν πέσει στην αντίληψή τους ένα πλαστό έργο, απαγορεύεται να το καταστρέψουν. Μπορούν να κάνουν μήνυση εναντίον του κατόχου, αλλά οι περισσότεροι το αποφεύγουν, γιατί τότε έπρεπε να τρέχουν καθημερινά στα δικαστήρια» συνεχίζει.
Ακόμα κι όταν υπάρχει καταδικαστική απόφαση, το πλαστό δεν κατάσχεται ούτε καταστρέφεται. Οι δε ποινές που επιδικάζονται δεν είναι αποθαρρυντικές. «Εάν το πλαστό έργο έχει πουληθεί μέχρι 74.000 ευρώ, τότε το αδίκημα θεωρείται πλημμέλημα και η ποινή, πενταετής φυλάκιση, εξαγοράζεται με περίπου 7.800 ευρώ. Συνήθως οι ξύπνιοι έμποροι αποδίδουν τα χρήματα στο θύμα τους, παίρνουν το έργο πίσω και η υπόθεση δεν φτάνει στα δικαστήρια. Με την μπάζα δε που έχουν κάνει συνεχίζουν ανενόχλητοι το... έργο τους. Επίσης, εάν περάσουν πέντε χρόνια από τότε που έγινε το αδίκημα, αυτό παραγράφεται. Δυστυχώς, πολλοί αντιλαμβάνονται τυχαία και καθυστερημένα ότι έχουν εξαπατηθεί».
Ασφαλιστική δικλίδα
Οπως αποδεικνύεται, ασφαλιστική δικλίδα για κάποιον που θέλει να διαθέσει ένα ποσό -σημαντικό ούτως ή άλλως- για την αγορά έργου τέχνης είναι τα ατελιέ των καλλιτεχνών και οι έγκυροι, ελεγχόμενοι χώροι τέχνης. Αν πάλι θέλετε να ελέγξετε τη γνησιότητα του έργου, θα δυσκολευθείτε εάν ο ζωγράφος δεν ζει και δεν υπάρχει το αντίστοιχο ίδρυμα ή μουσείο που τον εκπροσωπεί, γιατί ο νόμος δένει τα χέρια των εμπειρογνωμόνων: «Απαγορεύεται σύμφωνα με πρόσφατο νόμο του 2000 στους ιστορικούς τέχνης που εργάζονται στην Εθνική Πινακοθήκη να γνωματεύσουν για έργα τέχνης. Επιτρέπεται μόνο για τις ανάγκες του Δημοσίου ή μόνο αν το διατάξει δημόσια αρχή. Ετσι, εάν δεν ζει ο ζωγράφος για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα, δημιουργούνται προβλήματα» συνεχίζει ο νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης, που προτείνει: «Μπορούμε να μιμηθούμε το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου έχουν τον επιτυχημένο θεσμό του ορκωτού εκτιμητή. Είναι εκτιμητές γνησιότητας που εκπαιδεύονται σε θέματα ιστορίας της τέχνης και συντήρησης για τρία χρόνια και στη συνέχεια διορίζονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Αμείβονται από τους ιδιώτες, όπως οι συμβολαιογράφοι, και ελέγχονται σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους από εισαγγελέα».
Ο γνωστός γκαλερίστας και συλλέκτης Αλέξανδρος Ιόλας παρομοίαζε την τέχνη με καρχαρία που καταβροχθίζει τους αμύητους στα ρηχά. Βεβαίως, ως περήφανοι έλληνες φιλότεχνοι οι περισσότεροι που έχουν εξαπατηθεί προτιμούν να πεθάνουν παρά να παραδεχθούν το λάθος τους. Κρεμάνε τον πλαστό πίνακα σε περίοπτη θέση, για να παραμυθιάζουν τους φίλους τους ότι έχουν μια αυθεντική, ακριβοπληρωμένη υπογραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου